ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Χρόνια, τώρα, ασχολούμαι με τη συγκέντρωση, επεξεργασία και ταξινόμηση των τοπωνυμίων της επαρχίας Αγίου Βασιλείου (36 χωριά- 8000, περίπου, τοπωνύμια). Ερευνώντας, λοιπόν, αυτόν τον θαυμαστό τοπωνυμικό πλούτο της παραπάνω επαρχίας, αλλά και του νησιού μας γενικότερα, ερεύνησα και τον προβληματικό τύπο της ονομασίας της πόλης μας, όταν αυτή εκφέρεται στη γενική του θηλυκού ("Ρεθύμνης"), προκειμένου να εκφράσει το όνομα της πόλης ή, συνηθέστερα, του νομού. Από την έρευνά μου αυτήν έχω να καταθέσω τα εξής, προς αποκατάσταση του όλου ζητήματος που έχει ανακύψει.
Σύμφωνα με την απόφαση 286/8-2-1919 της Επιτροπείας των Τοπωνυμιών της Ελλάδος, επί του εγγράφου αριθμ. 2190 του Υπουργείου Εσωτερικών, της 4ης Φεβρουαρίου 1919, «η ονομασία του νομού Ρεθύμνου είναι ορθή, διότι είναι αυτή η της πρωτευούσης αυτού εις ουδέτερον γένος εκφερομένη. Διετηρήθη δ’ εκ παλαιοτάτου χρόνου αύτη, διότι φαίνεται ότι από της αρχαιότητος ουδέποτε έπαυσε οικούμενος ο τόπος εκείνος και φέρων το αυτό όνομα. Ο τύπος του ονόματος της αρχαίας πόλεως, ως ασφαλώς γιγνώσκομεν εκ των νομισμάτων, είναι Ρίθυμνα. Εκ συμφυρμού του αρχαίου τούτου τύπου και της σημερινής εκφοράς επλάσθη το όνομα της Ρεθύμνης. Όθεν φανερόν είναι ότι προτιμοτέρα η ονομασία του νομού Ρεθύμνου, εκτός αν εξ υπερβολικού φιλάρχαιου ζήλου απορρίπτοντες τον σήμερον εν χρήσει τύπον του ονόματος ηθέλομεν εκλέξη τον αρχαίον. τότε δ’ όμως δεν έπρεπε να ονομασθή νομός Ρεθύμνης αλλά Ριθύμνης (βλ. Ν. Γ. Πολίτου, Γνωμοδοτήσεις περί μετονομασίας συνοικισμών και κοινοτήτων, Εν Αθήναις 1890, σ. 156).
Μπορεί, τώρα, ο Γ. Χατζιδάκις πρώτος να υποστήριξε ότι ο τύπος Ρέθυμνο(ν) επεβλήθη από την παραπάνω Επιτροπή του 1919 και ότι είναι νόθος. Όμως, όπως και να έχει το πράγμα, ο τύπος αυτός επικράτησε απόλυτα στον 20ο αιώνα και αποτελεί, σαφώς, σήμερα, τη φυσική συνέχεια του τοπωνυμίου. Επί πλέον, δε νομίζω ότι απέχει φωνολογικά και μορφολογικά των λοιπών τύπων που διαμορφώθηκαν κατά την εξελικτική πορεία του τοπωνυμίου από τα αρχαιότατα χρόνια μέχρι σήμερα- συνεχίζοντας πεισματικά να διατηρεί τους χαρακτηριστικούς σημασιολογικούς φθόγγους [ε] και [υ]- [Ρίθυμνα, Ρέθυμνα, Ρεθύμνη, Ρέθεμνος, Ρέθυμνο(ν)]. Και, ακόμα, οφθαλμοφανώς, αποτελεί φυσική συνέχεια του προτελευταίου εξ αυτών («Ρέθεμνος»), που ήταν σε ευρεία χρήση ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα της Κρήτης, κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας: «Εμένα λέσι Χάνδακα και Ρέθεμνος εσένα» (Μ. Τ. Μπουνιαλή, Κρητικός Πόλεμος, έκδ. Αγαθ. Ξηρουχάκη, Τεργέστη 1908, 582).
Με την τροποποίηση αυτήν αποφεύγεται, ασφαλώς, η ταλαιπωρία, η σύγχυση, η ασάφεια και η απορία, στην οποία οδηγεί η παράλληλη χρήση και των δύο τύπων του ονόματος. Θυμάμαι φίλους μου, μορφωμένα παιδιά- μη Ρεθεμνιώτες- κατά τα φοιτητικά μου χρόνια στην Αθήνα, αλλά και κατά τα στρατιωτικά μου στη μακρινή Φλώρινα, που μου ονόμαζαν την πόλη μας Ρέθυμνα και Ρέθυμνο, στο θηλυκό γένος. «Κώστα, πήγες στη Ρέθυμνο;», μου είχε πει κάποια φορά ένας συμφοιτητής μου, επηρεασμένος, φυσικά, από τη γενική Ρεθύμνης με την οποία έβλεπε στους χάρτες να εκφέρεται ο νομός μας- κλίνοντας, και πάλι, λάθος το ουσιαστικό. Τόση σύγχυση και αμηχανία δημιουργεί αυτή η γενική Ρεθύμνης και, μάλιστα, στους αγνοούντες. Και άντε εγώ να του εξηγώ το φαινόμενο αυτό της διπλοτυπίας στο όνομα της πόλης μου!!…
Αυτό το ίδιο, ασφαλώς, πρέπει να ισχύσει και σε άλλες περιπτώσεις ελληνικών πόλεων και χωριών, που παρατηρούνται δύο τύποι στην εκφορά της ονομασίας τους (συνήθως λόγιος, παράλληλα προς τον λαϊκό). Να λέμε, δηλαδή, «Ακαδημία της Αθήνας» ή «Πανεπιστήμιο της Αθήνας» και όχι «Ακαδημία Αθηνών» ή «Πανεπιστήμιο Αθηνών».
Κάνω τις προτάσεις μου αυτές γνωρίζοντας πολύ καλά ότι καμιά πολιτική βούληση και καμιά διδασκαλία δεν μπορούν, δυστυχώς, εύκολα να επιβάλλουν αυτά τα πράγματα στον λαό, ο οποίος παραμένει στερρά προσηλωμένος στα παραδεδομένα, χωρίς να εξετάζει το αστόχαστο αυτών.