Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ * * * ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ- Ο ΑΔΗΣ



Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ*

[Συλλογή Π. Βλαστού, Άσματα Λαϊκά Κρητών ή Συλλογή Κρητικής Ποιήσεως Ποικίλης, τ. Α΄, 1850, ενότητα: «Άσματα Κρητών περί του Χάρωνος» (1860), σελ. 1209- 1276]


- 9ο 


ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ- Ο ΑΔΗΣ
( Α΄)



   ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ


            Αν και σε ορισμένα μοιρολόγια ο τόπος διαμονής του Χάρου και των νεκρών ορίζεται με ανθρωπομορφικούς όρους, σαν ένα σπίτι, δηλαδή, όπως και αυτά που έχουμε εδώ πάνω στη γη [οριζόμενο, συνήθως, με τις λέξεις γειτονιά, αυλή ή και πόρτα του Χάρου (το μέρος αντί του όλου)που έχει, μάλιστα, και κλειδιά και κλειδούχος του είναι αυτός ο ίδιος ο Χάρος], όμως, σε ορισμένα άλλα μοιρολόγια, το βασίλειο του Χάρου [ο Άδης (Νάδης), ο Κάτω Κόσμος] περιγράφεται με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τον Απάνω Κόσμο. ως ένας τόπος, δηλαδή, φόβου, σκότους, αηδίας και φρικώδους αποστροφής, στον οποίο ο νεκρός φθάνει έπειτα από ένα μακρινό και με πολλά εμπόδια και κινδύνους ταξίδι (πβ. Γιοφύρι της Τρίχαςπύρινος ποταμός κ.λπ), κατεβαίνοντας τα «τριά σκαλιά του νάδη».

«Ο Χάροντας μ’ απάντηξε στα τριά σκαλιά του νάδη
κι έσερνε τσ’ άρχοντες λυτούς και τους φτωχούς δεμένους»[1] 

ή

  «Μια λυγερή μ’ απάντηξε στα τριά σκαλιά του Άδη,
κι έλεγα πως θα μ’ ερωτά για μάνα γη για κύρη»[2].
           Στη δεξιά, περαιτέρω, μεριά του Άδη είναι φυτεμένο ένα κυπαρίσσι. Εκεί οι νέοι κρεμούν τα άρματά τους και οι νέες τα φουστάνια τους, μπαίνοντας, στη συνέχεια, γυμνοί στον κόσμο των σκιών[3] του Άδη. 
        Στο μοιρολόγι «Νέος θέλων να συναγωνισθεί μετά του Χάρωνος»[4] ένας νέος εκφράζει την επιθυμία του να πάει να βρει τον Χάρο, να συναγωνιστούν στο σημάδι και να τον ρωτήσει γιατί θανατώνει τόσον αδιάκριτα τους ανθρώπους. Στη συνέχεια τού εν λόγω μοιρολογιού, το βασίλειο του Χάρου περιγράφεται ως ένα μέρος παντελώς αντίθετο προς την πραγματικότητα της ζωής πάνω στη γη. ως ένα μέρος στενό, ξερό και θεοσκότεινο, γεμάτο με πηλά και βούρκα, χωρίς τόπους με χαρές, τραγούδια και παιγνίδι:
  
   «Επά στου Χάροντα τσ’ αυλές δεν είναι πρασινάδες,
   μηδέ και σημαδότοποι, δεν παίζουν μηδ’ αμάδες.
   Δεν είναι μηδέ χρυσά ραβδιά πού χουν οι αφεντάδες,
   μόνο είν’ βούρκα και πηλά γεμάτ’ αδικητάδες.
   Δεν είν’ τραγούδια για μικρά, παιγνίδια για μεγάλα,
   μηδέ και τα μωρά παιδιά δεν τρων’ στον άδη γάλα.
   Τη νύχτα κλαίνε για βυζί και την αυγή για πιάσμα,
   και τ’ αποδιαφωτίσματα για την καημένη μάννα»[5]
  
       Μετά την παραπάνω φρικώδη περιγραφή του Άδη από τον ποιητή ο νέος του μοιρολογιού φαίνεται πως, για μια στιγμή, «σκιάχτηκε» ότι ο Χάρος ετοιμαζόταν να τον πάρει κι εκείνον στο αφιλόξενο και θεοσκότεινο βασίλειό του. Ο τρόπος που ο νέος αντιδρά σε αυτό το ενδεχόμενο, καταφεύγοντας απελπισμένα στην αρωγή της εκκλησίας και την επίκληση των αγίων, φανερώνει το πόσο μισητός είναι για τον άνθρωπο ο Χάρος, ενώ η απάντηση του τελευταίου επιβεβαιώνει τη ρήση του Πινδάρου: «το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον»

  «- Θωρώ κι αστράφτει και βροντά κι ’ναι σκοτεινιασμένα,
  κι ως φαίνεται παραμιλά ο Χάρος και για μένα.
  Σαράντ’ αγιοί βοηθάτε μου να φύγ’ απού το Χάρο,
  να σάσε κάμω λειτουργιά και τάσσιμο μεγάλο.
  - Σαράντ’ αγιούς κι αν έκραξες κι όσους πολλούς γυρέψεις,
  τσι λειτουργιές σου χάνεις τσι, μα μένα δεν μου φεύγεις. 

          Γενικά, ο κρητικός λαός φαντάζεται τον Άδη έχοντας στα μάτια του την προεικονιστική παράσταση του τάφου, του οποίου την εικόνα και εμπειρία έχει ολοζώντανη μπροστά του από την καθημερινή αναστροφή και πραγματικότητα της ζωής. Κάθε άνθρωπος μπροστά στον ανοιχτό τάφο βλέπει το σκότος, τη μούχλα, τους σκώληκες, τα γυμνά κόκαλα, το αραχνιασμένο μαύρο χώμα και τη φθορά, βλέπει αυτόν τον ίδιο τον Άδη με όλα του τα δεινά, σαν αντίθεση προς τη χαρά και το φως της ζωής και αναστενάζοντας συλλογίζεται με φιλοσοφική- μεταφυσική διάθεση:

 «Θωρώ τον κόσμο και δειλιώ τη γη κι αναδακρυώνω
   θωρώ και συλλογίζομαι ό άνθρωπος ήντά ναι,
  λυπούμαι και τα νιάτα μου και την παλικαριά μου,
  πως θα τα φά’ η μαύρη γη τ’ αραχνιασμένο μνήμα,
  στο λάκκο θα με βάλουνε να μου ξελησμονήσουν,
  οι φίλοι μου κι  οι γι’ εδικοί δε θα μ’ αναζητούσι,
  κι εμένα που δε μ’ έβανε κι ήταν στενός μ’ ο κόσμος,
  στο μνήμα θα με τρώγουσι τα ζούμπερα του Άδη,
  θα φάνε μάθια λαμπυρά, γλώσσα αηδονολαλούσα,
  θα φάνε μυαλό τση κεφαλής, πού’χε φωλιά η γνώση
  θα φάνε την καρδία μου, το φυλαχτό τσ’ αγάπης,
  θα φάνε πόδια γλήγορα, χέρια καμαρωμένα,
  όπου βαστούσαν τ’ άρματα, τσ’ εχθρούς αποζυγώναν
  τι γω μ’ όντε το θυμηθώ! ο άνθρωπος ήντα ναι!
 γιατί να ’ναι το τέλος του αραχνιασμένος Άδης!» [6]   
      
* Συντομευμένα αποσπάσματα Ανακοίνωσης του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, που έγινε στο συνέδριο με θέμα: «Τα Κρητικά Μοιρολόγια», στα Ανώγεια, στις 13, 14 και 15 Νοεμβρίου 2015, από το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας και τον Δήμο Ανωγείων


 ________________________________________________________



[1] Βλαστός 1850, 1268, αρ. 47.
[2] Βλαστός 1850, 1242, αρ. 20.
[3] Παπαδογιάννης 1973, 137.
[4] Βλαστός 18501251, αρ. 33.
[5] Σε παρόμοιο μοιρολόγι [Μήνυμα Νέου από τον Άδη (Βλαστός 1850, 1225, αρ. 4)] ο δημοτικός τραγουδιστής βάζει τον Νέο από τον Άδη να λέγει συμπληρωματικά στα παραπάνω:

   «Γιατ’ επά που ’μεσταν εμείς, στενά μάς είν’ ο τόπος.
   Δεν έχ’ ο άδης καπηλιά μηδέ και χαροκόπους,
   μηδέ χαρά οι γέροντες μηδ’ έρωτα η νιότη». 

       Η φράση του μοιρολογιού «στενός μάς είν’ ο τόπος» είναι, κατά τον Γ. Τσουδερό, ένα καθαρά κρητικό χαρακτηριστικό, ιδιαίτερα του ορεσίβιου κρητικού, που σαν περήφανος αετός βιγλίζει τον κόσμο ολόγυρά του από τις πιο ψηλές βιγλοκορφές των Μαδάρων και του Ψηλορείτη και χαίρεται να βλέπει κάτω από τα πόδια του ηλιόλουστο το νησί του (Τσουδερός 1976, 162).                         
[6] «Η ματαιότης», Βλαστός 1850, 1246, αρ. 26. Πβ. και παραλλαγή αυτού του ίδιου μοιρολογιού στον Αντ. Γιανναράκη:

«Θωρώ τον κόσμο και δειλιώ, τη γης κι αναστενάζω,
πώς θα με βάλουνε στη γης, στ’ aραχνιασμένο Nάδη
κι εκεί θενά πρεμαζωχτούν του Άδη τα σκουλήκια
να φάνε πόδια γλήγορα, χέρια καμαρωμένα,
να φάνε και τη γλώσσα μου, την αηδονολαλούσα».

                 Jeannarakis 1876, 142. αρ. 141.

Δεν υπάρχουν σχόλια: