200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ 4ΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ *** Η ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ

 

Εἰκ. 1: 

Ἡ παλαιότερη γνωστή φορητή εἰκόνα τῶν Ἁγίων Τεσσάρων Μαρτύρων, «Ποίημα Ἰωάννου Φραγκοπούλου, Ζακυνθίου, 1836».

Φυλάσσεται στόν Ἱ. Μητροπολιτικό Ναό τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου πόλεως Ρεθύμνης.



200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ

ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ 4ΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ

 

Η ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ[1]

 

               ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

                        www.ret-anadromes.blogspot.com

 

Μιά σημαντική ἐπισήμανση – ἀνασκευὴ ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε ἀφορᾶ στὸ θέμα τῆς ἁγιοκατάταξης των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων. Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ ἐπίσημη ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο ἁγιοκατάταξη τῶν Ἁγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων ἦλθε πολὺ ἀργά, 153 χρόνια μετὰ τὸ μαρτύριό τους, ὅταν σήμερα παρακολουθοῦμε ἁγιοκατατάξεις Ἁγίων, εἰρηνικὰ τελειωθέντων, σὲ ἐλάχιστα, μόλις, χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή τους. γιὰ τὸν ἅγιο Παΐσιο, γιὰ παράδειγμα, ἀπαιτήθηκαν 21, μόλις, χρόνια, γιὰ τὸν Ὅσιο Ἰάκωβο τὸν Νέο 26, γιὰ τὸν ἅγιο Πορφύριο 22 κ.ο.κ.

 

1.    Ἡ ἄποψη τοῦ Θεοχάρη Δετοράκη

Ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τῆς Βυζαντινῆς Φιλολογίας, στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης, Θεοχάρης Δετοράκης, θεωρεῖ-  ὅπως ὁ ἴδιος κατὰ λέξιν σημειώνει-  ὅτι καὶ «ἡ ἁγιοποίηση τῶν ἁγίων Τεσσάρων Μαρτύρων ἔγινε ἐνωρίς, ἀλλὰ δὲν ἔχει σωθεῖ ἡ σχετικὴ πατριαρχικὴ πράξη καὶ ὅτι ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ μακαριστοῦ μητροπολίτου Ρεθύμνης καὶ Αὐλοποτάμου Τίτου Συλλιγαρδάκη ἐκδόθηκε Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ πρᾶξις ἁγιοποιήσεως τῶν Τεσσάρων Νεομαρτύρων Ρεθύμνης, γιὰ νὰ τηρηθεῖ ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη»[2]. Στὴν ἄποψή του αὐτὴν ὁ ἀείμνηστος Καθηγητὴς ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἤδη ἀπὸ τὸ ἔτος 1836, δώδεκα χρόνια, δηλαδή, ἀπὸ τὸν μαρτυρικὸ θάνατό τους, φιλοτεχνεῖται ἡ πρώτη φορητὴ εἰκόνα τους ἀπὸ τὸν Ζακύνθιο ζωγράφο Ἰωάννη Φραγκόπουλο, μὲ δαπάνη ἑνὸς ἐπίσημου Ρεθυμνίου, τοῦ Νικολάου Χατζηκωνσταντίνου (εκ. 1), ἐνῶ ἤδη ἀπὸ τὸ ἔτος 1852 ἔχουμε καὶ τὴν πρώτη Ἀκολουθία τους, ποὺ ὁ ἀείμνηστος Καθηγητὴς θεωρεῖ ὅτι καὶ αὐτὴ θὰ πρέπει νὰ ὀργανώθηκε πρὶν ἀπὸ τὸ ἔτος 1838, ὅταν ἐπῆλθε ὁ θάνατος τοῦ Μελετίου Νικολετάκη, Μητροπολίτη Κρήτης, ὁ ὁποῖος, συνεργάστηκε μὲ τὸν στενὸ συγγενή του Καλλίνικο Νικολετάκη, ἐπίσκοπο Αὐλοποτάμου καὶ κατόπιν Ρεθύμνης καὶ Αὐλοποτάμου, γιὰ τὴ σύνθεση αὐτῆς[3]. Ὁπότε, ὁ Θεοχάρης Δετοράκης θεωρεῖ ὅτι «σύμφωνα μὲ ὅλες τὶς ἐνδείξεις, ἡ καθιέρωση τῆς ἑορτῆς τῶν Κρητῶν Νεομαρτύρων ὡς ἁγίων ἔγινε στὸ διάστημα αὐτό, εὐθὺς μετὰ τὴ μεγάλη ἐθνικὴ ἐπανάσταση (1821- 1830), στὰ πρῶτα χρόνια τῆς Αἰγυπτιοκρατίας στὴν Κρήτη (1830- 1840) καὶ ἐπὶ τῆς ἀρχιερατείας τῶν δύο προαναφερθέντων ἐπισκόπων, ποὺ συνεργάστηκαν στὴ σύνθεση τῆς πρώτης τους ἀκολουθίας».

Θεωροῦμε, πάντως, ὅλως ἀπίθανη τὴν περίπτωση αὐτήν, νὰ χάθηκε, δηλαδή, ἡ πρώτη αὐτὴ Πράξη ἁγιοκατάταξης τῶν Ἁγίων καὶ ἀπὸ τὸν τόπο τους καὶ τὴ Μητρόπολή τους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ νὰ χρειάσθηκε νὰ ἐπαναληφθεῖ γιὰ δεύτερη φορὰ τὸ ἔτος 1977, ἐπὶ ἀοιδίμου Μητροπολίτου Τίτου Συλλιγαρδάκη[4], ἁπλά, ὅπως σημειώνεται, «γιὰ νὰ τηρηθεῖ ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη». Ὄχι, πιστεύουμε ὅτι ἡ πράξη ἁγιοκατάταξης τῆς 29ης Αὐγούστου 1977 εἶναι ἡ πρώτη καὶ μοναδικὴ ποὺ ἔγινε γιὰ τοὺς λόγους ποὺ θὰ ἐκθέσουμε ἀμέσως παρακάτω.

 

2.   Ἡ ἀναγνώριση τῶν Ἁγίων στοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας

 

Τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων ἔλαβε χώρα στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1824, ἐπέπεσε, δηλαδή, μέσα στὴ φωτιὰ καὶ τὴν ἀνεμοζάλη τῆς ἐπανάστασης τοῦ Εἰκοσιένα, στὴ μέση, ἀκριβῶς, τῆς δεκαετίας τοῦ γενικοῦ ξεσηκωμοῦ τῶν Ἑλλήνων (1821- 1830), ὅταν ὁ ἀγώνας τῶν Κρητικῶν ὑποχώρησε προσωρινὰ καὶ ἡ τουρκικὴ κυριαρχία ἐπανῆλθε καὶ πάλι στὸ νησί. Ὑπῆρξε, γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ἡ κρισιμότερη καὶ ἐπικινδυνότερη περίοδος τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Πατριαρχείου ἀπὸ τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης μέχρι καὶ τοὺς δύστηνους ἐκείνους τῆς ἐθνικῆς Ἐπανάστασης τῶν Ἑλλήνων χρόνους. Μόλις τρία χρόνια πιὸ πρίν, μετὰ τὴ λειτουργία τοῦ Πάσχα (10 Ἀπριλίου 1821), ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε' συνελήφθη, κηρύχθηκε ἔκπτωτος καὶ ἀπαγχονίστηκε στὴν κεντρικὴ πύλη τοῦ Πατριαρχείου, ἐνῶ, τὴν ἴδια ἡμέρα, μετὰ τὸν ἀπαγχονισμὸ τοῦ Γρηγορίου, στὸ πλαίσιο τῶν σουλτανικῶν ἀντιποίνων, συλλαμβάνονταν, ἐπίσης, ἀπὸ τὶς ὀθωμανικὲς ἀρχὲς καὶ φυλακίζονταν στὶς φυλακὲς τοῦ Μποσταντζῆ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, οἱ μητροπολίτες Ἀγχιάλου Εὐγένιος, Ἐφέσου Διονύσιος, Νικομηδείας Ἀθανάσιος, Δέρκων Γρηγόριος, Θεσσαλονίκης Ἰωσήφ, Ἀδριανουπόλεως Δωρόθεος καὶ Τυρνόβου Ἰωαννίκιος. Ἀκολούθως, ὁ Ἀγχιάλου Εὐγένιος μεταφέρθηκε στὴν Πύλη τοῦ Γαλατᾶ, δίπλα στὴν ὁμώνυμη γέφυρα, καὶ οἱ Νικομηδείας Ἀθανάσιος καὶ Ἐφέσου Διονύσιος σὲ ἄλλα σημεῖα τῆς πόλης, ὅπου καὶ ἀπαγχονίστηκαν, ἐνῶ ἀκολούθησαν, στὶς 3 Ἰουνίου 1821, οἱ ἀπαγχονισμοὶ καὶ τῶν ὑπόλοιπων φυλακισμένων μητροπολιτῶν σὲ διαφορετικὰ σημεῖα τῆς Κωνσταντινούπολης. Εἶναι, λοιπόν, ὅλως φυσικὸ μέσα στὸν χαλασμὸ αὐτὸν τῆς κρισιμότατης ἐκείνης γιὰ τὸ ἑλληνικὸ Γένος καὶ τὴν Ἐκκλησία περιόδου καὶ τὸν γενικὸ ἐκεῖνο ὄλεθρο, ἐξ αἰτίας τῶν φοβερῶν πολεμικῶν γεγονότων, νὰ μὴν εἶχε σταθεῖ δυνατὸν νὰ γίνει ἡ ἁγιοκατάταξη τῶν Ἁγίων. Στὸ σημεῖο αὐτό, ἔχουμε τὴ σαφέστατη ὁμολογία τοῦ μόνου ἁρμοδίου ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ, τοῦ ἐπισκόπου Ρεθύμνης καὶ Αὐλοποτάμου Ἱλαρίωνος Κατσούλη (1869-1880), πρὸς τὸν Μητροπολίτη Κρήτης Μελέτιο Καβάσιλα, μὲ ἀφορμὴ τὸ βιβλίο του ποὺ μόλις εἶχε ἐκδοθεῖ μὲ τὶς Ἀκολουθίες Κρητῶν Ἁγίων (εκ. 2). 

Εικ. 2.   Ο επίσκοπος Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Ιλαρίων Κατσούλης (1869-1880).

Τὴν ὁμολογία αὐτὴν τοῦ Ἱλαρίωνος Κατσούλη ἐντοπίζουμε σὲ ἐπιστολὴ του πρὸς τὸν Μητροπολίτη Κρήτης (μὲ ἡμερομηνία 4 Σεπτεμβρίου 1877), στὴν ὁποία, μεταξὺ ἄλλων, σημείωνε τὰ ἑξῆς ἐπί τοῦ ἐν λόγῳ θέματος ἀποκαλυπτικά: «Πάντες οἱ Ἅγιοι εἰς οὕς ἀναφέρονται αἱ Ἀκολουθίαι αὗται εἶναι ἀνεγνωρισμένοι ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας καὶ καταχωρημένοι εἰς τὰ ἐκκλησιαστικὰ Μηναῖα, πλὴν τῶν ἐν Ρεθύμνῃ 4 Μαρτύρων, οἵτινες εἶναι μεταγενέστεροι, ἀλλὰ καὶ τοὺς Ἁγίους τούτους, ὡς ἀναφέρεται εἰς τὸν Βίον αὐτῶν, εἶχεν ἀναγνωρίσει καὶ ἐσεβάσθη τὰ λείψανά των ὁ καθ᾽ ἥν ἐποχὴν ἐμαρτύρησαν γενόμενος ἀρχιερεὺς Ρεθύμνης Ἰωαννίκιος, ἄνθρωπος ἐπὶ μεγάλῃ παιδείᾳ διακρινόμενος, ὅστις ἐχρημάτισε καὶ μέλος τῆς ἐπὶ τῶν Βιβλίων Ἐξεταστικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἐκεῖθεν προεβιβάσθη εἰς τὴν Μητρόπολιν Ἰωαννίνων. Ἐπίσης, τοὺς ἀνεγνώρισεν ὁ καὶ Ἀπολυτίκιον καὶ Κοντάκιον ποιήσας εἰς αὐτοὺς Μητροπολίτης Κρήτης Μελέτιος, κάτοχος παιδείας ὡσαύτως». Προσθέτοντας ὅτι καὶ ὁ ἀμέσως προηγούμενος τοῦ ἴδιου, Ἐπίσκοπος Καλλίνικος, ἐξέδωσε Ἀσματικὴ Ἀκολουθία τῶν Νεομαρτύρων, κλείνει λέγοντας: «Κατόπιν τούτων μετατεθεὶς κἀγὼ εἰς τὴν ἐπαρχίαν ταύτην ὤφειλον νὰ ἀναγνωρίσω τὴν κοινῶς ἤδη ὑπὸ τῶν ἐπαρχιωτῶν μου παραδεδεγμένη καὶ πανηγυριζομένην ἑορτὴν τῶν Ἁγίων τούτων. Διό καὶ ἐθεώρησα καθῆκον μου ἀρχιερατικὸν νὰ συγκαταριθμήσω καὶ τὴν Ἀκολουθίαν ταύτην μεταξὺ τῶν ἄλλων, ὧν ἡ ἔκδοσις πρὸ πολλοῦ μελετωμένη ἐπέπρωτο νὰ πραγματοποιηθῇ μόλις ἐφέτος»[5]. Ἡ ὁμολογία τοῦ ἐπισκόπου Ρεθύμνης Ἱλαρίωνος εἶναι σαφέστατη καὶ ἀποκαλυπτικὴ καὶ δὲν ἐπιδέχεται καμιὰν ἀπολύτως ἀμφισβήτηση. Οἱ Ἅγιοι Τέσσερις Μάρτυρες στὴν ἐποχή του (Σεπτέμβριος 1877) δὲν εἶχαν ἀκόμα ἀναγνωριστεῖ ἐπίσημα ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ οὔτε ἦταν καταχωρημένοι εἰς τὰ Μηναῖα τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως ἀνεπίσημα τοὺς εἶχε, ἤδη, ἀναγνωρίσει ἅπασα ἡ τοπικὴ τῶν Ρεθυμνίων Ἐκκλησία, σεβόμενη καὶ τιμῶσα τὰ τίμια λείψανά τους καὶ ἐκδίδοντας γι᾽ αὐτοὺς ἀσματικὴ Ἀκολουθία καὶ ἀπολυτίκιο. Θεωροῦμε, λοιπόν, ὅτι εἶναι φύσει ἀδύνατον νὰ συνέβησαν ὅλα ὅσα ἐπικαλεῖται ὁ ἀείμνηστος Καθηγητὴς Θεοχάρης Δετοράκης. ἡ εἰκόνα τους, δηλαδή, τὸ συναξάριο καὶ ἡ Ἀκολουθία τους νὰ ἔγιναν μετὰ τὴν ἁγιοκατάταξή τους, στὰ πρῶτα χρόνια τῆς Αἰγυπτιοκρατίας στὴν Κρήτη (1830- 1840). Ἁπλούστατα, ὁ πιστὸς λαὸς τῆς Ρεθύμνης ἀναγνώρισε ἐντελῶς αὐθόρμητα τὴν ἁγιότητά τους ἀμέσως μετὰ τὸ μαρτύριό τους καὶ προχώρησε ἀπὸ πολὺ ἐνωρίς, ἴσως καὶ ἀπὸ τὸ ἑπόμενο, κιόλας, τοῦ μαρτυρίου τους ἔτος, νὰ τοὺς τιμᾶ, τελώντας κατὰ τὴν ἐπέτειο τοῦ μαρτυρίου τους θεῖες Λειτουργίες ἀφιερωμένες στὴ μνήμη τους, στὶς ὁποῖες ἔκαναν, πιθανόν, χρήση τῆς ἀκολουθίας τῶν Ἁγίων Πάντων, ποὺ χρησιμοποιεῖται «ἐν πάσῃ ἑορτῇ καθ᾽ ἥν ἤθελεν εἶσθαι ἔλλειψις τῶν ἁρμοδίων βιβλίων». Χωρίς, ἐπίσης, νὰ ἔχει προηγηθεῖ καμιὰ ἀναγνώρισή τους ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο συνετάγη καὶ ἡ προαναφερθεῖσα πρώτη Ἀκολουθία τους, ποὺ δημοσιεύθηκε τὸ ἔτος 1852[6] καὶ φιλοτεχνήθηκε καὶ ἡ πρώτη τους εἰκόνα, ποίημα Ἰωάννου Φραγκόπουλου, Ζακυνθίου, 1836, ποὺ σήμερα φυλάσσεται στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ρεθύμνου (βλ. εἰκ. 1). Λίγο ἀργότερα, τέλος, τὸ ἔτος 1877, ἀφιερωνόταν στοὺς Ἁγίους Τέσσερις Μάρτυρες τὸ νότιο κλίτος τοῦ ἱ. ναοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, στὸ χωριὸ Ἀκτούντα Ἁγίου Βασιλείου, καὶ δέκα χρόνια μετὰ (1888) καὶ στὸ χωριό τους, τὶς Μέλαμπες, γινόταν ἡ πρώτη προσπάθεια ἀνέγερσης ἱ. ναοῦ, ἀπὸ τὸν λόγιο ἐπίσκοπο Λάμπης καὶ Σφακίων Εὐμένιο Ξηρουδάκη, χωρὶς ὁ πιστὸς λαὸς νὰ ἔχει οὐδεμίαν ἀνάγκη καὶ τῆς ἐπίσημης ἀναγνώρισής τους ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, γιὰ νὰ τὰ πράξει ὅλα αὐτά. Τί τὴ χρειαζόταν, ἀλήθεια, ὁ πιστὸς λαὸς τὴν ἐπίσημη σφραγίδα τοῦ Πατριαρχείου, ὅταν, στὴν περίπτωση τῶν Ἁγίων μας, ὑπῆρχε ὁμολογία πίστεως στὸν Χριστὸ καὶ μαρτύριο, «βάπτισμα αἵματος»- ὅπως ὀνομάζεται στὴ γλώσσα τῆς θεολογίας- ποὺ τὸ ἀκολούθησαν ἀμέσως, κατὰ τὸ συναξάριό τους, καὶ τὰ πρῶτα τεκμήρια ἁγιότητας; Στὴν περίπτωση αὐτήν, ἡ ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητας στὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι, φυσικά, ἄμεση καὶ δεδομένη.

Πρὸς ἐπίρρωση τῶν ἀνωτέρω πρέπει, ἐπίσης, νὰ λεχθεῖ πὼς στὴν πρώτη Ἐκκλησία πολλοὶ πιστοί, οἱ ὁποῖοι ἀκόμα δὲν εἶχαν προλάβει νὰ βαπτιστοῦν ἀλλὰ τὰ πράγματα τὸ ἔφεραν ἔτσι, ὥστε νὰ μαρτυρήσουν ἀβάπτιστοι γιὰ τὸν Χριστό, στὴ συνέχεια καὶ οἱ πιστοὶ αὐτοὶ ἀναγνωρίστηκαν ἀπὸ τὸ Πατριαρχείο[7]. Γιατί, στὴν περίπτωση αὐτήν, τὸ μαρτύριο θεωρήθηκε ὡς «βάπτισμα τοῦ αἵματος», τὸ ὁποῖο, ἀκριβῶς, ἀντικαθιστοῦσε τὸ κανονικὸ «βάπτισμα τοῦ ὕδατος». Ἄλλοι, ἐπίσης, μάρτυρες δὲν εἶχαν προλάβει στὴ ζωή τους νὰ διαγάγουν βίον εὐσεβή καὶ σύμφωνο πρὸς τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ μαρτύριο ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ὡς νέο βάπτισμα, καθαιροῦσε ὅλες τὶς ἁμαρτίες τους. Οἱ Ἅγιοι μάρτυρες, λοιπόν, καὶ στὴ συγκεκριμένη περίπτωση οἱ Ἅγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες τοῦ Ρεθύμνου, ἀπὸ τὴν πρώτη, κιόλας, στιγμὴ τοῦ μαρτυρίου τους ὑπῆρχαν μέσα στὴ συνείδηση καὶ στὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ λαοῦ καὶ δὲν διέτρεχε οὐδεὶς οὐσιαστικὸς λόγος ἀλλὰ μόνον τυπικὸς νὰ γίνει καὶ ἡ πράξη ἁγιοκατάταξής τους, ἁπλὰ καὶ μόνο «γιὰ νὰ τηρηθῇ ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη» καὶ ἡ ἀναγνώρισή τους νὰ καταστεῖ ἐπίσημη καὶ σὲ πανορθόδοξο ἐπίπεδο. Αὐτό, λοιπόν, συνέβη 153 χρόνια καθυστερημένα, ἐπὶ Μητροπολίτου Ρεθύμνης καὶ Αὐλοποτάμου κυροῦ Τίτου καὶ ὄχι στὴν αἱμάτινη περίοδο εὐθὺς μετὰ τὴ μεγάλη ἐθνικὴ ἐπανάσταση (1821- 1830), στὰ πρῶτα, δηλαδή, χρόνια τῆς Αἰγυπτιοκρατίας στὴν Κρήτη (1830- 1840), ὅπως ὑποστήριξε ὁ ἀείμνηστος Θ. Δετοράκης. Ἡ λειτουργικὴ τιμὴ τῶν Νεομαρτύρων εἶναι γεγονὸς ὅτι- ἂν ἐξαιρέσουμε αὐτὴν τῶν Ἁγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων τοῦ Ρεθύμνου- παρουσιάστηκε γενικευμένα στὸ ἁγιολογικὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὶς πρῶτες δεκαετίες μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸ ζυγὸ καὶ ἡ αἰτία ἦταν ὁ μόνιμα ἐπικρεμάμενος φόβος τοῦ δυνάστη. Καὶ ὡς παράδειγμα ἔχουμε νὰ ἀναφέρουμε, στὸ σημεῖο αὐτό, τὴν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξη καὶ τοῦ μεγάλου ἐκείνου Πατριάρχη καὶ μάρτυρος τοῦ Γένους καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ταύτισε ἐν τῷ προσώπῳ του Ἑλληνισμὸ καὶ Ὀρθοδοξία, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε', ποὺ καὶ αὐτὴ συντελέστηκε ἑκατὸ (100) ὁλόκληρα χρόνια ἀργότερα, στὴν ἑκατονταετία ἀπὸ τὸν θάνατό του, στὶς 8 Ἀπριλίου 1921, καὶ ἄλλες παρόμοιες περιπτώσεις Ἁγίων καὶ δειγματικὰ καταθέτουμε καὶ αὐτὴν τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, μορφὴ μεγάλης ὁλκῆς καὶ φωτιστῆ τοῦ Γένους τῶν Ἑλλήνων, ποὺ καὶ ἐκεῖνος μαρτύρησε δι᾽ ἀπαγχονισμοῦ ἐπὶ Τουρκοκρατίας, στὶς 24 Αὐγούστου τοῦ 1779, ἀναγνωρίσθηκε ἅγιος ἀπὸ τὸν πιστὸ λαὸ χωρὶς καμιὰ προηγούμενη ἀναγνώρισή του ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, χτίστηκε ὁ πρῶτος ναὸς στὸ ὄνομά του τὸ 1814, περιλήφθηκε στὰ συναξάρια τὸ 1819, ἐνῶ ἡ ἐπίσημη ἁγιοκατάξή του ἔγινε πολὺ ἀργότερα, τὸ ἔτος 1961, μετὰ ἀπὸ ἑκατὸν ὀγδόντα δύο χρόνια! Αὐτό, βέβαια, ὅπως σημειώνει ὁ ἀείμνηστος Γ. Μεταλληνός, διευκόλυνε ἐπὶ τουρκοκρατίας καὶ τὸ Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, πού δὲν μποροῦσε πάντοτε νὰ προχωρεῖ στήν ἐπίσημη ἀναγνώριση τῶν Νεομαρτύρων- αὐτῶν, δηλαδή, ποὺ ἐκτελοῦσε ὁ Τοῦρκος κατακτητής- χωρὶς καὶ νὰ προκαλεῖ τὴν Πύλη, καθὼς γι᾽ αὐτούς, τοὺς Τούρκους, οἱ νεομάρτυρες ἦταν οἱ «ἀντιστασιακοὶ» κατάδικοι τῶν μουσουλμανικῶν δικαστηρίων.



[1] Το παρόν άρθρο είναι απόσπασμα από το υπό έκδοσιν, από την Ι. Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοπατάμου, βιβλίο μας: Οἱ Ἅγιοι Τέσσερις Μάρτυρες τοῦ Ρεθύμνου ΣΥΝΑΞΑΡΙΑΚΑ & ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΥΤΩΝ - ΕΛΕΓΧΟΣ «ΗΜΑΡΤΗΜΕΝΩΝ.

[2] Δετοράκης, Θεοχάρης: «Γενικὴ ἐπισκόπηση τῆς Ὑμνογραφίας τῶν Τεσσάρων Νεομαρτύρων Ρεθύμνης», Νέα Χριστιανικὴ Κρήτη, τ. 24 (2005), 111-118.

[3] Δετοράκης, Θεοχάρης 2005: ό.π.

[4] Ἡ ἀναγνώριση ἔγινε μὲ τὴν ὑπ᾽ ἀρ. πρωτοκ. 588/29.8.1977 Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.

[5] Τὸ ἔγγραφο, μὲ τὸ λαμπρὸ ἐγκώμιο στὸν Ἐπίσκοπο Ἰωαννίκιο καί τὶς σημαντικὲς αὐτὲς πληροφορίες, οἱ ὁποῖες συμπληρώνουν τὰ γνωστὰ ἕως σήμερα στοιχεῖα γιὰ τὴν ὑμνολογικὴ παράδοση τῶν Τεσσάρων Νεομαρτύρων, βρίσκεται στὸ ἀρχεῖο τῆς Βικελαίας Δημοτικῆς Βιβλιοθήκης, φάκ. Ἱερᾶς Μητρoπόλεως 1877 (χωρὶς ἀρίθμηση). Τὸ ἔγγραφο φέρει ἀρ. πρωτοκόλλου 43 (Ἀλεβύζου, Χλόη Ντενὶζ 2010: 54-55).

[6] Τὴν πρώτη αὐτὴν ἀκολουθία- ποὺ ἐκδόθηκε τὸ ἔτος 1852 «ἐν Ἀθήναις»- εἶδε τὸ πρῶτον σὲ χειρόγραφη μορφὴ καὶ τὴν περιέγραψε ὁ Νικόλαος Τωμαδάκης, στὴν Ἱ. Μονὴ Ὁδηγήτριας, Κερὰ Γωνιᾶς Κισάμου, τὸ ἔτος 1946.

[7] Καὶ μὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πνεῦμα καὶ τὸ Πιστοποιητικὸ τοῦ Ἰωάννου Βλατάκη (για το οποίο θα αναφερθούμε σε άλλη ευκαιρία), δώδεκα χρόνια πρὶν (1865), ἀναφέρεται στοὺς ἀκροτελεύτιους στίχους του στοὺς Τέσσερις Μάρτυρες τῆς Ρεθύμνης μὲ τὴ χαρακτηριστικὴ ἐπισήμανση: «καὶ δικαίως [οὗτοι] ἀπολαύουσιν ἐν τῇ Νήσῳ τιμῶν ἰσαγίων, ἀνακηρυχθέντες νέοι μάρτυρες καὶ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας». Καὶ βέβαια, ἐδῶ, δὲν πρόκειται περὶ ἐπίσημης ἀνακήρυξής τους ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἀλλ᾽ οἱ τιμὲς αὐτὲς ἀφοροῦσαν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴν Τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Ρεθύμνης καὶ στὸ εὐσεβὲς πλήρωμά της, πού, ἀπὸ τὴν πρώτη, κιόλας, στιγμή, ὅλως αὐθόρμητα, ἀναγνώρισε τοὺς Τέσσερις Νεομάρτυρες καὶ τοὺς ἀπένειμε τιμὲς ἰσαγίων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: