ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΑΝΕΥΡΕΘΕΝΤΟΣ ΤΑΦΟΥ ΤΩΝ ΙΕΡΟΜΑΡΤΎΡΩΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΙΣΣΟΥ



ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΑΝΕΥΡΕΘΕΝΤΟΣ ΤΑΦΟΥ ΤΩΝ ΙΕΡΟΜΑΡΤΎΡΩΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΙΣΣΟΥ

       ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ



     Με εξαιρετικό ενδιαφέρον παρακολούθησα το ρεπορτάζ τού Μανούσου Κλάδου, στην εφημερίδα «Ρέθεμνος», της 17ης Οκτωβρίου 2015, για τον νεοαποκαλυφθέντα Τάφο των πέντε Ιερομαρτύρων τής ιστορικής Μονής τού Αγίου Πνεύματος, Κισσού, Αγίου Βασιλείου και την απάντηση, στο αμέσως επόμενο φύλλο (24/10/2015), του Συνταξ. δασκάλου, τ. Αντ/ρχου Παιδείας Δήμου Αγίου Βασιλείου και συγγραφέα τού βιβλίου τής Μονής κ. Γιώργη Ν. Τσιγδινού, με τίτλο: «Οι ανακρίβειες ενός χειρογράφου για τη Μονή Αγίου Πνεύματος Κισσού». Ο Γ. Τσιγδινός είναι γεγονός ότι έχει μελετήσει καλά το θέμα και ως Πρόεδρος τού «Κοινωνικού Εκπολιτιστικού Συλλόγου Κισσανών “Το Άγιο Πνεύμα”», τίμησαν προσηκόντως τους εν λόγω ιερομάρτυρες πολύ πριν την ανακήρυξή τους σε Αγίους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στις 15 Ιουνίου 1981, με μεγαλειώδη γιορτή, κατά την οποία αποκαλύφθηκε και η πλάκα που μέχρι σήμερα κοσμεί τον περίβολο τής Μονής και αναφέρεται επακριβώς στο γεγονός τού μαρτυρίου τους στις 15 Ιουνίου 1821:


«Ο Ηγούμενος και οι μοναχοί

Της Μονής του Αγίου Πνεύματος

Σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους

Το μαρτυρικό μοναστήρι

Πυρπολήθηκε και ισοπεδώθηκε

Στις 15 Ιουνίου 1821

Γιατί ήταν εστία που φώτιζε

Με τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη

Το σκλαβωμένο Γένος»[1].

  

  Το επίμαχο χειρόγραφο προέχεται από την πένα τού Κισσανού δασκάλου Ιωάννου Β. Αλεξανδράκη (1882- 1972) και πραγματικά η προσφορά του, όπως αποδείχθηκε, υπήρξε καταλυτική στον εντοπισμό τής θέσης τού τάφου των Ιερομαρτύρων τής Μονής τού Κισσού, θέμα για το οποίο γνωρίζω προσωπικά με πόσο ζήλο και αγωνία το επεξεργαζόταν, καιρό τώρα, ο Ηγούμενος τής Μονής π. Βαρθολομαίος Ξερουδάκης. Από την αρχή, κιόλας, της ανάληψης των καθηκόντων του δυο πράγματα έβλεπα ότι αποτελούσαν τη βασική αγωνία και μέριμνά του . αφενός να ανεύρει τον τάφο των αγίων Ιερομαρτύρων τής Μονής (τού Ηγουμένου και των μοναχών αυτής), που σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους στον γενικό ξεσηκωμό, στις 15 Ιουνίου 1821 και, αφετέρου, να συντελέσει, το ανθρωπίνως δυνατόν, στην εν γένει ανάδειξη και αναδημιουργία τής Μονής που τού διαπιστεύθηκε η Εκκλησία, πράγματα που τα έχει καταφέρει επαξίως μέχρι σήμερα και είναι, γι’ αυτό, άξιος τού δικαίου επαίνου.

         Όμως, είναι γεγονός ότι το χειρόγραφο Αλεξανδράκη ενώ φάνηκε τόσο χρήσιμο στο θέμα τού εντοπισμού και της ανεύρεσης τού τάφου των Νεομαρτύρων (και αυτό λόγω προσωπικών τού συγγραφέα του εμπειριών, από τα μαθητικά του, ακόμα, χρόνια στη Σχολή τού Αγίου Πνεύματος), όμως μπορεί να προσφέρει άσχημες υπηρεσίες αν δεν προσεχθούν- σε τυχόν μελλοντικά τής Μονής δημοσιεύματα- οι ιστορικές ανακρίβειες που υπέδειξε ο κ. Γιώργης Τσιγδινός με τις απόλυτα ακριβείς και τεκμηριωμένες διορθώσεις του επ’ αυτού, και μάλιστα σχετικά με τον επίσκοπο Λάμπης Άγιο Μεθόδιο Συλιγάρδο (η μνήμη τού οποίου τιμάται στις 9 Ιουλίου), αλλά και όποιες, ίσως, άλλες ανακρίβειες μπορεί να υπάρχουν, που δεν τις γνωρίζω, γιατί δεν το έχω διαβάσει προσωπικά.

        Το χειρόγραφο, δηλαδή, Αλεξανδράκη εμπλέκει, ανιστόρητα, τον άγιο επίσκοπο Μεθόδιο στη σφαγή τού Ηγουμένου και των μοναχών τής Μονής! Όμως, ο άγιος Μεθόδιος όχι μόνο αυτός δεν μεθόδευσε τη σφαγή των μοναχών τού ποιμνίου του (και για ποιο λόγο, αλήθεια;), αλλά, αντίθετα, άλλοι μεθόδευσαν τη δική του σωματική εξόντωση και δολοφονία και μάλιστα με εμπλοκή, εδώ, και κληρικού (του ηγουμένου τής Καλόειδαινας Φαράντου) και, ίσως, και περισσότερων κληρικών. Και είναι αυτό, μάλλον, που «μπέρδεψε» τον αείμνηστο δάσκαλο Αλεξανδράκη, ώστε να υποστηρίξει το αντίθετο ακριβώς . να καταλογίσει, δηλαδή, ευθύνες σε έναν αθώο και μάλιστα επίσημα ανακηρυγμένο Άγιο τής τοπικής μας Εκκλησίας. Και, το κυριότερο, εδώ, είναι (όπως ορθά επισημαίνει ο κ. Τσιγδινός), ότι ο Άγιος Μεθόδιος έζησε σε μιαν όλως διαφορετική εποχή (+1795), είκοσι έξι, δηλαδή, ολόκληρα χρόνια πριν από τα γεγονότα στο Άγιο Πνεύμα (15/6/1821), που έχει ιστορικά αποδειχθεί ότι συνδέονται άμεσα με την κήρυξη τής Επανάστασης τού 1821 και μάλιστα με τις πρώτες ημέρες αυτής, όταν τα πρώτα θύματα στον βωμό τής ελευθερίας ήταν συλλήβδην οι επίσκοποι και κληρικοί τής Εκκλησίας τής Κρήτης.

     Απαγχονίστηκε, τότε, ο επίσκοπος Κισάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκης, φυλακίστηκε ο Κυδωνίας Καλλίνικος Σαρπάκης «εις την πλέον εσωτερικήν και ασφαλή φυλακήν»[2], σφαγιάστηκε ο Πέτρας Ιωακείμ και συνελήφθη ο Ρεθύμνης άγιος Γεράσιμος Περδικάρης, που φυλακίστηκε στις κατοπινές φυλακές και των αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων (παρά τον βενετσιάνικο λιμένα, εκεί στις καμάρες τού προχώματος που προφύλασσε το μικρό λιμάνι και που από κάτω του ήταν κούφιο και σιδηρόφρακτο και χρησιμοποιούνταν από τους Τούρκους ως φυλακή) και το επόμενο έτος (αρχές Ιουλίου 1822) μαρτύρησε και αυτός απαγχονισθείς από τον πλάτανο τής ομώνυμης πλατείας τού Ρεθύμνου και, σαν να μην έφτανε αυτό, του καταξέσχισαν, στη συνέχεια, και το στήθος «ζῶντος ἒτι»,ποσπάσαντες θηριωδς τήν καρδίαν του» (Κριτοβουλίδης). Στις 24 Ιουνίου 1821 ο μητροπολίτης Κρήτης Γεράσιμος Παρδάλης εκτελέστηκε «διά δεκατριών σφαιρών πιστολιού» και σφαγιάστηκαν τέσσερις επίσκοποι (ο Κνωσού Νεόφυτος Φυντικάκης, ο Χερρονήσου Ιωακείμ, ο Λάμπης και Σφακίων Ιερόθεος και ο Σητείας Ζαχαρίας). Σφαγιάστηκαν, επίσης, ο Πέτρας Ιωακείμ Κλώντζας και ο βοηθός τού Κρήτης Διοπόλεως Καλλίνικος, καθώς και πλήθος κατώτερων κληρικών, ηγουμένων και λαϊκών[3]. Τότε, λοιπόν, είναι που σφαγιάστηκαν και οι μάρτυρες τής Μονής τού Αγίου Πνεύματος Κισσού και τότε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με την υπ’ αριθμ. 837 (της 21ης Σεπτεμβρίου 2000) Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του, διεκήρυξε την αγιότητα τού Ρεθύμνης Γερασίμου, καθώς και των λοιπών επισκόπων τής Εκκλησίας τής Κρήτης, του Μητροπολίτη, των κληρικών και λαϊκών τής περιόδου 1821-1822 που σφαγιάσθηκαν από τους Τούρκους και τότε καθιερώθηκε από το Πατριαρχείο να τιμώνται και οι ανευρεθέντες άγιοι Μάρτυρες τής Μονής τού Αγίου Πνεύματος Κισσού, ενώ ο η μνήμη τού επισκόπου Μεθοδίου εορτάζεται σε διαφορετική ημερομηνία (9 Ιουλίου), ατομικά, και μόνο γι’ αυτόν.

       Και μια που ανακινήσαμε το όλον θέμα τής δολοφονίας τού Μεθοδίου Συλιγάρδου, αναφέρομαι με λίγα λόγια και σε αυτό προς ενημέρωση των αναγνωστών μας. Είναι αλήθεια ότι οι χρόνοι τής αρχιερατείας τού Μεθοδίου (1782- + 9 Ιουλίου 1795) ήταν ιδιαίτερα δύσκολοι για την Εκκλησία και τον εν γένει πληθυσμό τής Κρήτης, πράγμα που φαίνεται και από το γεγονός ότι ο εν λόγω Ιεράρχης διαδέχθηκε στην επισκοπή Λάμπης δυο επισκόπους, που έμειναν στη διοίκηση τής επισκοπής του λίγους, μόνο, μήνες ο καθένας, γιατί απλούστατα δεν μπόρεσαν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους κάτω από τις συνθήκες βίας και αυθαιρεσίας των Τούρκων αλλά και των εκπροσώπων των τοπικών αρχών ακόμα και αυτών των ιδιωτών[4]. Να σημειώσουμε, επίσης, ότι είκοσι, μόλις, χρόνια πριν (1770) οι Γενίτσαροι είχαν σφάξει και τον τότε επίσκοπο Λάμπης, αγνώστων λοιπών στοιχείων, και δημεύσει το οικοδόμημα τής επισκοπής στη Λαμπηνή.  

      Το πρόβλημα, στη συνέχεια, που οδήγησε στη δολοφονία τού Μεθοδίου Συλιγάρδου παρουσιάζεται, βασικά, από δυο εκκλησιαστικά έγγραφα και δύο σουλτανικά φιρμάνια (των ετών 1786 και 1795 τα τελευταία), που αφορούν και τα δύο στο ίδιο θέμα τού διαχειριστικού ελέγχου των μοναστηριακών περιουσιών τής επισκοπικής περιφέρειας Λάμπης, τον καιρό που επίσκοπός της ήταν ο Μεθόδιος Σιλιγάρδος. Και τα εν λόγω δύο φιρμάνια προοικονομούν, επίσης- όπως και το πρώτο των παραπάνω δύο εκκλησιαστικών εγγράφων- το κυρίαρχο, κατά την αρχιερατεία τού Μεθοδίου, κλίμα βίας και αυθαιρεσίας όχι μόνον των Τούρκων (α΄ εκκλησιαστικό έγγραφο), αλλά και των ημετέρων (α΄ και β΄ φιρμάνι), κατάσταση, γενικά, που μεθόδευσε τη στυγερή δολοφονία τού Μεθοδίου.

      Το περιεχόμενο των δύο φιρμανιών, εν ολίγοις, έχει ως εξής . ενώ, σύμφωνα με το Πατριαρχείο τής Κωνσταντινούπολης, κατά τον «διορισμό» των Μητροπολιτών καλώς αναφέρεται, εις τα εκάστοτε εκδιδόμενα φιρμάνια, να έχουν αυτοί το δικαίωμα να ελέγχουν τους λογαριασμούς των Επιτρόπων των Μοναστηριών τής επισκοπικής περιφέρειάς τους, όμως αυτό δεν συμβαίνει και με τα μοναστήρια τής Καλόειδαινας, Πρέβελη, Αγίου Πνεύματος και Βούλγαρη, στα οποία οι Επίτροποι- στηριζόμενοι και στην παρέμβαση και άλλων εξωγενών παραγόντων εκ των κατοίκων των συγκεκριμένων επαρχιών- δεν επιτρέπουν επ’ ουδενί στον οικείο επίσκοπο τη διεξαγωγή διαχειριστικού ελέγχου, αλλά εξακολουθούν να τρώγουν και να σφετερίζονται τα εισοδήματα των εν λόγω Μοναστηριών. Με τα συγκεκριμένα φιρμάνια, λοιπόν, παρέχεται βασιλική προστασία στον οικείο επίσκοπο προς διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου.

        Μέσα σε αυτό το κλίμα βίας και αυθαιρεσίας μεθοδεύτηκε η δολοφονία τού επισκόπου Μεθοδίου Συλιγάρδου από πραγματικούς εχθρούς τής Εκκλησίας, όπως τους κατονομάζει πατριαρχικό έγγραφο, τού Οικουμενικού Πατριάρχη Γερασίμου Γ΄- τόσο Οθωμανούς όσο και ημετέρους- και μάλιστα από συγκεκριμένα πρόσωπα τής επισκοπής Λάμπης, που τον παρέδωσαν στα χέρια των Τούρκων για προσωπικά και άνομα συμφέροντά τους. Ο Μεθόδιος, δηλαδή, συνειδητά και εν γνώσει του, με την αγέρωχη και γενναία στάση του κατέστη «δύσχρηστος» στους εχθρούς του (αλλόθρησκους και ομοφύλους), ελέγχοντας δριμέως τα σχέδια και τις πράξεις αυτών και προασπιζόμενος γενναία τους πιστούς και τα συμφέροντα τής Εκκλησίας κατά των αυθαιρεσιών και τής θηριωδίας των κατακτητών, πράγμα που τους εξώθησε στη σωματική εξόντωσή του. Οπότε, είναι αυτός ο ίδιος που προκάλεσε και ως οι μάρτυρες επιζήτησε τον θάνατό του, γνωρίζοντας, ασφαλώς, ότι η ευθαρσής αυτή και ιδιαίτερα ελεγκτική στάση του έναντι των σχεδίων τού αιμοχαρούς αντιπάλου και των λοιπών εξωγενών παραγόντων, τον οδηγούσε κατ’ ευθείαν στον μαρτυρικό θάνατο και την σωματική του εξόντωση και δεν έγινε το ακριβώς αντίθετο (κατά το χειρόγραφο Αλεξανδράκη), δηλαδή ο επίσκοπος να μεθόδευσε την εξόντωση τού ποιμνίου του, των μοναχών και του ηγουμένου τής ιστορικής Μονής τού Αγίου Πνεύματος Κισσού.




   [1] Γιώργη Ν. Τσιγδινού, Η Μονή και η Σχολή του Αγίου Πνεύματος, Ρέθυμνο 1998, 22. 

   [2] Τρύφων Ευαγγελίδης, «Ανέκδοτον έγγραφον εκ Σφακίων», περιοδ. «Μύσων», τ. Α΄, τεύχ. 1ο (1935), Αθήνα, 40. Πβ. Ι.Δ.Μουρέλλου, Ιστορία τής Κρήτης, Ηράκλειον Κρήτης 1931, 420 και Στεργίου Γ. Σπανάκη, Μνημεία τής Κρητικής Ιστορίας, τ. V, 1969, 488- 489.

   [3] Γρηγορίου Παπαδοπετράκη, Ιστορία των Σφακίων, ήτοι μέρος τής Κρητικής Ιστορίας, Εν Αθήναις 1888 (1971), 229. Μεν. Γ. Παρλαμά, «Ιστορικά και βιογραφικά σημειώματα τού Στεφάνου Νικολαΐδου», Κρητικά Χρονικά, έτος Γ΄ (1949), τεύχ.ΙΙ, 312. Του Ίδιου, Ανάλεκτα, Ηράκλειο 1988, 231. Πβ. και Στεφ. Ξανθουδίδου, Επίτομος Ιστορία τής Κρήτης, Εν Αθήναις 1909, 127, Θεοχάρη Δετοράκη, Μηνάς ο Μεγαλομάρτυς, ο άγιος τού Μεγάλου Κάστρου, Ηράκλειον 1995, 110 και Θεοχ. Δετοράκη, «Η Εκκλησία τής Κρήτης κατά την Τουρκοκρατία (1645- 1898)», στο συλλογικό έργο Κρήτη: Ιστορία Πολιτισμός, τ. β΄, Κρήτη 1988, 448- 449 και Ευγενίου Αντωνοπούλου, «Τοις Εντευξομένοις», στο: Ακολουθία των Αγίων Νεομαρτύρων των κατά τα έτη 1821 και 1822 εν Κρήτη μαρτυρησάντων, Έκδοσις Ιεράς Επαρχιακής   Συνόδου τής Εκκλησίας τής Κρήτης,  Ηράκλειον 2001, 33.

   [4] Στέργιος Μιχ. Μανουράς, «Ο επίσκοπος Λάμπης Μεθόδιος (1782- 9 Ιουλίου 1795+)», Κουρήτης 3 (Μάιος- Ιούνιος 1982),  87.



Δεν υπάρχουν σχόλια: