ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ
Ο ΑΔΗΣ ΣΤΑ ΚΡΗΤΙΚΑ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ
[Συλλογή Π. Βλαστού, Άσματα Λαϊκά Κρητών ή Συλλογή Κρητικής Ποιήσεως Ποικίλης, τ. Α΄,
1850, ενότητα: «Άσματα Κρητών περί τού Χάρωνος» (1860), σελ. 1209- 1276]
( ΣΥΝΕΧΕΙΑ 1η )
1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Στα
δημοτικά τραγούδια, και προπάντων στα μοιρολόγια,
ο κρητικός λαός αναφέρεται ποικιλοτρόπως στο επίμαχο θέμα τού θανάτου και του τόπου «διαβίωσης» τού ανθρώπου μετά τον θάνατό του, όσο δεν
αναφέρεται σε κανένα άλλο θέμα τής ανθρώπινης ζωής. Είναι, επίσης,
χαρακτηριστικό ότι ο λαός μας στα τραγούδια του αυτά δεν φαίνεται να δέχεται τα
νάματα και τη διδασκαλία τού χριστιανισμού, που κεντρικό, ως γνωστόν, θέμα της
έχει αυτό ακριβώς, τον θάνατο και τη μέλλουσα ζωή. Αντίθετα, στη συντριπτική
πλειοψηφία τους, τα λαϊκά τραγούδια και τα μοιρολόγια τού κρητικού (και,
γενικότερα, σύμπαντος τού ελληνικού λαού) πηγάζουν κατευθείαν από την ελληνική
αρχαιότητα, από την οποία διατηρούν και μεταφέρουν πλούσια λαϊκά και θρησκευτικά
στοιχεία, προσφιλή, πάντως, και ακίνδυνα, αφού, όσο τίποτε άλλο, φανερώνουν την
αδιάκοπη πορεία και φυσική συνέχεια
τού εθνικού βίου και πολιτισμού τού Νεοέλληνα, δίνοντάς του, ταυτόχρονα, την εθνική του αυτοπεποίθηση και αυτοεπιβεβαίωση. Γι’ αυτό και η ορθόδοξη Εκκλησία
δεν επεδίωξε ποτέ να φιμώσει ή να καταπνίξει τον αυθορμητισμό των τραγουδιών
αυτών τού λαού μας.
Ο λαός μας στα
μοιρολόγια του πιστεύει, γενικά, ότι η ζωή στον Κάτω Κόσμο (στον τρομερό Άδη
των αρχαίων Ελλήνων), που ακολουθεί το
γεγονός τού θανάτου τού ανθρώπου, είναι μια ζωή φόβου, αηδίας και φρικώδους
αποστροφής, ενώ ο θεός που βασιλεύει εκεί, ο
Χάρος, παριστάνεται, συνήθως, ως ένας καβαλάρης κατάμαυρος, ανίκητος και
φοβερά απεχθής και μισητός για τον άνθρωπο.
Στη
Συλλογή τού Παύλου Γ. Βλαστού που εναπόκειται
στα Γενικά Αρχεία τού Κράτους- Ιστορικό
Αρχείο Κρήτης, στα Χανιά, εντοπίσαμε μεγάλη συλλογή πενήντα τριών (53)
χειρόγραφων σελίδων, του εν λόγω ακάματου Κρητός Λαογράφου, με εξήντα ένα (61)
συνολικά μοιρολόγια και Τραγούδια τού Χάρου (ειδικός τίτλος τής
συλλογής: «Άσματα Κρητών περί του Χάρωνος»
(1860) και βρίσκεται στον τ. Α΄,
υπό τον γενικό τίτλο: «Άσματα Λαϊκά
Κρητών ή Συλλογή Κρητικής Ποιήσεως ποικίλης», σελ. 1209- 1276, χρονολ.
1850).
Ύστερα από
προσεκτική μελέτη των μοιρολογιών αυτών διαπιστώσαμε ότι, από μόνα τους. τα
τραγούδια αυτά αποτελούν μιαν πλήρη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα καταγραφή τού
συγκεκριμένου είδους κρητικών μοιρολογιών για τον Χάρο, μέσα από τα οποία
λεπτομερώς διαγράφεται η εικόνα τού Χάρου (εξωτερική και εσωτερική), όπως αυτή
έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, ανά τους αιώνες, στην αντίληψη τού κρητικού
λαού.
Το γεγονός αυτό
είναι που μάς έδωσε την ιδέα τής παρούσας μελέτης υπό τον τίτλο: «Ο
Χάρος και ο Άδης στα Κρητικά Μοιρολόγια», ενώ σε αυτό συνέτεινε και η
επιθυμία μας να αξιοποιήσουμε και προβάλλουμε, έτι περαιτέρω, τη Συλλογή αυτήν
τού μεγάλου Ρεθυμνίου λαογράφου, που δεν έχει, ομολογουμένως, επαρκώς
αξιοποιηθεί από τους διάφορους συλλογείς και μελετητές. Η παρούσα εργασία μας,
λοιπόν, μελετά, βασικά, τα εξήντα ένα αυτά μοιρολόγια τού Χάρου τής εν λόγω
συλλογής τού Π. Βλαστού, που, λόγω τής ποσοτικής και ποιοτικής επάρκειάς τους,
μας δίνουν μιαν πλήρη κι εξαντλητική για τον Χάρο και τον Άδη εικόνα,
όπως αυτή διαμορφώθηκε ανά τους αιώνες στη πίστη τού κρητικού λαού, ενώ,
παράλληλα, κάνουμε και συχνή αναφορά και συγκριτική μελέτη και με μοιρολόγια
άλλων γνωστών Κρητών Συλλογέων (Κριάρη, Γιανναράκη, Τσουδερού, Αποστολάκη
κ.λπ).
Ειδικότερα, με τη παρούσα μελέτη μας ερευνάται το Βασίλειο
τού Χάρου (ο Άδης) και το πώς
εμφανίζεται ο Χάρος στα Κρητικά
μοιρολόγια, με ταυτόχρονη παράθεση και των σχετικών στίχων. η εξωτερική
εμφάνισή του (άντρας άγριος, φοβερός στην όψη, συνήθως καβαλάρης πάνω σε
μαύρο άλογο) και ο χαρακτήρας του
(καταστροφέας, ζηλόφθονος, ανοικτίρμων, αλαζόνας και μισητός). Ερευνάται,
επίσης, ο ανθρωπομορφισμός τού Χάρου
(κουράζεται, χλωμιάζει, φωνάζει, μαλώνει με τους ανθρώπους, παρακολουθεί στα
κρυφά τις κινήσεις των θυμάτων του, σφυρίζοντας, τάχατες, αδιάφορα), αλλά και της
μητέρας- συζύγου του, της Χαρόντισσας,
που εμφανίζεται και αυτή κατά τρόπο ανθρωπομορφικό να διαμαρτύρεται έντονα και
να μαλώνει τον Χάρο, να του δίνει παραγγελιές, να συγυρίζει και να «φροντίζει»
τους νεκρούς τού Άδη. Μελετώνται, τέλος, οι μεταμορφώσεις
τού Χάρου, το περίφημο χαροπάλεμα
(πάλη τού Χάρου με τον άνθρωπο, που αντιδρά στην προσπάθεια τού πρώτου να τον
πάρει από τη ζωή) και, τελικά, το «λάβωμα
τού θανάτου», με νικητή, κατά κανόνα, τον Χάρο.
Στην εν λόγω συλλογή τού Π. Βλαστού («Άσματα Κρητών περί Χάρωνος») και στον
συγκεκριμένο χειρόγραφο τόμο (Π. Βλαστού, Άσματα
Λαϊκά Κρητών ή Συλλογή Κρητικής ποιήσεως ποικίλης, τ. Α΄, 1850), θα
γίνονται στο εξής οι παραπομπές τής παρούσας μελέτης μας. Ο τόμος αυτός γνώρισε
πρόσφατα το φως τής δημοσιότητας, με φωτομηχανική ανατύπωση[1], σε δύο τόμους
[Α΄ και Β΄, Χανιά 2013, σχ. 8ο
(20Χ14), σσ. 655], από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους- Ιστορικό Αρχείο
Κρήτης.
Σημειώνουμε, επίσης, ότι όλα
τα τραγούδια τού Π. Βλαστού τα μεταφέρουμε- μόνο
ως προς την ορθογραφία- στην επικρατούσα σήμερα ορθογραφική μορφή. Έτσι,
για παράδειγμα, τον στίχο τού μοιρολογιού στον Βλαστό:
«Νά βάλη νηαίς αντί μηλιαίς και νηούς για κυπαρίσσια»
τον μεταφέρουμε στη σύγχρονη
ορθογραφία ως εξής:
«Να βάλει νιες αντί μηλιές και νιούς για
κυπαρίσσια».
2. Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ
Ο Χάρος των
δημοτικών τραγουδιών, σαν κύριο όνομα, προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό όνομα Χάρων (-ωνος), από ρίζα χαρ- (χαίρω, χαρά) και τούτο, φυσικά κατ’
ευφημισμόν από το ομώνυμο επίθετο ο, η
χάρων, που χρησιμοποιείται με τη σημασία τού «χαροπός», για χαρακτηρισμό κυρίως τού λιονταριού, του αετού και
των Κυκλώπων, δεδομένου ότι το επίθετο «χαροπός»
στον Όμηρο, Ησίοδο και Σοφοκλή χαρακτηρίζει κατ’ εξοχήν την απαστράπτουσα λάμψη
των ματιών των αρπακτικών πουλιών και ζώων. Και ο Χάρος, λοιπόν, ονομάζεται
έτσι από τα αστραφτερά του μάτια.
Ο Χάρος (Χάρων) είναι άγνωστος στον Όμηρο και τον
Ησίοδο ως εκτελεστής τού αδυσώπητου τής φθοράς νόμου και ως ψυχοπομπός. Κατ’
αυτούς οι ψυχές έφθαναν μόνες τους στον Άδη ή με τη συνοδεία τού ψυχοπομπού Ερμή. Ο Χάρος (Χάρων) των αρχαίων
Ελλήνων έχει λαϊκή βάση. Μνημονεύεται για πρώτη φορά τον έκτο αιώνα στο χαμένο
έπος «Μινυάς», του ποιητή Πρόδικου, μεγάλο μέρος του οποίο κατέχει η κάθοδος τού
Θησέα και του Πειρίθοου στον Άδη και- με την ευκαιρία αυτήν- γίνεται στο εν
λόγω έργο και μια ακριβής περιγραφή τού Άδη. Από τη σκηνή αυτήν τού Άδη
εμπνεύστηκε ο ζωγράφος Πολύγνωτος και
ζωγράφισε στους τοίχους τής Λέσχης των Δελφών τον Χάρο, σαν γέροντα πορθμέα που
μεταφέρει τις ψυχές τού έφηβου Τέλιδα
και τής παρθένου Κλεοβοίας από τη μιαν
όχθη τού ποταμού Αχέροντα στην άλλη[2].
Από την
τοιχογραφία εκείνη στους Δελφούς φαίνεται ότι ξεπήγασαν όλες οι μεταγενέστερες
παραδόσεις και εμπνεύσεις των αρχαίων Ελλήνων για τον Χάρο (Χάροντα), τον γιο τού Ερέβους και της Νύκτας – ως πορθμέα των
ψυχών, αντί ενός οβολού, από τη μιαν όχθη τού Αχέροντα ποταμού στην άλλη - ταυτιζόμενον
άλλοτε με τον Θάνατο (τη θεότητα, με
τα αγριωπά μάτια, που χτυπούσε τα θύματά της και με τα κορμιά τους πλούτιζε τον
Άδη) και άλλοτε συγχεόμενο στη λαϊκή φαντασία με τον Άδη (που κατέτρωγε τις σάρκες των θυμάτων του[3]). Τελικά, και
ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη αποστολή που είχε ο κάθε θεός από αυτούς, ο Άδης,
ο Θάνατος
και ο Χάρων εξέφραζαν την ίδια ιδέα[4].
Ειδικότερα, ο Χάρος παριστανόταν σαν εύρωστος και αυστηρός
γέροντας, με μακριά άσπρη γενειάδα, σπινθηροβόλα μάτια, μαυροφορεμένος, με
βρώμικο χιτώνα από τις λάσπες τού ποταμού. Σε μεταγενέστερους χρόνους οι
παραστάσεις του ταυτίστηκαν από τον λαό με τις παραστάσεις τού Θανάτου. Αυτός ο Χάρος (Χάρων) των
αρχαίων Ελλήνων, επειδή ακριβώς έχει λαϊκή την προέλευση, είναι τελείως
άγνωστος στην Αγία Γραφή. Με την πάροδο τού χρόνου ο Χάρος, σαν περισσότερο
δημοφιλής στα λαϊκά στρώματα, αντικατέστησε πρώτα τον προσωποποιημένο Άδη και ύστερα τον επίσης προσωποποιημένο και
περισσότερο δημοφιλή Θάνατο, θεότητα
τής ομηρικής εποχής και αδελφό τού Ύπνου. Όλες οι ιδέες και παραστάσεις για τον
Άδη, Θάνατο, και Χάρο (Χάροντα) των αρχαίων Ελλήνων, με την πάροδο τού χρόνου,
συγχωνεύτηκαν και διατηρήθηκαν από τον ίδιο τον λαό στον προσωποποιημένο νεοελληνικό
Χάρο, που κατακλύζει πια τα
νεοελληνικά μοιρολόγια και, μάλιστα, και μετά την επικράτηση τού Χριστιανισμού,
όπως δέχεται ο Γ. Σπυριδάκης[5]. Γι’ αυτό στα
νεοελληνικά μοιρολόγια δεν είναι καθόλου συνήθεις χριστιανικές αναφορές
συνειδητής πίστης στον Θεό. Εκπλήσσει,
μάλιστα, το γεγονός ότι- παρά την εξαιρετική σημασία που αποδίδουν στην Ανάσταση
τού Χριστού η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο ίδιος ο ελληνικός λαός- στα μοιρολόγια
δεν υπάρχει η παραμικρή πίστη σε ανάσταση των νεκρών, όπως την πιστεύει η
Ορθοδοξία. Και όχι απλά η λέξη κόλαση
είναι ανύπαρκτη στα Κρητικά Μοιρολόγια, αλλά ούτε και οι λέξεις Παράδεισος, Ουρανός, Άδης δίνονται ως
συνώνυμες. Ο Άδης, όπως τον συναντάμε στα Μοιρολόγια είναι κοινός για όλους,
δίχως να ξεχωρίζει σε Κόλαση και Παράδεισο. Δεν υπάρχουν τιμωρίες για τους
αμαρτωλούς και ο Άδης των δημοτικών τραγουδιών φαίνεται να συγγενεύει ξεκάθαρα
προς τον Άδη τής αρχαίας Ελλάδος. Είναι η βέβαιη και γενική κατάληξη μετά τον
θάνατο, όπου οι ψυχές εξακολουθούν μεν να ζουν και να υπάρχουν (ως σκιές πλέον),
αλλά το σώμα εξαφανίζεται και χάνεται[6]. Μάλλον,
λοιπόν, κάποιες φορές, εντελώς ασυναίσθητα, μαζί με τον Χάρο, «μπλέκει» η
μοιρολογήτρα στα μοιρολόγια της και τον Θεό όχι, όμως, με την πίστη που απαιτεί
από τον πιστό χριστιανό η ευαγγελική διδασκαλία. Έτσι, στο μοιρολόγι τής
συλλογής τού Γ. Τσουδερού «Μάνας για το γιο τζη που τον εσκότωσεν αστροπελέκι»[7] η μάνα πάνω στον
πόνο της, για τον αδόκητο θάνατο τού παιδιού της, μάλλον ασυναίσθητα και επηρεασμένη
από την καθημερινή πραγματικότητα (πβ. επιφώνηση αχ Θέ μου!), βάζει στο στόμα της και το όνομα τού Θεού (ως ανώτερου
τού Χάρου, από τον οποίο ο Χάρος παίρνει τις διαταγές, όπως κατά την αρχαιότητα
τις έπαιρνε από τον Πλούτωνα[8], τον οποίο,
μάλιστα, και ελέγχει και ψέγει δριμέως, κατά το ανθρώπινο, γιατί τακτοποίησε με
αυτόν τον τρόπο τα πράγματά Του και επέτρεψε στον Χάροντα να χαθούν τα τόσα
κάλλη και η ομορφιά τού παλικαριού της:
«Παιδί μου, κανακάρη μου,
φως μου κι απαντοχή
μου,
πώς σ’ έκαμεν ο
Χάροντας
σήμερ’ ανεβουλής[9]
μου;
……………………………
Θε μου, πώς τα κουλάντρισες
ούλα τα σόρντινά σου
κι άφηκες και
χυθήκανε
τα κάλλη τσ’ αφεντιάς
του;»
Έτσι, στο
νεοελληνικό μοιρολόγι ο Χάρος, βασικά, έγινε δεκτός, γιατί άρεσε και
προσαρμοζόταν άριστα στη δεκτικότητα τής λαϊκής ψυχής, χωρίς, πάντως, να
λησμονηθεί τελείως ούτε ο Θάνατος,
ούτε ο Άδης των αρχαίων Ελλήνων[10]. Το γεγονός
τούτο επιβεβαιώνει την προέλευση τού νεοελληνικού
Χάρου από τον Χάρο (Χάροντα) τής κλασικής αρχαιότητας, γνώμη
που ασπάζονται και ο Ν. Πολίτης και ο Στ. Κυριακίδης[11].
3. ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ
Ξεκάθαρη
περιγραφή τής μορφής τού Χάρου δεν έχουμε πουθενά. Εμφανίζεται, συνήθως,
σκιώδης, σαν φάντασμα, με περιγραμμικές αδρές πινελιές. Βγαίνει για να
μακελέψει πότε πεζός, ξυπόλυτος, και πότε καβαλάρης, πάνω σε μαύρο άλογο, φορώντας
και ο ίδιος μαύρα, ενώ αλλού εμφανίζεται και με λευκά ρούχα και μάτια σαν την
αστραπή[12]. Έτσι, ο
Διγενής στο τραγούδι «Ο Διγενής και ο Χάρος»[13] μονολογεί:
«Κανένα δεν εδείλιασα από τους
αντρειωμένους,
κι
εδά είδα έναν ξυπόλυτο και μαυροφορεμένο
φορεί τού ξωτικού μαλλιά, τής αστραπής τα μάτια».
Αναλυτικότερα,
σε πολλά μοιρολόγια, στο «αντροκάλεσμα» (όπου, δηλαδή, το υποψήφιο θύμα ζητά να
«παλέψει» με τον Χάρο), δηλώνεται και η εξωτερική εμφάνιση τού Χάρου πάντοτε ως
«άντρα» και, μάλιστα, καλαντρειωμένου
Στο
μοιρολόγι «Αι τρεις θυγατέρες τής καλογριάς κι ο Χάρος»[15] έχουμε και μιαν
άλλη, φρικιαστική, περιγραφή τής εξωτερικής εμφάνισης τού Χάρου, που δίνει,
μάλλον, την εντύπωση σκελετού, καταχανά
(βρικόλακα):
«Ποιος
είσαι άγριο φάντασμα κι όποιος σε ιδεί φοβάται,
το αίμα
επάγωσε, το λοϊκό σκορπάται.
Είσαι
πετσί και κόκαλα, καταχανάς τού άδη,
Σύρε
να πας εις το καλό, θανατικού σημάδι».
Παρόμοια, και περισσότερο σαν εφιάλτης που έρχεται μέσα στον ύπνο[16], εμφανίζεται
ο Χάρος και σε άλλο μοιρολόγι, όπου το υποψήφιο θύμα τον νιώθει πάνω του σαν θεριό να τον καταπατεί στο στήθος και το
στόμα:
«’Να όνειρο 'νειρεύτηκα κι ήθελα να σας το
‘πα.
Ένα
θεριό μ’ επάτησε στο στήθος και στο στόμα,
κι απήτις και μ’ επάτησε, με πιάν’ απού τη
χέρα,
στο
Νάδη περπατούσαμε μιαν Παρασκή ούλη μέρα»[17].
Ως θηρίο (θεριό) που κατατρώγει τους
ανθρώπους εμφανίζεται και σε άλλα μοιρολόγια ο Χάρος, όπως και στο επόμενο,
όπου μια μάνα στον Άδη «επιβεβαιώνει»
τον γιο της- σαν να μη το είχε εκείνος ακόμα καλά- καλά συνειδητοποιήσει- ότι
τον «έφαγε» κι αυτόν ο Χάρος κι έτσι βρέθηκε κοντά της στον Κάτω Κόσμο κι όχι
ότι κατέβηκε στον Άδη (σύμφωνα με προηγηθείσα δήλωσή του) «τη μάνα του για να
δεί, αφήνοντας στη ζωή γυναίκα και μωρό παιδί»:
« Ο Χάρος, γιε μου, σ’ έφαε κι
εσένα
μα δε ντα άφηνες για μένα»[18].
Με όλως διαφορετική, τέλος, εικόνα εμφανίζεται ο Χάρος
στο μοιρολόγι «Ο Νικολάκης εις τον Άδην»[19]. Εδώ, ο Χάρος
εμφανίζεται ως «άγγελος» που ζητά από τον Νικολάκη να τού παραδώσει την ψυχή
του:
«Άγγελος ήρθε, μάνα, και ζητά μου,
να πάρει την
ψυχή μ’ από κοντά μου.
-Μην τού τη
δώσεις, γιέ μου, την ψυχή σου,
γιατί ευθύς θα
λύσει το κορμί σου,
θα λιώσει το
κορμί να γίνει χώμα,
κι η λυγερή σου
γλώσσα με το στόμα…»
________________________________________
[1] Οπότε υπάρχει ταύτιση των παραπομπών τού πρωτότυπου-
χειρογράφου τού Βλαστού με τη εν λόγω φωτομηχανική
ανατύπωσή του.
[2] Αναγνωστόπουλος 1984, 68. Decharme χ.χ., 483.
[3] Το όνομα Άδης
στο πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων εξέφραζε την οριστική αφάνεια τού υπόγειου
κόσμου, στον οποίον, πράγματι, παραμένει περιορισμένος ο Άδης, θεός τερατώδης,
πελώριος, στυγνός, αμείλιχτος, άκαμπτος σε κάθε ικεσία (Decharme χ.χ., 472 και 474).
[4] Χιλιαδάκης 1929, 21.
[5] Αναγνωστόπουλος 1984, 72.
[6] Παπαδογιάννης
1973, 137.
[7] Τσουδερός
1976, 42.
[8] Πρόκειται για ευφημισμό τού Άδη (= διανομέας τού
Πλούτου), γιατί παλιά ο Άδης νομιζόταν θεός τής γεωργικής αφθονίας. Πρόκειται
για προσπάθεια τής ελευσίνιας λατρείας να διαλλάξει τις αρχαίες και φοβερές
έννοιες των θεών τού θανάτου προς ιδέες περισσότερο ευχάριστες, ώστε ο Άδης να
μην προκαλεί πάντοτε φόβο (P. Decharme χ.χ., 475).
[9] «Ανεβουλής μου» ([α]στερ.+ βουλή)= χωρίς τη θέλησή
μου.
[10] Πβ., σχετικά, το μοιρολόγι «Παράκλησις εραστού προς
τον Θάνατον» (Βλαστός 1850, 1269, αρ. 50), όπου ο εραστής «παρακαλεί» τον
Θάνατο και «προσκυνά» τον Χάρο:
«Ο Θάνατος εμήνυσε μαντάτο με τον Χάρο,
ν’ αφήσω
την αγάπη μου να τήνε πάρουν άλλοι,
και τότε
τού μηνώ κι εγώ με τον αμπασαδόρο,
-Παρακαλώ
σε, Θάνατε, και προσκυνώ σε Χάρε,
για να μ’
αφήσεις να χαρώ κι εγώ δυο τρεις ημέρες».
[11] Αναγνωστόπουλος 1984, 72.
[12] Πβ. Παπαδογιάννης 1973, 135- 136.
[13] Βλαστός 1850, 1273, αρ. 59.
[14] «Ο Χάρος και ο νιος», Βλαστός 1850, 1228, αρ. 7.
[15] Βλαστός 1850,
1234, αρ. 12.
[16] Ο όρος εφιάλτης χρησιμοποιείται για να
περιγράψει ένα όνειρο, που προκαλεί μια δυνατή δυσάρεστη αισθηματική
αντίδραση σε αυτόν που το βιώνει. Η αντίδραση, συνήθως, είναι φόβος ή τρόμος,
προκαλεί ακόμα και αισθήματα πόνου, πνιγμού και θανάτου, ενώ, πολλές φορές,
δημιουργεί και την αίσθηση ότι κάποιος πέφτει από μεγάλο υψόμετρο.
[17] Αποστολάκης 20102, 381, αρ. 638.
[18] Γυναίκα, δηλαδή, και μωρό παιδί. Αποστολάκης 20102, 385, αρ. 643.
[19] Βλαστός 1850,1260,
αρ. 40.
Ο λαός μας στα
μοιρολόγια του πιστεύει, γενικά, ότι η ζωή στον Κάτω Κόσμο (στον τρομερό Άδη
των αρχαίων Ελλήνων), που ακολουθεί το
γεγονός τού θανάτου τού ανθρώπου, είναι μια ζωή φόβου, αηδίας και φρικώδους
αποστροφής, ενώ ο θεός που βασιλεύει εκεί, ο
Χάρος, παριστάνεται, συνήθως, ως ένας καβαλάρης κατάμαυρος, ανίκητος και
φοβερά απεχθής και μισητός για τον άνθρωπο.
Ένα
θεριό μ’ επάτησε στο στήθος και στο στόμα,
[4] Χιλιαδάκης 1929, 21.
[8] Πρόκειται για ευφημισμό τού Άδη (= διανομέας τού
Πλούτου), γιατί παλιά ο Άδης νομιζόταν θεός τής γεωργικής αφθονίας. Πρόκειται
για προσπάθεια τής ελευσίνιας λατρείας να διαλλάξει τις αρχαίες και φοβερές
έννοιες των θεών τού θανάτου προς ιδέες περισσότερο ευχάριστες, ώστε ο Άδης να
μην προκαλεί πάντοτε φόβο (P. Decharme χ.χ., 475).
[14] «Ο Χάρος και ο νιος», Βλαστός 1850, 1228, αρ. 7.
Ανακοίνωση του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, με θέμα: «Τα Κρητικά Μοιρολόγια», που έγινε στα Ανώγεια, στις 13, 14 και 15 Νοεμβρίου 2015, από το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας και τον Δήμο Ανωγείων.
( σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου