Η Μεγάλη Πόρτα των παιδικών μου χρόνων (Σαν διήγημα)

Η Μεγάλη Πόρτα  των παιδικών μου χρόνων

                             (Σαν διήγημα)

 

 Κωστή Ηλ Παπαδάκη

www.ret-anadromes.blogspot.com

 

Η Μεγάλη Πόρτα- σήμα κατατεθέν τής πόλης μου- είναι σήμερα ένα από τα χαρακτηριστικότερα βενετσιάνικα μνημεία, που τραβά, από την πρώτη, κιόλας, στιγμή, αμέριστο το ενδιαφέρον τού επισκέπτη. Είναι, ίσως, το μοναδικό μνημείο τής πόλης μου που συνδέει- λόγω και τού σημείου όπου βρίσκεται- με τόση φυσικότητα τα χρόνια τής Γαληνοτάτης με τη σύγχρονή εποχή. σημείο αναφοράς για πολλές γενιές Ρεθεμνιωτών και ένα από τα ισχυρότερα τοπόσημα αποτέλεσε πρακτικά και συμβολικά τον κόμβο τής νεότερης ρεθεμνιώτικης εξωστρέφειας.

 Το σωζόμενο τμήμα της- από λαξευμένους λίθους με λοξότμητες ακμές, που στο πάνω μέρος τους δημιουργούν ημικυκλικό τόξο- είναι το μοναδικό λαμπρό δείγμα που απέμεινε από την παλιά βενετσιάνικη οχύρωση, προς τη μεσημβρινή πλευρά τής πόλης μου, που εκτεινόταν από τη ΝΔ γωνία τού σημερινού Εθνικού Σταδίου μέχρι και στσ’ Άμμος την Πόρτα, τη σημερινή πλατεία Αγνώστου Στρατιώτη. Το τείχος, έπεσε στα πρώτα, ακόμα, χρόνια τής Κρητικής Αυτονομίας, θύμα κι αυτό της σκαπάνης τής εξέλιξης, του «πολιτισμού» και της «προόδου»…. Χρέος μου να πω, στο σημείο αυτό, ότι από τα οικοδομικά υλικά που συγκεντρώθηκαν από το γκρέμισμα των τειχών δεν πήγε τίποτα χαμένο, αφού με δαύτα στήθηκαν πάμπολλα από τα νεότερα νοικοκυριά τής πόλης, χωρίς να λείπουν, εξυπακούεται, οι παραφωνίες, οι κακοτεχνίες και οι υπερβολές. Εξάλλου, σ’ όλη τη διαδρομή τού τείχους απ’ Ανατολή σε Δύση τα σπίτια, από τη μέσα μεριά, το ακουμπούσαν και κυριολεκτικά το ’γλειφαν στοιβαγμένα πάνω του, λόγω τής στενότητας τού «εντός των τειχών» χώρου τής πολιτείας.

Το Ρέθυμνο, τον καιρό εκείνο, δοκίμαζε την εμπειρία ενός νέου αναζωογονητικού οικοδομικού οργασμού, ο οποίος, βέβαια, μακροπρόθεσμα, αποδείχθηκε εξαιρετικά άχαρος, ρηχός και, κυρίως, ωφελιμιστικός. Εκείνη την εποχή τα πάντα άλλαζαν και το σημαντικότερο, η συντριπτική πλειοψηφία προσδοκούσε τον εκσυγχρονισμό των υποδομών τού Ρεθύμνου, είτε αυτές αναφέρονταν στις λειτουργίες τής πόλης είτε στο κτιριακό δυναμικό της. Ήδη από το έτος 1894 το Ρέθυμνο αγωνιούσε και ζητούσε πώς και πώς να εξακτινωθεί σταδιακά και ν’ απλωθεί έξω από τα τείχη τής πόλης, μέσα στα οποία ένιωθε κυριολεκτικά να ασφυκτιά και να βράζει στην αποπνικτική ατμόσφαιρα που τού δημιουργούσαν οι στενοί δρόμοι, οι ακάλυπτοι οχετοί και τα ρυάκια, οι στάβλοι και τα χαλκωματάδικα. Τα τείχη, λοιπόν, κατεδαφίστηκαν «εν μια νυκτί», το έτος 1902, χωρίς να δαπανηθούν διόλου χρήματα, από τους ίδιους τους κατοίκους τής πόλης μου, μ’ αντάλλαγμα- όπως ήδη σημειώσαμε- απλά την προσπόριση των πρώτων υλών για την ανέγερση των νέων νοικοκυριών τους.

 Ο δρόμος αυτός ήταν τότε- στα παιδικά μου χρόνια της δεκαετίας του πενήντα- η «Μικρή Αγορά» τού Ρεθύμνου, το παζάρι, με άλλα λόγια, της πολιτείας μου, σε αντίθεση με την άλλη, τη «Μεγάλη Αγορά», τη σημερινή οδό Αρκαδίου, και παλιότερα Τσάρου, με τα μεγάλα αρχοντικά κι εμπορικά καταστήματα ζερβά κι αριστερά τού δρόμου. Μάλιστα, παρά τ’ όνομά της, «Μικρή Αγορά», ο δρόμος μου ήταν πολύ πυκνότερος σε κίνηση, αφού σε αυτόν συνωστίζονταν όλα τα καταστήματα τροφίμων τής πόλης, και κάθε πρωί, από τις επτά μέχρι κοντά στις δέκα, όλοι οι Ρεθεμνιώτες, αλλά και τα κοντινά και αλαργινότερα χωριά τού νομού αναγκαστικά στον δρόμο αυτόν συνωστίζονταν, για να πουλήσουν τη σοδειά και ν’ αγοράσουν τα σύνεργα τής γεωργικής και της κτηνοτροφίας, απαραίτητα στην καθημερινή βιοπάλη.

Χρέος μου, στο σημείο αυτό, να μνημονεύσω- για τους παλιότερους συμπολίτες μου, που ακόμα θυμούνται- μερικά από τα μαγαζιά τής γειτονιάς μου, στη Μεγάλη Πόρτα, τής δεκαετίας τού πενήντα. Κάτω, λοιπόν, από τη θεορατική αψίδα, εκεί στο έμπα της αγοράς από τους Τέσσερις Μάρτυρες, βρισκόταν το κουρείο τού Τσουράκη (που με τον γιο του, τον Γιάννη, είμαστε συμμαθητές) και το μπακάλικο τού Μάξιμου τού Πετρακάκη κι ακολουθούσαν, κατεβαίνοντας τη δημοσιά, το μανάβικο τού Θοδωρή τού Ντινιόζου, το χασάπικο τού Κάρταλη, ο φούρνος τού Ζαχάρη (Ζ. Αντωνακάκη), το μανάβικο των αδελφών Κώστα και Δημήτρη Χάσικου (γωνία Εθνικής Αντιστάσεως και Τομπάζη) και από την απέναντι, ακριβώς, μεριά το υφασματοπωλείο τού Μαθιουδάκη. Κι ακολουθούσαν το κουρείο τού Μάρκου Παπαδουράκη (γωνία Εθνικής Αντιστάσεως και Μπουνιαλή), όπου ο κ. Μάρκος μού έκανε τα πρώτα κουρέματα της ζωής μου, με τη χοντρή μηχανή, αφήνοντάς μου μπροστά- μπροστά, στο καυκί, ένα τσουλουφάκι μαλλιά- σύμφωνα με τη μόδα τής εποχής- για να το χτενίζω και να παρηγοριούμαι. Ακολουθούσαν το πιλοποιείο τού Κώστα Μαρμπουνάκη (από δώ αγόρασα το πρώτο μου πηλίκιο, σαν πήγα στο Γυμνάσιο), το πανάδικο τού Γιάννη τού Τζαγκαράκη (που με τον γιο του, τον Μπάμπη, είμαστε καλοί φίλοι και συμμαθητές), το μπακάλικο τού Μιχαλάκη τού Φουντούλη και το λαδάδικο τού Μανιού τού Δασκαλάκη, κάτω από το ξενοδοχείο των «Εμπόρων» και καταντικρύ τού δικού μας μαγαζιού. Αμέσως μετά από το μαγαζί μας ακολουθούσε το τυροπωλείο των Γιάννη και Κώστα Νενεδάκη, αδελφών τού γνωστού συντοπίτη και σπουδαίου λογοτέχνη Ανδρέα Νενεδάκη και αμέσως μετά ο φούρνος τού Γιάννη τού Τζέληση, ενός από τους μεγαλύτερους αθλητικούς παράγοντες τού Ρεθέμνους, ύστερα από τον λοχαγό της Στρατολογίας Τάσσο Μεσθεναίο, Ιδρυτή και Πατέρα τού ποδοσφαίρου και του Αθλητισμού στο Ρέθυμνο. Στο φούρνο τού Τζέληση- σε μια εποχή που δεν υπήρχαν ηλεκτρικές κουζίνες και φουρνάκια μικροκυμάτων- όλος ο κόσμος μοσχομύριζε τσουρέκια και κουλουράκια τη Μεγαλοβδομάδα, πλούσια κρεατικά και κοτόπουλα τις Κυριακάδες και τις καθημερινές πιο απλά φαγητά. γεμιστά, μπριάμ, φασόλια…. Κι οι μυρωδιές πλημμύριζαν τη γειτονιά, γαργαλούσαν τα ρουθούνια και άνοιγαν τρελά την όρεξη...
 Κι έβλεπες, μια νότα γραφική, τις νοικοκυρές, και πιο πολύ εμάς τα μικρά παιδιά, να κουβαλάμε στη σειρά τις λαμαρίνες με τα κουλούρια τη Λαμπρή και τα ταψιά με τα φαγιά τις άλλες μέρες.

Ακολουθούσε, στη γειτονιά μου, το καφενείο τού Καστανιά και, αμέσως μετά, το μαγαζί τής Μπριλάκαινας, στη γωνιά των οδών Εθνικής Αντιστάσεως και Γοβατζιδάκη, που πουλούσε όλων των ειδών τα κουδούνια. λέρια, σκλαβέρια και μεσοσκλάβερα, γεργερέδες και τσάφαρα, καμπανέλια και καμπανελάκια, γιδόλερα, τραόλερα, λερόπουλα και λεράκια. Οι βοσκοί που έμπαιναν στην πόλη απαραίτητα επισκέπτονταν και το μαγαζί της Μπριλάκαινας κι ήταν μια δροσερή ομορφιά να τους ακούς όλους αυτούς να τα δοκιμάζουν και να θαρρείς πως βρίσκεσαι στην εξοχή κι ακούς γύρω σου το ανάερο σαλάγημα από εκατοντάδες πρόβατα, προβατίνες, τραγιά και γιτσικά.

 Στην απέναντι ακριβώς γωνιά τού δρόμου ο Ελευθέριος Γαγάνης πουλούσε τα ραδιογραμμόφωνά του, πρωτοφανέρωτο, κι αυτό, για την πολιτεία μου είδος. Καθημερινά τά βαζε να παίζουν «στη διά πασών», προκειμένου να τα διαφημίσει, και ξεσήκωνε ευχάριστα τη γειτονιά, ζωντανεύοντας αξέχαστες επιτυχίες τής εποχής, από δίσκους βινιλίου τής Columbia, της Odeon και της His Masters Voice, αρχικά των εβδομήντα οχτώ κι αργότερα- από το 1958 κι ύστερα- και των σαράντα πέντε στροφών. Κι τ’ άκουγες να παίζουν πότε τη «Ζιγκουάλα» τού Μ. Χιώτη, με τη Μάγια Μελάγια- ένα από τα πιο λαμπερά ονόματα που πέρασαν ποτέ από το ελληνικό λαϊκό πεντάγραμμο- και πότε το «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι», τού Μ. Χατζιδάκη ή τη «Μαντουβάλα», με τον Στέλιο Καζαντζίδη.

Εννοείται, βέβαια, ότι το πρωτείο στις επιλογές διατηρούσαν, πάντοτε, οι Κρητικές κοντιλιές, κάτι για το οποίο φρόντιζε ποιος άλλος επί δαύτου ειδικότερος από τον υπάλληλο τού Γαγάνη, και ξεχωριστά αγαπητό στους Ρεθεμνιώτες, πρωτοχορευτή Παρασκευά Μενιουδάκη, ψηλό, λεβέντη, ίσιο στο κορμί και στην ψυχή, που, λίγα χρόνια πριν τον πρόωρο θάνατό του, πρόλαβε κι ίδρυσε τον ρεθεμνιώτικο χορευτικό σύλλογο «Σταυραετοί Κρήτης». Σε μια εποχή φτωχή και στερημένη ακόμα και σ’ αυτά τα βασικότερα για τη ζήση αγαθά, που τα περισσότερα ρεθεμνιώτικα νοικοκυριά δεν ήξεραν καν τι θα πει ραδιογραμμόφωνο, η προσφορά αυτή τού Γαγάνη ήταν καλοδεχούμενη κι έπεφτε σαν ουράνια αύρα στ’ αυτιά των παροικούντων τη Μεγάλη Πόρτα. 

Και συνεχίζω τ’ οδοιπορικό μου στη Μεγάλη Πόρτα με δυο- τρία, ακόμα, μαγαζιά που αφορούν στον άμεσο τής παλιάς μου γειτονιάς περίγυρο. Απέναντι, λοιπόν, από του Γαγάνη είχε το κορνιζάδικό του ο Παναγιώτης Τζαγκαράκης (ο Κορνιζάς, όπως ακουγότανε στη γειτονιά- γωνιά Εθνικής Αντιστάσεως και Αγίας Βαρβάρας), που το εμπόρευμά του ήταν, βασικά, εικόνες αγίων, που τις έβλεπες να κρέμονται ένα γύρο στο μαγαζί, μπαμπάκια και, φυσικά, κορνίζες. Παλιότερα, όπως είχα ακούσει, επαργύρωνε καθρέφτες και μεγέθυνε φωτογραφίες. Ακολουθούσε το ζαχαροπλαστείο τού Πενθερουδάκη και κατέναντί του, ακριβώς, το ψιλικατζίδικο τού Κωνσταντουδάκη και το ζαχαροπλαστείο τού Χαλβατζή (που και μ’ αυτού τον γιο, τον Βαγγέλη, είμαστε φίλοι και συμμαθητές). Στον όροφο τού ζαχαροπλαστείου αυτού άρχισε, για πρώτη φορά, ν’ ανοίγει φύλλο κρούστας και κανταϊφιού ο τελευταίος στην πόλη μας παρασκευαστής των προϊόντων αυτών Γιώργος Χατζηπαράσχος. Όταν αργότερα, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας τού πενήντα, ο Χαλβατζής έκλεισε το ζαχαροπλαστείο του και μετοίκησε στο Ηράκλειο, στον ίδιο χώρο άνοιξε το φαρμακείο τού Βόλακα, ένα από τα πρώτα φαρμακεία στο Ρέθεμνος, μαζί μ’ αυτά τού Κούνουπα (το αρχαιότερο) και  τού Κατσιμπράκη. Σήμερα- τιμή και δόξα τού πολιτισμού μας- όπως κι μ’ όλα τα λοιπά καταστήματα, η πόλη μου έχει φτάσει ν’ αριθμεί δεκάδες φαρμακείων.    

Τα τοπωνύμια του Ρεθύμνου με μία πρωτότυπη διαδικτυακή εφαρμογή *** Βασικοί συντελεστές οι Κωστής Παπαδάκης και Θόδωρος Πελαντάκης με τη συνεργασία του Δήμου Ρεθύμνου και του ΙΜΣ




Τα τοπωνύμια του Ρεθύμνου με μία πρωτότυπη διαδικτυακή εφαρμογή

Βασικοί συντελεστές οι Κωστής Παπαδάκης και Θόδωρος Πελαντάκης με τη συνεργασία του Δήμου Ρεθύμνου και του ΙΜΣ

(Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση» της 14-12-2016)



Μία πρωτότυπη και πραγματικά εξαιρετική διαδικτυακή εφαρμογή παρουσίασαν τη Δευτέρα το απόγευμα, στο «Σπίτι του Πολιτισμού», ο Δήμος Ρεθύμνου και το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας & Έρευνας, μαζί με τους εμπνευστές και δημιουργούς της.

Πρόκειται για μία εφαρμογή που καταγράφει και παρουσιάζει τις συνοικίες του Ρεθύμνου κατά τη Βενετοκρατία, την Τουρκοκρατία και τους Σύγχρονους χρόνους και περιλαμβάνει και τοπωνύμια και μνημεία όλων των εποχών του Ρεθύμνου, καλύπτοντας γεωγραφικά την περιοχή από τον Ατσιπουλιανό μέχρι τον Πλατανιά Ποταμό. Η συγκεκριμένη εφαρμογή βρίσκεται, ήδη, αναρτημένη στις ιστοσελίδες Δήμου Ρεθύμνου (www.rethymno.gr) και «Ψηφιακή Κρήτη» (digitalcrete.ims.forth.gr), καθώς και απευθείας στον ιστότοπο historicalcrete.ims.forth.gr.

Ένας εκ των βασικών συντελεστών, ο φιλόλογος, θεολόγος και συγγραφέας, Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, ο οποίος από χρόνια οραματιζόταν αυτήν την εργασία, μίλησε για την προσπάθεια που έγινε, σημειώνοντας: «Πρόκειται για μιαν όλως πρωτότυπη τοπωνυμική εργασία για το Ρέθυμνο, που πιάνει από τη Βενετοκρατία, την Τουρκοκρατία και φτάνει μέχρι σήμερα. Την εργασία αυτήν την παλεύω για 10 χρόνια τουλάχιστον. Έχει όμως πολύ μέλλον ακόμα. Μέχρι στιγμής έχω συγκεντρώσει στοιχεία μόνο του αστικού χώρου του δήμου Ρεθύμνου, από τον Ατσιπουλιανό ποταμό μέχρι τον ποταμό Πλατανιά. Μένουν ακόμα περιοχές του τέως δήμου Ρεθύμνου όπως Γιαννούδι, Αγία Ειρήνη, Μικρά Ανώγεια, Τρία Μοναστήρια, Γάλλου, τις οποίες, πάντως, έχω, ήδη, επεξεργαστεί αρκετά.

Οι ομιλητές απο αριστερά: Ν. Δασκαλάκης, Κωστής Παπαδάκης, Θ.Πελαντάκης και  Ά. Κυδωνάκης

Στο σημείο αυτό, ζητώ νέους Πληροφορητές και από τους λοιπούς οικισμούς του τέως Δήμου Ρεθύμνου που γνωρίζουν και μπορούν να μου δώσουν νέα τοπωνύμια ή να συμπληρώσουν στοιχεία που απουσιάζουν από την παρούσα καταγραφή. Θα χαρώ πολύ σε μια τέτοια συνεργασία, γι’ αυτό έχω δώσει τα στοιχεία μου στον πρόλογο του χάρτη και θα περιμένω συμπληρώσεις και βελτιώσεις (στα e-mail: papadakk@yahoo.gr ή ret.anadromes@gmail.com). Είναι πολύ εύκολο, στη μορφή που βρίσκεται, να συμπληρώνεται συνεχώς και στο τέλος, μετά από χρόνια, να γίνει ακόμα και βιβλίο.

Μέσα από τις συνοικίες βλέπουμε τη σειρά, πως δηλαδή μία συνοικία μπορεί να διατηρείται από τη Βενετοκρατία, την Τουρκοκρατία μέχρι και σήμερα. Μέσα στη μελέτη μου, επίσης, συμπληρώνω και στοιχεία για την κάθε συνοικία, τι οικοδομήματα έχει, τι μνημεία κ.λπ. και γίνεται μια σφαιρική παρουσίαση αυτής. Η εφαρμογή περιλαμβάνει για την ώρα 500 συνοικίες και τοπωνύμια και έχει την προοπτική να γίνει ακόμα πιο πλούσια, με τη βοήθεια και των συμπολιτών μου».

Όπως προσθέτει αναλυτικότερα επί των ανωτέρω ο κ. Παπαδάκης, στον Πρόλογό του στη διαδικτυακή αυτήν εφαρμογή: «Το παρόν «Τοπωνυμικό της πόλης του Ρεθύμνου μετά των οικισμών αυτής (τέως Δήμου Ρεθύμνου)» βρίσκεται, ήδη, σε εξέλιξη. Φιλοδοξεί, πάντως, ότι έχει περιλάβει όλες, κατά το δυνατόν, τις συνοικίες της πόλης από τη Βενετοκρατία, Τουρκοκρατία μέχρι και σήμερα. Φιλοδοξεί, επίσης, να περιλάβει τοπωνύμια και τοπωνυμικές θέσεις, κατά το ίδιο διάστημα, αγροτικών περιοχών της πόλης του Ρεθύμνου, πριν, δηλαδή, ακόμα, αυτές οικοδομηθούν και αστικοποιηθούν (όπως του Μασταμπά, του Κουμπέ, της Καλλιθέας, των Περιβολίων κ.λπ.), που σήμερα παραμένουν παντελώς άγνωστα και εντοπίζονται μόνο σε παλαιά συμβόλαια ιδιοκτησιών των εν λόγω περιοχών. Τέλος, το παρόν «Τοπωνυμικό» φιλοδοξεί να επεκταθεί και να περιλάβει τοπωνύμια και των λοιπών οικισμών της πόλης, μετά των αγροτικών τους περιοχών, που περιλαμβάνονται στα όρια του «τέως Δήμου Ρεθύμνου. Οπότε, συγκεντρωτικά, οι συνοικίες και τα τοπωνύμια της παρούσας καταγραφής αναφέρονται:

α) στην κυρίως πόλη του Ρεθύμνου μετά των συνοικιών της (Καλλιθέας και Μασταμπά), κατά τη Βενετοκρατία, την Τουρκοκρατία και τη Σύγχρονη εποχή και
β) στους οικισμούς τού «τέως Δήμου Ρεθύμνου»: Αγία Ειρήνη, Άγιο Μάρκο, Ανώγεια (Ρεθύμνου), Γάλλο, Γιαννούδι, Καστελλάκια, Κουμπέ, Αλμπάνη Μετόχι, Μεγάλο Μετόχι (Ρισβάν), Μικρό Μετόχι (Ιρφάν), Μισίρια, Ξηρό Χωριό, Περιβόλια, Πλατανιά και Τρία Μοναστήρια».

 Από την πλευρά του ο φιλόλογος κ. Θεόδωρος Πελαντάκης, πρόσθεσε: «Ο λογότυπος μας είναι συνοικιών, τοπωνυμίων και μνημείων του Ρεθύμνου "επίσκεψις" που σημαίνει έρευνα. Ερευνούμε δηλαδη τα μνημεία σε διάρκεια 5300 ετών όχι μόνο μέχρι τη Βενετοκρατια άλλα πολύ πιο πίσω, γιατί στο Ρέθυμνο έχουμε ίχνη οίκησης που ανάγονται σε εποχή 5300 χρόνια πίσω.

Αν αυτή η διαδικτυακή εφαρμογή ήταν βιβλίο θα’ χε περισσότερες από χίλιες σελίδες. Το πλεονέκτημα της, όμως, είναι ότι αν κάπου κάνουμε κάποιο λάθος ή παράλειψη ή αν στο μέλλον έχουμε κάτι καινούριο θα μπορεί να προστεθεί στην ήδη υπάρχουσα δομή και να συμπληρωθεί. Έχει βασικά τρεις ενότητες-χάρτες: ένας χάρτης είναι τοπογραφικός, υπάρχει η τοπογραφία του Ρεθύμνου από τον Ποταμό του Πλατανέ μέχρι τον Κουμπέ και λίγο πιο πέρα το ρυάκι του Ατσιποπούλου και μέχρι τον παρακαμπτήριο δρόμο, χωρίς την πόλη του Ρεθύμνου, χωρίς τη Φορτέτζα, χωρίς κανένα οικοδόμημα. Προσπαθούσαμε να δούμε πώς είναι η φυσική κατάσταση της περιοχής μόνο με τα ρέματα, μόνο με τα ρυάκια. Είναι αυτός ο χάρτης πάνω στον οποίο αποτυπώνονται όλα τα ρυάκια είτε είναι χείμαρροι, είτε ποταμοί -ένας από τους ποταμούς είναι ακριβώς δίπλα στο δημαρχείο και ανακαλύψαμε τώρα ότι είναι ο Πλατωνικός ποταμός που παραδίδεται από την αρχαιότητα και παρουσιάζεται για πρώτη φορά, όπως για πρώτη φορά παρουσιάζονται και όλα τα ρυάκια που είναι σκεπασμένα και με ποια οδό αντιστοιχούν. Οι άλλοι δύο χάρτες είναι διαδραστικοί. Θέλουμε να πιστεύομε ότι έγινε κάτι πρωτότυπο και ταυτόχρονα είναι και πρότυπο αν θέλουν κάποιοι να το μιμηθούν. Αυτό που θέλουμε, αν το μιμηθούν, είναι να κάνουν μια εργασία καλύτερη από τη δική μας. Τότε θα χαρούμε και εμείς και εκείνοι που θα κάνουν για τη δική τους πόλη κάτι ανάλογο».

Πολύτιμη υπήρξε η προσφορά, πλέον των παραπάνω δύο συντελεστών, στην εν λόγω διαδικτυακή εφαρμογή και του πολιτικού μηχανικού Νίκου Ε. Σταγάκη, του πολιτικού μηχανικού Νίκου Γ. Δασκαλάκη, ενώ υπεύθυνοι για την υλοποίηση και την ηλεκτρονική φιλοξενία της εφαρμογής από το Εργαστήριο Γεωφυσικής - Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης και Αρχαιοπεριβάλλοντος, Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών, Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας είναι οι Δρ. Απόστολος Σαρρής, Διευθυντής Ερευνών-Αναπληρωτής Δ/ντης ΙΜΣ - Άγγελος Χλιαουτάκης, Μηχανικός Η/Υ και Άρης Κυδωνάκης, Μηχανικός λογισμικού.

 

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ 150 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΚΗ ΕΘΕΛΟΘΥΣΙΑ *** Το Αρκάδι στη Ρομαντική Ποίηση του ΙΘ΄ αιώνα Αρκάδι: 1866- 2016





Το Αρκάδι στη Ρομαντική Ποίηση του ΙΘ΄ αιώνα

Αρκάδι: 1866- 2016
  

Εισαγωγικό Σημείωμα


ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ




Την πρώτη μου επαφή με την ποίηση των Ρομαντικών ποιητών την είχα ως τριτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όταν ο Καθηγητής μου, αείμν. Φαίδων Μπουμπουλίδης (1923- 2007), μας δίδαξε τη Ρομαντική Σχολή των Αθηνών και μας εξέτασε από το σύγγραμμα του Καθηγητή Γ.Θ. Ζώρα, Ο Ελληνικός Ρομαντισμός και οι Φαναριώται, Αθήναι 1962. Μελετώντας, τότε, τους Ρομαντικούς ποιητές διαπίστωσα την ενδιαφέρουσα σχέση που οι ποιητές αυτοί είχαν αναπτύξει με την Κρήτη, και τα πολεμικά γεγονότα που, τότε, ακριβώς, στην εποχή τους (ΙΘ΄ αι.), ανηλεώς σημάδευαν και αιματοκυλούσαν το νησί μας, και, ακόμα, πόσο συχνά οι ποιητές αυτοί έβαζαν στο στόμα τους και τραγουδούσαν τα πολεμικά αυτά γεγονότα με τους επικότερους και αρμονικότερους στίχους της ποιητικής τους παλέτας. Τραγούδησαν, έτσι, εκτενώς, την Κρητική Επανάσταση (1866- 69) και, μάλιστα, το μεγαλώνυμο Αρκάδι, άλλα και άλλα πολλά γεγονότα της Κρητικής Ιστορίας, μέχρι και… «Το ορφανό της Κρήτης» (Αχιλλ. Παράσχος, 1867). Έκτοτε, εικοσάχρονος μόλις νεανίας φοιτητής, κράτησα τα ποιήματα αυτά, τα αναφερόμενα στην Κρήτη και το Αρκάδι, «υπό καλήν σημείωσιν» και, σε ωριμότερη του βίου μου ηλικία- πριν είκοσι, περίπου, χρόνια- «επανακάμψας», δημιούργησα σειρά μελετών πάνω στην ποίηση αυτήν των Ρομαντικών- παρότι, να το ομολογήσω, η γλώσσα, των περισσοτέρων εξ αυτών, είναι, συχνά, αρχαϊκή καθαρεύουσα (εκτός αυτής των δύο Ναυπλιωτών αδελφών Παράσχων, Γεωργίου και Αχιλλέα). Όμως, και με τη γλώσσα αυτήν, την αρχαΐζουσα, δεν έπαυαν οι ποιητές αυτοί με τους ωραιότερους ποιητικούς τόνους, να μέλπουν και να τραγουδούν τη νεότερη του νησιού μου Ιστορία και κέρδιζαν, γι’ αυτό, αμέριστο το ενδιαφέρον μου. Δημοσίευσα, τότε, τρεις, συνολικά, μελέτες- εξομαλύνοντας με ερμηνευτικά σχόλια, κατά το δυνατόν, τις γλωσσικές της ποίησής τους δυσκολίες- τις εξής:


1.                       «Η Αρκαδική εποποιία στη Ρομαντική Ποίηση του ΙΘ΄ αιώνα, “Ο περίπλους του Αρκαδιού” ένα άγνωστο ποίημα του κρητολάτρη ποιητή Γεωργίου Παράσχου», περιοδ. Κρητολογικά Γράμματα 12, Ρέθυμνο 1996 (Αρκάδι 1866- 1996), 187- 200 (και ανάτυπο).

2.                       «Το Μελόδραμα του Γεωργίου Παράσχου Η Μάχη των Κεραμειών και ο “άγνωστος” Ύμνος της Κρήτης», περιοδ. Ελλωτία, Δήμου Χανίων, τ. 6 (1997), 167- 182 (και ανάτυπο).

3.                       «Η μεγάλη Κρητική Επανάσταση στη Ρομαντική Λογοτεχνία του ΙΘ΄ αιώνα», περιοδ. Ελλωτία, Δήμου Χανίων, τ. 7 (1998), 139- 152 (και ανάτυπο).


Σήμερα με τη συγκυρία αυτήν που διανύουμε, του εορτασμού των 150 χρόνων από την εθελοθυσία της Μονής- σύμβολο, του Αρκαδιού, θεώρησα σκόπιμο να διανείμω στις έγκριτες εφημερίδες του Ρεθύμνου 20σέλιδη μελέτη μου με τα ποιήματα αυτά των Ελλήνων Ρομαντικών που αναφέρονται, ειδικά, στην Αρκαδική Εποποιία. Και ας θεωρηθεί η σειρά αυτή των δημοσιευμάτων μας ως το ελάχιστο αντίδωρο στη θυσία των ηρώων του Αρκαδιού για την Ελευθερία.

Για την έκταση τής εν λόγω μελέτης, θα την διανείμουμε στις εφημερίδες του Ρεθύμνου «σπασμένη» σε αυτοτελείς δημοσιεύσεις, ενώ, σε κάθε δημοσίευσή μας, θα γνωστοποιούμε και τις αντίστοιχες δημοσιεύσεις μας στις άλλες εφημερίδες, εκτός της παρούσας κοινής «εισαγωγικής».

                 *              *            *

Τα ποιήματα των Ελλήνων Ρομαντικών ποιητών τού 19ου αιώνα που αναφέρονται στο Αρκάδι, είναι, τα περισσότερα, εντελώς άγνωστα σε μας σήμερα. Αυτό συμβαίνει είτε γιατί αρκετά απ’ αυτά είναι γραμμένα, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, σε γλώσσα καθαρεύουσα- δυστυχώς απρόσιτη σήμερα στους πολλούς- είτε, ακόμα, γιατί δημοσιεύτηκαν αρχικά σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής εκείνης, που από καιρό έχουν παύσει να εκδίδονται και είναι για τούτο εξαιρετικά σπάνια και δυσπρόσιτα κτήματα ορισμένων μόνο μεγάλων βιβλιοθηκών της Χώρας.

Και δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητοι στον αριθμό αλλά και στην ποιότητα οι Έλληνες ρομαντικοί ποιητές τού 19ου αι. που συγκινήθηκαν δημιουργικά από τους απελευθερωτικούς αγώνες τού Κρητικού λαού  και από τη μεγαλειώδη θυσία τού Αρκαδιού. Ζώντας από κοντά τα γεγονότα των αλλεπάλληλων κρητικών επαναστάσεων τής περιόδου εκείνης και γενόμενοι αυτήκοοι μάρτυρες αυτών ενθουσιάζονται και εμπνέονται από αυτά και οδηγούνται, στη συνέχεια, στις ευτυχέστερες και αρμονικότερες εμπνεύσεις τους. 

  Έτσι, για μας τους Κρητικούς, τα ποιήματα των Ρομαντικών ποιητών που αφορούν στην Κρήτη γενικότερα και ειδικότερα στο Αρκάδι αποτελούν πολύτιμα κεφάλαια της ιστορικής ποίησής μας και είναι, γι’ αυτό, απόλυτη ανάγκη να τα επαναφέρουμε στην επιφάνεια και να τα βάλουμε και πάλι στο στόμα του λαού μας είτε σαν στίχο, είτε σαν τραγούδι στα σχολεία και στις διάφορες εθνικές της Κρήτης επετείους και εορτές. Εξάλλου, μερικά από αυτά, είναι γραμμένα σε απλή, σχεδόν σύγχρονη γλωσσική μορφή, ακόμα και σε Δημοτική, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα ποιήματα του μεγάλου κρητολάτρη ποιητή Γεωργίου Παράσχου, καθώς και του αδελφού του Αχιλλέα Παράσχου. 

Οι ποιητές της Ρομαντικής Σχολής των Αθηνών που θα μας απασχολήσουν στη σειρά αυτήν των επετειακών- στα 150 χρόνια της Αρκαδικής Εθελοθυσίας- αυτοτελών δημοσιευμάτων μας, είναι:

1. Αχιλλέα Παράσχου Επιγράμματα (αυτοσχέδια):

                α) Γαβριήλ, Ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου

                β) Ιωάννης Δημακόπουλος

2. Αχιλλέα Παράσχου: Ο ΙΓ΄ πλους (1867),

3. Γεωργίου Παράσχου: «Ο περίπλους του Αρκαδιού»

4. Αντωνίου Ιω. Αντωνιάδη

        α) Ο εθελοντής της Κρήτης, ήτοι η επανάστασις του 1866.

            Ποίημα επικόν εις στροφάς ομοιοκαταλήκτους

        β) Εις τα ερείπια της Μονής του Αρκαδίου

6 Τιμολέοντος Δ. Αμπελά «Οι μάρτυρες του Αρδαδίου»

5. Δημητρίου Παπαρρηγόπουλου: «Αρκάδι»

6. Σοφοκλή Καρύδη:

        α) Εις την μονήν του Αρκαδίου

        β) Η Μονή του Αρκαδίου


1. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΑΡΑΣΧΟΥ: 


            «Ο ΙΓ΄ πλους» (1867)[1]

Ο Αχιλλέας Παράσχος (1838-1895) γεννήθηκε στο Ναύπλιο και ήταν 28 ετών όταν συνέβησαν τα γεγονότα στο Αρκάδι. Υπήρξε στην ιστορία των Ελληνικών Γραμμάτων μοναδικό φαινόμενο ποιητή που έζησε αποκλειστικά και μόνο από την πένα του. Τον Παράσχο στην εποχή του τον θεωρούσαν εθνικό ποιητή. Η φήμη του έφτανε και στο τελευταίο χωριό της Ελλάδας και όταν απάγγελλε τα ποιήματά του, από την ιστορική αίθουσα του φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», της Αθήνας, η είσοδος του κοινού γινόταν πάντοτε με εισιτήριο, τα δε κέρδη που αποκόμιζε ήταν πάντοτε μεγάλα, γιατί η δημοσιότητα του ποιητή δημιουργούσε καταπληκτική κοσμοσυρροή. Ή επιτυχία του οφείλεται στις ιδιαίτερες συνθήκες μιας ρευστής εποχής την οποία χαρακτήριζαν έντονες προσδοκίες και απογοητεύσεις, δημιουργώντας ένα κλίμα πρόσφορο στις υπερβολές του Ρομαντισμού. Ωστόσο, η άκρως ρομαντική ποίησή του, τα μετέπειτα χρόνια παρωδήθηκε και άρχισε να λησμονείται.
     Το 1859 εντάχθηκε στην αντιοθωνική οργάνωση «Χρυσή Νεολαία», διώχτηκε και φυλακίστηκε. Αποφυλακίστηκε με παρέμβαση του αδελφού του Γεωργίου, αλλά εξακολούθησε την αντιδυναστική δράση του, γράφοντας ποιήματα κατά του Όθωνα. Έλαβε μέρος και στην εξέγερση του 1862, η οποία οδήγησε στην πτώση της βασιλείας. Μετά το θάνατό του έγραψε το «Ελεγείον εις τον Όθωνα», ποίημα που φανέρωνε μεταμέλεια για την προηγούμενη δράση του και τον κατέστησε ακόμη δημοφιλέστερο στο αθηναϊκό κοινό.
         Η γλώσσα του ήταν μικτή, κυρίως καθαρεύουσα, αλλά κάποιες φορές γινόταν και γνήσια δημοτική, όπως στα λυρικότατα ποιήματά του για το Αρκάδι, που θα μελετήσουμε στην παρούσα σειρά των επετειακών αυτών δημοσιεύσεών μας.

 

                       *               *             *




     Το τροχήλατο καταδρομικό «Αρκάδι» ήταν αδελφό πλοίο με τα Κρήτη, Ένωσις και Πανελλήνιον. Είχε ταχύτητα 10 κόμβων και ήταν εξοπλισμένο με τέσσερα πυροβόλα armstrong, ενώ το πλήρωμά του αποτελούνταν από υπαξιωματικούς και ναύτες του Πολεμικού Ναυτικού. Πραγματοποίησε εικοσιτρία, συνολικά, ταξίδια και έγινε θρυλικό για τα κατορθώματά του, ώστε απέκτησε το όνομα τού "άτρωτου" από τους Έλληνες και του «Διαβολοβάπορου» και «Σεϊτάν βαπόρ»- όπως σημείωνε ο Σκίννερ, ανταποκριτής τότε των Τάιμς του Λονδίνου- από τους Τούρκους.


                  *            *           *


Υπό τον τίτλο: «Ο ΙΓ΄ πλους» εννοούμε έναν από τους 23 «πλόες» (ταξίδια) του γνωστού τροχήλατου καταδρομικού «Αρκάδι» (φωτ. 1), που με πλοίαρχό του τον ατρόμητο Νικόλαο Αγγελικάρα (φωτ. 2) τροφοδοτούσε με όπλα, τρόφιμα και εθελοντές την επαναστατημένη Κρήτη του 1866-69.


    Νικόλαος Αγγελικάρας


        
Κατά το επεισοδιακό αυτό 13ο ταξίδι του το «Αρκάδι», ενώ απομακρυνόταν από τον όρμο αποβίβασης των εφοδίων, επισημάνθηκε και καταδιώχθηκε από τα τουρκικά καταδρομικά «Ιτζεδδίν» και «Τάλια» και αναγκάστηκε να καταφύγει στο λιμάνι των Αντικυθήρων με τα τουρκικά πλοία να πολιορκούν το νησί. Το νέο πανικόβαλλε την κυβέρνηση Κουμουνδούρου, που έστειλε διπλωματική διακοίνωση στις Μεγάλες Δυνάμεις, αναφέροντας πως οι Τούρκοι απειλούσαν ελληνικό έδαφος. Τη λύση του δράματος έδωσε ο πλοίαρχος του “Αρκαδίου” Αγγελικάρας, που διέταξε επίθεση ολοταχώς κατά των πάνοπλων καταδρομικών με ταυτόχρονα εύστοχα πυρά. Τα τουρκικά καταδρομικά αιφνιδιάστηκαν, ενώ είχαν και σημαντικές απώλειες στα πληρώματά τους και έτσι δεν μπόρεσαν να καταδιώξουν το “Αρκάδι”, το οποίο γύρισε στη Σύρο, επισκεύασε τις φθορές από την ναυμαχία και έφυγε για νέο ταξίδι.


         Σ’ αυτό, ακριβώς, το επεισοδιακό 13ο ταξίδι του «Αρκαδιού» αναφέρεται ο Αχιλλέας Παράσχος στο μακροσκελέστατο ποίημά του «Ο ΙΓ΄ πλους» (1867), το α΄ μέρος του οποίου αρχίζει ως εξής:


  Πού είσαι και δε φαίνεσαι, αγαπημένο Αρκάδι;

  Το μεσημέρι πέρασε, εδιάβηκε το βράδυ,

  Κι ακόμη δεν εφάνηκαν τα κάτασπρα πανιά σου…

  Στην Κρήτη μην απόμεινες μαζί με τα παιδιά σου;

  Μην πολεμάς με το βοριά, μην παίζης στη γαλήνη[2],

  Γεράκι της Αμερικής[3], Ελληνικό δελφίνι[4];

  Αχ! είδησι μας έφεραν πικρή, φαρμακωμένη[5],

  Και στ’ ακρογιάλια τρέχομε για σένα τρομασμένοι!(sic)


και το ποίημα τελειώνει με το γνωστότατο και γλυκύτατο εκείνο απόσπασμα, χαρακτηριστικό της πνευματώδους και υψηλής ποίησης του Αχιλλέα Παράσχου και της μεγάλης αγάπης που όλοι έτρεφαν προς το πλοίο αυτό για τη μεγάλη προσφορά του προς τους κατατρεγμένους Κρητικούς :    

           

 Τ’ Αρκάδι!… Ξέρετε, παιδιά, τι είναι το Αρκάδι;[6]

 Είναι το γλυκοχάραγμα στης Κρήτης το σκοτάδι.

 Είναι το μάνα τ’ ουρανού που τρέφει τα παιδιά μας[7],

 Είναι η (sic) Σπέτσαις, τα Ψαρά, η Ύδρα, η καρδιά μας[8].

 Είναι τής Κρήτης η ζωή, το άγιο φυλαχτό της[9],

 Είν’ η Ελλάς ολόκληρη μαζή (sic) με τ’ όνειρό της![10] 



 Άρα, κάτω από τη λέξη «Αρκάδι», στην αριστουργηματική αυτή στροφή τού Αχιλλέα Παράσχου, δεν εννοείται, φυσικά, το μέγα και ηρωικό Μοναστήρι της Κρήτης, αλλά το καταδρομικό «Αρκάδι», που γινόταν, πραγματικά, σε κάθε ταξίδι του το «γλυκοχάραμα» στης επαναστατημένης Κρήτης το σκοτάδι, με την τροφοδότησή της σε όπλα, τρόφιμα και εθελοντές από την ελεύθερη Ελλάδα. Ωστόσο, το απόσπασμα αυτό επιτυχέστατα, μέχρι σήμερα, κυριολεκτείται και πιστεύεται από τους περισσότερους ότι υμνεί και τραγουδά το θρυλικό Μοναστήρι του Ρεθύμνου και έτσι όλοι μας, από μικρά παιδιά, το νιώθαμε, όταν το απαγγέλναμε στις εορταστικές εκδηλώσεις αυτών των ημερών στο σχολείο. Με την έννοια αυτήν, εξάλλου- όχι, βέβαια, χωρίς να γνωρίζουν και την ακριβή σημασία τού περιεχομένου του και την ποιητική πένα από την οποία προέρχεται- έχουν χρησιμοποιήσει το απόσπασμα και στην περίφημη τετράτομη «Ιστορία τής Κρήτης» (μεταγλωττισμένη έκδοση «Αρκάδι», Αθήναι χ.χ.) ο Βασίλειος Ψιλάκης, καθώς και ο Τιμόθεος Βενέρης, στο γνωστό και περισπούδαστο έργο του: «Το Αρκάδι διά των αιώνων».


 ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΑΡΑΣΧΟΥ:  Επιγράμματα (αυτοσχέδια)


1.  Γαβριήλ, Ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου

             2.   Ιωάννης Δημακόπουλος


      Στο παρόν τρίτο, κατά σειράν, άρθρο μας θα μας απασχολήσει και πάλιν η περίπτωση του Αχιλλέα Παράσχου, εκ των Ρομαντικών ποιητών. Εδώ, θα μελετήσουμε δύο Επιγράμματά του (αυτοσχέδια), που αφορούν στην εποποιία του Αρκαδιού, τα:


1. Γαβριήλ, Ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου και

2. Ιωάννης Δημακόπουλος.

Για τα λοιπά, ποιήματα του Ποιητή που αφορούν στη Μάχη της Κρήτης, γενικότερα, επιφυλασσόμαστε σε άλλην ευκαιρία.

Συμπληρώνοντας τα βιογραφικά στοιχεία του προηγουμένου άρθρου μας, παραθέτουμε, με το παρόν, και ορισμένα νέα, κυρίως γύρω από τη γνώμη δύο μεγάλων ανδρών του 19ου αιώνα για το πρόσωπό του και τον θάνατό του. Ο Αχιλλέας Παράσχος γεννήθηκε στο Ναύπλιο το έτος 1838 και ήταν 28 ετών όταν συνέβησαν τα γεγονότα στο Αρκάδι. Υπήρξε στη ιστορία των Ελληνικών Γραμμάτων μοναδικό παράδειγμα ποιητή, που έζησε αποκλειστικά και μόνο από την πέννα του. Όταν απάγγελλε τα ποιήματά του στη γνωστή και σήμερα αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός», στην Αθήνα, η είσοδος του κοινού γινόταν πάντοτε με εισιτήριο. Τα κέρδη δε ήταν πάντοτε μεγάλα, γιατί η δημοτικότητα του ποιητή ήταν μεγάλη και προκαλούσε καταπληκτική κοσμοσυρροή. Και πράγματι. η δημοτικότητα του άνδρα ως ποιητή και ανθρώπου υπήρξε πρωτοφανής και ανεπανάληπτη στην ιστορία των Ελληνικών Γραμμάτων . τριάντα ολόκληρα χρόνια το ελληνικό έθνος ήταν κρεμασμένο από τα χείλη του. Ο ιστορικός της Κρητικής Ιστορίας Βασίλειος Ψιλάκης τον αποκαλεί «εθνικό ποιητή» (Ψιλάκη χ.χ., τ. 4, 241, σημ. 66)[11], ενώ ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έλεγε χαρακτηριστικά ότι: «οι τρεις μεγαλύτεροι και ωραιότεροι ποιητές του παρελθόντος αιώνος ήσαν ο Σολωμός, ο Βαλαωρίτης και ο Παράσχος, ο οποίος όμως κατά την ωραιότητα υπερέβαλε τους δύο πρώτους».

Ο Αχιλλέας Παράσχος πέθανε στην Αθήνα στις 26 Ιανουαρίου 1895 και προπέμφθηκε στην τελευταία του κατοικία «με πάνδημον κηδείαν, απεριγράπτου μεγαλείου, ομοίαν της οποίας δεν είχον ιδή ως τότε αι Αθήναι», όπως έγραψε ο Τύπος της εποχής.


Τα ποιήματα του Αχιλλέα Παράσχου τα αναφερόμενα στο Αρκάδι είναι, όπως είπαμε:

α)  «Ο ΙΓ΄ πλους» (που ήδη παρακολουθήσαμε) και

β)     Επιγράμματα (αυτοσχέδια)

1.     Γαβριήλ, Ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου

2.       Ιωάννης Δημακόπουλος

         που θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια.


1. Γαβριήλ, Ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου



  Στο ποίημά του αυτό ο Αχιλλέας Παράσχος παρουσιάζει τον Ηγούμενο Γαβριήλ να θέτει τη φωτιά στην πυριτιδαποθήκη του Μοναστηριού, θέμα που επαναλαμβάνεται ποικιλόμορφα και από άλλους Ρομαντικούς ποιητές, για λόγους, ασφαλώς, ποιητικούς (και δη ρομαντικούς) και όχι, βέβαια, ιστορικούς και επιστημονικούς. Οι Ρομαντικοί ποιητές ποσώς ενδιαφέρονται για το ποια, τη στιγμή εκείνην, ήταν η πραγματικότητα. Τους ενδιαφέρει, περισσότερο, το αισθαντικό αποτέλεσμα, η λυρικότητα της εικόνας του Ηγουμένου να επιδίδεται στο τιτάνιο αυτό έργο.

Βέβαια, είναι περισσότερο από βέβαιο- όπως γράφουμε και σε μελέτη μας για το Αρκάδι στην Ημερίδα που πρόκειται να λάβει χώρα τις μέρες αυτές- ότι ο Ηγούμενος έπεσε μαχόμενος και αποκεφαλίστηκε, σύμφωνα και με τον Καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής και Πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης αείμνηστο Νικόλαο Γ. Παπαδάκη, από τις Βρύσες Αγίου Βασιλείου[12]. Βέβαιο είναι, επίσης, κατά τον Νικόλαο Παπαδάκη, ότι η υψίστη, στη συνέχεια, πράξη του Γιαμπουδάκη έγινε κατ’ εντολήν του Ηγουμένου πριν αποθάνει, που είχε μέσα του το κρητικό ηρωικό πνεύμα. Παραγγελμένος, ως διηγούνται, υπό του Ηγουμένου, συνεισορμά και ο Αδελιανός Κωστής Γιαμπουδάκης με την πιστόλα ανά χείρας και ερωτά γοργά: «Βλέπετε! Τι λέτε;» και επί τη ομαδική απαντήσει «Φωτιά! Βάλε φωτιά!» ένας πυροβολισμός ακούγεται και συντελεί «των θυσιών την θυσίαν». Κάπου εδώ πρέπει να βρίσκεται η πραγματικότητα κατά τον Νικόλαο Παπαδάκη, την οποίαν και εμείς ασπαζόμαστε, αφού το ίδιο λέγουν και υποστηρίζουν και οι πρυτάνεις συγγραφείς του Αρκαδικού δράματος Τιμόθεος Βενέρης (σελ. 360, υποσ.)[13], Διονύσιος Μαραγκουδάκης (141)[14], Παύλος Βλαστός (στον Τιμόθεο Βενέρη, σελ. 359- 360, υποσ. 3), βλ. και Ψιλάκης (χ.χ., 4, 239[15]). Ο ηγούμενος Γαβριήλ ήταν η πνοή και η ιδέα που περιπλανιόταν μέσα στο μοναστήρι της θυσίας και έδινε, όσο ζούσε, γραμμή, πνοή και πνεύμα σε όλα.


Και ιδού το ποίημα του Αχ. Παράσχου «Γαβριήλ, Ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου».


…. ”Τούρκοι! κρυόνετε; (sic). Ιδού πυρά να θερμανθήτε!”[16]

       Κ’ η χειρ προς την πυρίτιδα με τον δαυλό[17] κινείται.

       Η γη εσείσθη, έλαμψαν τα όρη και οι λόγγοι,

  Κ’ εύρε τ’ Αρκάδι άνωθεν νεφών το Μεσολόγγι[18].


2.     Ιωάννης Δημακόπουλος


 

Την τελευταίαν του βολήν την είχεν ήδη ρίψει,

Κ’ εις εκατόν τεμάχια την σπάθην του συντρίψει!

Των Τούρκων τον εκύκλονε (sic) στενώτερον το κύμα,

Οπότε, μ’ εν του ξίφους του επιπηδήσας[19] τμήμα.

 Εις δάσος έπεσε λογχών κραυγή αφείς μεγάλην,

Κ’ εχάνετο κ’ εφαίνετο εις τους σωρούς των πάλιν[20].

Πλήν τέλος και της σπάθης του απώλεσε το τμήμα.

Αιμάτων άνδρες ήρπασαν το ζηλευμένον θύμα[21],

Και προς τον γαύρον Μουσταφά εσύρετο δεσμώτης.

Τις είσαι; είπεν ο Πασάς . -Βεζύρη, στρατιώτης!

Προσκύνει τον σουλτάνον μου….- Εγώ να προσκυνήσω;

Ποτέ μου δεν ημπόρεσα το γόνυ να λυγίσω…[22].

Ωμίλει έτι κ’ έπεσεν από πληγάς μυρίας[23],

Κι’ ην η εσχάτη του πνοή πνοή ελευθερίας[24].


2. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ

στο ποίημά του «Αρκάδι»



     Ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, δικηγόρος, θεατρικός συγγραφέας και ποιητής της λεγόμενης Α' Αθηναϊκής Σχολής, γεννήθηκε το 1843 στην Αθήνα. Πατέρας του ήταν ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αναγορεύτηκε διδάκτωρ το 1866 με θέμα της διατριβής του τη θεωρία του Πλάτωνα περί ποινής. Εργάσθηκε ως δικηγόρος και δημοσίευσε ιστορικές και φιλολογικές μελέτες. Το 1869 ακολουθεί τα βήματα του πατέρα του, δημοσιεύοντας τη Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, που χρησιμοποιήθηκε στα σχολεία. Πέθανε το 1873 από εγκεφαλική συμφόρηση σε ηλικία μόλις τριάντα χρόνων.

     Έγραψε το ποίημα «Αρκάδι». Πρόκειται για ποίημα άγνωστο στους περισσότερους Κρητικούς, παρότι έχει γνωρίσει μέχρι σήμερα δύο δημοσιεύσεις, η μία από τις οποίες, η πιο πρόσφατη, στη σειρά της Βασικής Βιβλιοθήκης. Είναι γραμμένο σε καθαρεύουσα γλώσσα και είναι εξαιρετικά εκτεταμένο. Αποτελείται από εξήντα τετράστιχες στροφές, με ιαμβικούς παροξύτονους δεκαπεντασύλλαβους και πλεκτή ομοιοκαταληξία (αβαβ).

Από τις εξήντα στροφές του ποιήματος παραθέτουμε, στη συνέχεια, έξι, μόνο, επιλεγμένες, ώστε να δώσουμε αμυδρότατη, έστω, εικόνα των γεγονότων της μεγάλης θυσίας, όπως αυτά περιγράφονται μέσα από τους θαυμάσιους στίχους του Δημητρίου Παπαρηγόπουλου. Ιδιαίτερα εντυπωσιάζει ο πλούσιος ρομαντισμός του ποιήματος, στην πρώτη ειδικά στροφή, όπου μέσα από τη βαθιά νεκρική σιγή της νύχτας ανατέλλει ωχρή η «φθίνουσα σελήνη», αλλά και στην τελευταία, όπου καταγράφεται το σκελετώδες (κατεσκληκός) φάσμα των ερειπίων το περίλαμπρου Μοναστηριού, ύστερα από τη φοβερή ανατίναξή του.

Εντυπωσιάζουν, επίσης, η βαθιά ευσέβεια προς τον Θεό και η αγάπη προς την πατρίδα των πρωταγωνιστών της θείας αυτής και ηρωικής πράξης, καθώς, ακόμα, και το γεγονός ότι ο Ποιητής και εδώ- όπως έχουμε, ήδη, επισημάνει και με τον Αχιλλέα Παράσχο[25]- βάζει, με έμμεση, πάντως, αναφορά του, τον ηγούμενο Γαβριήλ να πυρπολεί την πυρίτιδα στην «αποθήκη» του Μοναστηριού, θέμα που επαναλαμβάνεται, όπως είδαμε, ποικιλόμορφα και από άλλους Ρομαντικούς ποιητές, για λόγους, ασφαλώς, ποιητικούς (και δη ρομαντικούς) και όχι, βέβαια, ιστορικούς και επιστημονικούς. Οι Ρομαντικοί ποιητές ποσώς ενδιαφέρονται για το ποια, τη στιγμή εκείνην, ήταν η πραγματικότητα. Τους ενδιαφέρει, περισσότερο, το αισθαντικό αποτέλεσμα, η λυρικότητα της εικόνας του Ηγουμένου να επιδίδεται στο τιτάνιο αυτό έργο.

Βέβαια, είναι περισσότερο από βέβαιο- όπως γράφουμε και σε μελέτη μας για το Αρκάδι στην Ημερίδα που πρόκειται να λάβει χώρα τις μέρες αυτές- ότι ο Ηγούμενος έπεσε μαχόμενος και αποκεφαλίστηκε, σύμφωνα και με τον Καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής και Πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης αείμνηστο Νικόλαο Γ. Παπαδάκη, από τις Βρύσες Αγίου Βασιλείου[26]. Βέβαιο είναι, επίσης, κατά τον Νικόλαο Παπαδάκη, ότι η υψίστη, στη συνέχεια, πράξη του Γιαμπουδάκη έγινε κατ’ εντολήν του Ηγουμένου πριν αποθάνει, που είχε μέσα του το κρητικό ηρωικό πνεύμα. Παραγγελμένος, ως διηγούνται, υπό του Ηγουμένου, συνεισορμά και ο Αδελιανός Κωστής Γιαμπουδάκης με την πιστόλα ανά χείρας και ερωτά γοργά: «Βλέπετε! Τι λέτε;» και επί τη ομαδική απαντήσει «Φωτιά! Βάλε φωτιά!» ένας πυροβολισμός ακούγεται και συντελεί «των θυσιών την θυσίαν». Κάπου εδώ πρέπει να βρίσκεται η πραγματικότητα κατά τον Νικόλαο Παπαδάκη, την οποίαν και εμείς ασπαζόμαστε, αφού το ίδιο λέγουν και υποστηρίζουν και οι πρυτάνεις συγγραφείς του Αρκαδικού δράματος Τιμόθεος Βενέρης (σελ. 360, υποσ.)[27], Διονύσιος Μαραγκουδάκης (141)[28], Παύλος Βλαστός (στον Τιμόθεο Βενέρη, σελ. 359- 360, υποσ. 3), βλ. και Ψιλάκης (χ.χ., 4, 239[29]). Ο ηγούμενος Γαβριήλ ήταν η πνοή και η ιδέα που περιπλανιόταν μέσα στο μοναστήρι της θυσίας και έδινε, όσο ζούσε, γραμμή, πνοή και πνεύμα σε όλα.


Και ιδού το ποίημα «Αρκάδι» του Δημητρίου Παπαρρηγόπουλου.

Βαθεία νυξ. εις Ρέθυμνον σιγή νεκρά απλούται,

δεν παίζει με τον άνεμο η δρυς και η μυρσίνη.

μακράν της Ίδης το βουνόν[30] αγέρωχον υψούται[31],

και ανατέλλει αμυδρά η φθίνουσα σελήνη.

…….

Του ηγουμένου η φωνή δεν τρέμει εκ δειλίας,

 ο Γαβριήλ τον θάνατον γενναίως ατενίζει.

εγκλείων έρωτα διπλούν πατρίδος και θρησκείας,

εις μάχην, ως εις εορτήν, ατάραχος βαδίζει.

….....

Ελευθερίαν δι’ ημάς ο κόσμος αν αρνήται,

την δόξαν δεν θα αρνηθή, ο θάνατος μας μένει.

Θαρρείτε προς τον θάνατον, προς τον Θεόν θαρρείτε[32]

και εις τα βάθη της μονής βραδέως κατεβαίνει[33].

……….

 Ο δείπνος σου ο μυστικός, Ελλάς, εκεί τελείται.

  εις της πατρίδος τον βωμόν και της ελευθερίας

  ιδού τα σφάγια. ζωήν αγγέλουσι[34], θαρρείτε,

  χύνει το αίμα δι’ ημάς του έθνους ο Μεσσίας[35].

  ………

 Ακούεις κυλιόμενον τον κεραυνόν εκείνον,

 και βλέπεις νέφη χώματος και πτώματα και μέλη

βιαίως ανυψούμενα εντός γλωσσών πυρίνων,

Βλέπεις πώς φεύγει έντρομος των Τούρκων η αγέλη[36];

…….

Τα φύλλα του ετίναξε το δάσος το πλησίον[37],

και το πτηνόν διέκοψε το πένθιμόν του άσμα

ο κόραξ ανεπέταξε μετά φωνών αγρίων.

 προσήλθε το κατεσκληκός[38] των ερειπίων φάσμα.


3. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ  ΙΩ. ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ


στο ποίημά του: «Ο εθελοντής της Κρήτης, ήτοι η επανάστασις του 1866. Ποίημα επικόν εις στροφάς ομοιοκαταλήκτους, εν Αθήναις 1881»

Αντώνιος Ιω. Αντωνιάδης


     Στο σημείωμα μας αυτό θα μας απασχολήσει μόνο η περίπτωση του Αντωνίου Ιω. Αντωνιάδη, εκ των Ρομαντικών, και από τα ποιήματα του αυτά μόνο που αφορούν στην εποποιία του Αρκαδιού.

 Ο Αντώνιος Αντωνιάδης (1836-1905) ήταν διακεκριμένος γυμνασιάρχης και επικός και δραματικός ποιητής. Καταγόταν από Κρητικούς γονείς και υπήρξε από τους πρώτους οικιστές του Πειραιά.

 Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στις 17 Δεκεμβρίου 1858 αναγορεύθηκε Διδάκτορας της Φιλοσοφίας. 

 Στην αρχή διορίσθηκε Καθηγητής στο Γυμνάσιο Πατρών (1862), σύντομα, όμως, απολύθηκε για λόγους πολιτικούς και προσκλήθηκε στα Χανιά, για να αναλάβει τη θέση του Γυμνασιάρχη, στο Γυμνάσιο της πόλης, και παράλληλα να έχει υπό την εποπτεία του όλα τα σχολεία της περιοχής.

 Αργότερα στο πρώτο έτος της Κρητικής Επανάστασης (1866) διορίσθηκε Καθηγητής του Γυμνασίου Πειραιά, ενώ αργότερα μετατέθηκε σε Γυμνάσιο Αθηνών. Την περίοδο εκείνη ίδρυσε τον Εθνικό Δραματικό Σύλλογο, ο οποίος έγινε το Κέντρο παραστάσεων αρχαίων Ελληνικών δραμάτων. Εκτός όμως από τις παραστάσεις αρχαίων τραγωδιών, στον Εθνικό Δραματικό Σύλλογο, ο Αντωνιάδης ανέβασε και πολλά δραματικά έργα δικής του συνθέσεως. 

 Πεθαίνοντας ο Αντωνιάδης κληροδότησε όλη του την περιουσία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 Έγραψε πολλά επικά και θεατρικά έργα, ενώ από την Κρητική καταγωγή του εμπνεύστηκε και έγγραψε για τις Κρητικές παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα και την γλώσσα στο έργο του. Κρητηίς. Άλλα έργα του αναφερόμενα στην Κρήτη είναι: Ο εθελοντής της Κρήτης, Η Χρυσομαλλούσα των Σφακίων, Αλημπέης ο Κακοδικιώτης.

 Από τα έργα του αυτά που αναφέρονται στην Κρήτη, στο Αρκάδι ειδικότερα αναφέρεται:

 α) το ποίημα του «Ο εθελοντής της Κρήτης, ήτοι η επανάστασις του 1866. Ποίημα επικόν εις στροφάς ομοιοκαταλήκτους, εν Αθήναις 1881».

 Του ποιήματος αυτού που αποτελείται από ΙΣΤ΄ ραψωδίες, οι ΣΤ΄ και Ζ΄ αναφέρονται αποκλειστικά και μόνο στο Αρκάδι. Από αυτές η ραψωδία ΣΤ΄ φέρει τον τίτλο «Είσοδος των γυναικών και παίδων εις το Αρκάδι» και η Ζ΄ «Μάχαι του Αρκαδίου και Πυρπόλησης αυτού». Παραθέτουμε, στη συνέχεια, σύντομο απόσπασμα από τη ραψωδία Ζ΄, στο οποίο περιγράφεται η ανατίναξη του Μοναστηριού και πάλι από το στιβαρό του ηγουμένου χέρι[39].

 Έντονο, επίσης, ανευρίσκουμε και στον Αντωνιάδη το ρομαντικό στοιχείο (πβ. «κάτωχρον νεκρόν το πλήθος», «παγωμένοι ως λίθος» κ.λπ).


Με λαμπρήν δ’ ευθύς λαμπάδα εγγύς ήλθε βαρελίου[40]

 ο Ηγούμενος σπασμένου υπό τρόμου τώρα κρύου

έπαυσε και της καρδίας ο παλμός υπό τα στήθη[41].

έτι πριν το πύρ ανάψη έλεγες πως κατεβλήθη

κάτωχρον νεκρόν το πλήθος

ούτοι παγωμένοι πάντες απομένουσιν ως λίθος[42].


Απεσβέσθη δ’ εν τω άμα παν το φως το του ηλίου.

τρέμουσιν οι πόδες πάντες εκ σεισμού  υποχθονίου[43],

την ψυχήν ημών του Άδου συγκρατεί σκοτοδινία,

δεν ειξεύρομεν αν ζώμεν ή αν γη είμεθα κρύα.

φευ! ποτέ μην αραιούτο

ο αήρ όστις την ώραν ταύτην τόσον εζοφούτο! [44]


β) Στον Αντωνιάδη, επίσης, ανήκει και το παρακάτω επίγραμμα, που επιγράφεται: «Εις τα ερείπια της Μονής του Αρκαδίου» και δημοσίευσε ο ίδιος στην αρχή της «Κρητηίδος» του (σελ. 6), τον Μάιο του 1867 (τότε έχουμε και την πρώτη έκδοση και βράβευση του έργου στον ποιητικό διαγωνισμό του Κ. Βουτσινά).


Άγγελε, ξένε, ’ς τον κόσμον, πώς ώμοσαν οι Κρήτες[45]

ούτω να θνήσκωσιν, αν πάλιν τους κάμψη ζυγός[46].

πυρ νακοντίζουν σκιαί, με την πείναν των Τούρκους να τρώγουν.

Έλληνες όντες[47] ζωήν θέλουν μ’ ελεύθερον φως.


  4. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ Τιμολέοντος Δ. Αμπελά [48]

  στο ποίημά του: «Οι μάρτυρες του Αρδαδίου»

        Τιμολέων Δ. Αμπελάς


     Το δράμα του Τιμολέοντος Αμπελά «Οι μάρτυρες του Αρδαδίου» (18661 και 18673) είναι γραμμένο σε πέντε πράξεις[49]. Παραθέτουμε, στη συνέχεια, το τέλος της 4ης πράξης του δράματος, στην οποία ομιλεί ο ηγούμενος Γαβριήλ προς τους υπερασπιστές του Αρκαδιού, λίγα λεπτά πριν από τη στιγμή της αποθέωσης. Η σκηνή είναι συγκλονιστική, πραγματικά μεγαλειώδης! Είναι χαρακτηριστικό εδώ ότι ο Τιμ. Αμπελάς βάζει τον Ανωγειανό δάσκαλο Εμμ. Σκουλά[50] να θέτει τη φωτιά στην πυρίτιδα της αποθήκης. 


          ΓΑΒΡΙΗΛ


Λοιπόν κατώτεροι εκείνων σήμερον

σ’ τον κόσμον θα δειχθώμεν; Φιλοπάτριδες,

μας περιμένει η πυρίτις! Άγωμεν!

Αφ’ ου των Μυστηρίων μεταλάβωμεν

και εις απελπισίαν πλέν έλθωμεν

αι! τότε πλέον βλέπομεν!... Εις σε, Σκουλά

θ’ ανατεθεί το έργον! Νυν η θρυαλλίς

μας περιμένει… Άγωμεν εις τον ναόν,

κ’ εκεί τους άλλους πάντας περιμένωμεν.

Ας τρέμωσιν οι Τούρκοι την στιγμήν καθ’ ην

πυρά μεγάλη θ’ αναφθή εις την Μονήν

 και εις τις ήχος θ’ ακουσθή εκ της πυράς

Ελευθερία, δηλαδή, ή θάνατος!


  Στο ίδιο, επίσης, έργο  (εκδ. 1867, σς. 81-82) αποδίδεται από τον Αμπελά ειδύλλιο ανάμεσα στον ήρωα Δημακόπουλο και την Ελένη, κόρη της Χαρίκλειας Δασκαλάκη[51].


5. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ  Σοφοκλή Καρύδη

στο ποίημά του: «Βωμός, ήτοι, αγώνες και μαρτύρια της Κρήτης, Ηπείρου και Θεσσαλίας»


Σοφοκλής Καρύδης


     Ο Σ. Καρύδης (1832 -1893), ήταν ποιητής, δημοσιογράφος, σατιρικός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Γιος και εγγονός αγωνιστών του '21, ανήκει στις πρώτες γενιές που ανδρώθηκαν στα πλαίσια του νέου ελεύθερου ελληνικού κράτους.

  Μόνιμος στόχος του υπήρξαν όλα τα κακώς κείμενα της εποχής του: κοινωνικά ήθη (όπως η ξενομανία), αλλά και κυρίως τα έργα και οι ημέρες των πολιτικών προσώπων. Στο σατιρικό φύλλο: Το Φως, πολυαγαπημένο ανάγνωσμα των Αθηναίων του καιρού εκείνου, που εξέδιδε σε δικό του τυπογραφείο από το 1860 μέχρι το 1877, ευανάγνωστη- από την προμετωπίδα, κιόλας, του εντύπου- είναι η διάθεσή του:

 «Και ο δείνας και ο τάδες είναι όλοι μασκαράδες. Κι ο συντάκτης τού «Φωτός» μασκαράς είναι κι αυτός».

 Η καταγγελία των μασκαράδων- με κύριους εκφραστές τους διεφθαρμένους δημόσιους υπαλλήλους και πολιτικούς- η σφοδρή επίθεση κατά του Όθωνα- σε μια εποχή που ο νόμος περί τύπου ήταν πολύ σκληρός- τον «φιλοδώρησαν» με όλων των μορφών τις τιμωρίες . πρόστιμα, ξύλο, φυλακίσεις.

 Ο Σοφοκλής Καρύδης έγινε γνωστός με τα έργα του: Τα τέκνα του Δοξαπατρή, Κούτρας και Μικρομέγας. Όταν συνέβησαν τα γεγονότα στο Αρκάδι ήταν 34, μόλις, ετών και έγραψε σχετικά και το έργο του: «Βωμός, ήτοι, αγώνες και μαρτύρια της Κρήτης, Ηπείρου και Θεσσαλίας», Αθήνησι 1869, στο δικό του τυπογραφείο. Από το 1ο Μέρος του έργου του αυτού προέρχονται τα αποσπάσματα για το Αρκάδι που ακολουθούν: α) «Εις την μονήν του Αρκαδίου» και β) «Η Μονή του Αρκαδίου»[52].

   Και στα δύο αυτά ποιήματά του ο ποιητής προβάλλει το Αρκαδικό δράμα να εκτυλίσσεται, κυρίως, γύρω από τις μορφές του ηγουμένου Γαβριήλ και του Ανθυπολοχαγού Δημακόπουλου. Είναι, μάλιστα, ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το σημείο εκείνο, στο οποίο ο Καρύδης- αντίθετα προς όλους τους προηγούμενους ποιητές του ΙΘ΄ αι.- βάζει τον ήρωα Δημακόπουλο να ανατινάσσει το μοναστήρι του Αρκαδιού, θέτοντας με τη δάδα του, ατάραχα, τη φωτιά στην πυρίτιδα του υπονόμου[53].

  Είναι, πάντως, εξαιρετικά χαρακτηριστικό, στο σημείο αυτό, το γεγονός ότι στους Ρομαντικούς Ποιητές ο Πυρπολητής της Μονής ταυτίζεται απόλυτα με τον ηγούμενο Γαβριήλ της Μονής, από τον οποίο, σε κάθε περίπτωση, ο Πυρπολητής φαίνεται να παίρνει την εντολή, δίκην … «ευχής», προκειμένου να επιτελέσει των «θυσιών την θυσίαν»! Βέβαια, είναι περισσότερο από βέβαιο- όπως γράφουμε και σε μελέτη μας για το Αρκάδι στην Ημερίδα που έλαβε χώρα τις μέρες αυτές- ότι ο Ηγούμενος έπεσε μαχόμενος και αποκεφαλίστηκε, σύμφωνα και με τον Καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής και Πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης αείμνηστο Νικόλαο Γ. Παπαδάκη, από τις Βρύσες Αγίου Βασιλείου. Βέβαιο είναι, επίσης, κατά τον Νικόλαο Παπαδάκη, ότι η υψίστη, στη συνέχεια, πράξη του Γιαμπουδάκη έγινε κατ’ εντολήν του Ηγουμένου πριν αποθάνει, που είχε μέσα του το κρητικό ηρωικό πνεύμα[54]. Παραγγελμένος, ως διηγούνται, υπό του Ηγουμένου, συνεισορμά και ο Αδελιανός Κωστής Γιαμπουδάκης με την πιστόλα ανά χείρας και ερωτά γοργά: «Βλέπετε! Τι λέτε;» και επί τη ομαδική απαντήσει «Φωτιά! Βάλε φωτιά!» ένας πυροβολισμός ακούγεται και συντελεί «των θυσιών την θυσίαν». Κάπου εδώ πρέπει να βρίσκεται η πραγματικότητα κατά τον Νικόλαο Παπαδάκη, την οποίαν και εμείς ασπαζόμαστε, αφού το ίδιο λέγουν και υποστηρίζουν και οι πρυτάνεις συγγραφείς του Αρκαδικού δράματος Τιμόθεος Βενέρης (σελ. 360, υποσ.)[55], Διονύσιος Μαραγκουδάκης (σελ. 141)[56], Παύλος Βλαστός (στον Τιμόθεο Βενέρη, σελ. 359- 360, υποσ. 3), βλ. και Ψιλάκης (χ.χ., 4, 239[57]). Ο ηγούμενος Γαβριήλ ήταν η πνοή και η ιδέα που περιπλανιόταν μέσα στο μοναστήρι της θυσίας. Είχε το πρόσταγμα (ως ηγούμενος, εξάλλου, της Μονής) και έδινε, όσο ζούσε, γραμμή, πνοή και πνεύμα σε όλα.


 Παραθέτουμε στη συνέχεια μικρά αποσπάσματα από τα δύο παραπάνω ποιήματα του Σ. Καρύδη.


α) «Εις την Μονήν του Αρκαδίου»


Σε βλέπω Δημακόπουλε με τον δαυλόν εις χείρας!

Και σε υψούντα, Γαβριήλ, τας χείρας προ της θύρας

Της πυριτιδαποθήκης![58]

 Γονυπετούν εις την Μονή γυναίκες και παρθένοι,

κλίνει ο πρώτος τον δαυλόν, και μένουν παγωμένοι

Οι Τούρκοι εκ της φρίκης![59]

Χύνεται λάμψις, και σεισμός το έδαφος κλονίζων

Ανατινάσσει την Μονήν την γην καταφωτίζων,

Ως της Ελλάδος μέλλον!

των ουρανών ανοίγεται φωτιζομέν’ η θύρα,

Κ’ εις της Μονής τους μάρτυρας δίδει φαιδρά τη χείρα

Η φάλαγξ των Αγγέλων…[60] 



β) « Η Μονή του Αρκαδίου»


Εκεί φέρε με, ω Μούσα, όπου ο Σταυρός υψούται[61]

Κ’ υπό Τούρκων χιλιάδων πόρρωθεν περικυκλούται

Η Μονή του Αρκαδίου 

Και ως αδελφή αντέχει του κλεινού Μεσολογγίου![62]

Θέλω ένθους[63] να θαυμάσω την ανδρίαν (sic)των φρουρών της

Κ’ εις του Γαβριήλ την χείρα ν’ ατενίσω τον δαυλόν της.

Ως από τον Άδη κάτω, φοβερότερος του τρόμου,

Μεγαλόσωμος προκύπτει έμπροσθεν του υπονόμου

 Με την δάδα αταράχως

Και το πυρ ο ήρως βάλλει Δημακόπουλος με τάχος!

Ουρανέ! τους νέους δέξου μάρτυρας εις τας σκηνάς σου

Και ευλόγησον Θρησκεία πρώτη τ’ ολοκαύτωμά σου!...[64]


6. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΡΑΣΧΟΥ:

«Ο ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ ΤΟΥ ΑΡΚΑΔΙΟΥ»



(1ο ΜΕΡΟΣ Εισαγωγικό)

   

Ο Γεώργιος Παράσχος[65] έγραψε το ποίημά του «Ο περίπλους του Αρκαδιού». Είναι γεγονός ότι «Ο Περίπλους του Αρκαδιού» στις μέρες μας κινδυνεύει, δυστυχώς, να χαθεί οριστικά, αφού από το έτος 1867 δεν έχει γνωρίσει καμιά απολύτως δημοσίευση, πέρα από αυτήν, την πρώτη και μοναδική, που είχε κάνει τότε ο ίδιος ο Κρητολάτρης ποιητής του, έξι μόλις μήνες από το ολοκαύτωμα του Αρκαδιού.

Και πιο συγκεκριμένα ο «Περίπλους του Αρκαδιού» δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά από τον Γεώργιο Παράσχο στην εφημερίδα της Αθήνας «Φως», στις 12 Μαΐου 1867 (στη σελίδα 1) και, επίσης, για δεύτερη φορά, την επόμενη κιόλας ημέρα (13-5- 1867), στην εφημερίδα, επίσης της Αθήνας, «Εθνοφύλαξ». Εκτός από αυτές τις δύο συνεχόμενες δημοσιεύσεις του ποιήματος στις παραπάνω εφημερίδες της εποχής εκείνης, καμιά άλλη δημοσίευσή του δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα σε κρητικό βιβλίο, κρητολογικό περιοδικό ή, έστω, κάποια Ποιητική Ανθολογία. Εξάλλου, ο ίδιος ο ποιητής ουδέποτε εξέδωσε Ποιητική Συλλογή με τα έργα του και για τον λόγο αυτόν- όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο μεγάλος μας βάρδος Κωστής Παλαμάς- τα ποιήματα του Γ. Παράσχου, τη στιγμή αυτήν, «κείνται εγκατεσπαρμένα και τεθαμμένα εντός εφημερίδων και περιοδικών διαφόρων πολλών μη εκδιδομένων πλέον και ως εκ τούτου λίαν δυσευρέτων»[66].

Το εν λόγω ποίημα δημοσιεύσαμε, μετά από τόσα χρόνια, στα «Κρητολογικά Γράμματα» το έτος 1996, στα 130 χρόνια από την αρκαδική εποποιία, χωρίς, πάντως τη λεπτομερή λογοτεχνική ανάλυση που του κάνουμε σήμερα, στο άρθρο μας αυτό[67]. Η παρούσα δημοσίευσή μας αποβλέπει στον ίδιο, ακριβώς, λόγο. στη διάσωση, δηλαδή, του παραπάνω ποιήματος του Γ. Παράσχου, που αναφέρεται στο Αρκάδι και την Κρήτη γενικότερα και που τη στιγμή αυτήν τα μόνα έντυπα στα οποία βρίσκεται αποθησαυρισμένο από τον ίδιο τον ποιητή, απέχουν από την εποχή μας, ήδη, εκατό πενήντα έτη, όσα και τα έτη που εορτάζουμε στην παρούσα συγκυρία.


                     *      *     *


«Ο περίπλους του Αρκαδιού» αναφέρεται στο γνωστό μας καταδρομικό και τροφοδοτικό ατμόπλοιο «Αρκάδι», που εφοδίαζε κρυφά τους επαναστάτες Κρητικούς με τρόφιμα πολεμοφόδια και εθελοντές στα χρόνια της μεγάλης Κρητικής Επανάστασης[68]. Το πλοίο αυτό νομιζόταν άτρωτο από τα τουρκικά βλήματα και ακόμα ότι είχε κάποια θεία και υπερφυσική δύναμη.

Το ποίημα καταγράφει, κινηματογραφικά θα λέγαμε, τόπους της Κρήτης που ποτίστηκαν από το τίμιο και δοξασμένο αίμα της λευτεριάς και από τους οποίους φαντάζεται ο ποιητής να διέρχεται προς τροφοδοσία το καταδρομικό «Αρκάδι». Ο ποιητής, την ίδια στιγμή, χαιρετίζει τους επαναστάτες Κρητικούς με σπάνια αισθήματα αγάπης που αγγίζει τα όρια της λατρείας[69], ενθουσιασμού και εξύμνησης που φθάνει μέχρι και αυτήν την αποθέωση.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο  διαμέρισμα των Χανίων, όπου συνάφθηκαν πολύ σημαντικές μάχες (Βαφές, Κεραμειά, Σφακιά), με τη συμμετοχή, μάλιστα, και πολλών εθελοντών από την υπόλοιπη Ελλάδα (ιδιαίτερα στον Βαφέ) και ακολουθούν το Ρέθυμνο με το ηρωικό Αρκάδι και η Ανατολική Κρήτη  (Μεσαρά) με τον Μιχ. Κόρακα.

Έτσι, ο Γ. Παράσχος μέσα από το ποίημά του αυτό εμφανίζεται σπουδαίος γνώστης των πολεμικών εξελίξεων της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης. Ο Ποιητής, όπως σαφώς αποδεικνύεται, παρακολουθεί από κοντά και με ειλικρινές και ακοίμητο ενδιαφέρον τους αγώνες του Κρητικού λαού, τους οποίους τραγουδά, στη συνέχεια, με πιστότητα και ανυπόκριτη συγκίνηση και αγάπη στο ιστορικό αυτό ποίημά του.

«Ο περίπλους του Αρκαδιού» αποτελείται από δέκα εξάστιχες στροφές με τροχαϊκούς, παροξύτονους, δεκαεξασύλλαβους (ο 1ος, 2ος, 5ος και 6ος) και οξύτονους δεκαπεντασύλλαβους (ο 3ος και 4ος) στίχους.. Η ομοιοκαταληξία είναι ζευγαρωτή της μορφής ααββγγ. Πρόκειται για ποίημα επικολυρικό και ανήκει στον εθνικοπατριωτικό κύκλο. Το ύφος του είναι εξαιρετικά παραστατικό, ρωμαλέο και ορμητικό. Η οργή προς τον βάρβαρο κατακτητή του νησιού είναι διάχυτη παντού και εκδηλώνεται με τα έντονα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί αφειδώς ο Ποιητής. Το ποίημα εμπνέεται από την αρχή ως το τέλος από την έντονη Μεγαλοϊδεάτικη ηθική της εποχής εκείνης (πβ. «Πριν μας ’δουν τα Δαρδανέλλια και τ’ αρνί στην Πόλι φάμε» κ.λπ). Πολύ σημαντικό ότι η ποίηση του συγκεκριμένου Ρομαντικού Ποιητή είναι γραμμένη σε απλή δημοτική και διαβάζεται άνετα και στις μέρες μας, όπως θα διαπιστώσουμε στη επόμενη συνέχεια του παρόντος άρθρου, όπου μετά τα παρόντα εισαγωγικά στοιχεία θα παραθέσουμε το άρθρο με ανάλυση δική μας.


                    (2ο ΜΕΡΟΣ- Το Ποίημα)


       Ο ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ ΤΟΥ ΑΡΚΑΔΙΟΥ[70]   


Στη φωτιά, παιδιά! η αύρα στη σημαία κυματίζει

Και τ’ Αρκάδι στη φωνή μας σαν τον κύκνο πτερυγίζει.

Στη φωτιά! να πάμε πάλι λίγα βόλια και ψωμί

Στο νησί που δέκα μήνες σα λειοντάρι (sic) πολεμεί,

Στον παράδεισο της Κρήτης συναχθήτ’ αδέρφια πάμε,

Το σφαχτό στην πρασινάδα με τ’ αδέρφια μας να φάμε.


Πάμε είκοσι δικρότων[71] ν’ απαντήσωμε τη σφαίρα.

Από δυω (sic) διπλαίς γραμμαίς (sic) των να διαβούμε πέρα πέρα

Και ’μπροστά εις τα πυρά των και εις κανονική βοήν,

Να σκορπίσωμε στην Κρήτη νέον θάρρος και ζωήν.

Να χαλάσωμεν τον μπλόκο[72] του Ομέρ πασσά των πάμε

Και τ’ αρνί στην πρασινάδα με τ’ αδέρφια μας να φάμε.


Άσπρισαν εις τ’ όνομά μας του Ομέρ πασά τα γένεια,

Και τον έγαγε της Κρήτης και του Αρκαδιού η έννοια.

Εξοχώτατε! τα φρύδια τόσο μην πολυκινής,

Μη βρεθεί και σου τα κάψη απ’ το πλήρωμα κανείς.

Εις τον Μουσταφά μια μέρα και το Ύψος σου θα πάμε.

Και τ’ αρνί στην πρασινάδα εις υγείαν σου θα φάμε.


Έα μόλα! ως εδώ, θαλασσοπούλια.

Εζυγώσαμε στην Κρήτη πριν ακόμα σβύσ’ η πούλια.

Από μακριά μάς στέλνουν καλημέρα τα πουλιά.

Και μας χαιρετούν τα ρόδα κ’ η χρυσή πορτοκαλιά.

Στα Σφακιά, στους Λάκκους[73] τώρα ή στο Σέλινο θα πάμε,

Το σφαχτό στην πρασινάδα με τ’ αδέρφια μας να φάμε.


Ένα δίκροτο κ’ έν άλλο κι΄άλλο φάινεται παρέκει!

Δέκα δώδεκα τι έχουν και καθ’ ένα κοντοστέκει;

Στ’ άρματα παιδιά! Βαγγέλη το τιμόνι δεξιά

Κι από μέσα τους οι χαύνοι να μας χάσουν ως σκιά.

Ας χτυπούν τους βράχους τώρα…στα Σφακιά εμείς τραβάμε,

Και τ’ αρνί στα κορφοβούνια με τ’ αδέρφια μας θα φάμε.


Να το Σέλινο, η μάνα του δρακόκαρδου Κριάρη[74],

που στην Πόλι κυνηγώντας τον Ομέρ- πασσά θα πάρη,

Να του Κόρακα[75] παρέκει η πατρίς η ιερά,

Που στο πυρ τα νύχια βάφει και στο αίμα τα φτερά.

Από μακρυά τους πύργους και των δυώ τους χαιρετάμε,

Όσο που τ’ αρνί μαζή τους μέσα στα Χανιά να φάμε.


Να κ’ οι Λάκκοι τα λημέρια του καλού Χατζή Μιχάλη[76],

Που ιτιά μαζί και δάφνη στα ερείπιά των θάλλει.

Και θαρρείς πως η (sic) ραχούλαις (sic), η σπηλιαίς και τα κλαδιά

Με του αρχηγού των κλαίνε την πολύπονη καρδιά.

Εις τους έρημους τους Λάκκους καμμιάν ώρα όταν πάμε,

Για τ’ αδέρφια του, παιδιά μου, λίγα κόλλυβα να φάμε.

Σιγαλά παιδιά!...περνάμε του Βαφέ[77] τη μαύρη στράτα,

Που με είκοσι παιδιών μας τη στοιχειώσαμε τα νειάτα.

Και βογγά, θαρρείς, ακόμη στο σκοτάδι το βαθύ

Ή το έρημο ρεβόλβερ[78] ή το ύστερο σπαθί.

Χαιρετήσετε, παιδιά μου…κ’ εις το μνήμα τους αν πάμε,

Ψυχοσάββατο τρεις μέραις (sic) για τη μνήμη τους περνάμε.


Παρακάτω τη σημαία, παρακάτω, παλληκάρια!

Από τ’ Αρκαδιού[79] περνάμε τα πυρίκαυστα λιθάρια…

Όλα πνέουν, όλα γύρω, ευωδία θλιβερή,

Κ’ είναι φως η κάθε πέτρα κ’ εκκλησιά κάθε κλαρί.

Εις αυτόν τον Άγιο Τάφο ζωντανοί, παιδιά, μη πάμε,

Πριν μας ’δουν τα Δαρδανέλλια και τ’ αρνί στην Πόλι φάμε.


Μάινα παιδιά! σταθήτε στα Σφακιά τ’ ανδρειωμένα,

Πούναι κόκκαλά των Τούρκων εις βουνά σχηματισμένα.

Νάτε άρματα λεβένταις (sic), να μπαρούτι, να ψωμί,

Και μια ρίζα πικροδάφνη δότε μας για πληρωμή.

Θα μοιράσωμε στη Σύρα[80] τα κλωνάρια της σαν πάμε,

Και τ’ αρνί στην πρασινάδα με ταις έμμορφαις θα φάμε.

                                                                             ΝΙΚΙΑΣ[81]

Οπωσδήποτε, εκτός από τους παραπάνω Ρομαντικούς του ΙΘ΄ αιώνα και πολλοί άλλοι ποιητές και πεζογράφοι της ίδιας εποχής, αλλά και των μετέπειτα χρόνων, έγραψαν ποιήματα και πεζά με τα οποία εξύμνησαν την περίφημη Αρκαδική εποποιία. Τόσο βαθιά συγκίνησε και επηρέασε το δράμα του Αρκαδιού, και της Κρήτης γενικότερα, τους απανταχού Έλληνες- πολύ συχνά μάλιστα και τους ξένους- με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί, στη συνέχεια, ολόκληρη φιλολογία γύρω από το μεγάλο αυτό εθνικό γεγονός.

Κι έχει, νομίζουμε, ιδιαίτερη σημασία ο λόγος των Ρομαντικών- αν και καθαρά ποιητικός και όχι ιστορικός ή επιστημονικός- γιατί οι ποιητές αυτοί έγιναν αυτήκοοι μάρτυρες των μεγάλων γεγονότων της κορυφαίας αυτής στιγμής των αγώνων και των αλλεπάλληλων επαναστάσεων του Κρητικού λαού προς ανάκτηση του πολυτίμητου δώρου της λευτεριάς, αλλά και γιατί, αν και ξένοι και άσχετοι οι περισσότεροι προς την Κρήτη, την αγάπησαν όμως βαθιά και με όλη τη δύναμη της ψυχής τους.



[1] Αχ. Παράσχου, Ποιήματα,  τ. 2, εν Αθήναις 1881, σσ. 92-95.

[2]  Ειρωνεία.

[3] Ο Παράσχος αποκαλεί το ατμόπλοιο  Γεράκι τής Αμερικής, γιατί αγοράστηκε από την Αμερική με χρήματα Ελλήνων τού Λονδίνου.

[4] Παρομοιάζεται με «δελφίνι» για τα 26 επικίνδυνα ταξίδια, που πραγματοποίησε μέσα σε επτά, μόλις, μήνες στις ελληνικές θάλασσες.

[5] «Η φαρμακωμένη είδησι» αφορά στην περιπέτεια που είχε το καταδρομικό «Αρκάδι» στον ΙΓ΄ πλού του και καταγράφουμε αμέσως παραπάνω.

[6] Ρητορική ερώτηση, γιατί δεν χρειάζεται απάντηση. Η απάντηση είναι αυτονόητη και δίνεται από τον ίδιο τον ποιητή αμέσως παρακάτω.

[7] Το «μάνα» είναι, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, η τροφή που έριξε ο θεός στους περιπλανώμενους, στην έρημο της Αραβίας, Εβραίους (Εξ. 16,4). «Τα παιδιά μας». πολύ ευαίσθητη και τρυφερή για τους χειμαζόμενους Κρητικούς προσφώνηση από τους Έλληνες της ελεύθερης Ελλάδας..

[8] Το «Αρκάδι» παραβάλλεται με αγαπημένα για την προσφορά τους στον ελληνισμό νησιά αλλά και με αυτήν την ίδια την καρδιά μας. Παρόμοια είναι και η πολυτιμότητα και προσφορά του «Αρκαδιού» προς τους Κρητικούς.

[9] Θαυμάσια παρομοίωση του πλοίου «Αρκάδι», με «φυλαχτό» στον κόρφο της Κρήτης, όπως και αμέσως πιο πριν με το «μάνα εξ ουρανού».

[10] Το Αρκάδι, τη στιγμή αυτή, διακρατεί την ελπίδα και το ελληνικό όραμα της Κρήτης.

                    [11] Ψιλάκης, χ.χ.: Ψιλάκης Βασίλειος, Ιστορία της Κρήτης, χ.χ.

[12] Βλ. και τη βιογραφική μελέτη μας για τον λαμπρό αυτόν Ρεθεμνιώτη φιλόλογο (Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Νικόλαος Γεωργίου Παπαδάκης, Καθηγητής και Πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ρέθυμνο 1997).

        [13] Βενέρης Τιμόθεος, Το Αρκάδι διά των αιώνων, Αθήναι 1938.

  [14] Μαραγκουδάκης 1996: Μαραγκουδάκης Διονύσιος, Το ιερόν και ηρωικόν της       Κρήτης Αρκάδι, 1996.

    [15] Ψιλάκης, χ.χ.: Ψιλάκης Βασίλειος, Ιστορία της Κρήτης, χ.χ.

[16] Ειρωνεία.

[17] Ο «δαυλός» είναι ποιητικότερος της πιστόλας του Γιαμπουδάκη, γιατί, ακριβώς, μας υπενθυμίζει τον άλλο καλόγερο, τον Σαμουήλ, που κι εκείνος έκλεισε την αυλαία του Σουλιώτικου δράματος με τον δαυλό του πάνω στο μπαρούτι και θάφτηκε με τους συντρόφους του εκεί, στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, στο Κούγκι (13 Δεκ.1803). Το ολοκαύτωμα του Μεσολογγίου είχε ως πρότυπο το ολοκαύτωμα του Σουλίου και το Αρκαδιώτικο δράμα, το 1866, υπήρξε παρόρμημα κι επακολούθημα των δύο ανωτέρω.

[18] Ηρωική «έξοδος» στην ελευθερία, κατά το παράδειγμα του Μεσολογγίου, υπήρξε, ασφαλώς και το Αρκάδι.

[19] Επιπηδάω- ω= πηδώ πάνω σε κάποιον, εφορμώ. Ο Δημακόπουλος, δηλαδή, εφόρμησε στον εχθρό με ένα κομμάτι τού σπασμένου ξίφους του.

[20] Τα ρήματα του στίχου (εχάνετο κ’ εφαίνετο) φανερώνουν την αγωνιστική ορμητικότητα του ήρωα.

[21] «Ζηλευμένον θύμα»: Οξύμωρο σχήμα.

[22] Στους δύο αυτούς στίχους τονίζεται η ελληνική περηφάνια του ήρωα.

[23] Ο Δημακόπουλος «ερωτηθείς διατί φέρει στολήν ελληνικήν, απήντησεν υπερηφάνως:“Είμαι Έλλην αξιωματικός”» (Διονύσιος Μαραγκουδάκης, Το ιερόν και ηρωικόν της Κρήτης Αρκάδι, 1996, 149) και «καταλογχιζόμενος ετουφεκίσθη» (Bασ. Ψιλάκης, Ιστορία της Κρήτης, χ.χ, τ. 4, 240).

[24] Λεκτικό σχήμα με αντιφατικές μεταξύ τους έννοιες (οξύμωρο σχήμα).

[25] Επίγραμμα (αυτοσχέδιο), Γαβριήλ, Ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου. Δημοσιεύεται ταυτόχρονα με το παρόν άρθρο μας στην εφημ. «Ρεθεμνιώτικα Νέα».

[26] Βλ. και τη βιογραφική μελέτη μας για τον λαμπρό αυτόν Ρεθεμνιώτη φιλόλογο (Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Νικόλαος Γεωργίου Παπαδάκης, Καθηγητής και Πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ρέθυμνο 1997).

                         [27] Βενέρης Τιμόθεος, Το Αρκάδι διά των αιώνων, Αθήναι 1938.

                     [28] Μαραγκουδάκης 1996: Μαραγκουδάκης Διονύσιος, Το ιερόν και ηρωικόν της       Κρήτης Αρκάδι, 1996.

     [29] Ψιλάκης, χ.χ.: Ψιλάκης Βασίλειος, Ιστορία της Κρήτης, χ.χ.

[30]   Επίταξη του αντικειμένου.

[31] Ο Ποιητής φαίνεται να γνωρίζει καλά τα τοπογραφικά δεδομένα της περιοχής.

[32] Τα λόγια, εδώ, του Ηγουμένου είναι γεμάτα πατριωτισμό και πίστη προς τον Θεό.

[33] Υπό την φράση αυτήν (και εις τα βάθη της μονής βραδέως κατεβαίνει) εννοείται, ασφαλώς, ο χώρος της πυριτιδαποθήκης.

[34]  Τα σφάγια. ζωήν αγγέλουσι: θαυμάσιο, μοναδικό οξύμωρο σχήμα.

[35] Καταπληκτική συσχέτιση της θυσίας του Αρκαδίου με τη σταυρική θυσία του Ιησού (Μεσία)

[36] Υπό τη φράση «των Τούρκων η αγέλη» ο ποιητής θαυμάσια καταδεικνύει τον ανώτερο πατριωτισμό, την πίστη και το ήθος των χριστιανών μαχητών του Αρκαδίου.

[37]  Να θεωρήσουμε (σύμφωνα με την επτά υποσημείωσή μας) ότι ο Ποιητής, με τη φράση του «το δάσος το πλησίον», αναφέρεται στο εκεί, ακριβώς, παρά την Μονή, φυόμενο «δάσος των Κουκουναριών»;

[38] Ρήμα κατασκέλλομαι. εδώ η μετοχή χρησιμοποιείται με επιθετική σημασία. κάτισχνος, ατροφικός, σκελετώδης, αποξηραμένος.

[39] Α. Αντωνιάδου, Ο εθελοντής της Κρήτης, εν Αθήναις 1881, 105 και 107. Πβ. και  Τιμοθέου Βενέρη, Το Αρκάδι διά των αιώνων, Αθήναι 1938, ό.π., 377.

[40] Θαυμάσια εδώ, ο ποιητής, υπό τις λέξεις «λαμπρήν» (= Πάσχα) και «λαμπάδα» (αντί πιστόλα- δαυλό των άλλων ποιητών) που χρησιμοποιεί, μας υποβάλλει εικόνα Ανάστασης (!) για τους έγκλειστους στην πυριτιδαποθήκη του Μοναστηριού. Και, τωόντι, έτσι πρέπει να θεωρηθεί το γεγονός της Ολοκαύτωσης του Αρκαδιού, «Ανάσταση» στον κόσμο της  ελευθερίας!

[41] Υπερβολή που δείχνει, ακριβώς, την ένταση και αγωνία της στιγμής.

[42] Στο ποίημα παρατηρούμε έντονο το ρομαντικό στοιχείο. κάτωχρον νεκρόν το πλήθος, παγωμένοι πάντες ως λίθος.

[43] Πρόκειται, ασφαλώς, για τον σεισμό που προκάλεσε  η έκρηξη της πυρίτιδας.

[44] Ζόφος= το πυκνό σκοτάδι του Κάτω Κόσμου. Ο αήρ όστις …. εζοφούτο= γινόταν σκοτεινός.

[45] Ώμοσαν οι Κρήτες= ορκίστηκαν

[46] Να πεθαίνουν σαν υποδουλωθούν.

[47]  Υπό την αιτιολογική αυτήν πρόταση («Έλληνες όντες»= επειδή είναι Έλληνες) ο ποιητής το βρίσκει όλως φυσικό: οι Κρήτες «ζωήν να  θέλουν μ’ ελεύθερον φως»

[48] Ο Τιμολέων Αμπελάς (1850- 1926) γεννήθηκε στην Πάτρα. Ήταν δικαστικός και λόγιος και από τους ιδρυτές του Φιλολογικού Συλλόγου της Αθήνας  «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ». Υπήρξε πολυγραφότατος. Έγραψε δύο λυρικές συλλογές, πολλά δράματα, καθώς και ιστορικά έργα, όπως την «Ιστορία της νήσου Σύρου».

[49] Βλ. Τιμ. Αμπελά, «Οι μάρτυρές του Αρκαδίου», δράμα σε πράξεις πέντε, διδαχθέν το πρώτον από της σκηνής την 31ην Ιανουαρίου 1867, έκδοσις τρίτη διεσκευασμένη, εν Σύρω, εκ του Τυπογραφείου της Πατρίδος, 1867.

[50] Σύμφωνα με τη σωζόμενη αρκαδιώτικη παράδοση, ο Εμμ. Σκουλάς ήταν ένα από τα ηρωικά παλικάρια, που τόλμησαν έξοδο από το Μοναστήρι και έπεσαν δοξασμένα και ηρωικά (Τιμ. Βενέρη, ό.π., 370).

[51] Κατά τον Τιμ. Βενέρη (ό.π., 231) κατηγορηματικά αποκλείεται ένας τέτοιος έρως. η Ελένη Δασκαλάκη ήταν σύζυγος του οπλαρχηγού Χριστοδούλου Δημουλή, που πολέμησε γενναία στο Αρκάδι. Αλλά ούτε και μπορεί, λέγει, να φανταστεί κανένας ότι θα ήταν δυνατόν ο ομολογουμένως σεμνός, αξιοπρεπής και ιπποτικός Ιω. Δημακόπουλος να ασχολούνταν σε τέτοιες κρίσιμες και ιερές στιγμές με έρωτες γυναικών, ενώ μόνον ο έρως της πίστης και της πατρίδος κατέφλεγε αυτόν.

[52] Βλ. Σ. Καρύδη, Βωμός, ήτοι αγώνες και μαρτύρια της Κρήτης, Ηπείρου και Θεσσαλίας, Αθήνησιν1869, Μέρος 1ο : ΚΡΗΤΗ.

[53] Ως «υπόνομος» που ανοίχθηκε γι’ αυτόν τον σκοπό, αποκαλείται η πυριτιδαποθήκη και σε άλλοι κείμενο της εποχής εκείνης (βλ. «Το εν Αρκάδι δράμα», στην εφημ. Κρήτη της 27 Νοεμβρίου 1866.

[54] Βλ. και τη βιογραφική μελέτη μας για τον λαμπρό αυτόν Ρεθεμνιώτη φιλόλογο (Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Νικόλαος Γεωργίου Παπαδάκης, Καθηγητής και Πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ρέθυμνο 1997).

         [55] Βενέρης Τιμόθεος, Το Αρκάδι διά των αιώνων, Αθήναι 1938.

  [56] Μαραγκουδάκης 1996: Μαραγκουδάκης Διονύσιος, Το ιερόν και ηρωικόν της Κρήτης     Αρκάδι, 1996.

    [57] Ψιλάκης, χ.χ.: Ψιλάκης Βασίλειος, Ιστορία της Κρήτης, χ.χ.

[58] Εδώ ο ποιητής, παρερμηνεύοντας την πραγματικότητα- δεδομένου ότι ο ηγούμενος Γαβριήλ είχεν, ως γνωστόν, ήδη, σκοτωθεί- για ποιητικούς και μόνον λόγους τον βάζει όρθιο, παρόντα και με υψωμένα τα χέρια σε στάση ικεσίας προς τον Κύριο, να παρευρίσκεται στην πυριτιδαποθήκη κατά την ανατίναξη. Πιστός τηρητής και ο Καρύδης δεν μπορεί να αντιπαρέλθει τη γραμμή των Ρομαντικών Ποιητών ότι ο πυρπολητής της Μονής ήταν, σε αυτό που έκανε, «παραγγελμένος» από τον Ηγούμενο.

[59] Καταπληκτική αυτή η «μεταπήδηση» του ποιητικού λόγου από τους Κρητικούς (που αυτούς, στη φυσική ροή του λόγου, περιμέναμε να μείνουν παγωμένοι) στους Τούρκους, που, τελικά, έμειναν  εκ της φρίκης, που τους προκάλεσε η ανατίναξη. Στο σημείο αυτό εντοπίζω, ίσως, ένα δείγμα της σατιρικής διάθεσης του ποιητή.   

[60] Θαυμάσια μεταφυσική εικόνα των όσων επακολούθησαν, στον χώρο του Επέκεινα, την ανατίναξη του Μοναστηριού. Η θύρα του Ουρανού ανοίγει διάπλατα και ολόκληρη φάλαγγα Αγγέλων υποδέχεται στα δώματα της Βασιλείας των Ουρανών τους (Εθνο)Μάρτυρες του Αρκαδιού.

[61] Δήλωση της μοναστικής ιδιότητας του χώρου του Αρκαδίου..

[62] Το Αρκάδι αποκαλείται από τον Ποιητή τιμητικά «αδελφή» του κλεινού Μεσολογγίου. Και πράγματι, αν, όπως λέγει και ο Καθηγητής Νικόλαος Παπαδάκης, η αυτοθυσία εκείνη του Αρκαδιού δεν δημιούργησε πρώτη παράδοση, συνεχίζει, όμως, συνειδητά Κούγκια, Ψαρά, Μεσολόγγια και νέον επιπροσθέτει τόνο και κέντρο στο όλον εθνικό σθένος.  

[63] Ένθους, -ουν. Πρόκειται για συνηρημένο τύπο του ένθεος= θεόληπτος, θεόπνευστος, ζηλωτής, εμπνευσμένος από θεία δύναμη. Εδώ σημαίνει «πλήρης ενθουσιασμού».

[64] Και εις το ποίημά του αυτό ο Καρύδης θεωρεί τους νεκρούς αγωνιστές του Αρκαδιού «Μάρτυρες» που πρέπει να πάρουν θέση στον Ουρανό (Ουρανέ! τους νέους δέξου μάρτυρας εις τας σκηνάς σου).

[65] Ο Γ. Παράσχος (1822- 1886) γεννήθηκε στη Χίο και υπήρξε τραγουδιστής δημοτικότατος των αγώνων του έθνους, της λεβεντιάς του και του ενθουσιασμού του στους χαλεπούς εκείνους καιρούς. Ο στίχος του φέρει έντονη τη σφραγίδα ενός ιδιαίτερα ικανού και ταλαντούχου ποιητή. Παρά το «καθαρόν» γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο έζησε, κυλάει απλός και ρυθμικός και υμνεί με γλώσσα απλή, που πλησιάζει την καθαρή δημοτική, τη δόξα του αγώνα του 1821, τον έρωτα και συχνά με ανυπόκριτη συγκίνηση και αγάπη τους αγώνες και τις επαναστάσεις της ηρωικής και λεβεντογέννας Κρήτης. Τους επαναστάτες, μάλιστα, Κρητικούς ο Παράσχος τους θεωρούσε επιγόνους της γενιάς του Εικοσιένα. Ο Κωστής Παλαμάς έγραφε στα «Άπαντά» του, αναφερόμενος γενικά στην πατριωτική ποίηση του Γ. Παράσχου: «οσάκις δ’ εξυμνεί την πατρίδα, το άσμα αυτού ρέει αυθόρμητον, άνευ τεχνικών περικόσμων, απλούν, πολλάκις απέριττον, υψηλόν και αρμονικώτατον» (Κωστής Παλαμά, Άπαντα, τ.2, 414).)

[66] Κωστή Παλαμά, Άπαντα, τ. 2, 414.

[67] Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, «Η Αρκαδική εποποιία στη Ρομαντιή Ποίηση του ΙΘ΄ αιώνα, “Ο περίπλους του Αρκαδιού” ένα άγνωστο ποίημα του κρητολάτρη ποιητή Γεωργίου Παράσχου», Κρητολογικά Γράμματα 12, Ρέθυμνο 1996 (Αρκάδι 1866- 1996), 187- 200.

[68] Έχουμε, ήδη, παραθέσει και άλλο ποίημα («Ο ΙΓ΄ Πλους)- του αδελφού του, όμως Αχιλλέα Παράσχου- που αναφέρεται στο ίδιο καταδρομικό.

[69] Χαρακτηριστικό ότι σχεδόν σε κάθε στροφή επαναλαμβάνεται η φράση: «με τ’ αδέλφια μας».

[70] Διατηρούμε πιστά την ορθογραφία του ποιήματος μεταφερμένη σε μονοτονικό σύστημα

[71] Δίκροτο. πρόκειται για πολεμικό ιστιοφόρο, που φέρει δύο σειρές κανονιών.

[72] Πιθανόν με τη λέξη «μπλόκος» ο ποιητής, εδώ, να εννοεί την ταυτόχρονη εισβολή του Ομέρ από πολλά σημεία στα Σφακιά, κάτι που τελικά δεν το κατόρθωσε. Γενικά, το στρατιωτικό σχέδιο του Ομέρ ήταν εντελώς διαφορετικό από εκείνο του Μουσταφά και είχε δύο βασικούς στόχους . τα Σφακιά και το Λασίθι (Θεοχάρη Δετοράκη, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο 1990, 371).

[73] Ορεινό χωριό της επαρχίας Κυδωνίας, πατρίδα του Χατζή Μιχάλη Γιάνναρη, που το κατέκαψε ο Μουσταφά πασάς τον Σεπτέμβριο του πρώτου χρόνου της Επανάστασης (1866).

[74] Ο Κων. Κριάρης (ή Μπενουδάκης) γεννήθηκε στο Κουστογέρακο Σελίνου Χανίων, το 1798. Υπήρξε οπλαρχηγός και ένας από τους αρχηγούς της Επανάστασης του 1866. Αναδείχτηκε σε Γενικό Αρχηγό Σελίνου. Πέθανε στη Αθήνα το 1884.

[75] Ο Μ. Κόρακας (1797- 1889) ήταν ένας από τους σημαντικότερους οπλαρχηγούς της Κρητικής Επανάστασης, από την Πόμπια Ηρακλείου. Γενικός Αρχηγός των Ανατολικών επαρχιών.

[76] Ο Χατζή Μιχάλης Γιάνναρης (1831- 1916), από τους Λάκκους Κυδωνίας, ήταν ηγετική μορφή της Κρητικής Επανάστασης στην ίδια επαρχία.

[77] Στη μάχη του Βαφέ ηττήθηκε από τον Μουσταφά ο Γενικός Αρχηγός των δυτικών επαρχιών Ιω. Ζυμβρακάκης με σημαντικότατες απώλειες (Βασ. Ψιλάκη, Ιστορία της Κρήτης, τ. 4, Αθήναι χ.χ., 230- 231 και Θ. Δετοράκη, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης 1990, 366).

Με τις ποιητικότατες φράσεις «σιγαλά παιδιά!…» και του «του Βαφέ τη Μαύρη στράτα» δηλώνεται η μεγάλη συντριβή των φλογερών επαναστατών της Κρήτης, στη φονικότατη μάχη του Βαφέ και η θλίψη που αυτή επέφερε στις ψυχές των Πανελλήνων. Τα «είκοσι παιδιά», που, όπως αναφέρεται στο ποίημα, θυσίασαν τα νιάτα τους στην περιώνυμη μάχη, ήταν βασικά εθελοντές νέοι από την άλλη Ελλάδα- πολλοί από τους οποίους και φοιτητές- στους οποίους αναφέρεται με αρκετές λεπτομέρειες ο βασ. Ψιλάκης στην ιστορία του (ό.π.).

[78] Πρόκειται για περίστροφο πιστόλι. Πάντως, τα ρεβόλβερ ήταν σπάνια μεταξύ των Επαναστατών (βλ. Τ Βενέρη, ό.π., 223).

[79] Η θαυμάσια αυτή στροφή αναφέρεται ειδικά στη διέλευση του καταδρομικού «Αρκάδι» από τη θαλάσσια, εννοείται, περιοχή του ηρωικού Μοναστηριού. Εδώ η κάθε λέξη αποπνέει γνήσια συγκίνηση και απεριόριστο σεβασμό του Ποιητή προς τον άγιο χώρο του μοναστηριού.

[80] Με την έναρξη της Επανάστασης εκδηλώθηκαν στην ελεύθερη Ελλάδα σοβαρές κινητοποιήσεις εξόριστων Κρητικών και άλλων Ελλήνων, για τη συγκέντρωση χρημάτων, τροφίμων και εφοδίων. Στη Σύρο ιδρύθηκε η «Ειδική επί των Αποστολών Επιτροπή» για την ενίσχυση του Κρητικού Αγώνα με όπλα και εθελοντές, που θα μεταφέρονταν με τα πλοία της Ελληνικής Ακτοπλοΐας (Δετοράκη, ό.π., 363).

[81] Με το ψευδώνυμο αυτό ο Γεώργιος Παράσχος έχει υπογράψει στην εφημερίδα «Εθνοφύλαξ» τον «Περίπλου του Αρκαδιού».