Η περίπτωση των λατρευτικών της
χριστιανικής πίστης αντικειμένων-
όπως εδώ και το αγιοκωνσταντινάτο- είναι μια, ακόμη, θεολογική αλήθεια, η οποία αναδεικνύει και
αποδεικνύει το γεγονός της μετοχής και αυτής της άψυχης φύσης στη χάρη του
Θεού. Με τέτοια γεγονότα και φαινόμενα καταδεικνύεται με τρόπο σαφή και έκδηλο
το γεγονός της αποπνευμάτωσης της ύλης, καθώς η χάρη του Θεού μεταστοιχειώνει
όχι μόνο την ψυχή αλλά και το σώμα του ανθρώπου, περαιτέρω δε και όλη τη φυσική
δημιουργία.
Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτά ο λαός μας πιστεύει
ότι το ά γ ι ο κ ω ν σ
τ α ν τ ι ν ά τ ο (α γ ι ο κ ω σ τ ά ν τ ι ν ο, στην Κρήτη) έχει τη δύναμη
να διώχνει τη βασκανία, να σταματά το αίμα, να θεραπεύει την επιληψία
(σεληνιασμό)[1], το
λύσιμο του ομφαλού, τον πυρετό, τον ίκτερο (κοιν. χρυσή). Ακόμα, ότι βοηθά τις
ετοιμόγεννες να γεννήσουν εύκολα και τις ανύπανδρες να βρουν άνδρα, ενώ γίνεται
η ελπίδα του ξενιτεμένου για τον περιπόθητο γυρισμό στην πατρίδα.
Όλες αυτές οι δοξασίες- που συχνά
καθίστανται και προλήψεις- γύρω από το άγιο
κωνσταντινάτο, πηγάζουν
από την πίστη του λαού μας, που το συνδέει με τον ά γ ι ο Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο (306-337). Σύμφωνα, λοιπόν, με μια
παράδοση, η α γ ί α Ε λ έ ν η, όταν το 326 μ.Χ. βρήκε τον Τίμιο
Σταυρό στα Ιεροσόλυμα, διέταξε να κοπεί στα δύο και ο μισός να παρέμενε στον
τόπο του θείου μαρτυρίου, στα Ιεροσόλυμα, και ο άλλος μισός να έπαιρνε τον
δρόμο προς τη Βασιλεύουσα. Την ώρα που το πριόνι χάραζε, για να κόψει το Τίμιο
Ξύλο, ο άρχοντας χρυσοχόος του παλατιού φρόντισε να μαζέψει τα ιερά πριονίδια
που έπεφταν χάμω, για να μη σκορπιστούν γύρω και τα πατήσουν τα βέβηλα πόδια
των ασεβών και απίστων. Αυτά τα πριονίδια, λέγεται, τα πήγε, στη
συνέχεια, στο
αυτοκρατορικό νομισματοκοπείο στην
Κωνσταντινούπολη και τα χρησιμοποίησε κατά την κοπή του νέου αυτοκρατορικού
νομίσματος, με το ιδιότυπο βαθουλωτό σχήμα και την παράσταση του Τιμίου Σταυρού
ανάμεσα στον άγιο Κωνσταντίνο και την αγία Ελένη.
Γι’ αυτό, λένε ότι το αγιοκωνστάντινο,
έκτοτε, όταν είναι γνήσιο, έχει τη δύναμη του Τιμίου Ξύλου.
να μη λαβώνεται όποιος το φέρει επάνω
του, να επιταχύνει τη ζύμωση του ψωμιού, να μην καίγεται στην φωτιά το βαμβάκι
με το οποίο το έχουμε περιτυλιγμένο. Τέτοιες παραδόσεις έκαναν τους παλιούς μας
να θεωρούν το αγιοκωστάντινο πολύτιμο οικογενειακό κειμήλιο, να το
χρησιμοποιούν ως φυλακτό και να το φυλάσσουν, συνήθως, στο εικονοστάσι του σπιτιού
τους, ενώ, σε μερικά μέρη, και να το λειτουργούν μια φορά το χρόνο, τη Μεγάλη
Πέμπτη.
Όμως, ο Φαίδων Κουκουλές,
αντίθετα προς την παραπάνω όμορφη του λαού μας παράδοση, θεωρεί ότι τα άγιο-
Κωνσταντινάτα αναφέρονται στον αυτοκράτορα Α λ έ ξ ι ο τον Γ΄ Ά γ γ ε λ ο, που έτρεφε απεριόριστο
σεβασμό προς τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, ώστε φορούσε εγκόλπιο νόμισμα με την
εικόνα του εν λόγω προστάτη του Αγίου. Επομένως, λέγει ο Φ. Κουκουλές, η
παλιότερη του εθίμου του αγιοκωνσταντινάτου μνεία πρέπει να αναχθεί στα έτη της
βασιλείας αυτού του αυτοκράτορα (1195-1203)[2].
Σε επίσκεψή μου στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας πριν μερικά
χρόνια, είδα να εκτίθεται σειρά όλη σολδίων και χρυσών νομισμάτων (υπερπύρων)
και μολυβδόβουλων, στα οποία ο εν λόγω αυτοκράτορας εικονίζεται, τωόντι, με τον
άγιο Κωνσταντίνο. Πάντως, στο Μουσείο
Μπενάκη της Αθήνας βρήκα να εκτίθενται κωνσταντινάτα και από Λέοντα τον
Γ΄, τον Ίσαυρο (717- 41), όχι, όμως,
και νωρίτερα!... Οπότε, η ιστορία του κωνσταντινάτου μπορεί να παραμένει ένα
πρόβλημα, η πίστη, όμως, του λαού μας σε αυτό συνεχίζει να είναι αμετακίνητη
και εδραία.
Σύμφωνα με τα παραπάνω μπορούμε να
εξηγήσουμε την πίστη των χριστιανών της Κ α π π α δ ο κ ί α ς ότι οι άγιοι
και Ισαπόστολοι Κωνσταντίνος και Ελένη (21 Μαΐου), είναι προστάτες και
βοηθοί εκείνων που πηγαίνουν ως προσκυνητές στους Αγίους Τόπους. Υπάρχει,
μάλιστα, και ευχή που την έλεγε ο μικρασιατικός ελληνισμός: «Με τη βοήθεια του αγίου
Κωνσταντίνου να πάτε
και με την ευχή της αγίας Ελένης να γυρίσετε».
Η πίστη αυτή του Μικρασιατικού
ελληνισμού εδράζεται, προφανώς, στο μέγα έργο που οι εν λόγω Άγιοι επιτέλεσαν
στην Αγία Γη, και μάλιστα η αγία Ελένη, που στη Βηθλεέμ και τον Γολγοθά
διεξήγαγε μεγάλες ανασκαφές κατά τις οποίες ανακαλύφθηκαν οι τόποι της Γέννησης, της Σταύρωσης, της Ανάστασης,
καθώς και ο Τ ί μ ι ο ς Σ τ α υ ρ ό ς του Κυρίου σύμφωνα με τα
παραπάνω. Εκεί, η αγία Ελένη ανέγειρε, με αυτοκρατορικές χορηγίες, τους
μεγαλοπρεπείς ναούς της Γέννησης (στη
Βηθλεέμ) και της Ανάστασης (στον λόφο
του Γολγοθά), που μέχρι σήμερα αποτελούν τα σημαντικότερα μνημεία και σεβάσματα
του Χριστιανισμού.
[1] Στον Φαίδωνα Κουκουλέ βρίσκουμε
και θεραπεία σεληνιασμού με «φλωρί Κωνσταντινό», από Ηπειρωτικό ιατροσόφιο του
ΙΖ΄ αιώνα [«Κωνσταντινάτα», περιοδ. Λαογραφία 6 (1917),
216-17].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου