"Πλατεία Μικρασιατών" η νέα πλατεία τής πόλης μας;

«Πλατεία Μικρασιατών» η νέα πλατεία τής πόλης μας;

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ http://ret-anadromes.blogspot.com

    Παρακολούθησα πρόσφατα στον τοπικό Τύπο τού Ρεθύμνου την πρόταση των Ρεθυμνίων Μικρασιατών να δοθεί το όνομα «ΠΛΑΤΕΙΑ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ» στη νέα θαυμάσια πλατεία που ο υπερδραστήριος Δήμος τής πόλης μας δημιούργησε στο πλαίσιο ενός εν εξελίξει γενικού εξωραϊσμού τής πόλης μας και τής αισθητικής της.

    Η πρόταση των Ρεθυμνίων Μικρασιατών με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο και θα ήθελα με το παρόν σημείωμά μου να καταθέσω, κι εγώ προσωπικά, την απόλυτη συναίνεσή μου. Και ο χώρος, εξάλλου, στην παλιά πόλη και παρά το πρώτο Δημοτικό Σχολείο, συναινεί σε μια τέτοια πρόταση και καταλληλότερη ονομασία για τη συγκεκριμένη πλατεία δεν πρόκειται, νομίζω, να βρεθεί. Το σχολείο αυτό- γνωστό στις μέρες μας και ως «(πρώην)Τούρκικο»- άρχισε να λειτουργεί το έτος 1899 ως 4/θέσιο μικτό σχολείο. Αργότερα, έγινε μόνο Θηλέων. Το 1911 δεχόταν και ελληνόπουλα, ενώ το 1924, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών και την έλευση των Μικρασιατών προσφύγων, αύξησε κατακόρυφα το μαθητικό δυναμικό του και έγινε απόλυτα ελληνικό και από το 1929 και μικτό, για αγόρια και κορίτσια. Στο σχολείο αυτό, επίσης, διέμειναν και φιλοξενήθηκαν προχείρως και προσωρινά οικογένειες προσφύγων Μικρασιατών μετά την άφιξή τους στην πόλη μας.

   Η προσφορά, περαιτέρω, των Μικρασιατών προσφύγων στον τόπο μας, λίγο πολύ, είναι σε όλους μας γνωστή. Το Ρέθυμνο, στα 1922– 1924, όταν υποδέχτηκε τους πρόσφυγες στη ζεστή αγκαλιά του, φυτοζωούσε χωρίς καμιά απολύτως ανάπτυξη, με ένα εμπόριο στάσιμο και μια οικονομία που έφθινε συνεχώς. Αριστουργηματική είναι η περιγραφή τής δύσκολης εκείνης εποχής από τον Παντελή Πρεβελάκη στο «Χρονικό μιας Πολιτείας». Και η απρόβλεπτη προσφυγική λαίλαπα μπορεί μεν να επιδείνωσε προσωρινά την κακομοιριά τού Ρεθύμνου, μακροπρόθεσμα, όμως, συνέτεινε, πιστεύουμε, και η παρουσία των Ελλήνων προσφύγων από τις Μικρασιατικές Πατρίδες στην εμφάνιση τής πρώτης πολιτιστικής ανάπτυξης τού τόπου, αφού αργά μεν αλλά σταθερά οι πρόσφυγες άρχισαν να ασκούν στον τόπο ευεργετικές και μόνον επιρροές και επιδράσεις ερχόμενοι μετά τους επανειλημμένους ξεριζωμούς τού 1915, του 1923, αλλά και του 1924.

   Από το Ρέθυμνο έφυγαν, κατά προσέγγιση, 4000 Οθωμανοί και ήρθαν, συνολικά, 2800 πρόσφυγες, που, κατά κύριο λόγο, προέρχονταν από τις Φώκιες, τ’ Αϊβαλί και τη Σμύρνη. Οι άμοιροι με σπαραγμό ψυχής ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους, ξεσπιτώθηκαν από τις περιουσίες τους και όλα τα καλά τους και κατέφθασαν στα ελληνικά εδάφη σε μια εξαιρετικά άθλια κατάσταση. Σε κάθε εμπόδιο που θα τους τύχαινε στη νέα τους πατρίδα αυτόματα έκαναν τη σύγκριση: «Στη Μικρασία, στην Ιωνία, στ’ Αϊ-βαλί, στις Φώκες είχαμε τ’ αμπέλια μας, τα σπίτια μας, Ήμασταν νοικοκύρηδες». Θυμόντουσαν τα πλούτη τους στις «χαμένες και αλησμόνητες πατρίδες» και όλοι τους είχαν, τότε, πολύ περισσότερα από ό,τι έχουν τώρα, από ό,τι έχει όλος ο τόπος που τους φιλοξενεί.

   Στο Ρέθυμνο αποβιβάσθηκαν στο μικρό μας λιμανάκι καραβοτσακισμένοι, απελπισμένοι οι περισσότεροι, με ξερό το ταλαιπωρημένο κορμί τους. Όλους αυτούς η ξεψυχισμένη από τους πολέμους Ελλάδα έπρεπε να τους βολέψει και να τους αποκαταστήσει, αλλά μέχρι να γίνει αυτό πέρασαν πολλά μαύρα χρόνια, που οι πρόσφυγες υπέφεραν και δυστύχησαν πολύ.

   Οι πρώτες ασχολίες τους εδώ, στην πόλη μας, προς επιβίωση των ίδιων και των οικογενειών τους αρχικά περιστρέφονται κυρίως γύρω από το λιμάνι και τη θάλασσα. Ψαράδες και οι ίδιοι στις πατρίδες τους δουλεύουν στο λιμάνι, πιάνουν κουπί στις βάρκες που πάνε τους επιβάτες στο βαπόρι, ξεπλέκουν δίχτυα, καλαφατίζουν βάρκες, ψαρεύουν, κάνουν, γενικά, δουλειές τής θάλασσας, αλλά και κάποιοι άλλοι γυρίζουν στους δρόμους και πουλούν φιστίκια ή παίρνουν μια φουφού και ψήνουν κάστανα, βοηθούν στα κάρα, στο ξεφόρτωμα, κάνουν θελήματα και δημιουργούν γύρω τους μια άγνωστη μέχρι τότε δραστηριότητα που έσπρωξε μπροστά τη, μέχρι τότε, στάσιμη και φθίνουσα πολιτεία μας.

Άλλοι- και είναι αρκετοί και αυτοί οι τελευταίοι- τριγυρίζουν άσκοπα στην πόλη μας, σέρνοντας πίσω τους τη δυστυχία τους, χωρίς δουλειά, χωρίς απασχόληση, ξυπόλητοι ή με φθαρμένα και χιλιομπαλωμένα παπούτσια, με ρούχα φθαρμένα. Το δράμα ήταν μεγάλο προπαντός για κείνους που δεν είχαν μάθει να απλώνουν το χέρι και να επαιτούν. Μιλάμε για μεγάλη δυστυχία, για μητέρες που με σπαραγμό ψυχής κοίμιζαν τα παιδιά τους νηστικά και ηλικιωμένους που έμεναν όλη μέρα ξαπλωμένοι, γιατί δεν μπορούσαν από την πείνα να σταθούν στα πόδια τους όρθιοι.

   Αυτοί, όμως, οι άνθρωποι είχαν μέσα τους πλούσια αποθέματα ψυχικού μεγαλείου και πνευματικού πολιτισμού και ενώ οι ίδιοι δεν είχαν προφτάσει ακόμα καλά- καλά να ορθοποδήσουν και να σταθούν στα πόδια τους, άρχισαν και από διάφορα άλλα- πλην των ανωτέρω- πόστα, να ασκούν στον τόπο ευεργετικές και μόνον επιρροές και επιδράσεις. Έτσι, ο πρώτος ηλεκτροφωτισμός στο Ρέθυμνο, μην το ξεχνάμε, είναι επίτευγμα που το έφεραν οι Μικρασιάτες και όλοι γνωρίζουμε τη σημασία τού εξηλεκτρισμού στην ανάπτυξη και την πρόοδο ενός τόπου. Με τους πρόσφυγες είχε έλθει στο Ρέθυμνο και ένας ηλεκτρολόγος- μηχανολόγος, ρεθεμνιώτης στην καταγωγή, που είχε εργαστεί σε ηλεκτρικό εργοστάσιο στη Μικρά Ασία, ο Γιάννης Σκευάκης. Αυτός παροτρύνε τους Ρεθυμνιώτες να δημιουργήσουν την πρώτη στην πόλη μας «Εταιρεία Λαϊκής Βάσης» με μετοχές και να φέρουν την πρώτη μηχανή παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος με την καύση ξύλων.

Το Ρέθυμνο, λοιπόν, στάθηκε πρωτοπόρο και στο θέμα τού ηλεκτροφωτισμού στην Κρήτη και αυτό οφείλεται στον παραπάνω Μικρασιάτη, που υπήρξε και ο πρώτος Διευθυντής τού εργοστασίου αυτού και ηλεκτρολόγος του ο Αλκαίος Μυσιρλίδης, ένας άλλος, επίσης, δημιουργικός Μικρασιάτης. Έτσι, στις 14/9/1923- μετά την άφιξη των Μικρασιατών- δίνεται με επιτυχία το πρώτο δοκιμαστικό ρεύμα από το ηλεκτροεργοστάσιο και ανάβουν δέκα το όλον λαμπτήρες στην οδό Τσάρου (σημερινή Αρκαδίου), γεγονός που πανηγυρίζεται θριαμβευτικά από τις τοπικές εφημερίδες[1].

   Αλλά και οι σαπωνοποιίες- η πλέον προσοδοφόρα βιομηχανία τού Ρεθύμνου- τον 20ο αιώνα, συνέχισαν να λειτουργούν και να αυξάνονται σε αριθμό μετά την έλευση και με την προσωπική εργασία και συμμετοχή των προσφύγων, μέχρι και το 1940 περίπου.

   Γνωστή, επίσης, είναι και η ευεργετική στον χώρο, τώρα, της Εκκλησίας παρουσία στην πόλη μας και του αρχιμανδρίτη Γρηγορίου Βοργιαδάκη, η προτομή τού οποίου κοσμεί τον αύλειο χώρο τού ι. ναού τής Μικρής Παναγίας. Είχε έλθει από τη Μικρασία το 1915, με τον πρώτο διωγμό τού έτους εκείνου. Μαζί του και μερικές ακόμη προσφυγικές οικογένειες. Η συμβολή του στην περίθαλψη των προσφύγων τού δεύτερου μεγάλου διωγμού, του 1922, υπήρξε καταλυτική, γιατί όλα αυτά τα χρόνια είχε ήδη γνωρίσει στην πολιτεία μας πρόσωπα και πράγματα, αλλά και η συμβολή του, περαιτέρω, στην εν γένει πνευματική καθοδήγηση των Ρεθεμνιωτών υπήρξε εξίσου σημαντική και ήταν εξαιρετικά αγαπητός απ’ όλους τους Ρεθεμνιώτες. Ο Ανδρέας Νενεδάκης αποτυπώνει χαρακτηριστικά το μεγαλείο και τη δύναμη τής ψυχής τού λεβέντη Μικρασιάτη παπα- Γρηγόρη: «Ήταν όμορφος άντρας, με μια φωνή καμπάνα. Μπήκε στη παλιά εκκλησία τής Μικρής Παναγίας, που την είχαν μετατρέψει σε τζαμί και σ’ ένα βράδυ χάλασε το μιναρέ, την άσπρισε και κρέμασε τις παλιές εικόνες»[2].

Και η προσφορά στον τόπο μας των Μικρασιατών προσφύγων δεν εξαντλείται με την παραπάνω δειγματοληπτική παρουσίαση που κάναμε. Μην ξεχνάμε, όμως και την άλλη σπουδαία παράμετρο μιας τέτοιας ονομασίας. τη συνεχή, δηλαδή, συνειρμικά, επαναφορά στη μνήμη μας των «Αλησμόνητων Πατρίδων», της Μικρασίας τού Ομήρου, του Θαλή, του Αναξαγόρα, του Αναξιμένη, του Ηράκλειτου και των άλλων Μικρασιατών προσωκρατικών φιλοσόφων, του Ηρόδοτου, του Μεγάλου Βασιλείου και των άλλων Καππαδοκών Πατέρων και εκατοντάδων αγίων της Μικρασιατικής γης, του Σεφέρη, του Φώτη Κόντογλου και τόσων άλλων.

   Θεωρούμε, λοιπόν, ορθότατη και επικροτούμε ολοθύμως την πρόταση των Ρεθυμνίων Μικρασιατών. Εγώ προσωπικά και από τη θέση τού μέλους τής Επιτροπής Ονοματοθεσίας Πλατειών και Οδών τής πόλεως μας που επί δεκαετία και πλέον συμμετέχω, στο επίπεδο τής Περιφέρειας, την περιμένω και θα την υπερψηφίσω, αν μας έλθει, μια τέτοια πρόταση τού Δημοτικού Συμβουλίου.


[1] Κρητική Επιθεώρησις, φ. τής 14/9/1923.
[2] Νενεδάκης Ανδρέας, Οι Βουκέφαλοι, Αθήνα 1991, 195, 198. Ο γνωστός ως «κομμένος μιναρές».

ΥΠΟ ΕΥΡΕΙΑ ΕΝΝΟΙΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΠΑΝΔΑΓΟΣ

ΥΠΟ ΕΥΡΕΙΑ ΕΝΝΟΙΑ
[Εκδόσεις «Αίθρα», Αθήνα Μάρτιος 2009., σχ. 8ο (21Χ14), σσ. 176]

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

http://ret-anadromes.blogspot.com/

Ο κ. Ευάγγελος Σπανδάγος είναι ένας αξιόλογος πολυβραβευμένος μαθητικός, που τιμά διεθνώς την επιστήμη του, αλλά και τοn τόπο του, το Ρέθυμνο, με τις δεκάδες των συγγραμμάτων του, που αφορούν κυρίως στην έρευνα και την Ιστορία των Μαθηματικών. Αντίθετα, το λογοτεχνικό έργο τού κ. Σπανδάγου τυχαίνει να είναι, ίσως, λιγότερο γνωστό αλλ’ όχι, πάντως, και λιγότερο σημαντικό. Ένα, τέτοιο, λογοτεχνικό έργο τού κ. Σπανδάγου, το τελευταίο του, που είχε την καλοσύνη να μας αποστείλει πρόσφατα, έρχεται να προβάλει η παρούσα κριτική μας και αφορά στο βιβλίο διηγημάτων του με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Υπό Ευρεία Έννοια».
Μια πρώτη παρατήρηση που μπορείς άμεσα να διατυπώσεις διαβάζοντας το βιβλίο αυτό του κ. Σπανδάγου είναι ότι στα διηγήματά του ο συγγραφέας επιδιώκει το ουσιώδες και αληθινό, αποφεύγοντας αυστηρά την ένδυσή του με φτηνό καλολογικό και αισθητικό ένδυμα. ο λόγος του, έτσι, καθάριος και φωτεινός, πρωτότυπος, επαγωγικός, «μαθηματικός» δεν σε παραπλανά σε κούφιους αισθητικούς και λεξιλογικούς «γαργαλισμούς» (πρβλ., εδώ, το διήγημά του «Ένα σαμποτάζ αλλιώτικο»).
Τα έργα, περαιτέρω, του κ. Σπανδάγου τα διακρίνει μια βαθύτατη ανθρωπο- και συχνά- κρητο- κεντρική παιδεία. Και με τον όρο αυτόν εννοώ μια παιδεία τού στήθους και τής ψυχής και όχι μια στεγνά μιμητική και εγκεφαλική, με την έννοια τού παπαγαλισμού, παιδεία, που, συνήθως, δέχεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ο σύγχρονος άνθρωπος. Μια παιδεία φτηνή και μίζερη που, δυστυχώς, δε φτάνει σχεδόν ποτέ να αγγίξει τα μύχια τής ψυχής του. Στα έργα του, αντίθετα, ο λογοτέχνης- μαθηματικός κ. Σπανδάγος αναδιπλώνει και μάς μεταγγίζει από τον αστείρευτο πλούτο τής αληθινής παιδείας και μάλιστα, συχνά, τής παιδείας αυτής που διαπότιζε τον παλιό Κρητικό πολιτισμό, όπως διαγράφεται και ορίζεται μέσα από το απόσταγμα των άγραφων ηθών, εθίμων και παραδόσεων τής Κρήτης.
Τα διηγήματά του, ακόμα, αποπνέουν μια έμπειρη σχέση με τα πράγματα και τη ζωή, ζωντανές και βιωμένες καταστάσεις και δίνουν πολλές σημαντικές και ακριβείς ιστορικές πληροφορίες και μάλιστα για την πόλη και τον νομό τού Ρεθύμνου απ’ όπου πολλά από αυτά αφορμώνται. Περπατά σε μέρη γνώριμα τής πολιτείας που αγαπά και αναφέρεται σε γνώριμες καταστάσεις, μορφές και ιστορικά γεγονότα (παράδειγμα: «Η Καθαίρεση τού Δημάρχου»).
Έτσι, τα περισσότερα διηγήματά του εξακτινώνονται ιστορικά, ερειδόμενα σε γνωστά και πραγματικά γεγονότα, και αποπνέοντα ιστορική αλήθεια και διάθεση για γόνιμο προβληματισμό, γνώση και πληροφόρηση. Ορισμένα, μάλιστα, θεωρώ ότι μας μεταφέρουν, «ψευδωνύμως» τα τελευταία, ορισμένες προσωπικές τού συγγραφέα εμπειρίες από τα χρόνια τής θητείας του σε σχολεία τής Μέσης Εκπαίδευσης, όπου καταγράφει χαρακτηριστικά βιώματά του, που τα ανασύρει με φωτογραφική λεπτομέρεια από το συρτάρι τής μνήμης, παραστατικά, ανάγλυφα και ζωντανά, όπως ακριβώς τα έζησε και τα βίωσε και ο ίδιος, προτείνοντάς μας μέσω αυτών επιτυχείς και γόνιμες παρεμβάσεις στην πραγματικότητα και τα προβλήματα τού σχολείου («Τρία σοβαρά αδικήματα»).
Στην εξαιρετικά, τέλος, παράδοξη και απρόσμενη εξέλιξη τού διηγήματος με τους λεπρούς τής Μεσκινιάς και τον τόσο ανθρώπινο τύπο που διαγράφεται στο πρόσωπο τού Κωνσταντίνου («Ένα παλικάρι δίχως όνομα») προβάλλεται μια κοινωνία θυσίας, ήθους και συγκινητικής αλληλοπροσφοράς και αλληλοεκτίμησης αντίθετων κοινωνικά τάξεων. Στην κάθε σελίδα τού έργου ο αναγνώστης θέλγεται βαθιά από την μεγαλοπρέπεια των ηρώων και την παραδειγματική ευγένεια του χαρακτήρα τους. Οι ήρωες τού κ. Σπανδάγου βαθιά ανθρώπινοι, αποκαλύπτουν ενώπιόν μας τον αληθινό «Άνθρωπο», τον άνθρωπο τής ειλικρίνειας και του εντυπωσιακού συνειδησιακού θάρρους και από την πρώτη κιόλας στιγμή κερδίζουν την αγάπη μας και τη συμπάθειά μας. Σε όλα, γενικά, τα διηγήματα διακρίνουμε και γευόμαστε πλουσιότατα το υγιέστατο ήθος και το ανθρώπινο μεγαλείο στην ιδανικότερή τους μορφή. Ο συγγραφέας φιλοσοφεί και καταγράφει τη ζωή με τα πιο ζωντανά και ελκυστικά χρώματα και με έντονα παραστατικές, νατουραλιστικές, θα λέγαμε, εικόνες, ενώ, γενικότερα, με το παράδοξο και συχνά απρόσμενο των παραστάσεων ο εντυπωσιασμός τού αναγνώστη καθίσταται βέβαιος και αναμενόμενος («Δυο θάνατοι στην ίδια οικογένεια»).
Για άλλη μια φορά θερμά συγχαίρουμε τον εκλεκτό και δόκιμο συμπολίτη επιστήμονα και συγγραφέα και του ευχόμαστε να έχει υγεία και δύναμη, για να συνεχίζει τη γόνιμη, εργώδη και δημιουργική δραστηριότητά του στον χώρο τής λογοτεχνίας και τής επιστήμης των μαθηματικών, χώροι στους οποίους τόσο πολλά έχει προσφέρει, αλλά για να συνεχίζει και το σπουδαίο, τώντις, ενδιαφέρον και την προσφορά του προς τον τόπο καταγωγής και τα Ρεθεμνιώτικα Γράμματα.

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ

Δημήτριος Γ. Στεργίου
Χρήστος Γ. Ζαχαράκις
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ
Γεώργιος Ζαχ. Σκουλούδης- Εμμανουήλ Παχλάς
Δυο Ρεθυμνιώτικες μορφές στο σταυροδρόμι τού Αρκαδίου


[Εκδόση Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Ρεθύμνης, Εκτύπωση Εκδοτικές Επιχειρήσεις «Καλαϊτζάκης», Ρέθυμνο 2008, σχ. 8ο (27Χ19), σσ. 321]

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
http://ret-anadromes.blogspot.com


Περβολιανός όντας κι εγώ, εκ μητρός, θυμάμαι, από τα παιδικάτα μου, με πόσο ενδιαφέρον αντίκριζα, σαν περνούσα απ’ έξω, τα μεγαλοπρεπή ερείπια τής θερινής έπαυλης τού Σκουλούδη- έτσι την άκουγες από τότε- που δίκην κιόνων παρθενικών ξεχώριζαν από τα λοιπά σπίτια τού πανέμορφου, τότε, και μοσκομύριστου- από το λεπτό και ευώδες άρωμα των πάλλευκων κρινακιών των σεπεριών τής παραλίας του- θέρετρου τής πολιτείας μας.

Σήμερα έρχεται το παρουσιαζόμενο εξαιρετικά καλαίσθητο πόνημα τού εκ των απογόνων και συγγενών τού Σκουλούδη, Δημητρίου Γ. Στεργίου και τού Χρήστου Γ. Ζαχαράκι, να μου διαλευκάνει πλήθος αποριών γύρω από την πληθωρική και χαρισματική φυσιογνωμία τού κατόχου τής έπαυλης, αείμνηστου Γεωργίου Ζ. Σκουλούδη, ο οποίος, προσέτι, φέρεται και ως κτήτωρ τού παρακείμενου στην έπαυλη ναού τού αγίου Νικολάου, που, καθόσον γνωρίζω, αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τους Περβολιανούς, χρησιμοποιήθηκε, κατά καιρούς, ως κεντρικός τού προαστίου ναός και για πολλές δεκαετίες συνδέθηκε στενά με το παλιό Δημοτικό Σχολείο των Περιβολίων, που λειτουργούσε στον χώρο του, δίκην, θα έλεγα, παρεκκλησίου αυτού, για τις θρησκευτικές ανάγκες τού μαθητικού πληθυσμού.
Το όνομα τού Γ. Σκουλούδη συνδέθηκε στενά με την ιστορία των Κρητικών επαναστάσεων μέχρι το 1880, που, σε ηλικία ογδόντα περίπου χρόνων, έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντά του ως Υποπρόξενος τής Ρωσίας στο Ρέθυμνο. Σημαντικότατα όσα σημειώνει για το πρόσωπό του ο μακαριστός Μητροπολίτης Κρήτης Τιμόθεος Βενέρης, ο γνωστός ιστορικός τής μεγάλης Αρκαδικής εποποιίας. Ο Σκουλούδης, σημειώνεται, ανταποκρίθηκε στα καθήκοντά του με χαρακτηριστική επάρκεια, διπλωματική αποτελεσματικότητα και σθένος ψυχικό, σε μια εξαιρετικά δύσκολη και ταραγμένη εποχή. Γι’ αυτό κι έχαιρε απεριόριστης αγάπης και εμπιστοσύνης τόσο από τον Ρώσο πρόξενο στα Χανιά, όσο και από το σύνολο των χριστιανών πολιτών τού Ρεθύμνου.
Αναλαμβάνει πρόξενος τής μεγάλης και κραταιάς ορθόδοξης Δύναμης τού Βορρά σε μια εποχή δραματικής επιδείνωσης των σχέσεων Ορθοδόξων και Οθωμανών, στα πρόθυρα τής Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης τού 1866- 69. Η πορεία που ακολούθησε ο Πρόξενος Σκουλούδης υπήρξε, τώντις, δοκιμασμένη και δυναμική και πατριωτικά ευαίσθητη στις καταπατήσεις, λεηλασίες και σφαγές, που, κάθε τόσο, διαπράττονταν από το ντόπιο οθωμανικό στοιχείο. Πιστός και υπεύθυνος στο καθήκον του ενημερώνει και ευαισθητοποιεί τη ρωσική Αρχή με τις συνεχώς υποβαλλόμενες εκθέσεις του, που αποτελούν σήμερα σπουδαία πηγή πληροφοριών για τα γεγονότα των Ημερών εκείνων αλλά και της πολύπτυχης προξενικής δραστηριότητάς του. Αποκορύφωμα τής εν λόγω ενημερωτικής τακτικής τού Σκουλούδη αποτελούν οι υπ’ αριθμ. 84 / 7-19 Νοεμβρίου 1866, 85 / 14- 26 Νοεμβρίου 1866, 87 / 24 Νοεμβρίου 1866 και 88 / 24 Νοεμβρίου 1866 εκθέσεις του, σημαντική πηγή πληροφοριών, που αφορούν ειδικά στην πολιορκία και το ολοκαύτωμα τής Ι. Μονής Αρκαδίου.
Το κύρος τού υποπρόξενου Σκουλούδη προσέτι, διαφαίνεται και από συγκεκριμένες μαρτυρίες προσώπων, που καταγράφονται από τον Τιμόθεο Βενέρη στο κλασικό έργο του «Το Αρκάδι διά των Αιώνων», όπου και αφηγούνται παραστατικά την αποτελεσματικότητα τής διαμεσολάβησής του στον Ρώσο πρόξενο των Χανίων, για την κατάσταση των αιχμαλώτων τού Αρκαδιού. Ο Σκουλούδης μονίμως και ως εκ τής θέσεώς του ζητούσε τη ρωσική διαμεσολάβηση κατά των Τούρκων, προς διάσωση και ανακούφιση των κατατρεγμένου χριστιανικού στοιχείου από τις τουρκικές θηριωδίες. και το ενδιαφέρον του αυτό συνεχίζεται και αργότερα παρά τα σοβαρότατα οικογενειακά προβλήματα που αντιμετώπιζε και την εν τω μεταξύ επιδείνωση τής κατάστασής του.
Στο παρουσιαζόμενο βιβλίο μιλούν και αναδεικνύονται οι αρχειακές πηγές και μάλιστα το Αρχείο τού προξενικού Πρακτορείου Ρεθύμνου, που φυλάσσεται στη Δημόσια Κεντρική βιβλιοθήκη Ρεθύμνης. Παρακολουθούμε τη δραστηριότητα και τις αρμοδιότητες των προξενικών πρακτόρων και ειδικότερα αυτού της Ρωσίας, στα Χανιά, και τις σχέσεις συνεργασίας αυτού με τον Υποπρόξενο Ρεθύμνου, Γεώργιο Σκουλούδη. Παρακολουθούμε, ακόμα, πόσο οι σχέσεις αυτές μιας ομόδοξης χριστιανικής Δύναμης προς το ντόπιο χριστιανικό στοιχείο υπήρξαν παραδειγματικά προστατευτικές στις σοβαρές και ποικίλες δοκιμασίες που υφίσταντο από τους Οθωμανούς.

Η διπλωματική τού Γεωργίου Σκουλούδη δραστηριότητα, σε αυτήν την ιδιαίτερα αποφασιστική φάση των επάλληλων Κρητικών επαναστάσεων και αγώνων προς την ελευθερία, συναντιέται στο ματωμένο σταυροδρόμι τού Αρκαδιού με την πολεμική δραστηριότητα τού γνωστού Περβολιανού οπλαρχηγού και ήρωα Εμμανουήλ Παχλά. Παχλάς και Σκουλούδης, παρότι συγχωριανοί, Περβολιανοί και οι δύο, γείτονες σχεδόν, συνδέθηκαν στην αιωνιότητα μέσω κυρίως της συμμετοχής τού πρώτου στην αρκαδική εθελοθυσία και των προξενικών εκθέσεων τού δευτέρου. Αυτή η μοναδική των δύο ανδρών σχέση οδήγησε τους συγγραφείς τού παρόντος πονήματος κυρίους Δημήτριο Γ. Στεργίου και Χρήστο Γ. Ζαχαράκι να παρουσιάσουν από κοινού την επάλληλη των δύο επώνυμων Ρεθεμνιωτών δράση, μέσω της οποίας, από το δικό τού μετερίζι ο καθένας, τη διπλωματία και τον πόλεμο, αντίστοιχα, ξεπλήρωσε υποδειγματικά την αποστολή και το χρέος του απέναντι στην πατρίδα.
Χρεωστική προς τους εν λόγω δύο επιφανείς προγόνους και συγγενείς τους, Σκουλούδη και Παχλά, η συγγραφή των κυρίων Στεργίου και Ζαχαράκη είναι άξια του «δικαίου επαίνου» αλλά και της αγάπης όλων μας. Αποτελεί, δόκιμη, μπορώ να πω, περισπούδαστη και κεφαλαιώδους σημασίας μελέτη για την Κρητική ιστοριογραφία τής συγκεκριμένης περιόδου. Οι Συγγραφείς έχουν βαθιά συναίσθηση τού χρέους και τής ευθύνης που τους βαραίνει έναντι των δύο επιφανών προγόνων και συγγενών τους, όμως ο κίνδυνος τής λησμονιάς είναι που βαραίνει, φαίνεται, περισσότερο στη ζυγαριά τής αυτοκριτικής τους. Συνειδητοποίησαν ότι οι μνήμες αυτές καλό θα ήταν να καταγραφούν και να μείνουν για τις επόμενες γενεές. Για άλλη μια φορά θερμά τους συγχαίρουμε και τους ευχαριστούμε.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

                       Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ   Α Ν Ε Σ Τ Η !


Η Ανάσταση τού Κυρίου μάς χαρίζει τη χαμένη αιωνιότητα, μας τονίζει ότι η Ανάστασή Του μάς δίνει τη δυνατότητα και της δικής μας Αναστάσεως, γίνεται πια και δική μας Ανάσταση και σωτηρία. Μετά την Ανάσταση δεν είμαστε πια όπως "οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα" (Θεσσ. α΄, δ΄13). Δωρίζεται σε μας ελπίδα ζωντανή και βέβαιη και ασφαλής. Το φως τής αναστάσεως φωτίζει πια τον άνθρωπο παντοτινά. Είναι το αιώνιο Φως τής Θεότητας. Είναι το κορυφαίο γεγονός στην πίστη μας. Είναι ο θρίαμβος τής πραγματικής ζωής καταπάνω στον θάνατο. Το επισφράγισμα τής διδασκαλίας τού Κυρίου.
Και γι’ αυτό δεν είναι τυχαία τα λόγια τού αποστόλου Παύλου "..ει Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις, κενόν δε και το κήρυγμα ημών..." (Κορ. α΄, ιε΄17). Και αυτό σημαίνει ότι αν είναι αδύνατη η Ανάσταση, τότε λοιπόν, ούτε ο Χριστός αναστήθηκε, αφού κι Εκείνος είχε σώμα σαν το δικό μας. Αλλά, αν δεν αναστήθηκε ο Χριστός, είναι χωρίς νόημα και χωρίς περιεχόμενο το κήρυγμά μας και κούφια η πίστη μας, εφόσον αυτή βασίζεται και θεμελιώνεται πάνω στην Ανάσταση τού Κυρίου...
Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα, διότι ο Χριστός αναστήθηκε. Το αποδεικνύουν το θάρρος, η δύναμη και το μαρτύριο των Μαθητών και στη συνέχεια και των μιμητών τους λοιπών μαρτύρων τού Χριστιανισμού. Ποια ήταν η δύναμη αυτή που τους ωθούσε σε τέτοιες υπεράνθρωπες πράξεις, αν όχι η βεβαιότητα τής Ανάστασης τού Χριστού; Και όπως οι πρώιμοι καρποί, που ωριμάζουν πριν από τους άλλους και μας προαναγγέλλουν ότι θα ακολουθήσει και ολόκληρη η συγκομιδή, έτσι και ο Χριστός που αναστήθηκε πρώτος από όλους τους άλλους βεβαιώνει με την Ανάσταση Του ότι θα ακολουθήσει η ανάσταση και των άλλων νεκρών και η δική μας προσωπική Ανάσταση...".


Χριστός Ανέστη- Χρόνια πολλά!!