ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΜΑΣ

ΠΡΩΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΔΗΜΟΣ ΦΟΙΝΙΚΑ

2. ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ[1]

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Χωριό τού δήμου Φοίνικα, της ομώνυμης πρώην επαρχίας τού νομού Ρεθύμνου, κάτοικοι 130 (2001), υψόμετρο 310 μ., 23 χλμ. από το Ρέθυμνο, διαδρομή: Ρέθυμνο- Αρμένοι- Άγιος Βασίλειος- Πλακιάς, κυριολεκτικά πνιγμένο μέσα σε κήπους, αμπέλια και λιόφυτα.
Ο Άγιος Βασίλειος αναφέρεται στην επαρχία Αγίου Βασιλείου, το 1577, από τον Fr. Barozzi (fo26v), ως Mariu, από τον Καστροφύλακα (Κ176), το 1583, ως S. Baseggio Castello, με 136 κατοίκους. Από τον Basilicata[2], το 1630, ως S(a)n Baseio. Στην τουρκική απογραφή τού 1659 Ayo Vasili[3]. Στην Αιγυπτιακή απογραφή τού 1834 ως Haghio Vasili[4], μαζί με άλλα χωριά. To 1881 ο Άγιος Βασίλειος ανήκει στον δήμο Λάμπης και προσμετρά 75 χριστιανούς και 9 Τούρκους κατοίκους. Κατά τα επόμενα χρόνια η πληθυσμιακή κίνηση τού χωριού έχει ως εξής: 1900 (στον ίδιο δήμο- Νεύς Άγιος Βασίλειος= ο κυρίως Άγιος Βασίλειος): 116 κατ., 1928 (Νεύς Άγιος Βασίλειος, στην κοινότητα Αγκουσελιανών): 115, 1940 (Νεύς Άγιος Βασίλειος- έδρα ομώνυμης κοινότητας): 128, 1951: 155, 1961: 133, 1971 (για πρώτη φορά απλά ως: Άγιος Βασίλειος): 107, 1981: 127, 1991: 132, 2001(δημοτικό διαμέρισμα Αγίου Βασιλείου): 130.
Στην περιοχή τού χωριού Σύννησος υπήρχε παλιό βυζαντινό φρούριο, γνωστό με το όνομα Κάτω Σύβριτος. Οι Βενετοί εκεί εγκατέστησαν την έδρα της Καστελλανίας (επαρχίας), που, στη συνέχεια, πήρε το όνομα τού χωριού Castellania S. Baseio (επαρχία Αγίου Βασιλείου)[5]. Ενδιαφέρον και σπανιότατο το παραπάνω τοπωνύμιο, Σύννησος, αναφέρεται στη χαρακτηριστική διαμόρφωση τού εδάφους. υπάρχουν, δηλαδή, δύο ποτάμια, που ανάμεσά τους σχηματίζεται νησίδα, στην οποία υπήρχε το εγκαταλελειμμένο εκκλησάκι τού αγίου Γεωργίου τού Μεθυστή. Ο ναός τελευταία (περί το 1980) ανακαινίστηκε και εορτάζεται στις 3 Νοεμβρίου[6].
Στην τοποθεσία, πάλι, Κυλιστρές[7], του λόφου Σελί, υπάρχουν ερείπια αρχαίου τείχους, πράγμα που μας οδηγεί στην υπόθεση ότι στην περιοχή αυτή θα υπήρχε παλιά οικισμός.
Ο συνοικισμός, παλιότερα (μέχρι και την απογραφή του 1940), αναφερόταν ως «Νεφς Άγιος Βασίλειος». Οι Τούρκοι τον ονόμασαν «Νεφς» (λέξη αραβική που παρεισέφρυσε στην τουρκική και σημαίνει «κυρίως»). Τη λέξη αυτήν- που πρέπει να την γράφουμε με [φ] και όχι με [υ]- η Τούρκοι πρόσθεταν στις πρωτεύουσες των επαρχιών, για να διακρίνονται από τις ομώνυμες επαρχίες (πρβλ. Νεφς Αμάρι). Από την απογραφή τού 1961 και εξής το χωριό αναφέρεται απλά ως «Άγιος Βασίλειος» και η κοινότητα ως «Αγίου Βασιλείου». Το αραβικό προσδιοριστικό τού ονόματος τού χωριού, είχε περικοπεί με νόμο ήδη από το 1950[8].
Κατά την επανάσταση του 1866, το χωριό και ο ναός του, ο άγιος Βασίλειος, πυρπολήθηκαν και δεν έμεινε όρθιος ούτε κούμος, όπως μαρτυρούν χαρακτηριστικά οι γέροντες κάτοικοι του χωριού. Της Παγώνας ο Σπήλιος, μέσα στο χωριό και δίπλα στην είσοδο τής εκκλησίας τού αγίου Βασιλείου, υπήρξε κρύπτη σε επαναστατικές περιόδους. Οι κάτοικοι εκεί έκρυβαν τις περιουσίες τους, για να τις περισώσουν από τις πυρπολήσεις και τις καταστροφές. Τού σπηλαίου αυτού μόνο τα πρώτα εξήντα πέντε μέτρα έχουν εξερευνηθεί, ενώ στη συνέχεια το σπήλαιο γίνεται δαιδαλώδες και παραμένει ανεξερεύνητο. Αυτό, ακριβώς, το «άγνωστο» που κρύπτεται στα έγκατα τού σπηλαίου είναι που χάλκευσε και τον τοπικό θρύλο με τον πετεινό που, κάποτε, όπως λένε οι κάτοικοι, μπήκε στο σπήλαιο από τον Άγιο Βασίλειο και βγήκε από το χωριό Φωτεινού.
Στη διάρκεια τής Τουρκοκρατίας στο χωριό διέμεναν αρκετοί Τούρκοι, που έφυγαν όλοι με την ανταλλαγή των πληθυσμών το Είκοσι δύο. Αυτό γίνεται φανερό και από την αφθονία τουρκικών τοπωνυμίων που περισώζονται μέχρι τις μέρες μας στο χωριό, όπως: στον Αγαδικό Λάκκο, στο Αγαδικό Αμπέλι, στο Αγαδικό Πλάι, στα Τζαμικά[9] κτλ.
Ο διμάρτυρος ναός τού αγίου Βασιλείου πυρπολήθηκε μαζί με το χωριό κατά την επανάσταση τού 1866 και ο σωζόμενος σήμερα βυζαντινός ναός, ο αφιερωμένος στην Αγ. Παρασκευή, είναι τμήμα τού παλιού μεγάλων διαστάσεων ναού του αγίου Βασιλείου. Οι μεγάλες διαστάσεις αυτού του παλιού ναού, είναι που συντέλεσαν στο να δημιουργηθεί παράδοση στους κατοίκους τού χωριού, που λένε ότι είχε εκατό πορτοπαράθυρα, ήταν ρυθμού βασιλικής και καταστράφηκε από κάποια επιδρομή Τούρκων ή από δυνατό σεισμό. Γύρω από τον ναό διατηρούνται σήμερα ερείπια, που υποστηρίζεται ότι ανήκαν σε παλαιό μοναστήρι. Στα ερείπια τού ναού τού αγίου Βασιλείου κτίστηκε πριν από το 1900 ομώνυμος ναός, ρυθμού βασιλικής, ο οποίος επικοινωνεί με τον ναό τής Αγ. Παρασκευής με μεγάλο τοξωτό άνοιγμα[10]. Σήμερα συνεχίζουν να παραμένουν ελάχιστες τοιχογραφίες, κυρίως στο κλίτος τής αγίας Παρασκευής, λόγω των υδάτων που εισέρρεαν τον χειμώνα στο κλίτος τού αγίου Βασιλείου και των επανειλημμένων ασβεστωμάτων που είχαν γίνει στο παρελθόν και είχαν εξαλείψει και τα τελευταία δείγματα αγιογραφιών. Πρόσφατα (1974) το κλίτος τού Αγίου Βασιλείου ανακαινίστηκε, από τον Γερουκάκη Μάρκο, που ζούσε στην Αμερική, με την εποπτεία τού κ. Γεωργίου Κλειδή, με εξωτερικές κυρίως παρεμβάσεις- λόγω αυτών των προβλημάτων που υπήρχαν- και, στη συνέχεια, και το κλίτος αυτό αγιογραφήθηκε με νεότερες αγιογραφίες από τον Ρεθεμνιώτη αγιογράφο Γεώργιο Χρηστίδη.
Άλλες εκκλησίες τού χωριού είναι η Παναγία (Ευαγγελισμός), στην περιοχή Βρανά, ο άγιος Ιωάννης (Αποτομή- 29/8), ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, όπου βρίσκεται και το νεκροταφείο τού χωριού, ο άγιος Γεώργιος ο Μεθυστής και το ναΰδριο τού αγίου Αντωνίου- στη θέση τού οποίου πιστεύεται ότι παλιά υπήρχε οικισμός. Αυτό το τελευταίο, πρόσφατα, ανακαινίστηκε από την ευσεβή Αγιοβασιλιώτισα Άννα Γυπαράκη και έκτοτε καθιερώθηκε να τιμάται στη μνήμη των αγίων Τεσσάρων, εκ Μελάμπων, Νεομαρτύρων τού Ρεθύμνου.
Οι κυριότερες οικογένειες τού χωριού είναι οι: Κλειδήδες, Γυπαράκηδες, Γερουκάκηδες, Σταγάκηδες, Κατσανεβάκηδες, Γλετζάκηδες, Ηλιάκηδες, Πετρουλάκηδες, Αλεβυζάκηδες, Στρατουδάκηδες (αυτοί οι τελευταίοι έχουν εκλείψει, σήμερα, παντελώς από το χωριό).
Το σχολείο τού χωριού περί το έτος 2000 έπαυσε να λειτουργεί και μεταφέρθηκε στα γειτονικά Αγκουσελιανά.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ευχαριστώ θερμά τον πρώην Γραμματέα τής κοινότητας Αγίου Βασιλείου κ. Γεώργιο Κλειδή για τις πληροφορίες που μου έδωσε για το χωριό του.
[2] Μνημεία Κρητικής Ιστορίας V, 129.
[3] Ν. Σταυρινίδη, Απογραφικοί Πίνακες τής Κρήτης, Κρητικά Χρονικά , ΚΒ΄, 128.
[4] Rob. Pashley, Travels in Crete, II, 313.
[5]Στέργιου Γ. Σπανάκη, Πόλεις και χωριά τής Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων (Μητρώον των οικισμών), Ηράκλειο 1991, 58.
[6] Η προσωνυμία του Αγίου, επειδή τότε ανοίγουν τα βαρέλια με τα νέα κρασιά, οπότε συχνά παρατηρούνται επεισόδια μεθυσιού.
[7] Από ρ. κυλώ> κυλίστρα (θ. κυλίστρ+ ίδι και -ες)> κυλιστρίδι και Κυλιστρ-ές και δηλώνει τον τόπο όπου γίνεται, επαναλαμβάνεται κάτι, όπου, δηλαδή, κυλιούνται τα ζώα. Πρβλ. και Κυλίντ(δ)ρα από το ρ., πάλι, «κυλώ», όπου, όμως, σημαίνει τόπο με πέτρες, κατηφορικό μέρος, χαλασέ. Το τοπωνύμιο εδώ λειτουργεί με τη δεύτερη αυτή σημασία [Γεωργ. Σειστάκη, «Το Επανωχώρι Σελίνου», Κρητική Εστία 199, 176. Νικ. Παπουτσιδάκη, «Τοπωνύμια του Ρεθύμνου», Κρητική Εστία, 214, 603 και Αθηνά 40 (1928), 139] και Κυλίντρες, στσι (Αγησ. Περιστεράκη, Σφακιανά. Αθήνα 1991, 62).
[8]Πρβλ. και Μιχ. Χουλιαράκη, Γεωγραφική, Διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξη τής Ελλάδος 1821-1971, Αθήναι 1976, 105.
[9] Σήμερα ελαιώνας. Πιθανόν επί Τουρκοκρατίας να υπήρχε τζαμί στη συγκεκριμένη περιοχή, που βρίσκεται δίπλα στο χωριό. Πιθανόν και αυτό, να πρόκειται και για κτήματα που ανήκαν στο τζαμί τής περιοχής (πρβλ. Μοναστηριακά).
[10] Θεοδ. Στ. Πελαντάκη, Βυζαντινοί Ναοί τής επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ν. Ρεθύμνης, Ρέθυμνο 1973, 13.

Δεν υπάρχουν σχόλια: