ΑΠΟ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΣΤΟΝ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΤΣΙΤΣΑΝΗ (Η πορεία τού ρεμπέτικου)

ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΕΘΥΜΝΟΥ

ΑΠΟ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΣΤΟΝ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΤΣΙΤΣΑΝΗ
     (Η πορεία τού ρεμπέτικου)

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

   Δικαιώθηκε, τελικά, το Μουσικό Σχολείο Ρεθύμνου, την Τετάρτη το βράδυ, 14/5/2008, στην αίθουσα τού Ωδείου τής πόλης μας, από τις μουσικές του επιλογές στην τελική τής φετινής σχολικής χρονιάς εκδήλωσή του. Ο λόγος για τη θεματική τού ρεμπέτικου τραγουδιού, που μαθητές και δάσκαλοι τού Μουσικού Σχολείου επέλεξαν και «δίδαξαν» στο ρεθεμνιώτικο κοινό. Έτσι, «η πορεία τού ρεμπέτικου από το Βυζάντιο στον Βαμβακάρη και τον Τσιτσάνη» διαγράφηκε μέσα από τις αναγνώσεις των μαθητών με τρόπο εποπτικό, γόνιμο, ευχάριστο και αποτελεσματικό.
   Με την επιμέλεια τού Διευθυντή τού Σχολείου κ. Αντώνη Γιεβετζή εκπονήθηκε ένα εξαιρετικά καλαίσθητο πρόγραμμα τής εκδήλωσης με άφθονες πληροφορίες γύρω από την ιστορία τού ρεμπέτικου τραγουδιού και πλουσιότατο φωτογραφικό ύλικό με τους πατριάρχες και πρωτομάστορες τού είδους, όπως τους: Νταλγκάς, Μπαγιαντέρα, Παπάζογλου, Τούντα, Περιστέρη, Τσαούς, Μπάτη, Παγιουμτζή, Αμπατζή, Εσκενάζυ, Σταυροπούλου, Μπέλου, Νίνου και φυσικά τους πρώτους των πρώτων Μάρκο Βαμβακάρη και Βασίλη Τσιτσάνη. Από το πρόγραμμα αυτό καταθέτω στο παρόν σημείωμά μου, εκλεκτικά, ορισμένες πληροφορίες.
   Τα ρεμπέτικα έχουν τις ρίζες τους στους βυζαντινούς ύμνους, τα παλιά λαϊκά τραγούδια, τους ανατολίτικους ρυθμούς. Είναι μικρά απλά τραγούδια που τραγουδιούνται από απλούς ανθρώπους, και εκφράζουν τον πόνο της μετανάστευσης και τής προσφυγιάς.
Το ξεκίνημά τους έγινε από τους χώρους που σημειώθηκαν οι πρώτες συγκεντρώσεις αστικών πληθυσμών, όπως ήταν η Σμύρνη, η Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα που διαφοροποιεί το ρεμπέτικο από το δημοτικό τραγούδι είναι η πολυσυλλεκτικότητα τού κοινωνικού χώρου που καλείται να εκφράσει, σε αντίθεση με το δημοτικό τραγούδι, που υπήρξε δημιούργημα κλειστών τοπικών αγροτικών κοινωνιών.
   Η Σμύρνη υπήρξε το σταυροδρόμι εκείνο, στο οποίο συναντήθηκαν και αναμείχτηκαν οι μουσικές Ανατολής και Δύσης. Από εκεί διαχέονται και έρχονται στην Ελλάδα κατά κύματα πολιτιστικά. Χονδρικά παρατηρούνται οι εξής φάσεις τού πολιτιστικού φαινομένου:
α) με την καταστροφή τής Σμύρνης (1922) στην Ελλάδα έρχεται ένα μεγάλο ανθρώπινο τσουνάμι μέσα από το οποίο ξεπηδά το μικρασιάτικο ρεμπέτικο τραγούδι.
β) το καλοκαίρι τού 1932, στον Πειραιά, στην ταβέρνα τού Σαραντόπουλου, εμφανίζεται η περίφημη «τετράδα η ξακουστή τού Πειραιώς». Έτσι, δημιουργείται η πρώτη καμπανία με μπουζούκι και μπαγλαμά με τον Μάρκο Βαμβακάρη και
γ) ακολουθεί η φάση τού Βασίλη Τσιτσάνη, που το ρεμπέτικο γίνεται πλέον τέχνη
δ) τέλος, στη δεκαετία τού 1950 εμφανίζονται νέοι μεγάλοι τραγουδιστές (Στ. Καζαντζίδης, Γρ. Μπιθικότσης, Σωτ. Μπέλου), ενώ συνεχίζοντας φθάνουμε μέχρι τους Χατζιδάκι και Θεοδωράκη).
* * *
    Η βραδιά γέμισε την αίθουσα τού Ωδείου τής πόλης μας με πλούσιους ήχους χασαποσέρβικων και ζεϊμπέκικων που ζωντάνεψαν από σκηνής στα βήματα των νεαρών μαθητών τού Σχολείου.
Τα τραγούδια που ακούστηκαν προχώρησαν κατά περιόδους που εκφράζουν και την πορεία τού ρεμπέτικου. Έτσι, το πρόγραμμα ξεκίνησε:
1. από «τις ρίζες, τη συνύπαρξη και συμπόρευση» τού ρεμπέτικου με το βυζαντινό μέλος, με ορχήστρα από λαϊκά όργανα και με τραγούδια όπως το Άφραστον φάος, το Καλωσόρισμα, από τη Σμύρνη… στον… Πειραιά και αλλού και προχώρησε
2. στη «χρυσή εποχή τού ρεμπέτικου» με τραγούδια όπως τα: Έλα να πάμε εκεί που λές…, Πάμε στο Φάληρο, Αλανιάρικο, Το ξεφάντωμα κ.ά. και κατέληξε,
3. στη «μεγάλη στροφή» με νεότερα εδώ και, άρα, γνωστότερα τραγούδια, που αγαπήθηκαν και έγιναν μεγάλες επιτυχίες στον χώρο τού ρεμπέτικου, όπως τα: Συννεφιασμένη Κυριακή, Χαράματα, Σβήσε το φως, Ο τραμπαρίφας, το τράμ κ.ά.
   Από τα παραπάνω τρία μέρη το μεν πρώτο («Οι Ρίζες»), κατά βάσιν βυζαντινό, με το γνωστό κλαψιάρικο, έντονα πονεμένο ανατολίτικο ηχόχρωμα, αποδόθηκε από χορό ψαλτών και εικοσαμελή μαθητική χορωδία, με παραδοσιακά λαϊκά όργανα, υπό τη διεύθυνση τής καθηγήτριας τής Βυζαντινής Μουσικής Κωνσταντίνας Γωνιωτάκη.
   Στο δεύτερο («τη χρυσή περίοδο τού Βαμβακάρη») παρεισέφρυσαν πια και ευρωπαϊκά μουσικά όργανα με προεξάρχοντα, ασφαλώς, το μπουζούκι και τον μπαγλαμά, αλλά και το ακκορντεόν, που αληθινά χάριζε μια βαθιά γλυκύτητα στα κομμάτια. Εδώ πια άρχισε να γίνεται εφαρμογή τού σχήματος τραγούδια τής Ανατολής με δυτικά μουσικά όργανα. Διευθυντής τής ορχήστρας- χορωδίας στο μέρος αυτό ήταν ο μουσικός Σπύρος Ραπτάκης.
   Στο τρίτο και τελευταίο μέρος («τη μεγάλη στροφή»), όπου διαγράφεται πια ο κύκλος τού Τσιτσάνη ερμηνεύτηκαν από τα παιδιά θαυμάσιες ρεμπέτικες επιτυχίες παραμελημένες μεν αλλά όχι και ξεχασμένες, που αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν πολύ στην εποχή τους, παραμένοντας πολλές από αυτές μέχρι και σήμερα στο στόμα τού ελληνικού λαού. Στο μέρος αυτό την Ορχήστρα και χορωδία των κοριτσιών διεύθυνε ο γνωστός αρχιμουσικός Ανδρέας Πλαΐτης.
   Όλα τα μέρη διανθίστηκαν από δραματοποιημένα επεισόδια, όπου οι μαθητές κατάλληλα ντυμένοι (ρεμπέτικο καπελάκι, σακάκι κτλ) και με την ανάλογη σκηνογραφία, ανάμεσο κρασιού κι ελιάς, είτε μετέφεραν πληροφορίες στο κοινό, είτε χόρευαν στον ρυθμό των εκτελούμενων μουσικών κομματιών, η ερμηνεία των οποίων υπήρξε, ομολογουμένως, άψογη και ακριβής.
   Σε μια εποχή που συνηθίζονται αναγνώσεις ρουτίνας ή επιχειρούνται ερμηνείες που εστιάζουν το ενδιαφέρον σε επί μέρους ποιότητες των έργων, ο άμεσος και ξεκάθαρος τρόπος των παιδιών- χορωδών, αλλά και των δασκάλων τους- μουσικών υπήρξε ιδιαίτερα ευπρόσδεκτος από το κοινό, το οποίο εξέπληξε η τεχνική αρτιότητα των μικρών μαθητών, η μελωδικότητα και η επιτυχής απόδοση τής ρυθμικής ποικιλίας τού ρεμπέτικου, με μια φωνή μεγάλη, ζεστή, άνετη, εκφραστική, ομοιογενή, γλυκιά και, φυσικά, νεανική.
    Τα παιδιά που είχαν το θάρρος να αναμετρηθούν με το ρεμπέτικο τραγούδι αποδείχθηκαν ιδιαίτερα έμπειρα στο είδος αυτό της μουσικής και με εμφανή γνώση τού ιδιότυπου ύφους τής παρτιτούρας, προτείνοντας στο κοινό μια ανάγνωση που στόχευε περισσότερο στην αποκάλυψη τού χαρακτήρα των συγκεκριμένων τραγουδιών, τής εποχής που τα δημιούργησε και των ανθρώπων που τα τραγουδούσαν. Ο ενθουσιασμός, εξάλλου, ύστερα από όλα αυτά, τού μουσικόφιλου κοινού ανέβηκε στο κατακόρυφο και το είδαμε να συμμετέχει ενεργά στην απόδοση των τραγουδιών, τραγουδώντας μαζί με τα παιδιά ή χτυπώντας ρυθμικά παλαμάκια.
   Πιστεύουμε ότι το ταξίδι αυτό καθαυτό, η γνωριμία με τα τραγούδια και η συνάντησή τους στο πλαίσιο τής νέας βραδιάς ήταν το μεγαλύτερο κέρδος για τους θεατές, πράγμα για το οποίο αξίζουν τα πιο θερμά συγχαρητήρια όλοι οι παράγοντες που συνέβαλλαν στην πραγμάτωση αυτής τής πολιτιστικής βραδιάς και τα παιδιά τού σχολείου ένα μεγάλο «Μπράβο!».

Δεν υπάρχουν σχόλια: