ΑΛΗΘΙΝΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ
ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑΣ
ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Το έθιμο την Πρωταπριλιά οι εφημερίδες να δημοσιεύουν μια, συνήθως, ψευδή είδηση, που να δημιουργεί αμηχανία, προβληματισμό, συχνά γιατί όχι και πανικό, στους αναγνώστες τους είναι πολύ παλιό. Η είδηση, όμως, που δημοσίευσε, για τον σκοπό αυτόν, στην εφημερίδα του «Αστραπή», γύρω στα 1925, ο φιλόλογος εκδότης της Στέλιος Δρακάκης, είναι μοναδική στην πρωτοτυπία της και δεν έχει, απ’ ό, τι μπορούμε να γνωρίζουμε προηγούμενό της στην ιστορία τού εθίμου. Γι’ αυτό και, επικαίρως, την μεταφέρουμε, στο σημείο αυτό, ως ένα, ακόμα, αυθεντικό ιστορικό ανέκδοτο τού τόπου μας.
Ο Δρακάκης, λοιπόν, δεν ορρώδησε, δεν έκανε πίσω ούτε στιγμή να… «πεθάνει» τον εαυτό του αιφνίδια από… καρδιακή προσβολή και να τον κηδεύει «την επαύριον 10ην πρωινήν εκ του καθεδρικού Ναού των Εισοδίων τής Θεοτόκου τής πόλεώς μας…». Ήταν, λοιπόν, παραμονή Πρωταπριλιάς και μετά τα μεσάνυχτα η εφημερίδα τού Δρακάκη, με την είδηση καταπέλτης, βρισκόταν στο πιεστήριο εν ατμώ…Την ίδια ώρα ο Δρακάκης βάζει τον τυπογράφο του, τον Σπύρο Μαραγκουδάκη, και τυπώνει και νεκρόσημα, αγγελτήρια τού θανάτου και της… κηδείας του, ενώ, ταυτόχρονα, εξαπολύει τον πιτσιρικά τού τυπογραφείου να τα τοιχοκολλήσει «ανά τας οδούς και ρύμας τής πόλεως».
Αξημέρωτα, ακόμα, της ημέρας τής κηδείας του, ο Δρακάκης πίσω από το παράθυρο τού σπιτιού του, με μισάνοιχτες τις γρίλιες παρακολουθεί τσιμογελαστός, τρίβοντας τα χέρια του από χαρά και παρακολουθώντας το «black humour» τής εφημερίδας του τι απήχηση και τι αντιδράσεις θα είχε στον κόσμο. Πώς η κοινωνία τού Ρεθύμνου θα αντιμετώπιζε «την αναγγελθείσα συγκοπή τής καρδίας του». Ήταν μια επιθυμία του, τέλος πάντων, να δει ο άνθρωπος «ιδίοις όμασιν» την αγάπη που οι συμπολίτες του έτρεφαν προς το πρόσωπό του.
Την ώρα τής… «κηδείας» μαζεύτηκαν κάτω από το σπίτι του όλοι οι Ρεθυμνιώτες και περίμεναν την ώρα που θα κατέβαζαν τον νεκρό. Μια στιγμή ανοίγει η πόρτα και βλέπουν να βγάνουν και να τοποθετούν μπροστά στην πόρτα μια καρέκλα. Πίστεψαν ότι η ώρα πλησίαζε. Ο κόσμος συνέχιζε να περιμένει με περιέργεια και αγωνία και μια στιγμή βλέπει κατάπληκτος τον υποτιθέμενο νεκρό Στέλιο Δρακάκη να παρουσιάζεται κατενώπιόν τους γελαστός και ακμαίος. Ανεβαίνει, στη συνέχεια, πάνω στην καρέκλα και τους χαιρετά όλους με τα χέρια ψηλά. Την αμηχανία διαδέχτηκαν ζητωκραυγές και χειροκροτήματα και όλοι σπεύσανε να τον συγχαρούν που ήταν ζωντανός. Αυτός τους ευχαρίστησε όλους που ήλθαν στην… «κηδεία» του και για την τόση προθυμία τους να τον… κηδέψουν και να τον…θάψουν μεγαλοπρεπώς![1].
Και κάποια, ακόμα, ευτράπελα
Οι τελάληδες ή ντελάληδες ήταν γραφικοί τύποι τής πόλης μας που διαλαλούσαν και διαφήμιζαν, «στεντορεία τη φωνή», προϊόντα και στις δυο αγορές τής πόλης μας (τη Μικρή <Μεγάλη Πόρτα> και Μεγάλη <Τσάρου>), αντί ευτελούς αμοιβής. Τέτοιοι ήταν ο Ζαμφώτης και ο Σαράφης. Επιδεικνύοντας, κάποτε, ο πρώτος- καθώς ανάγγελνε την είδησή του- μια τεράστια μπριζόλα φρεσκοκομμένη, πληροφορούσε τους Ρεθεμνιώτες με τα εξής, ανεκδοτολογικά, έκτοτε, λόγια: «Ο Μπεζώκος[2] έσφαξενε εδά ετούτονε το μουσκάρι. Γλακάτε μωρέ κι όποιος προλάβει».
Άλλοι τελάληδες ήταν ο Γαρμπής, ο Ηλίας, ο Γκρανής ο Κλαψούρης και Σαλιάρης, ο Στρατής ο Μετεωρολόγος και Χρονομέτρης, ο Γκόγκος, ο Βαγγέλης ο Φούσκος και ο Κακός Αέρας.
Ο Κακός Αέρας, από τα Περβόλια, από τους φανατικότερους οπαδούς τού Βάκχου ήταν ένας από τους τελάληδες τού παλιού Ρεθύμνου. Άγριος, μελαχρινός λες και φυσούσε βοριάς με κείνο το περπάτημά του το δαιμονισμένο, το αλλοπαρμένο βλέμμα του και τα μουστάκια του που ανέμιζαν σαν τον φλόκο τού καραβιού, που ξέχασαν να τον στεριώσουν στην πρύμη[3]. Περπατούσε συνεχώς σαν σίφουνας, φυσώντας και ο ίδιος, λες και περνούσε δυνατός αέρας, τρικλίζοντας και μετρώντας τις αποστάσεις από το ένα μέχρι τ’ άλλο πεζοδρόμιο. Μούντζωνε όλους τους μαγαζάτορες, περιέπαιζε όσα ζωντανά βρίσκονταν μπροστά του, σφύριζε στους περαστικούς. Συνήθως, έτρεχε βιαστικός τα ξημερώματα να προφτάσει να πουλήσει τις σαλάτες του στους πρωινούς πελάτες του, στην οδό Αρκαδίου (Τσάρου τότε), στο Μεϊντάνι και τον Πλάτανο.
Κάποτε, μεταξύ άλλων, φέρεται ότι διαλαλούσε και τα εξής γραφικά: «Μωρέ, εχάθηκενε μια γκατσίκα κερασάτη και γκαστρωμένη, με άσπρη ζώνη και στακτί κολόρι (τα οπίσθια της κατσίκας). όποιος τηνε βρει ρεγάλο θα πάρει μεγάλο!». Και σε άλλη περίπτωση ακούστηκε, πάλι, να διαλαλεί και να λέγει: «Επόθανενε, μωρέ, κι ο Χατζημπεκυράκης στον Πλάτανο (ήταν τουρκοκρητικός), μόνο μην τύχει και πάτε ούλοι μαζί, για θα χαλάσει το σπίτι!».
[1] Το ιστορικό ανέκδοτο διέσωσε ο Κ. Μαμαλάκης στην "Κρητική Επιθεώρηση" τής 25/9/1966.
[2] Πρόκειται για παρωνύμιο τού Θεμιστοκλή Γοβατζιδάκη, του μεγαλοχασάπη τού Ρεθύμνου, αδελφού τού Γιάννη, βουλευτή, και του Μανόλη, που υπήρξε Δήμαρχος Ρεθύμνου. Ο Μπεζώκος υπερβολικά ευτραφής, είχε πολλά λεφτά και καθόταν μόνιμα σε ένα τραπέζι πίνοντας τον καφέ του και, ταυτόχρονα, ρουφώντας τον ναργιλέ του. Από αυτό το τραπέζι ο Μπεζώκος ρύθμιζε και κανόνιζε όλες τις δουλειές τού μαγαζιού του.
[3] Νενεδάκης Ανδρέας, Οι Βουκέφαλοι, Αθήνα 1991, 128..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου