ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΜΑΣ
ΕΠΑΡΧΙΑ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Β Α Τ Ο Σ
Στη
μνήμη του βαθιανού λόγιου δικηγόρου
και κρητολόγου
Μιχ. Μ. Παπαδάκη
Γενικά
στοιχεία για το χωριό
Ο Βάτος, όμορφο, καταπράσινο χωριό τής επαρχίας Αγίου Βασιλείου, απέχει
τριάντα οκτώ χιλιόμ. από το Ρέθυμνο, διακλάδωση δεξιά προς νότο, στο τριακοστό
έκτο χιλιόμ. (Κισσού Κάμπος) του κεντρικού άξονα Ρεθύμνου- Αγίας Γαλήνης,
υψόμετρο 640 μ.,
στις βόρειες κλιτείς τού όρους Σιδέρωτας. Στα τέλη και τις αρχές τού εικοστού
αιώνα, ο Βάτος ανήκε στον τότε δήμο τού Αγίου Πνεύματος[1].
|
Ο Βάτος το πρώτο μισό του 20ου αι. |
Πληθυσμιακά-
Κτηματολογικά στοιχεία
Ο Βάτος αναφέρεται στην επαρχία
Αγίου Βασιλείου το έτος 1577, από τον Fr. Barozzi
(fo27r), ως Vatto, από τον Καστροφύλακα (Κ174), το
1583, με το ίδιο, και πάλι, όνομα και με 74 κατοίκους και (K184) με 60 οφειλόμενες αγγαρείες, από
τον Basilicata[2],
το 1630, ως Vato. Το
έτος 1659, επί Τουρκοκρατίας, το χωριό είχε 11 οικογένειες. Το ίδιο έτος (1659), το χωριό διέθετε 102,5
τσερίπια[3]
χωράφια, 8 λιόδεντρα, 31 τσερίπια αμπέλια, 18 τσερίπια ακαλλιέργητες γαίες, ενώ
δεν εμφανίζονται εκτάσεις σε κήπους και περβόλια. Πληρώνει, επίσης, 11 χαράτζια
κεφαλικό φόρο και 11 σπίτια, το ίδιο έτος, πληρώνουν και φόρο καφτανίου[4].
Το 1671/2 τα χαράτζια τού χωριού γίνονται 10[5].
Αργότερα, στην Αιγυπτιακή απογραφή τού 1834 αναφέρεται ως Vatos[6]
με 25 χριστιανικές οικογένειες. To
1881 ο Βάτος ανήκει στον δήμο τού Αγίου Πνεύματος και προσμετρά 172 χριστιανούς
κατοίκους. Κατά τα νεότερα ο πληθυσμός τού χωριού έχει ως εξής: 1890: 172, 1900
(στον δήμο Αγίου Πνεύματος): 180, 1920 (κοινότητα Αρδάκτου): 162, 1928: 163, 1940: 162, 1951: 160, 1961: 134, 1971:
74, 1981: 59, 1991: 55, 2001: 39. Σε κατοίκους τού χωριού ανήκε τον καιρό τής
Τουρκοκρατίας, έστω και για κάποια χρόνια, το μετόχι τού Κεραμέ Άι- Γιάννης
Αλωτός.
Η ονομασία τού χωριού
Η ονομασία τού
χωριού οφείλεται στην πληθωρική παρουσία στην περιφέρεια τού χωριού τού
ομώνυμου θάμνου (βάτου)[7].
Υπάρχει παράδοση που την αναφέρει ο βαθιανός λόγιος Μιχ. Μύρ. Παπαδάκης[8], σύμφωνα με την
οποία ο προπάππος του «ιερεύς Μανουήλ»,
που γεννήθηκε στα 1827 και πέθανε στα 1922, έλεγε ότι «όπως άκουσε κι’ εκείνος
από τους προγόνους του, στην παλιά βορινή είσοδο τού χωριού και πριν από τη
γειτονιά της οικογένειας Αναλαμπιδάκηδων, ήταν ένας πελώριος βάτος. Αυτός
έπιανε ολόκληρη «ζευγαρέ» χωράφι (μισό περίπου στρέμμα) και ήταν τόσο πυκνός
και βαθύς, ώστε οποιοδήποτε ζώο, μικρό ή μεγάλο, έμπαινε μέσα του μπλεκόταν
στους πλοκάμους του και ήταν αδύνατο πλέον να βγη ζωντανό. Από αυτόν τον
τεραστίων διαστάσεων βάτο πιστευόταν πως το χωριό έλαβε το όνομά του».
Μορφές τού χωριού
Από εδώ
καταγόταν ο μοναχός τού Πρέβελη Μανασσής
Παπαδάκης, οπλαρχηγός και πολεμιστής τού 1889, του 1895- 97 και τού
ηπειρωτικού αγώνα, ο δημοσιογράφος Κωστής Παπαδάκης, έφεδρος
αξιωματικός, που έπεσε μαχόμενος στο Νεστόριο τής Καστοριάς, στις 4 Νοεμβρίου
1940 και ο γνωστός λόγιος δικηγόρος Μιχαήλ
Μύρ. Παπαδάκις, που δημοσίευσε δεκάδες άρθρων σε ρεθεμνιώτικες και άλλες
εφημερίδες και Κρητικά περιοδικά για διάφορα ζητήματα, ιστορικά και λαογραφικά
μελετήματα, διηγήματα, χρονογραφήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, βιβλιοκρισίες,
βιογραφικά κ.λπ[9].
Εκκλησίες τού χωριού
Ο ναός τού αγίου Νικολάου[10], μέσα στο χωριό,
είναι εικονογραφημένος με πλούσιες και ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες από το 1488
(Μεταμόρφωση, Σταύρωση, Βαϊοφόρος, Λάζαρος, Βάπτιση, Ανάληψη, Ευαγγελισμός, ο
Χριστός στηθαίος ανάμεσα Θεοτόκου και Αγίου Ιωάννη[11]).
Πολλές, πάντως, από αυτές έχουν σήμερα μισοκαταστραφεί. Στον παλιό ναό
προστέθηκε τμήμα προς τα δυτικά και ανακεραμώθηκε πριν από έτη από τους
ενορίτες[12].
|
Ο ναός του αγίου Νικολάου |
Παράδοση
αναφέρει ότι κάποτε οι παλιοί κάτοικοι επεχείρησαν να φαρδύνουν την εκκλησία
και να ανοίξουν στη μια της πλευρά άνοιγμα. Στην προσπάθεια τους αυτήν ένας από
τους μαστόρους χτύπησε. Το αίμα του έτρεχε επί τρεις ημέρες χωρίς να μπορούν να
το σταματήσουν. Λένε ότι ο μάστορας επικαλέσθηκε τη χάρη τού Αγίου και το αίμα
σταμάτησε αμέσως. Και μετά, όμως, από το περιστατικό αυτό οι κάτοικοι συνέχισαν
να επιμένουν στην επέκταση τής εκκλησίας, προκειμένου να τους χωρεί καλύτερα.
Έτσι, την άνοιξαν, μα ύστερα από το άνοιγμα αυτό τριάντα δυο κάτοικοι πέθαναν[13].
Ιερείς
Ιερέας τού
χωριού αναφέρεται ο παπά Αντώνιος (1760-1779), από την οικογένεια των
Βλαττάδων, τού Βάτου. Αυτός καταδιώχθηκε από τους Τούρκους και εκτελέστηκε, ενώ
ιερουργούσε στην εκκλησία τού Αγίου Ιωάννου
τού Αλωτού, το έτος 1779 και η περιουσία του κατασχέθηκε από το Τουρκικό
Δημόσιο και πουλήθηκε σε πλειστηριασμό. Ο λόγος τής καταδίωξης και της τιμωρίας
του ήταν πως έλαβε μέρος στην επανάσταση τού Δασκαλογιάννη (1770).
Τα παραπάνω αποδεικνύονται
από τα έγγραφα 365 και 368 τού Ιεροδικείου Ρεθύμνης[14]. Στα
εν λόγω έγγραφα (το ένα τού 1768 και ο άλλο τού 1780) ο γενίτσαρος Χατζή Αλή Τσαούς, από τον Γερακάρη τής
επαρχίας Αμαρίου, ενώπιον τού ιεροδίκη τής περιοχής πουλάει αντί 5000 γροσίων «το τέως αδέσποτον μετόχι Χαλέπα εις θέσιν
Άης Γιάννης Αλωτός, εκείθεν των χωρίων Δρυμίσκου και Κεραμέ» στους παπά Αντώνη τού Μανόλη και Στρατή Πελεκανάκη τού Αντρουλή, από τον Βάτο. Το μετόχι αυτό,
κατά την ομολογία του, ο γενίτσαρος το είχε λάβει από την Α.Μ. τον σουλτάνο για
λόγους προσωπικής ανδρείας (τεμπλικάτ). Η παράδοση, όμως, λέγει ότι το Μετόχι
τού Άη- Γιάννη τού Αλωτού καθόλου δεν ήταν πριν αδέσποτο, όπως κατέθεσε στον
ιεροδίκη ο πωλητής του γενίτσαρος Χατζή Αλή Τσαούς. Αντίθετα, το μετόχι ανήκε
ανέκαθεν στις οικογένειες των Βαθιανών αγοραστών του. Εδώ ήταν η χειμερινή
διαμονή των οικογενειών τους, γιατί το χωριό τους, ο Βάτος, βρίσκεται ψηλά και
είναι, ως εκ τούτου, ακατάλληλο για διαχείμαση. παρόλα αυτά, ο
γενίτσαρος πήγε να το καταλάβει. Βρήκε σθεναρή αντίσταση από μερικούς χαΐνηδες
που ήταν εκεί, οι οποίοι, όμως, τελικά, σκοτώθηκαν όλοι και από το ασκέρι τού
γενίτσαρου αλώθηκε το μετόχι τού
Αγίου Ιωάννη τού Θεολόγου, που έκτοτε φέρει την προσωνυμία «Αλωτός». Δεν πρέπει, πάντως, να το κράτησε για πολύ το μετόχι ο
γενίτσαρος, αφού τώρα τον βλέπουμε να το ξαναπουλά και μάλιστα στους νόμιμους
ιδιοκτήτες του. Το πιθανότερο είναι ότι τώρα δεν τού χρειαζόταν πια, αφού ήταν
άγονο και απείχε πέντε ώρες από το χωριό του τον Γερακάρη[15].
Άλλοι ιερείς
τού χωριού ήταν ο παπα- Γιάννης
(1780-1820), γιος τού παπά- Αντώνη, ο παπα-
Μιχάλης, γιος τού παπά- Γιάννη (1821- 1856). Αυτός τυφλώθηκε νέος, ακόμα,
και ήταν ανάπηρος μέχρι τον θάνατό του. Όταν ερχόντουσαν στην περιφέρεια
Τούρκοι, τα παιδιά του τον έκρυβαν σε σπηλιάρι τού όρους Κέντα, με ανάλογα
εφόδια και τροφές. Από το γεγονός αυτό και η ονομασία τού σπηλαίου «τού Παπά η Τρύπα». Παπά Μανόλης, γιος τού παπά- Μιχάλη (1857-1922).
Οι τέσσερις
αυτοί κατά διαδοχή κατιόντες ιερείς ήταν εφημέριοι τής Εκκλησίας από το έτος
1760 μέχρι το έτος 1922, δηλαδή για εκατό εξήντα δυο χρόνια. Το αρχικό επίθετο
τής οικογένειας «Βλαττάς» ή «Βλαττάκις» λησμονήθηκε και αντικαταστάθηκε από το
επίθετο «Παπαδάκης» ο ένας κλάδος και «Παπαδαντωνάκης» ο άλλος.
Οι νεότεροι ιερείς τού χωριού ήταν οι:
Θεόδωρος
Παπαδάκις, από τα Ακτούντα (1822-1927), που ήταν και ζωγράφος. Δημήτριος Σαββοργιανάκης, από Κεραμέ (1930- 1955)
Ιερομόναχος Παρθένιος Αντωνιουδάκης, της Ι. Μονής
Πρέβελη[16].
Αγωνιστές τού χωριού (1866- 1897)
1. Ιωάννης Ν. ΑναλαμπιδάκηςΓεννήθηκε το
1848 και αγωνίστηκε στην επανάσταση τού 1878 με τον βαθμό τού εκατόνταρχου.2. Εμμανουήλ Κ. ΓκαλονομάκηςΓεννήθηκε το
1837 και είχε εκλεγεί από τους κατοίκους των χωριών Άρδακτος, Βάτος και
Ακτούντα χιλίαρχος τού οπλαρχηγείου Ακουμίων στους αγώνες τού 1866 και 1878.3. Ανδρέας ΠελεκανάκηςΈδρασε στην
επανάσταση τού 1878 και έλαβε τον βαθμό τού εκατόνταρχου[17].
Οικογένειες τού χωριού
Οικογένειες
του χωριού είναι οι Πουλιδάκηδες, Μαμαλάκηδες ή Ξανθοί, Κασαπάκηδες, Σμυρνάκηδες,
Περαντωνάκηδες, Περογιαννάκηδες, Νικολουδάκηδες, Αναλαμπιδάκηδες,
Πελεκανάκηδες, Φραγκεδάκηδες, Γκαλονομάκηδες, Παπαδαντωνάκηδες, Παπαδάκηδες,
Μελαμπιανάκηδες (Χαριτάκηδες) και Γιαννακάκηδες. Από τις οικογένειες αυτές
οι πρώτες επτά έχουν εκλείψει πριν από πολλά χρόνια από το χωριό.
Το σχολείο
Ιδρύθηκε ως
μονοτάξιο αρρένων (25/100/19-11-1899), ως γραμματοσχολείο (78/51/15-9-1900), ως
αδιαίρετο (103/67/3-9-1901), ως δευτεροβάθμιο αδιαίρετο (41/42/28-7-1903).
Προάχθηκε σε πρωτοβάθμιο (125/57/12-9-1909). Ιδρύθηκε ως αδιαίρετο μικτό (102/51/30-7-1911).
Συγχωνεύθηκε με το σχολείο τού Αρδάκτου με έδρα το Βάτο (196/6-10-1922).
Προάχθηκε σε διτάξιο (63/24-3- 1924). Διαιρέθηκε σε δυο μονοτάξια Βάτου και
Αρδάκτου (27/3-3-1928).Το σχολείο
άρχισε να οικοδομείται από το έτος 1907. Τη δεκαετία τού ’30 στο σχολείο τού
Βάτου φοιτούσαν και οι μαθητές των γειτονικών χωριών Ακτούντων και Αρδάκτου με
τον ακούραστο δάσκαλο Κωνσταντίνο
Γιαννακάκη. Τη δεκαετία τού 1957, με κρατική δαπάνη, κατασκευάζεται το νέο
διδακτήριο, που λειτούργησε μέχρι και το σχολικό έτος 1978- 79[18].
________________________________________
[1] Εμμ. Σ. Λαμπρινάκη,
Γεωγραφία της Κρήτης, Ρέθυμνα 1890, 69.[2]Στέργιου Σπανάκη, Μνημεία Κρητικής Ιστορίας V, 130.[3] Τσερίπ (cerib)=
μονάδα μέτρησης επιφανείας, που ισοδυναμεί προς 60 τετραγωνικούς πήχεις.[4] Έγγραφα Ιεροδικείου Ρεθύμνης 17ος- 18ος αι., Οι
μεταφράσεις τού «Βήματος» Ρεθύμνης (επιμέλεια: Γ. Ζ. Παπιομύτογλου),
Ρέθυμνο 1995, 73.
[5] Ευαγγελία
Μπαλτά- Mustafa Oguz,
Το Οθωμανικό Κτηματολόγιο τού Ρεθύμνου,
Ρέθυμνο 2007, 480 και υποσ. 26. Στο Οθωμανικό
Κτηματολόγιο τού Ρεθύμνου εντυπωσιάζει η συχνότητα με την οποία
παρουσιάζεται στο συγκεκριμένο χωριό το βαπτιστικό όνομα Εργίνη (Ergina ). Σε 35 ιδιοκτήτες τού χωριού μόνο με το όνομα αυτό φέρονται
τέσσερα άτομα, ενώ στην επαρχία Αγίου Βασιλείου έχουμε συναντήσει και τοπωνύμια
με πρώτο συνθετικό το εν λόγω όνομα .
[6] Robert Pashley, Travels in Crete, II, 313.
[7] Το
όνομα, κανονικά, είναι θηλυκού γένους < η βάτος>. Στην Κρήτη, όμως,
συνηθίζεται και στο αρσενικό γένος <ο βάτος> και έτσι εκφέρεται το χωριό.[8] Μ. Μ.
Παπαδάκης, Το χωριό μου ο Βάτος,
Ρέθυμνο 1996, 39.[9] Στέργιου Μ. Μανουρά,
«Εργογραφία Μιχαήλ Μ. Παπαδάκη», στον Μ. Μ. Παπαδάκη, Το χωριό μου ο Βάτος, Ρέθυμνο 1996, 22- 27.
[10] Μ. Μ. Παπαδάκης, Η κατάγραφη εκκλησία τού Αγίου
Νικολάου στο χωριό Βάτος Αγίου Βασιλείου, Προμηθεύς
ο Πυρφόρος 35 (1983), 235- 246.
[11]Giuseppe Gerola, Τοπογραφικός κατάλογος των τοιχογραφημένων Εκκλησιών της Κρήτης
(Μετάφραση, Πρόλογος, Σημειώσεις: Κ.Ε. Λασσιθιωτάκη), Ηράκλειον 1961, 60.[12] Θεοδώρου Στ. Πελαντάκη, Βυζαντινοί Ναοί τής επαρχίας Αγίου Βασιλείου
Ν. Ρεθύμνης, Ρέθυμνον 1973, 35.[13]
Αλέξ. Κ. Χατζηγάκη, Εκκλησίες Κρήτης-
Παραδόσεις, Ρέθυμνο 1954, 54).[14] Ό. π., 328 και 330 (έγγραφα αριθμ. 365 και 368).
[15] Μιχαήλ Παπαδάκη, «Άη- Γιάννης
ο Αλωτός», Κρητική Εστία 10 (1950),
19-20. Βλ. και Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Κεραμές
και Αγαλλιανός Κοινή πορεία μέσα στον χρόνο, Ρέθυμνο 2002, 118-119. [16] Μ. Μ. Παπαδάκης, Η κατάγραφη εκκλησία τού Αγίου
Νικολάου…, ό. π., 243-44.[17] Νικολάου Φασατάκη, Αγωνιστές και θύματα τής τ. επαρχίας Αγίου
Βασιλείου Ρεθύμνης (1866- 1897), Αθήνα 2001, 44-45.
[18]
Νικολάου Φασατάκη, Η τ. επαρχία Αγίου
Βασιλείου Ρεθύμνης, Αθήνα 2003, 285, 353.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου