Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ
ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ*
[Συλλογή
Π. Βλαστού, Άσματα Λαϊκά Κρητών ή Συλλογή Κρητικής Ποιήσεως Ποικίλης,
τ. Α΄, 1850, ενότητα: «Άσματα Κρητών περί του Χάρωνος» (1860), σελ. 1209- 1276]
- 8ο –
ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ.
ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
5.
ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΙΣΜΟΣ ΧΑΡΟΥ
Γ΄. Ανθρωπομορφισμός
της Χαρόντισσας
Σύμφωνα με το ανθρωπομορφικό σχήμα που υπαινισσόμαστε στο κεφάλαιο αυτό (κεφ. 5), ο Χάρος εννοείται, περαιτέρω, και φέρεται από τον κρητικό λαό, ότι έχει και την οικογένειά του. έχει σπίτι, μάνα, παιδιά και γυναίκα, τη Χαρόντισσα ή Χάρισσα ή Χάραινα, όπως και ο αρχαίος Άδης είχε γυναίκα του την Περσεφόνη! Βέβαια, αν στον αρχαίο Άδη και την Περσεφόνη οι αρχαίοι δεν απέδωσαν παιδιά, επειδή πίστευαν ως απαράδεκτη και αδιανόητη τη διαιώνιση της φθοράς και της λήξης της ανθρώπινης ζωής, όμως ο Χάρος της δημοτικής μας ποίησης απέκτησε τόσο την κόρη του, σύμφωνα προς τον στίχο:
«Τ’ άκουσα από τη Χάρισσα κι από τη Χαροπούλα»[1],
όσο και τον γιο του, σύμφωνα, επίσης, με την στερεότυπη φράση: «γιος του Χάρου»[2].
Ειδικότερα, στο τραγούδι «Φιλονικία μεταξύ της Χαρόντισσας, του Χάροντα και τινος νεογάμβρου»[3], η Χαρόντισσα εμφανίζεται να «μαλώνει» τον Χάρο για τις βδελυρές και αποτρόπαιες πράξεις του:
«Οψές ταχιά[4] επέρνουνε στου Χάροντα
την πόρτα[5]
Κι εγροίκουν τη Χαρόντισσα κι εμάλωνε το Χάρο».
Από την αποστροφή αυτήν-
ότι, δηλαδή, η Χαρόντισσα «εμάλωνε το Χάρο»- θεωρούμε ότι, μάλλον, πρόκειται
για τη μητέρα του (προσωποποίηση της κοινής μάνας γης), που, και λόγω
ηλικίας, θα ταίριαζε περισσότερο να δείχνει τα φιλάνθρωπα αυτά και συμπονετικά
προς τον ανθρώπινο πόνο συναισθήματα, κάτι, εξάλλου, που επιβεβαιώνεται και από
το άλλο μοιρολόγι, με τίτλο: «Ο Χάρος και η μάνα του», από την ίδια Συλλογή του
Π. Βλαστού[6], όπου, εδώ, σαφώς, δηλώνεται
η ταυτότητα της Χαρόντισσας, ως μάνας,
να παραγγέλνει ικετευτικά στον γιο της με λόγια συμπόνιας και οίκτου προς τον
άνθρωπο:
«Υγιέ μου εκεί που μελετάς κι εκεί όπου θα πάεις
Μην πάρεις μάνες με παιδιά κι αδέρφια μ’ αδερφάδεςΜηδέ και πρώτ’ αντρόγυνα, πρωτοστεφανωμένα».
Βέβαια, σε άλλες παραλλαγές,
μαρτυρείται ρητώς η ύπαρξη και γυναίκας του Χάρου, όπως στο
μοιρολόγι με τίτλο «Φιλονικία Χάρωνος μετά της συζύγου του»[7],
ενώ και η ανδρωνυμική- σε άλλο μοιρολόγι[8]-
επίκληση Χάραινα ανάγεται σαφώς στη σύζυγο του Χάρου, οπότε, πράγματι,
μάννα και γυναίκα του Χάρου φαίνονται, κάπως, να συγχέονται μεταξύ τους, γιατί
και οι δυο απαντούν, συνήθως, με τα ίδια ονόματα («Χάρισσα» και «Χαρόντισσα»),
αλλά και γιατί και οι δυο εμφανίζονται να «μαλώνουν» τον Χάρο για τη σκληρότητα
και αδιακρισία του προς τους ανθρώπους. Η σύγχυση αυτή επιτείνεται ιδιαίτερα
στους στίχους των παραλλαγών του μοιρολογιού: «Του Χάρου η μάννα»:
«Τι εγώ ’χω γιο κυνηγητή, άντρα κ’
είναι κουρσευτής».
«Τ’ άκουσα από τη Χάρισσα κι από τη Χαροπούλα»[9]
Σε
άλλη παραλλαγή αυτού του ίδιου μοιρολογιού, με τίτλο: «Φιλονικία Χάρωνος μετά της
συζύγου του»[10], η Χαρόντισσα (σύζυγος, αυτήν τη φορά), αποπαίρνει τον Χάροντα, γιατί
της έφερε, λέγει, έναν «άγγουρο»[11] που της δημιουργεί πολλά
προβλήματα με τις αντιδράσεις του, από το γεγονός ότι ο Χάρος δεν τον άφησε να
χαρεί τη νιότη του. Βλέπουμε, λοιπόν, στο μοιρολόγι αυτό ότι ο λαός της Κρήτης
φαντάζεται «ανθρωπομορφικά» τη γυναίκα του Χάρου να εκτελεί στον Άδη, εν μέσω
των καθημερινά αφικνουμένων νεκρών, καθήκοντα παρόμοια με εκείνα που κάθε
γυναίκα στη ζωή της καλείται να διεκπεραιώσει μέσα στο σπιτικό της:
«Χάρε,
μην παίρνεις άγγουρο μηδέ και παλικάρι,
γιατί το νιον οπού ‘φέρες τη
νιότη δεν εχάρη. Στρώνω του τάβλα να γευτεί και
κλίνη ν’ ακουμπήσει,
πηδά και σβήνει το κερί,
τσαλοπατεί την τάβλα.
Σε
παραλλαγή αυτού του ίδιου τραγουδιού, με τίτλο: «Φιλονικία μεταξύ της
Χαρόντισσας, του Χάροντα και τινος νεογάμβρου»[12],
ο άγγουρος- του προηγούμενου μοιρολογιού- αφορά, πλέον, σε νιόγαμπρο που τρεις, μόλις, μέρες πριν είχε παντρευτεί, και-
σύμφωνα με τη ρητή παραγγελία της Χαρόντισσας- ο Χάρος έπρεπε να τον είχε
«σεβαστεί» και να μην τον είχε «πάρει»[13].
Συνέχεια, λοιπόν, του προηγούμενου τετράστιχου ο νιόγαμπρος απαντά στη
Χαρόντισσα:
«Πώς μου το λες να κοιμηθώ, πώς μου το λές να φάω,
οπού ’μουν
τριμερό-γαμπρος, τριμερο-παντρεμένος,
κι ακόμ’ ο γάμος μου
κρατά κι η συντροφιά μου στέκει,
κι ακόμη τα κουλούρια
μου στσι γειτονιές γυρίζουν,
κι ακόμη τα στεφάνια μου του λιβανιού μυρίζουν;»
Τέλος,
σε παραλλαγή μοιρολογιού αυτής της ίδιας κατηγορίας (μοιρολογιών, δηλαδή, με τη
Χαρόντισσα) και με τον τίτλο: «Η
γειτονιά τουΧάρου»[14], η αγριότητα του Χάρου, που
καταφθάνει στο σπίτι του «χλωμός και μαραμένος» (από την κούραση που εισπράττει από το αιμοχαρές και απάνθρωπο έργο του),
αντιτίθεται σαφώς προς τα συναισθήματα
και την προστατευτική προς τον
άνθρωπο επιρροή της Χαρόντισσας, μάλλον, εδώ, μάνας[15],
όπως την παρακολουθούμε στο παρακάτω μοιρολόγι:
«Οψές αργά εξώμεινα κάτω στον κάτω κόσμο,
Σ’ του Χάροντα τη γειτονιά ήμουνα ξωμονάρης,
κι ήρθε τη νύχτα ο Χάροντας χλωμός και μαραμένος,
κι εμίλιε τση Χαρόντισσας κι εροζονάριζέν[16] τση.
Ανθρώπου μυρωδιά γροικώ[17] γή πάλι φαίνεταί μου; [18]
___________________________________________
[1] Αναγνωστόπουλος 1984, 96- 97.
[2] Πβ., εδώ, και τη βιβλική φράση «υιός του Θανάτου» (Α΄
Βασ. κ΄, 31 και Β΄ Βασ. ιβ΄, 5).
[3] Βλαστός 1850, 1230, αρ. 9.
[4] Δηλαδή, χθες το
πρωί.
[5] Πόρτα=
σπίτι (το μέρος αντί του όλου).
[6] Βλαστός 1850, 1273, αρ. 58. Πβ. και Τσουδερός 1976,
190.
[7] Βλαστός 1850, 1248,
αρ. 30 και 1254, αρ. 35.
[8]
«Οψές ταχιάς επαίρνουμε σ’ του Χάροντα
την πόρτα,
κι εγροίκουνε τη
Χάραινα κι εμάλωνε το Χάρο…»
«Φιλονικία Χάρωνος μετά της συζύγου του»,
Βλαστός 1850, 1254, αρ. 35.[9] Αναγνωστόπουλος 1984, 96.
[10] Βλαστός 1850, 1248, αρ. 30 και 1254, αρ. 35 (όπου
ονομάζεται με το ανδρωνυμικό Χάραινα).
[11] «Άγγουρος» μτφρ. σημαίνει τον έφηβο, τον γιομάτο
σφρίγος και ζωντάνια νέο.
[12] Βλαστός 1850, 1230, αρ. 9.
[13] Βλ. και παραπάνω (σελ. 16) το μοιρολόγι: «Ο Χάρος και
η μάνα του» (Βλαστός 1850 1273, αρ.
58):
Μην πάρεις μάνες με παιδιά κι αδέρφια μ’
αδερφάδες
Μηδέ και
πρώτ’ αντρόγυνα, πρωτοστεφανωμένα».
[14] Βλαστός 1850, 1246, αρ. 25.
[15] Πβ. και Τσουδερός 1976, 190
[16] Ροζοναρίζω<
ιταλ. rogionare= συνομιλώ, κουβεντιάζω.
[17] Γροικώ αντί
μυρίζομαι (κρητ. ιδιωμ.). Πβ. το γνωστό παραμύθι τουL. Bechstein, «Ο
Κοντορεβιθούλης», όπου κι εδώ η καλή και συμπονετική γυναίκα προστατεύει τον
Κοντορεβιθούλη και τα αδέρφια του από τον ανθρωποφάγο δράκοντα, που μόλις
κατέφθασε στο σπίτι του «μυρίζω ανθρώπινο
κρέας» φώναξε απευθυνόμενος στη γυναίκα του.
[18] Σε παραλλαγή του ίδιου μοιρολογιού, υπό τον τίτλο: «Η απόκρυψις νέου», ο Αριστ. Κριάρης
τον ίδιο στίχο τον έχει ως εξής:
«Ανθρώπου μυρωδιά δροικώ γη πούρι (=
μήπως) φαίνεταί μου;»
Χάροντ’ απού το μακελειό ήρθες κι εφάνηκέ
σου».
_____________________________________________
* Συντομευμένα αποσπάσματα Ανακοίνωσης του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, που έγινε
στο συνέδριο με θέμα: «Τα Κρητικά Μοιρολόγια», στα Ανώγεια, στις
13, 14 και 15 Νοεμβρίου 2015, από το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας και τον
Δήμο Ανωγείων
* Συντομευμένα αποσπάσματα Ανακοίνωσης του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, που έγινε
στο συνέδριο με θέμα: «Τα Κρητικά Μοιρολόγια», στα Ανώγεια, στις
13, 14 και 15 Νοεμβρίου 2015, από το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας και τον
Δήμο Ανωγείων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου