ΜΑΝΟΛΗ Γ. ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΗ
Μ Ο Υ Ρ Ν Ε
Κεφαλοχώρι τού Ρεθέμνους
Μ Ο Υ Ρ Ν Ε
Κεφαλοχώρι τού Ρεθέμνους
[Αθήνα 2008, σχ. 8ο (24Χ17), σσ. 240]
ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
http://ret-anadromes.blogspot.com/
Το έχω επαναλάβει και στο παρελθόν ότι θεωρώ γεγονός υψίστης σημασίας για τον τόπο την καταγραφή τής ιστορίας τού κάθε χωριού χωριστά. Κάθε τέτοια καταγραφή- ακόμα και του μικρότερου οικιστικού χώρου- αποτελεί, οπωσδήποτε, γεγονός εξαιρετικής σημασίας, μεγίστη συνεισφορά και ουσιαστική συμβολή στην τοπική και, κατ’ επέκταση, στη Γενική Ιστορία. Μακάρι να βρίσκονται οι κατάλληλοι, κάθε φορά, άνθρωποι, που θα σκύψουν με αγάπη πάνω από τα χωριά μας, μικρά ή μεγάλα, για μια έστω και μικρή, αφετηριακή αποτύπωση τής ιστορίας και του πολιτισμού τους, αν δεν είναι δυνατή μια ουσιωδέστερη και επιστημονικά τεκμηριωμένη ιστορική και όχι μόνο προσέγγιση. Και κάτι τέτοιο, βέβαια, αποτελεί πράξη επίσημη και εξαιρετική που σε καμιά περίπτωση δε μπορεί να αποτιμηθεί με τους γνωστούς κανόνες τής λογοτεχνικής και ιστορικής κριτικής, γι’ αυτό και, συνήθως, πραγματώνεται και υλοποιείται από ανθρώπους που οι ίδιοι κατάγονται από τον συγκεκριμένο τόπο που καταγράφουν, ώστε, σε τελική ανάλυση, η εργασία τους αυτή να αποτελεί καρπό εύχυμο και αρωματικό ερωτικής αγάπης και βαθιάς νοσταλγίας των πρώτων παιδικών αναμνήσεων τού τόπου καταγωγής.
Μια τέτοια δουλειά, που εμφανώς έγινε με πολύ κέφι και μεράκι και αποτελεί καρπό ερωτικής προς τον τόπο αγάπης είναι και το βιβλίο που γνώρισε πρόσφατα το φως τής δημοσιότητας, με τον τίτλο: «Μουρνέ Κεφαλοχώρι τού Ρεθέμνους», του κ. Μανόλη Γ. Παπαδογιάννη. Παρότι, από είκοσι ετών ο Μ. Παπαδογιάννης απουσιάζει από το χωριό του, όμως, δεν έπαυσε ποτέ να βρίσκεται σε στενή επικοινωνία και επαφή μαζί του και να ενδιαφέρεται ειλικρινά γι’ αυτό είτε ως ιδρυτής και πρώτος Πρόεδρος τού Συλλόγου Μουρνιανών Αττικής, θέση την οποία διατήρησε για δεκαεπτά συναπτά χρόνια, είτε ως Πρόεδρος, για μια τετραετία, της κοινότητας Μουρνές Ρεθύμνου, είτε δημοσιεύοντας μελέτες ιστορικού και λαογραφικού περιεχομένου για του χωριό του, το οποίο φαίνεται να έχει, ομολογουμένως, μονοπωλήσει το συγγραφικό του ενδιαφέρον. Έτσι και το βιβλίο του αυτό, των 240 πυκνογραμμένων σελίδων και χωρίς καμιά, ουσιαστικά, φωτογραφία- εκτός δύο και μοναδικών τού Δημοτικού Σχολείου τής Μουρνές- αποτελεί αδιαμφισβήτητη συνέχεια τού παραπάνω ενδιαφέροντός του για το χωριό του.
Το βιβλίο όλο το βάρος το δίνει στα ιστορικά, κυρίως, ντοκουμέντα που για δεκαετίες ολόκληρες ο συγγραφέας του συγκέντρωνε και όχι τόσο στο περιβάλλον και τις άπειρες φυσικές ομορφιές τού χωριού με τις πολλές μουριές, τα νερά και το πράσινο. κατά βάσιν, αποτελεί τυπογραφική αναπαραγωγή παλιών δημοσιευμάτων τού κ. Παπαδογιάννη, που δημοσιεύτηκαν τμηματικά κυρίως στο έγκριτο περιοδικό τού μακαρίτη τού γαμπρού μου Λευτέρη Γ. Δαφέρμου «Προμηθεύς ο Πυρφόρος». Προς τούτο και καταβλήθηκε προσπάθεια σύνδεσης των κεφαλαίων τού βιβλίου και εξασφάλισης τής ενότητας τού κειμένου. Τα αρχικά κείμενα σε πολλά σημεία εμπλουτίστηκαν και συμπληρώθηκαν με νεότερα ιστορικά- βιβλιογραφικά στοιχεία που συγκέντρωσε ο συγγραφέας εκ των υστέρων.
Το βιβλίο διασώζει άφθονα στοιχεία απ’ όλους τους χώρους τού επιστητού με έμφαση- όπως ήδη υπογραμμίσαμε- σε ορισμένα κεφάλαια, σύμφωνα με τα αρχικά δημοσιεύματα που συναπετέλεσαν και συγκρότησαν το βιβλίο. Έτσι, ξεχωρίζουν τα κεφάλαια που αφορούν στους ερειπωμένους οικισμούς και την ερειπωμένη Μονή τού Μαλαθρέ, καθώς και το κεφάλαιο το σχετικό με τα Τοπωνύμια τής κοινοτικής περιφέρειας τής Μουρνές και τις Οικογένειες τού χωριού. Από τους ερειπωμένους, πάλι, οικισμούς που αφθονούν στο χωριό (Χαντάκι, Μαυρίκη, Λαγκά, Ντιμπλοχώρι, Λάκκος, Επίζυγος) πρυτανεύουσα θέση κατέχει η γνωστή Επίζυγος (και Υπίζυγος), το χωριό με τις πολλές μουριές, που καταστράφηκε από τους Τούρκους, μια, κατά την παράδοση, από τις εκατό πόλεις τής Κρήτης (Εκατόμπολης). Εκ των παραπάνω κεντρικών κεφαλαίων, τα τοπωνύμια ο συγγραφέας τα ερμηνεύει περισσότερο σύμφωνα με τη μορφολογία τού χώρου και τις υπάρχουσες παραδόσεις (διασώζοντας πλήθος από αυτές), παρά με τους γλωσσολογικούς και λεξιλογικούς κανόνες,.
Μέγα μέρος τού βιβλίου κατέχουν και οι τοπικοί θρύλοι και παραδόσεις πράγμα που δείχνει την ευαισθησία τού συγγραφέα να διασώσει πράγματα που- όπως και τα τοπωνύμια- αν δεν καταγραφούν και δημοσιευθούν εγκαίρως χάνονται και σβήνουν από τη θύμηση των ανθρώπων. Και ο συγγραφέας φαίνεται από το βιβλίο του ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος στο σημείο αυτό. Η Εισαγωγή του ειδικότερα αποτελείται από μια σειρά γλυκερές αναμνήσεις από τα παιδικάτα του, που τις καταγράφει και τις διασώζει καταλεπτώς. «Θυμούμαι», σημειώνει επανειλημμένα, «αναστορούμαι» τους παλιούς μου συγχωριανούς, και τους σημειώνει έναν προς έναν και με τα χαρακτηρίζοντα αυτούς παρατσούκλια, τις ιστορίες τους, τα αστεία τους και τις ενδυμασίες τους.
Από τον καιρό εκείνο που συνέβαιναν όλα αυτά πέρασε από το μυαλό τού μικρού Μανόλη πολλές φορές η ιδέα, σαν μεγαλώσει και μάθει γράμματα, να κάτσει και να καταγράψει τις όμορφες αυτές ιστορίες. Έκτοτε η ζωή του σημαδεύτηκε μονίμως από αυτήν την αγωνία τού χρέους. καθώς μεγάλωνε και κάθε φορά που βρισκόταν μόνος του, με τον εαυτό του, και ένιωθε κατάστηθα τον αέρα τού αγαπημένου του χωριού, επανέφερε κινηματογραφικά τις παιδικές αναμνήσεις, έπιανε το χαρτί και κρατούσε λεπτομερείς σημειώσεις. Το χρέος βάραινε μέσα του μέχρι σήμερα που ένιωσε βαθιά την ικανοποίηση τής προσφοράς στο χωριό του τού πονήματος αυτού, ως χρέους στην ιερή μνήμη και την αγάπη των προγόνων του.
ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
http://ret-anadromes.blogspot.com/
Το έχω επαναλάβει και στο παρελθόν ότι θεωρώ γεγονός υψίστης σημασίας για τον τόπο την καταγραφή τής ιστορίας τού κάθε χωριού χωριστά. Κάθε τέτοια καταγραφή- ακόμα και του μικρότερου οικιστικού χώρου- αποτελεί, οπωσδήποτε, γεγονός εξαιρετικής σημασίας, μεγίστη συνεισφορά και ουσιαστική συμβολή στην τοπική και, κατ’ επέκταση, στη Γενική Ιστορία. Μακάρι να βρίσκονται οι κατάλληλοι, κάθε φορά, άνθρωποι, που θα σκύψουν με αγάπη πάνω από τα χωριά μας, μικρά ή μεγάλα, για μια έστω και μικρή, αφετηριακή αποτύπωση τής ιστορίας και του πολιτισμού τους, αν δεν είναι δυνατή μια ουσιωδέστερη και επιστημονικά τεκμηριωμένη ιστορική και όχι μόνο προσέγγιση. Και κάτι τέτοιο, βέβαια, αποτελεί πράξη επίσημη και εξαιρετική που σε καμιά περίπτωση δε μπορεί να αποτιμηθεί με τους γνωστούς κανόνες τής λογοτεχνικής και ιστορικής κριτικής, γι’ αυτό και, συνήθως, πραγματώνεται και υλοποιείται από ανθρώπους που οι ίδιοι κατάγονται από τον συγκεκριμένο τόπο που καταγράφουν, ώστε, σε τελική ανάλυση, η εργασία τους αυτή να αποτελεί καρπό εύχυμο και αρωματικό ερωτικής αγάπης και βαθιάς νοσταλγίας των πρώτων παιδικών αναμνήσεων τού τόπου καταγωγής.
Μια τέτοια δουλειά, που εμφανώς έγινε με πολύ κέφι και μεράκι και αποτελεί καρπό ερωτικής προς τον τόπο αγάπης είναι και το βιβλίο που γνώρισε πρόσφατα το φως τής δημοσιότητας, με τον τίτλο: «Μουρνέ Κεφαλοχώρι τού Ρεθέμνους», του κ. Μανόλη Γ. Παπαδογιάννη. Παρότι, από είκοσι ετών ο Μ. Παπαδογιάννης απουσιάζει από το χωριό του, όμως, δεν έπαυσε ποτέ να βρίσκεται σε στενή επικοινωνία και επαφή μαζί του και να ενδιαφέρεται ειλικρινά γι’ αυτό είτε ως ιδρυτής και πρώτος Πρόεδρος τού Συλλόγου Μουρνιανών Αττικής, θέση την οποία διατήρησε για δεκαεπτά συναπτά χρόνια, είτε ως Πρόεδρος, για μια τετραετία, της κοινότητας Μουρνές Ρεθύμνου, είτε δημοσιεύοντας μελέτες ιστορικού και λαογραφικού περιεχομένου για του χωριό του, το οποίο φαίνεται να έχει, ομολογουμένως, μονοπωλήσει το συγγραφικό του ενδιαφέρον. Έτσι και το βιβλίο του αυτό, των 240 πυκνογραμμένων σελίδων και χωρίς καμιά, ουσιαστικά, φωτογραφία- εκτός δύο και μοναδικών τού Δημοτικού Σχολείου τής Μουρνές- αποτελεί αδιαμφισβήτητη συνέχεια τού παραπάνω ενδιαφέροντός του για το χωριό του.
Το βιβλίο όλο το βάρος το δίνει στα ιστορικά, κυρίως, ντοκουμέντα που για δεκαετίες ολόκληρες ο συγγραφέας του συγκέντρωνε και όχι τόσο στο περιβάλλον και τις άπειρες φυσικές ομορφιές τού χωριού με τις πολλές μουριές, τα νερά και το πράσινο. κατά βάσιν, αποτελεί τυπογραφική αναπαραγωγή παλιών δημοσιευμάτων τού κ. Παπαδογιάννη, που δημοσιεύτηκαν τμηματικά κυρίως στο έγκριτο περιοδικό τού μακαρίτη τού γαμπρού μου Λευτέρη Γ. Δαφέρμου «Προμηθεύς ο Πυρφόρος». Προς τούτο και καταβλήθηκε προσπάθεια σύνδεσης των κεφαλαίων τού βιβλίου και εξασφάλισης τής ενότητας τού κειμένου. Τα αρχικά κείμενα σε πολλά σημεία εμπλουτίστηκαν και συμπληρώθηκαν με νεότερα ιστορικά- βιβλιογραφικά στοιχεία που συγκέντρωσε ο συγγραφέας εκ των υστέρων.
Το βιβλίο διασώζει άφθονα στοιχεία απ’ όλους τους χώρους τού επιστητού με έμφαση- όπως ήδη υπογραμμίσαμε- σε ορισμένα κεφάλαια, σύμφωνα με τα αρχικά δημοσιεύματα που συναπετέλεσαν και συγκρότησαν το βιβλίο. Έτσι, ξεχωρίζουν τα κεφάλαια που αφορούν στους ερειπωμένους οικισμούς και την ερειπωμένη Μονή τού Μαλαθρέ, καθώς και το κεφάλαιο το σχετικό με τα Τοπωνύμια τής κοινοτικής περιφέρειας τής Μουρνές και τις Οικογένειες τού χωριού. Από τους ερειπωμένους, πάλι, οικισμούς που αφθονούν στο χωριό (Χαντάκι, Μαυρίκη, Λαγκά, Ντιμπλοχώρι, Λάκκος, Επίζυγος) πρυτανεύουσα θέση κατέχει η γνωστή Επίζυγος (και Υπίζυγος), το χωριό με τις πολλές μουριές, που καταστράφηκε από τους Τούρκους, μια, κατά την παράδοση, από τις εκατό πόλεις τής Κρήτης (Εκατόμπολης). Εκ των παραπάνω κεντρικών κεφαλαίων, τα τοπωνύμια ο συγγραφέας τα ερμηνεύει περισσότερο σύμφωνα με τη μορφολογία τού χώρου και τις υπάρχουσες παραδόσεις (διασώζοντας πλήθος από αυτές), παρά με τους γλωσσολογικούς και λεξιλογικούς κανόνες,.
Μέγα μέρος τού βιβλίου κατέχουν και οι τοπικοί θρύλοι και παραδόσεις πράγμα που δείχνει την ευαισθησία τού συγγραφέα να διασώσει πράγματα που- όπως και τα τοπωνύμια- αν δεν καταγραφούν και δημοσιευθούν εγκαίρως χάνονται και σβήνουν από τη θύμηση των ανθρώπων. Και ο συγγραφέας φαίνεται από το βιβλίο του ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος στο σημείο αυτό. Η Εισαγωγή του ειδικότερα αποτελείται από μια σειρά γλυκερές αναμνήσεις από τα παιδικάτα του, που τις καταγράφει και τις διασώζει καταλεπτώς. «Θυμούμαι», σημειώνει επανειλημμένα, «αναστορούμαι» τους παλιούς μου συγχωριανούς, και τους σημειώνει έναν προς έναν και με τα χαρακτηρίζοντα αυτούς παρατσούκλια, τις ιστορίες τους, τα αστεία τους και τις ενδυμασίες τους.
Από τον καιρό εκείνο που συνέβαιναν όλα αυτά πέρασε από το μυαλό τού μικρού Μανόλη πολλές φορές η ιδέα, σαν μεγαλώσει και μάθει γράμματα, να κάτσει και να καταγράψει τις όμορφες αυτές ιστορίες. Έκτοτε η ζωή του σημαδεύτηκε μονίμως από αυτήν την αγωνία τού χρέους. καθώς μεγάλωνε και κάθε φορά που βρισκόταν μόνος του, με τον εαυτό του, και ένιωθε κατάστηθα τον αέρα τού αγαπημένου του χωριού, επανέφερε κινηματογραφικά τις παιδικές αναμνήσεις, έπιανε το χαρτί και κρατούσε λεπτομερείς σημειώσεις. Το χρέος βάραινε μέσα του μέχρι σήμερα που ένιωσε βαθιά την ικανοποίηση τής προσφοράς στο χωριό του τού πονήματος αυτού, ως χρέους στην ιερή μνήμη και την αγάπη των προγόνων του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου