Μεταφορές μετά το 1930
(Με αφορμή την πρόσφατη αγωνία, για τη θαλάσσια σύνδεσή μας με τον Πειραιά)

Εικ. Θαυμάσια θέα τού Ρεθύμνου στην περιοχή τού βενετσιάνικου λιμανιού, που στέφεται από το, επίσης, βενετσιάνικο κάστρο.

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ 

Με αφορμή την πρόσφατη αγωνία των Ρεθεμνιωτών, ώσπου να επιτευχθεί η συμφωνία για τη θαλάσσια σύνδεσή μας- με το ταχύπλοο Highspeed 4΄΄- με τη Πρωτεύουσα και το μεγαλύτερο λιμάνι τής Χώρας, σκέφτηκα μέσα μου πολλές φορές και αναλογίστηκα, πότε, αλήθεια, τα πράγματα να ήταν καλύτερα στον τομέα αυτόν των θαλάσσιων επικοινωνιών. σήμερα, έν έτει σωτηρίω 2008, ή ογδόντα χρόνια πριν, όταν το Ρέθυμνο ακουγόταν απ’ όλους τους γείτονές μας περιφρονητικά ως το μικρό και ταπεινό «Ρεθυμνάκι»;
Γίναμε για ένα διάστημα νοικοκύρηδες, με τον δικό μας, κατάδικό μας «στόλο», που έφτασε να εξυπηρετεί κι άλλα λιμάνια τής Χώρας, και για τον οποίο όλοι μας καμαρώναμε. και φτάσαμε και πάλι στο σημείο να εκλιπαρούμε και να ικετεύουμε, θεωρώντας, μάλιστα, ότι μας κάνουνε χάρη, αν μας συνδέσουν ατμοπλοϊκά με το λιμάνι τού Πειραιά!
Και φτάνοντας στο σημείο αυτό διερωτώμαι και υποβάλλω μέσα μου το αγωνιώδες ερώτημα. είναι, αλήθεια, τόσο δύσκολο να ανασκουμπωθούμε και πάλι όλοι οι Ρεθυμνιώτες και να ξανανοικοκυρευτούμε, για άλλη μια φορά, δημιουργώντας από την αρχή, αυτό που πετύχαμε όλοι μαζί, σε άλλες και δυσκολότερες, πιστεύω, εποχές; Δεν νομίζω το πράγμα να χρειάζεται και πολλή σκέψη!...


Εικ. Από την αμμουδιά, παρά την παραλία τού Ρεθύμνου- που άρχισε να σχηματίζεται μόλις ξεκίνησε το έργο τής κατασκευής τού νέου λιμανιού, στου Κιουλούμπαση- διακρίνουμε από αριστερά το Τελωνείο, το φάρο, την είσοδο τού ενετικού λιμανιού και μέρος τού νέου λιμανιού. 



Η συγκοινωνία, λοιπόν, από Ρέθυμνο προς Ηράκλειο και Χανιά- εκεί γύρω στα 1930- γινόταν μέσω τού Πρακτορείου λεωφορείων Ερρίκου Συγγελάκη (στη Μεγάλη Πόρτα), που το συνέχισε μεταπολεμικά ο γιος του Στέλιος.
Φορτηγό προπολεμικά υπήρχε ένα και μοναδικό η «Πιτσούλα», του Σήφη Καυκαλά, ο οποίος είχε και ταξί.
Τα ταξί, πάλι, ήταν μετρημένα στα δάκτυλα των δύο χεριών: του Σήφη Καυκαλά, του Νίκου Δρανδάκη, του Στεφάνου Αλεξανδράκη, του Στέλιου και Γιάννη Αλεξανδράκη, του Μανόλη Λαγουβάρδου (Τραμπαρίφα) και του Βασιλάκη (πατέρα του Τζώνη).




Εικ. Η Πλατεία των Τεσσάρων Μαρτύρων 
τού Ρεθύμνου, περί το έτος 1930. Αριστερά διακρίνονται τα Κασαπιά, ενώ στο κέντρο τής πλατείας είναι σταθμευμένα 2-3 ταξί τής εποχής.





Εικ. Μαούνες στο βενετσιάνικο λιμανάκι,
 μπροστά από το τελεωνείο
Οι θαλάσσιες, τώρα, συγκοινωνίες τού Ρεθύμνου, που μας έδωσαν και την αφορμή τού παρόντος σημειώματος, αποτελούσαν μιαν άλλη, μια ξεχωριστή σελίδα. ήταν τότε (στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα) που δεν υπήρχε, ακόμα, η σημερινή «κακογραφία» τού «Καινούργιου Λιμανιού», και το μικρό βενετσιάνικο λιμανάκι αδυνατούσε παντελώς να δεχτεί στην υγρή αγκαλιά του πλοία μεγαλύτερα από κάποια γρι-γρί και μικρά ιστιοφόρα ή, έστω, και κανένα μεγαλύτερο φορτηγό, που έδενε, όμως, νοτικά, εκεί στο έμπα τού λιμανιού, όπου τα νερά ήταν κάπως βαθύτερα και υπήρχε γερανός φορτοεκφόρτωσης των εμπορευμάτων.
Εικ. Ο αιγυπτιακός φάρος
στην είσοδο τού ενετικού λιμανιού
Στο βενετσιάνικο λιμανάκι έδεναν και οι αξέχαστες εκείνες μαούνες (πολύ μεγάλες βάρκες, φορτηγίδες για τη μεταφορά μεγάλων φορτίων), που ολόμαυρες σαν μαυροφορεμένες γριές στήνονταν στη σειρά η μια πίσω από την άλλη σαν τις λαλούσε πρωτοχορευτής ο «Εωσφόρος» στο καράβι της γραμμής. Μόνιμα μέσα στο βενετσιάνικο λιμανάκι έδενε κι αυτός ο τελευταίος, ο Εωσφόρος του Γαγάνη, που τ’ όνομά του σημαίνει «άστρο τής αυγής» (έως= χάραμα, αυγή+ -φόρος<φέρω) και που με μηχανοδηγό του τον Νικ. Βαβουράκη αναλάμβανε να σύρει τις θεοσκότεινες, απ’ το κατράμι, μαούνες μέχρι το πλοίο της γραμμής, για φόρτωμα ή ξεφόρτωμα εμπορευμάτων κι αποσκευών. Τον καιρό εκείνο το καράβι της γραμμής αγκυροβολούσε σχετικά μακριά, στ’ ανοιχτό πέλαγος, τρεις- τέσσερις εκατοντάδες μέτρα βόρεια του προσήνεμου λιμενοβραχίονα, που σαν κορώνα του στέκεται βιγλάτορας στους αιώνες ο Αιγυπτιώτης- κατά το φίλο μου τον Χάρη τον Παπαδάκη- φάρος.
Όταν η κακοκαιρία δεν άφηνε τα καράβια να φουντάρουν στη Ρεθεμνιώτικη θάλασσα δεν σταματούσαν καθόλου, αλλά κακήν κακώς φεύγανε και πήγαιναν να «πιάσουν» κατευθείαν στη Σούδα, όπου και κατέβαιναν οι ταξιδιώτες και τα ζιγομπράγαλά τους. Τα βαπόρια, λοιπόν, άρχιζαν να σφυρίζουν από μακριά, δυο- τρία μίλια πριν το αγκυροβόλιο, και ν’ αναγγέλλουν την άφιξή τους στους ταξιδιώτες, που ακόμα πιο πριν την ανάγγελνε ο καπνός, που φουγάριζε μαύρος και μποϊλής σαν αψηλοκαλόγερος στο βάθος τού ορίζοντα.
Εικ. Αποβάθρα. Από εδώ γινόταν η φόρτωση
 των βαρκών που θα μετέφεραν
τους επιβάτες στο καράβι.
Οι επιβάτες και τα εμπορεύματα, τα κοφίνια κι οι βαλίτσες πηγαινοέρχονταν από το πλοίο στη στεριά, κι απ’ τη στεριά στο πλοίο, με τις βάρκες και τις ξέχειλες μαούνες, ν’ ακολουθούν τον Εωσφόρο η μια πίσω από την άλλη. Οι ταξιδιώτες, σαν τύχαινε να ‘χει λίγη θαλασσοταραχή, τραμπαλίζονταν γλυκερά πάνω στα υγρά καπούλια τής θάλασσας. Αν, όμως, τύχαινε η θαλασσοταραχή να ‘ναι ακόμα μεγαλύτερη, τους έβλεπες όλους μαζί, σκαριά και ταξιδιώτες, να παλεύουν αγκαλιασμένοι με τη θάλασσα, να χάνονται μια στο βύθος των κυμάτων κι ύστερα από λίγο να εμφανίζονται και πάλι ολόρθοι μπροστά στα σκιαγμένα μάτια φίλων και συγγενών που με το μαντίλι, δακρύβρεχτοι, τους αποχαιρετούσαν από την αποβάθρα καταντικρύ, μέχρι να χαθούν ολότελα απ’ τα μάτια τους. Η ανάβαση, τώρα, απ’ τη βάρκα στο κατάστρωμα τού σκυλοπνίχτη- γιατί σαν τέτοια λογιούνταν τα καράβια τής εποχής εκείνης κι έτσι άκουγες τους Ρεθυμνιώτες συχνά- πυκνά να τ’ αποκαλούν- ήταν μια άλλη ιστορία που απαιτούσε αρκετή σβελτάδα, ταχύτητα κι, ίσως, και λίγη τύχη κι ακροβατική δεξιότητα… Βρισκόσουν, κυριολεκτικά, στα χέρια λίγων στιμονερών αντρών, των θαλασσόδαρτων και αρμυροψημένων βαρκάρηδων τού βενετσιάνικου λιμανιού, που έπρεπε να βρουν την κατάλληλη στιγμή, που το κύμα θα σήκωνε αψηλά τη βάρκα, για να σ’ αρπάξουν και κυριολεκτικά σαν εμπόρευμα να σ’ εκσφενδονίσουν στα ενδότερα, στο στενάχωρο και ψυχοπλακωτικό σκαρί του σκυλοπνίχτη. Εκεί σε περίμεναν οι άλλοι πετσωμένοι, γερόστητοι θαλασσόλυκοι του καραβιού, για να σ’ αρπάξουν κι εκείνοι με τη σειρά τους και να σε σπρώξουν πάρα μέσα, προς το εσωτερικό τού καραβιού, απ’ όπου ξεκινούσε μια νέα περιπέτεια, που αφορούσε πλέον στη διαμονή και επιβίωσή σου μέσα σ’ αυτό για δεκαεφτά, τουλάχιστον, ώρες, μέχρι να φτάσεις στον Πειραιά! Ήταν η εποχή που για να ταξιδέψεις από το Ρέθυμνο στην Αθήνα έπρεπε να το σκεφτείς πολλές φορές και να τ’ αποφασίσεις μετά από πολλή και ώριμη σκέψη. Ένα και μοναδικό καράβι εξυπηρετούσε ολόκληρο το νησί, ακλουθώντας το δρομολόγιο Πειραιάς- Ηράκλειο- Ρέθυμνο- Χανιά κι αντίθετα. Επί πλέον, ολόκληρο το καράβι ήταν ένας απέραντος πλωτός στάβλος, με τους ανθρώπους και τα ζώα στοιβαγμένους όλους μαζί μέσα και συναγωνιζόμενους για το ποιος απ’ όλους θα πετούσε μακρύτερα τους…εμετούς του, που τους προκαλούσε η έντονη μπόχα και δυσοσμία που απέπνεαν οι χώροι του καραβιού, αλλά και η κακοκαιρία που τα έπιανε, τότε, πολύ εύκολα τα καράβια, έτσι μικρά και κακορίζικα όπως ήταν! Το ταξίδι μέχρι το Ηράκλειο ή τα Χανιά, στις αρχές τού 20ου αιώνα, ήταν μια αληθινή Οδύσσεια, πόσο μάλλον το ταξίδι στην Αθήνα. Αυτό πιστεύουμε θα έκανε τον καιρό εκείνο τόσο συνήθεις «μικρές αγγελίες» τής μορφής: «Η κ. Μηλιαρά ανεχώρησε σήμερον δι’ Ηράκλειον»[1] ή «Αφίκετο εξ Αθηνών ο κ. Γεώργιος Στ. Ρολόγης….»[2].

[1] Ο Τύπος τής 22/12/1934.
[2] Κρητική Επιθεώρησις τής 11/8/1929.

Δεν υπάρχουν σχόλια: