Αναμνήσεις Από τον Δημοτικό μας Κήπο της δεκαετίας του 1950

 


ΘΕΜΑΤΑ ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑΣ

 

Αναμνήσεις

Από τον Δημοτικό μας Κήπο

της δεκαετίας του 1950 *

 

ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

   www.ret-anadromes.blogspot.com

 

         α. Μανόλης (Μάκης) Πλουμής, ο δάσκαλος της τίμιας βιοπάλης

 Από τον Δημοτικό μας Κήπο κρατώ τις πιο ζωντανές, τις πιο τρυφερές και φωτεινές αναμνήσεις από την πρώιμη παιδική μου ηλικία. Και πρώτος- πρώτος, πορτιέρης, στην είσοδο του Κήπου, ο Μανόλης (Μάκης), ο Πλουμής, ο τυφλός μικροπωλητής της πόλης μας, μορφή-σύμβολο για την τιμιότητα, την ανθρωπιά και την υποδειγματική εργατικότητά του. Όλοι τον θυμόμαστε, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50, στο μόνιμο στέκι του, αριστερά της βορινής εισόδου του Δημοτικού μας Κήπου. Εκεί, μέσα σ’ ένα κομψό τρίροδο καροτσάκι με λάστιχα ποδηλάτου και τζαμαρίες ολόγυρα, ο Μανόλης, ο τυφλός, πουλούσε κάθε λογής λιχουδιά και, κυρίως, ξηροκάρπια- στραγάλια, φιστίκια, πασατέμπο- μα και φρεσκοψημένα κουλούρια, καραμέλες, γλειφιτζούρια. Ήταν εκεί για τους ρομαντικούς περιπατητές του Κήπου και τα μικρά παιδιά, που ’πρεπε κάτι να ’χουν να βάζουν στο δόντι, για να διασκεδάζουν την ανία τους, σουλατσάροντας στου Κήπου μας τις λουλουδένιες ομορφιές.

 

       β. Με τον υπαίθριο φωτογράφο

   Από τον Δημοτικό μας Κήπο προέρχεται και μια από τις πρώτες μου φωτογραφίες∙ μαζί με την αδελφή μου, τη Μαρίκα, θυμάμαι που ποζάραμε μπροστά στον τότε υπαίθριο φωτογράφο του Κήπου, τον Ανδρέα Λαγουδάκη. Τον θυμάμαι, ακόμα, ολοζώντανα με τη μακριά κάτασπρη ποδιά του,  που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το κατάμαυρο πανί της ξύλινης φωτογραφικής μηχανής, πάνω στο γερό ξύλινο τρίποδο. Όταν φωτογράφιζε, έσκυβε το κεφάλι και χωνόταν ολόκληρος μέσα στο σκοτεινό πανί, και, στη συνέχεια, με μια σχεδόν τελετουργική- θα την έλεγα μαγική- κίνηση αφαιρούσε το μπρούτζινο καπάκι του φακού, το ύψωνε με χάρη ψηλά στον αέρα, κι ήταν πραγματικά σκέτη απόλαυση να στέκεσαι και να τον κοιτάς βουβός σ’ όλο αυτό το μυσταγωγικό σκηνικό.

     Επειδή η φωτογραφία που έβγαζε ήταν πόζα και όχι στιγμιαία (ενσταντανέ) και χρειαζόταν κάποια διάρκεια για ν’ αποτυπωθεί, η στιγμή αυτή απαιτούσε απόλυτη ακινησία. Και ήταν τότε που ο φωτογράφος, για να κρατήσει ακίνητα τα μικρά παιδάκια που δεν συνεργάζονταν, προσπαθούσε να κερδίσει την προσοχή τους με την αξέχαστη εκείνη φράση: «κοίταξε ’δώ που θα βγει το πουλάκι!...». Δίπλα του βρίσκονταν τα πολύτιμα σύνεργα της μηχανής. μια πετσέτα κι ένας τσίγκινος κουβάς μισογεμάτος νερό. Με την πετσέτα σκούπιζε προσεκτικά το χαρτί, έπλενε τα υπολείμματα και το άφηνε να στεγνώσει, χαρίζοντας ζωή σε μια στιγμή που είχε μόλις παγώσει στην αιωνιότητα.

 


     γ. Οι κούνιες του Κήπου

Στον Δημοτικό μας Κήπο αργότερα, σε πιο ώριμα παιδικά χρόνια, όλη μας η χαρά ξεδιπλωνόταν στην «παιδική χαρά». Εκεί, με τους φίλους μου, τον Μανόλη και τον Μπάμπη, χαιρόμασταν με την ψυχή μας τρεις κούνιες (μια για τον καθένα μας), μια σβούρα (που μας χωρούσε όλους), δυο τραμπάλες (όπου πάντα κάποιος περίσσευε και με λαχτάρα παρακολουθούσε τους άλλους δυο που τραμπαλίζονταν) και… τίποτ’ άλλο! Αυτή ήταν όλη κι όλη η «παιδική χαρά»! Κι όλ’ αυτά άβαφα, στα μαύρα τους χάλια, μουντά, καταθλιπτικά κι άχαρα, αντίθετα προς τα σημερινά, τα ζωηρόχρωμα και προσαρμοσμένα στα παιδικά γούστα και τις ανάγκες της παιδικής ψυχής. Αλλ’ όχι! θυμήθηκα και κάτι άλλο! Υπήρχε και μια επιγραφή, καρφωμένη ψηλά- ψηλά στον κορμό του μεσιακού πανύψηλου πεύκου, που έγραφε «κεφαλαίοις γράμμασιν»: «Απαγορεύεται η χρήση των οργάνων της παιδικής χαράς σε παιδιά άνω των 12 ετών». Εγώ την κοίταζα μελαγχολικά και λογάριαζα μέσα μου, κρυφά, με τα λίγα μαθηματικά που ήξερα, για πόσα χρόνια ακόμα θα απολάμβανα με τους φίλους μου αυτήν τη μοναδική χαρά του Κήπου μας…

 
    δ. Το μάζωμα των κουκουναριών

     Αφού είχαμε χορτάσει κούνια, κρυφτό και κυνηγητό, χανόμασταν ο καθένας στον δικό του κόσμο μέσα στους περίφρακτους χώρους του Κήπου, κάτω από τα θεόρατα πεύκα και τις λεύκες τις ανάλαφρες. Αυτές, ακόμη κι όταν δεν φυσούσε αέρας, άφηναν ένα ελαφρύ θρόισμα στο φύλλωμά τους, λες και μας ψιθύριζαν μυστικά στ’ αυτιά. Όταν πάλι ήταν ντυμένες με τη φθινοπωρινή τους φορεσιά, μεταμορφώνονταν σε λιγνές διάφανες φιγούρες, που ορθώνονταν σπαθωτές, λευκές και περήφανες στον ροδόχρωμο ουρανό.

Τότε, θυμάμαι, αλήθεια, που όλ’ αυτά τα θεορατικά δέντρα ήταν ακόμα περισσότερα και πολύ πυκνότερα απ’ ό,τι σήμερα κι έκλειναν ερμητικά ψηλά τον ουρανό. Γιατί ’ναι γεγονός ότι στα εβδομήντα, τόσα, χρόνια που ’χουν περάσει μέχρι σήμερα έχουν ξεραθεί αρκετά από τα θεριεμένα εκείνα πεύκα κι η φιλότιμη προσπάθεια ανάπλασής τους μ’ άλλα δέντρα, συνήθως, όμως, χαμηλότερου αναστήματος, δεν κατορθώνει, πάντοτε, ν’ αποκαταστήσει πλήρως το παλαιό τους μεγαλείο.

Γιατί ναι, τότε, στα παιδικά μου ματάκια, τα δέντρα του Κήπου μας μού φάνταζαν τεράστια κι ήταν πραγματικά τεράστια, πλάσματα θεϊκά, που μιλούσαν στις ευαίσθητες παιδικές μας αισθήσεις και μας έλεγαν παραμύθια που τ’ ακούγαμε και τα χαιρόμαστε, ενώ εμείς παίζαμε ξέγνοιαστα από κάτω. Ακούγαμε τη βαθιά και ρητινώδη ανάσα του πεύκου, την πλατιά κι ανάλαφρη του πλατανιού και την θροΐζουσα φωνή της λεύκας να μας λαλούν και να μας προσκαλούν χορεύοντας μαζί με το εξωτικό τραγούδι της τσιγγάνας φοινικιάς.

Χανόμασταν, λοιπόν, μέσα στη μπορντούρα των ανθοφόρων αγγελικών, πολύ ψηλότερη από το μπόι μας, με την κατάλευκη λουλουδένια ομορφιά τους και το διακριτικό γλυκύτατο άρωμα πορτοκαλιάς, που  μεθυστικό έφτανε στην ευαίσθητη παιδική όσφρησή μας και το ρουφούσαμε πυρετικά, ενώ, σκυμμένοι από κάτω, «τρυγούσαμε», σαν τις λιομαζώχτρες, και γεμίζαμε μέχρι αργά το βράδυ «τσέπες» ολόκληρες από κουκουνάρια. Για ’μάς, τα πεινασμένα παιδιά της μετακατοχικής φτώχειας- τότε που οι μανάδες μάς πότιζαν μουρουνέλαιο Νορβηγίας μήπως και πάρουμε κανένα δράμι βάρος- τα κουκουνάρια ήταν μια πραγματική ευλογία, ένας ανεκτίμητος θησαυρός της φύσης.

Μετά το μάζεμά της… συγκομιδής μας, καθόμαστε κι τρεις φίλοι στη μεγάλη, στρογγυλή τσιμεντένια στέρνα, που υπήρχε, τότε, στη μεσημβρινή μεριά του Κήπου, εκεί όπου σήμερα έχει διανοιχθεί η νέα είσοδος (από τη μεριά του Νοσοκομείου). Παίρναμε μια πέτρα στρογγυλή, βολική για τα λιλιπούτεια χεράκια μας κι αρχίζαμε κι οι τρεις φίλοι τελετουργικά και σπάζαμε το σκληρό κέλυφος της κουκουναροσοδειάς μας, ενώ, ταυτόχρονα, απολαμβάναμε απεριόριστα το κορυφαίο αυτό, για την εποχή μας, τερψιλαρύγγιο. Κι αν ήταν βραδάκι, τεντώναμε τ’ αυτιά μας καλά, για να ακούσουμε τη σφυρίχτρα του αρχικηπουρού, του κ. Τσικαλάκη, που περιφερόταν αργά ανά τους δρομίσκους του Κήπου, σφυρίζοντας κατά διαστήματα, για ν’ αδειάσουν οι επισκέπτες και να κλείσουν οι πόρτες.

 

               ε. Τα χριστουγεννιάτικα πεύκα

               Τέλος, και τα Χριστούγεννα είχαν τη δική τους ξεχωριστή ομορφιά στον Δημοτικό μας Κήπο. Θυμάμαι σαν τώρα ότι απ’ εδώ μπορούσαν, κάποιες χρονιές, αρκετοί Ρεθεμνιώτες να προμηθευτούν δωρεάν το χριστουγεννιάτικό τους δέντρο. Ήταν η εποχή, θα ’λεγα, του …. «χριστουγεννιάτικου πεύκου». Πού λεφτά, τα χρόνια εκείνα, για ν’ αγοράσεις ένα αληθινό ή έστω και ψεύτικο χριστουγεννιάτικο δέντρο! Θυμάμαι, λοιπόν, τον αρχικηπουρό, τον κ. Τσικαλάκη, που μοίραζε κλαδιά πεύκων, περισσεύματα, φαίνεται, από κάποιο πρόχειρο καθάρισμα των δέντρων. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ τη χαρά μου, όταν μια χρονιά μού χάρισε και μένα ένα μεγάλο, πανέμορφο κλαδί. Με το παιδικό μου βλέμμα εκλιπαρούσα, φαίνεται, για ένα μικρό κλαδάκι, όταν εκείνος μού πρότεινε ένα καθόλου ευκαταφρόνητο, ένα ξεχωριστό κλαδί πεύκου, που περιχαρής το φορτώθηκα και, μ’ όχι και λίγη προσπάθεια, κατάφερα να το μεταφέρω στο σπίτι μας, στη Μεγάλη Πόρτα.

Με την αδελφή μου αρχίσαμε αμέσως να το στολίζουμε, απλώνοντας πάνω στα κλαδιά του μπόλικο κάτασπρο μπαμπάκι, που συμβόλιζε, λέει, το χιόνι, και αντί για τις σημερινές γυάλινες πολύχρωμες μπαλίτσες κρεμάσαμε καρύδια, μανταρίνια, φιστίκια κι άλλους ξηρούς καρπούς, δώρα ανεκτίμητα της φύσης, που τα ντύναμε με χρωματιστά χαρτάκια και, στην καλύτερη περίπτωση, με λαμπερά χρυσόχαρτα ποικίλων αποχρώσεων, με τα οποία ήταν τυλιγμένα τα σοκολατάκια της εποχής, που τα μαζεύαμε υπομονετικά όλο τον χρόνο γι’ αυτήν, ακριβώς, τη μέρα. Έτσι, μ’ αυτά τ’ απλά υλικά, φτιάχναμε ένα δέντρο δικό μας, κατάδικό μας, γεμάτο φαντασία κι αγάπη, κι ίσως γι’ αυτό κι εμείς το χαιρόμασταν διπλά.

 

     * Απόσπασμα από το ανέκδοτο βιβλίο του Συγγραφέα: Αναμνήσεις από το Ρέθυμνο των παιδικών μου χρόνων (Δεκαετία του 1950).


Δεν υπάρχουν σχόλια: