![]() |
Εικ. 1. Βίκτωρ Ουγκώ (1802-1885) |
Βίκτωρ Ουγκώ ένας μεγάλος Φιλέλληνας ποιητής
Αποσπάσματα
από το ποίημά του «Ναυαρίνο»
www.ret-anadromes.blogspot.com
Αυτόν τον καιρό, και για
πολλοστή φορά, διεξέρχομαι έργα του μεγάλου ελληνολάτρη ποιητή και πατριάρχη
του γαλλικού ρομαντισμού, του φιλελεύθερου διανοητή και κοινωνικού αναμορφωτή
της εποχής του, Βίκτορος Ουγκώ (1802-1885)
(εικ. 1). Η φωνή του Ουγκώ, σαν αρχαίος χρησμός, διαπερνά τους αιώνες και
φτάνει ως εμάς, υπενθυμίζοντας πως η ποίηση δεν είναι απλώς τέχνη, αλλά πράξη
ελευθερίας.
Με την ευκαιρία των 200 χρόνων από την
Ελληνική Επανάσταση, μου δόθηκε η αφορμή να δημοσιεύσω επανειλημμένα άρθρα για
κρητικά, κυρίως, πολεμικά γεγονότα του «Εικοσιένα». Τώρα, σκέφτηκα να συμπληρώσω
τα σχετικά προς το Εικοσιένα άρθρα μου, συγκεντρώνοντας σε δυο- τρεις συνέχειες
κάποια ακόμα στοιχεία, που τα συναντούμε συχνά στο έργο του Ουγκώ, και την
αναφορά τους έχουν σε μιαν άλλη πτυχή του Μεγάλου Ελληνικού Αγώνα.
στον θέμα του Φιλελληνισμού. Και ο Ουγκώ υπήρξε, αναμφισβήτητα, ένας μεγάλος
φιλέλλην, αλλά και φίλος και ολόθερμος υπερασπιστής και διαλαλητής της
ελευθερίας και των δικαίων όλων των λαών. Ο Ουγκώ δεν έβλεπε την Ελλάδα μόνο ως
ιστορική μνήμη, αλλά και ως ζωντανή αδελφή, ως μάνα του πνεύματος. Η Ελλάδα του
Ομήρου και του Μπάιρον δεν ήταν απλώς σύμβολα· ήταν οι δύο καρδιές που
χτυπούσαν μέσα στο στήθος του ποιητή.Εικ. 2. Ο μεγάλος φιλέλληνας Λόρδος Βύρων
Ο θάνατος του Λόρδου Βύρωνος (εικ. 2) στο
Μεσολόγγι φαίνεται πως υπήρξε το πρώτο ισχυρό ερέθισμα για τον νεαρό τότε
Ουγκώ, ώστε να υψώσει τη φωνή του για την Ελλάδα. Ο θάνατος του Βύρωνα ήταν η
σπίθα που άναψε το φιλελληνικό πάθος του Ποιητή. Και ήταν, τότε, μόλις είκοσι
δύο ετών, όταν, ανάμεσα στα άλλα έγραφε: «Εμείς του χρωστούμε βαθιά
ευγνωμοσύνη. Έδειξε στην Ευρώπη πως οι ποιητές της Νέας Σχολής και αν δεν
λατρεύουν πια τους θεούς της κλασικής Ελλάδας, πάντα, όμως, θαυμάζουν τους
ήρωές της. Και λιποτάχτες αν είναι του Ολύμπου, τουλάχιστο ποτέ δεν
αποχωρίστηκαν από τις Θερμοπύλες». Και συνεχίζει:
«(…) Ελλάδα του λόρδου
Μπάιρον, Ελλάδα του Ομήρου,
Εσύ γλυκιά μας αδελφή, εσύ
δική μας μάνα».
Τρία
χρόνια αργότερα, στις 20 Οκτωβρίου του 1827, ξεσπά η Ναυμαχία του Ναυαρίνου (εικ. 3), η περίφημη εκείνη σύγκρουση μεταξύ
του ευρωπαϊκού και του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου, όταν ο τριεθνής στόλος, υπό
τους ναυάρχους Δεριγνύ, Κόδριγκτον και Χέυδεν, κατατρόπωσε τον
τουρκοαιγυπτιακό τού Ιμπραήμ έξω από το Ναυαρίνο, πράγμα που άλλαξε τη μοίρα
του Αγώνα και άνοιξε τον δρόμο για την ελληνική ανεξαρτησία. Η θάλασσα του
Ναυαρίνου δεν φιλοξένησε απλώς πλοία· έγινε καθρέφτης της ευρωπαϊκής
συνείδησης, όπου η ελευθερία αντανακλάται μέσα από τα συντρίμμια. Οι Τούρκοι
ηττήθηκαν κατά κράτος και αναγκάστηκαν να ελευθερώσουν την Πελοπόννησο από τα
στρατεύματά τους. Γύρω στις 6 το απόγευμα, η λιμνοθάλασσα είχε
γεμίσει από τα κατεστραμμένα πλοία του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Δώδεκα
φρεγάτες, είκοσι δύο κορβέτες και είκοσι πέντε μικρότερα σκάφη βυθίστηκαν, ενώ
6.000 άνδρες σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν. Λέγεται ότι πολλοί από τους πυροβολητές του τουρκοαιγυπτιακού στόλου, κατά τη
διάρκεια της ναυμαχίας, ήταν δεμένοι, για να μην μπορούν να απομακρυνθούν.
Έτσι, όταν τα πλοία τους βυθίζονταν, όλοι συμπαρασύρονταν μαζί τους στον υγρό
τους τάφο και πνίγονταν. Οι σύμμαχοι, αντίθετα, έχασαν 172, μόλις, άνδρες,
ενώ οι τραυματίες ανήλθαν σε περίπου 500. Δύο πλοία καταστράφηκαν ολοσχερώς και
αρκετά υπέστησαν εκτεταμένες ζημίες.
Εικ. 3. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου και οι τρεις συντελεστές της Νίκης
Στο
ομώνυμο ποίημα του Ουγκώ, η Ελλάδα του Ομήρου και του Μπάυρον δεν είναι απλώς
λογοτεχνικές αναφορές· είναι οι δύο αρτηρίες που τροφοδοτούν την καρδιά του
ποιητή. Το Ναυαρίνο είναι η πόλη με τα γραμμένα σπίτια, η χρυσοθόλωτη ή σαν
εμψυχωμένη λευκή Ναυαρίνα. Οι δυο ουγκικές Ελλάδες και οι δυο ρομαντικά
καταστόλιστες, η Ελλάδα του Ομήρου και η Ελλάδα του Μπάυρον, δισυπόστατη
θεότητα, χορεύουν πάνω στα συντρίμμια των τουρκοαιγυπτιακών καραβιών. Ο Βίκτωρ
Ουγκώ εκφράζει τη χαρά και ικανοποίησή του για την καταστροφή του στόλου των
Τούρκων, λυπάται, όμως, που ο Κωνσταντίνος Κανάρης (1793-1877), ο
πυρπολητής-θρύλος, που είναι και ο πρωταγωνιστής του ποιήματος, δεν ήταν εκεί
για να το απολαύσει και να ολοκληρώσει με το δικό του χέρι την καταστροφή. Είναι
η απουσία που πονάει τον Ουγκώ. Γιατί το «Ναυαρίνο» του Β. Ουγκώ με τον Κανάρη
αρχίζει και με τον Κανάρη διαπνέεται. Είναι γεγονός ότι η φλόγα του δεν
έκαψε τα πλοία, αλλ’ άναψε την ψυχή του ποιητή:
«Κλάψε,
Κανάρη, εσύ ο λαίλαπας των πελάγων να βρεθείς μακριά από το Ναυαρίνο, εκατόν
είκοσι εχθρικά καράβια να χαθούν χωρίς εσένα, να μην καούν από Σένα!». Και συνεχίζει: «Αλλά παρηγορήσου, Κανάρη, η
Ελλάδα σου είν’ ελεύθερη! Ελλάδες του Ομήρου και του Μπάυρον, εσύ η αδελφούλα
μας και η μάνα μας εσύ, ψάλλετε, ανίσως η πικραμένη σας φωνή δεν έχει σβήσει
από τα γοερά σας ξεφωνητά! Καημένη Ελλάδα, ήσουν
τόσο ωραία και δεν σου ταίριαζε να ’σαι μέσα στο μνήμα!».
Και αφού ο Ποιητής μάς ζωγράφισε στο «Ναυαρίνο» πανηγυρικά
τον γενικό χαλασμό του εχθρού, ξαναγυρνά νοσταλγικά στο κατανυκτικό του
μοιρολόγι, που, όχι, δεν είναι
μοιρολόι· είναι ύμνος που μεταμορφώνεται σε ελπίδα, σαν τον Φοίνικα που
αναγεννάται μέσα από τις στάχτες του. Το θέμα τού το δίνει η σπαραγμένη
κι αιματοκύλιστη Ελλάδα:
«Ω! Νικήσαμε! Ναι η Αφρική ηττήθηκε. Τον ψευδοπροφήτη κάτω
απ’ τα πόδια του ο αληθινός Θεός πατά... Για πολύ καιρό οι λαοί έλεγαν:
«Ελλάδα»! Ελλάδα! Ελλάδα! Πεθαίνεις. Φτωχέ, απελπισμένε λαέ, στους πύρινους
μέσα ορίζοντες μέρα με τη μέρα ξεψυχάς. Του κάκου, για να σε γλιτώσουμε,
δοξασμένη κι αγαπημένη πατρίδα, ξυπνούμε τον κοιμισμένο στον άμβωνά του ιερέα, του
κάκου ζητιανεύουμε έναν στρατό για σένα από τους βασιλιάδες μας. Οι βασιλιάδες
μας όμως κουφοί, οι άμβωνές μας σιωπηλοί. Το όνομά σου δεν ζεσταίνει πια παρά
μόνο τις καρδιές των ποιητών! Ένας λαός είναι καρφωμένος στο σταυρό, τι σημασία
έχει, αλίμονο, σε ποιο σταυρό! Ως και οι θεοί σου φεύγουν! Παρθενώνες,
Προπύλαια, τείχη ελληνικά, κόκκαλα από τις πολιτείες σου τις κολοβωμένες, όπλα
γίνεστε στα χέρια των απίστων! Αλλ’ ας γίνει τώρα ο θρήνος μας περίχαρο
ανάκρουσμα! Ο παλιωμένος κολοσσός, ο Τούρκος, πάει, ξαναστριμώχνεται στην
Ανατολή, η Ελλάδα είναι ελεύθερη και μέσα από το μνήμα του ο Μπάιρον
χειροκροτεί το Ναβαρίνο».
Το
Ναυαρίνο του Ουγκώ δεν είναι απλώς μια ωδή στη νίκη· είναι και μια καταγγελία
της σιωπής των ισχυρών. Καταδικάζεται
η αδιαφορία των κυβερνήσεων και της Παπικής Εκκλησίας, ενώ τονίζεται το καθήκον
συμπαράστασης των Γάλλων προς τους Έλληνες, η περηφάνια τους για τη συμμετοχή τους
στη ναυμαχία του Ναυαρίνου, όπου, σύμφωνα με τον στίχο του Ουγκώ, «όταν η
Γαλλία μπαίνει στη μάχη, η τύχη αλλάζει» για την Ελλάδα.
Ο Ουγκώ δεν γράφει για την Ελλάδα· γράφει ως Ελλάδα. Η φωνή του γίνεται η φωνή ενός λαού που αρνείται να πεθάνει. Η αδελφική έξαρση, ο ενθουσιασμός για την Ελλάδα και η ποιητική δεινότητα χαρακτηρίζουν τον Ουγκώ στο ποίημά του αυτό, όπως και τους περισσότερους ρομαντικούς ποιητές και διανοούμενους της εποχής, και καταγράφονται σε δυνατούς μαχητικούς τόνους. Πρωτοστατούν τα επαναστατικά ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης με κυρίαρχη την αρχή της ελευθερίας, ριζωμένης βαθιά στη συλλογική μνήμη του 19ου αιώνα.
Σημ. Το παρόν άρθρο αναδημοσιεύεται εμπλουτισμένο και βελτωμένο