ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ * * * Το Ρέθυμνο και οι Μάρτυρές του

 

1.    Οι Άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες με κρητικές ενδυμασίες (έργο Ι. Μ. Σωτήρος, Κουμπέ)

   ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

 

Το Ρέθυμνο και οι Μάρτυρές του

(Ιστορική αναδρομή στην αποκάλυψη των Τάφων τους, στη φυλακή τους στον πύργο Σου Κουλέ, στον Κήπο και στους δρόμους που τους αφιέρωσαν επί Κρητικής Πολιτείας)


           ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

            (http://ret-anadromes.blogspot.com)


          Οι τάφοι τους

  Η αποκάλυψη, τον Απρίλιο του έτους 2002, των τεσσάρων Τάφων των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων- Γεωργίου, Αγγελή, Μανουήλ και Νικολάου (εικ. 1)- κάτω απὸ τον ενιαίο, μέχρι τότε, τάφο τους (αὐτὸν τοῦ ἔτους 1904), στὴ νοτιοδυτικὴ γωνία τού ναού τού Αγίου Γεωργίου Περιβολίων (εικ. 2), αποτελεί για τον τόπο γεγονός υψίστης θρησκευτικής σημασίας. σημασίας που αγγίζει βαθιά τόσο την πνευματική ταυτότητα του ναού και των Περιβολίων- του τόπου που κράτησε στα σπλάχνα του, για δύο, περίπου, χρόνια (1824–1826), τα τίμια λείψανά τους- όσο και της πόλης και του νομού, γενικότερα, που σεμνύνονται και καυχώνται για την ρεθεμνιώτικη, από τις Μέλαμπες, Αγίου Βασιλείου, καταγωγή τους.

2.   Οι τέσσερις Τάφοι των Αγίων, στον Ι. Ναό του Αγίου Γεωργίου Περιβολίων.

Οι μάρτυρες, είναι οι κατεξοχήν Άγιοι της Εκκλησίας. Ανάμεσα στους διαφόρους χορούς των Αγίων- σύμφωνα με την αρχαία χριστιανική παράδοση- οι Μάρτυρες κατέχουν ξεχωριστή και εξέχουσα θέση, αμέσως μετά τους Αποστόλους και τους Ευαγγελιστές. Οι πρώτοι που τύχαιναν τιμής και αναγνώρισης της αγιότητάς τους ήταν, πάντοτε, οι μάρτυρες, τους οποίους οι πιστοὶ (κλήρος και λαὸς) τιμούσαν αμέσως μετὰ τὸ μαρτύριό τους με μιαν αδιάσπαστη ομοφωνία. Ἡ θυσία τής ζωής ήταν και παραμένει η υπέρτατη και πιο εύγλωττη πράξη πίστης και αφοσίωσης στον Θεό. Για τούτο και «ήρωας» της Εκκλησίας θεωρούνταν και είναι κατεξοχήν ὁ «μάρτυς» κι έπειτα ο «άγιος». Έτσι, οι Μάρτυρες υπήρξαν οι πρώτοι και κορυφαίοι άγιοι της Εκκλησίας, οι «πολύφωτοι αστέρες» αυτής και τα «μυρίπνοα άνθη» Της, που διαμόρφωσαν τα πνευματικά πρότυπα όλων των μεταγενέστερων Αγίων.

 Έχουμε, λοιπόν, και στο Ρέθυμνο τέτοιους λεβέντες μάρτυρες- προστάτες της πόλης, ενδεδυμένους- όπως τους βλέπεις στις αγιογραφίες τους- με τις κρητικές τους βράκες, με γνήσιο και υψηλό αντρίκειο φρόνημα και αδιάφθορη κρητική πρεπιά (βλ. εικ. 1), που έχυσαν το ιερό και πανάγιο αίμα τους και πότισαν με αυτό την ομώνυμη πλατεία τής πόλης μας. Μια πλατεία που, για τον λόγο αυτόν, δεν μπορεί ποτέ να πάψει πια να φέρει το τίμιο κι ευλογημένο όνομά τους. Η πλατεία αυτή, η μεγαλύτερη και κεντρικότερη του Ρεθύμνου έχει, είναι γεγονός, ταυτιστεί απόλυτα με τους μάρτυρές της, ώστε, έκτοτε, δεν την ακούς με άλλο όνομα. 

Και χαίρω ιδιαίτερα- και το μοιράζομαι με ευγνωμοσύνη - που πριν από είκοσι και πλέον χρόνια, από τη θέση της τριμελούς Επιτροπής Ονοματοδοσίας Σχολείων της Περιφέρειας Κρήτης, στην οποία είχα την τιμή ως μέλος να συμμετέχω, παρακολούθησα με συγκίνηση τον Σύλλογο Διδασκόντων του 3ου Γυμνασίου να προτείνει ως πρώτη επιλογή για την ονομασία του σχολείου τους το όνομα «Τέσσερις Μάρτυρες». Ένα όνομα που δικαιωματικά τους ανήκει και αποδόθηκε από την Επιτροπή στο σχολείο, το οποίο κυριολεκτικά ζει και αναπνέει  κάτω από τη σκιά των εν λόγω Ρεθεμνιωτών Μαρτύρων.

 

  Δρόμοι αφιερωμένοι στους 4 Μάρτυρες επί Κρητικής Πολιτείας- Φυλακή των Μαρτύρων

 Η οδός «Τεσσάρων Μαρτύρων» επί Κρητικής Πολιτείας- όταν από την ρωσική κατοχική δύναμη δόθηκαν, για πρώτη φορά, ονόματα στους δρόμους του Ρεθύμνου- ήταν ένας ασήμαντος δρομίσκος, η σημερινή οδός Μοσκοβίτου, παράλληλα και βόρεια της οδού Πρίγκηπος (σημερινής  Παλαιολόγου). Εκεί ένα γύρο ανευρίσκουμε και τις οδούς Αγγελή, Νικολή, Μανόλη, Γεωργίου, που φέρουν τα ονόματα ενός εκάστου και των λοιπών αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων. Το σύνολο των δρόμων αυτών οριοθετεί τον χώρο φυλάκισής τους, στον Προμαχώνα του Λιμανιού και στον Κήπο του Πρίγκιπα Γεωργίου, που στα τουρκικά ονομαζόταν Γκιουλ Μπαξές (= ωραίος κήπος) και με παραφθορά Γκιουλούμπασης, όπως μας είναι η περιοχή φυλάκισης των Αγίων σήμερα γνωστή.

    Για τη δημιουργία αυτού του κήπου λέγεται ότι, όταν το 1898 εγκαταστάθηκαν στο Ρέθυμνο οι Ρώσοι, αποφάσισαν να δημιουργήσουν έναν δημοτικό κήπο στην περιοχή γύρω από τον πύργο Σου Κουλέ, όπου σήμερα βρίσκεται το τελωνείο. Ο Διοικητής του Ρεθύμνου, Θεόδωρος ντε Χιοστάκ, έδωσε εντολή στις 23 Νοεμβρίου 1898 «…προς εξωράϊσιν της πόλεως να φυτευθεί κήπος επί των προχωμάτων της οχυρώσεως του λιμένος…». Την επίβλεψη του έργου ανέλαβε ο μηχανικός Μιχαήλ Σαββάκης, ενώ υπεύθυνος για τη διαχείριση των χρημάτων ορίστηκε ο Ρώσος υπολοχαγός Δολγκώφ. Ο κήπος αυτός ονομάστηκε «Δημοτικός», καθότι δεν υπήρχε ακόμη ο σημερινός Δημοτικός Κήπος. Βρισκόταν ως δέκα μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και έδινε την εντύπωση των «Κρεμαστών Κήπων» τής Βαβυλώνας. Οι ρίζες των δέντρων θα έφθαναν, ασφαλώς, χαμηλά ως κάτω στις καμάρες τού προχώματος που προστάτευε το μικρό λιμάνι, κάτω από το οποίο υπήρχαν δυο σιδηρόφρακτες αποθήκες, χρησιμοποιούμενες από τους Τούρκους ως φυλακές (εικ. 3).

3.   Στη φωτογραφία αυτήν από τον Gerola (1905;) έχουμε μια γενική εικόνα του Βενετσιάνικου Λιμανιού. Της φυλακής των Τεσσάρων Μαρτύρων (στο κέντρο), του Υγειονομικού Σταθμού (αριστερά) και των κήπων (μόλις διακρίνονται κάποια δέντρα), που, δέκα μέτρα ψηλά πάνω από την θάλασσα, έδιναν την εντύπωση... «Κρεμαστών Κήπων» της Βαβυλώνας.

 Εκεί, στις κάθυγρες αυτές και σκοτεινές αποθήκες, φυλακίστηκαν για τέσσερις περίπου μήνες, πριν από το μαρτύριό τους (28/ 10/1824), οι Άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες του Ρεθύμνου. Τα τελευταία χρόνια πριν από την Κατοχή (1935), στον κήπο αυτόν φύονταν κυρίως φοίνικες, αλμυρίκια και άλλα δέντρα. Το 1931, επί υπουργίας Ν. Ασκούτση, ο κήπος, ο προμαχώνας και οι φυλακές των Αγίων κατεδαφίστηκαν, και στη θέση τους ανεγέρθηκε το τελωνείο από τον μηχανικό Γ. Τσίχλη. Κατά την εκσκαφή των θεμελίων ανευρέθηκαν ψηφιδωτά, τα οποία, όμως, δεν διασώθηκαν ούτε και χρονολογήθηκαν.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΝΑΥΜΑΧΙΑΣ ΝΑΥΑΡΙΝΟΥ * * * Βίκτωρ Ουγκώ * ένας μεγάλος Φιλέλληνας ποιητής * * Αποσπάσματα από το ποίημά του «Ναυαρίνο»

Εικ. 1. Βίκτωρ Ουγκώ (1802-1885)

 ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΝΑΥΜΑΧΙΑΣ ΝΑΥΑΡΙΝΟΥ

Βίκτωρ Ουγκώ ένας μεγάλος Φιλέλληνας ποιητής

Αποσπάσματα από το ποίημά του «Ναυαρίνο»

 

         ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

      www.ret-anadromes.blogspot.com

 

  Ο Ουγκώ (1802-1885) (εικ. 1) υπήρξε, αναμφισβήτητα, ένας μεγάλος φιλέλλην, αλλά και φίλος και ολόθερμος υπερασπιστής και διαλαλητής της ελευθερίας και των δικαίων όλων των λαών. Ο Ουγκώ δεν έβλεπε την Ελλάδα μόνο ως ιστορική μνήμη, αλλά και ως ζωντανή αδελφή, ως μάνα του πνεύματος. Η Ελλάδα του Ομήρου και του Μπάιρον δεν ήταν απλώς σύμβολα· ήταν οι δύο καρδιές που χτυπούσαν μέσα στο στήθος του ποιητή. Η φωνή του Ουγκώ, σαν αρχαίος χρησμός, διαπερνά τους αιώνες και φτάνει ως εμάς, υπενθυμίζοντας πως η ποίηση δεν είναι απλώς τέχνη, αλλά πράξη ελευθερίας.

 Ο θάνατος του Λόρδου Βύρωνος (εικ. 2) στο Μεσολόγγι φαίνεται πως υπήρξε το πρώτο ισχυρό ερέθισμα για τον νεαρό τότε Ουγκώ, ώστε να υψώσει τη φωνή του για την Ελλάδα. Ο θάνατος του Βύρωνα ήταν η σπίθα που άναψε το φιλελληνικό πάθος του Ποιητή. Και ήταν, τότε, μόλις είκοσι δύο ετών, όταν, ανάμεσα στα άλλα έγραφε: «Εμείς του χρωστούμε βαθιά ευγνωμοσύνη. Έδειξε στην Ευρώπη πως οι ποιητές της Νέας Σχολής και αν δεν λατρεύουν πια τους θεούς της κλασικής Ελλάδας, πάντα, όμως, θαυμάζουν τους ήρωές της. Και λιποτάχτες αν είναι του Ολύμπου, τουλάχιστο ποτέ δεν αποχωρίστηκαν από τις Θερμοπύλες». Και συνεχίζει: 

Εικ. 2. Ο μεγάλος φιλέλληνας Λόρδος Βύρων

«(…) Ελλάδα του λόρδου Μπάιρον, Ελλάδα του Ομήρου,

Εσύ γλυκιά μας αδελφή, εσύ δική μας μάνα».

        Τρία χρόνια αργότερα, στις 20 Οκτωβρίου του 1827, ξεσπά η Ναυμαχία του Ναυαρίνου (εικ. 3), η περίφημη εκείνη σύγκρουση μεταξύ του ευρωπαϊκού και του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου, όταν ο τριεθνής στόλος, υπό τους ναυάρχους Δεριγνύ, Κόδριγκτον και Χέυδεν, κατατρόπωσε τον τουρκοαιγυπτιακό τού Ιμπραήμ έξω από το Ναυαρίνο, πράγμα που άλλαξε τη μοίρα του Αγώνα και άνοιξε τον δρόμο για την ελληνική ανεξαρτησία. Η θάλασσα του Ναυαρίνου δεν φιλοξένησε απλώς πλοία· έγινε καθρέφτης της ευρωπαϊκής συνείδησης, όπου η ελευθερία αντανακλάται μέσα από τα συντρίμμια. Οι Τούρκοι ηττήθηκαν κατά κράτος και αναγκάστηκαν να ελευθερώσουν την Πελοπόννησο από τα στρατεύματά τους. Γύρω στις 6 το απόγευμα, η λιμνοθάλασσα είχε γεμίσει από τα κατεστραμμένα πλοία του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Δώδεκα φρεγάτες, είκοσι δύο κορβέτες και είκοσι πέντε μικρότερα σκάφη βυθίστηκαν, ενώ 6.000 άνδρες σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν. Λέγεται ότι πολλοί από τους πυροβολητές του τουρκοαιγυπτιακού στόλου, κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, ήταν δεμένοι, για να μην μπορούν να απομακρυνθούν. Έτσι, όταν τα πλοία τους βυθίζονταν, όλοι συμπαρασύρονταν μαζί τους στον υγρό τους τάφο και πνίγονταν. Οι σύμμαχοι, αντίθετα, έχασαν 172, μόλις, άνδρες, ενώ οι τραυματίες ανήλθαν σε περίπου 500. Δύο πλοία καταστράφηκαν ολοσχερώς και αρκετά υπέστησαν εκτεταμένες ζημίες.

Εικ. 3. Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΟΥ ΝΑΥΑΡΙΝΟΥ (Απόδοση του έργου από αυτόπτη μάρτυρα, υδατογραφία, Μουσείο Μπενάκη)

Στο ομώνυμο ποίημα του Ουγκώ, η Ελλάδα του Ομήρου και του Μπάυρον δεν είναι απλώς λογοτεχνικές αναφορές· είναι οι δύο αρτηρίες που τροφοδοτούν την καρδιά του ποιητή. Το Ναυαρίνο είναι η πόλη με τα γραμμένα σπίτια, η χρυσοθόλωτη ή σαν εμψυχωμένη λευκή Ναυαρίνα. Οι δυο ουγκικές Ελλάδες και οι δυο ρομαντικά καταστόλιστες, η Ελλάδα του Ομήρου και η Ελλάδα του Μπάυρον, δισυπόστατη θεότητα, χορεύουν πάνω στα συντρίμμια των τουρκοαιγυπτιακών καραβιών. Ο Βίκτωρ Ουγκώ εκφράζει τη χαρά και ικανοποίησή του για την καταστροφή του στόλου των Τούρκων, λυπάται, όμως, που ο Κωνσταντίνος Κανάρης (1793-1877), ο πυρπολητής-θρύλος, που είναι και ο πρωταγωνιστής του ποιήματος, δεν ήταν εκεί για να το απολαύσει και να ολοκληρώσει με το δικό του χέρι την καταστροφή. Είναι η απουσία που πονάει τον Ουγκώ. Γιατί το «Ναυαρίνο» του Β. Ουγκώ με τον Κανάρη αρχίζει και με τον Κανάρη διαπνέεται. Είναι γεγονός ότι η φλόγα του δεν έκαψε τα πλοία, αλλ’ άναψε την ψυχή του ποιητή:

«Κλάψε, Κανάρη, εσύ ο λαίλαπας των πελάγων να βρεθείς μακριά από το Ναυαρίνο, εκατόν είκοσι εχθρικά καράβια να χαθούν χωρίς εσένα, να μην καούν από Σένα!». Και συνεχίζει: «Αλλά παρηγορήσου, Κανάρη, η Ελλάδα σου είν’ ελεύθερη! Ελλάδες του Ομήρου και του Μπάυρον, εσύ η αδελφούλα μας και η μάνα μας εσύ, ψάλλετε, ανίσως η πικραμένη σας φωνή δεν έχει σβήσει από τα γοερά σας ξεφωνητά! Καημένη Ελλάδα, ήσουν τόσο ωραία και δεν σου ταίριαζε να ’σαι μέσα στο μνήμα!».

Και αφού ο Ποιητής μάς ζωγράφισε στο «Ναυαρίνο» πανηγυρικά τον γενικό χαλασμό του εχθρού, ξαναγυρνά νοσταλγικά στο κατανυκτικό του μοιρολόγι, που, όχι, δεν είναι μοιρολόι· είναι ύμνος που μεταμορφώνεται σε ελπίδα, σαν τον Φοίνικα που αναγεννάται μέσα από τις στάχτες του. Το θέμα τού το δίνει η σπαραγμένη κι αιματοκύλιστη Ελλάδα:

«Ω! Νικήσαμε! Ναι η Αφρική ηττήθηκε. Τον ψευδοπροφήτη κάτω απ’ τα πόδια του ο αληθινός Θεός πατά... Για πολύ καιρό οι λαοί έλεγαν: «Ελλάδα»! Ελλάδα! Ελλάδα! Πεθαίνεις. Φτωχέ, απελπισμένε λαέ, στους πύρινους μέσα ορίζοντες μέρα με τη μέρα ξεψυχάς. Του κάκου, για να σε γλιτώσουμε, δοξασμένη κι αγαπημένη πατρίδα, ξυπνούμε τον κοιμισμένο στον άμβωνά του ιερέα, του κάκου ζητιανεύουμε έναν στρατό για σένα από τους βασιλιάδες μας. Οι βασιλιάδες μας όμως κουφοί, οι άμβωνές μας σιωπηλοί. Το όνομά σου δεν ζεσταίνει πια παρά μόνο τις καρδιές των ποιητών! Ένας λαός είναι καρφωμένος στο σταυρό, τι σημασία έχει, αλίμονο, σε ποιο σταυρό! Ως και οι θεοί σου φεύγουν! Παρθενώνες, Προπύλαια, τείχη ελληνικά, κόκκαλα από τις πολιτείες σου τις κολοβωμένες, όπλα γίνεστε στα χέρια των απίστων! Αλλ’ ας γίνει τώρα ο θρήνος μας περίχαρο ανάκρουσμα! Ο παλιωμένος κολοσσός, ο Τούρκος, πάει, ξαναστριμώχνεται στην Ανατολή, η Ελλάδα είναι ελεύθερη και μέσα από το μνήμα του ο Μπάιρον χειροκροτεί το Ναβαρίνο».  

  Το Ναυαρίνο του Ουγκώ δεν είναι απλώς μια ωδή στη νίκη· είναι και μια καταγγελία της σιωπής των ισχυρών. Καταδικάζεται η αδιαφορία των κυβερνήσεων και της Παπικής Εκκλησίας, ενώ τονίζεται το καθήκον συμπαράστασης των Γάλλων προς τους Έλληνες, η περηφάνια τους για τη συμμετοχή τους στη ναυμαχία του Ναυαρίνου, όπου, σύμφωνα με τον στίχο του Ουγκώ, «όταν η Γαλλία μπαίνει στη μάχη, η τύχη αλλάζει» για την Ελλάδα.

Ο Ουγκώ δεν γράφει για την Ελλάδα· γράφει ως Ελλάδα. Η φωνή του γίνεται η φωνή ενός λαού που αρνείται να πεθάνει. Η αδελφική έξαρση, ο ενθουσιασμός για την Ελλάδα και η ποιητική δεινότητα χαρακτηρίζουν τον Ουγκώ στο ποίημά του αυτό, όπως και τους περισσότερους ρομαντικούς ποιητές και διανοούμενους της εποχής, και καταγράφονται σε δυνατούς μαχητικούς τόνους. Πρωτοστατούν τα επαναστατικά ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης με κυρίαρχη την αρχή της ελευθερίας, ριζωμένης βαθιά στη συλλογική μνήμη του 19ου αιώνα.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΧΡ. ΑΛΙΠΡΑΝΤΗ * * * Ο ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ * 1897- 1859 * * Ο ΝΕΟΣ ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

ΝΙΚΟΛΑΟΥ  ΧΡ. ΑΛΙΠΡΑΝΤΗ

 

         Ο  ΟΣΙΟΣ  ΙΩΣΗΦ  Ο  ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ

                                    1897- 1859

          Ο ΝΕΟΣ ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

                                          [Εταιρεία Γραφικών Τεχνών «ΑΒΕΛ», Αθήνα 2020, σχ. 8ο (15Χ20), σσ. 176]

 

 

                     ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

               www.ret-anadromes.blogspot.com

         

 

Ο κ. Νίκος Χρ. Αλιπράντης, από το όμορφο νησί της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής, την Πάρο, είναι φιλόλογος, ιστορικός, λογοτέχνης, δημοσιογράφος, συγγραφέας δεκάδων βιβλίων και μελετών σχετικών με την Πάρο και την ιστορία της και από το έτος 1979 και εκδότης του έγκριτου περιοδικού «Παριανά» (Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών). Του κ. Ν. Αλιπράντη, πριν λίγες μέρες, μαζί με το περιοδικό «Παριανά», γίναμε αποδέκτες ενός νέου βιβλίου του, με τίτλο: «Ο  όσιος  Ιωσήφ  ο  Ησυχαστής (1897- 1859) ο νέος Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Πρόκειται για την 3η επανέκδοση, από τον «Προοδευτικό Σύλλογο Λευκιανών Πάρου», του παρουσιαζόμενου με το σημείωμά μας αυτό βαθιά ψυχωφέλιμου βιβλίου και 1η μετά την επίσημη τού εν λόγω Παριανού Γέροντος αγιοκατάταξη.

Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής, κατά κόσμον Φραγκίσκος Κόττης γεννήθηκε στις Λεύκες Πάρου στις 2 Νοεμβρίου 1897 από πολύτεκνη οικογένεια οκτώ τέκνων. Η αναχωρητική του ιδιότητα και το εύρος της ασκητικότητάς του και της κατά Χριστόν ενσυνείδητης και έμπονης ζωής του θα φανεί, ήδη, από την ασκητική πορεία που ακολούθησε σε εξαιρετικά δυσπρόσιτους τόπους της αθωνικής Πολιτείας.

Πρώτος σταθμός του υπήρξαν τα περίφημα Κατουνάκια, ύστερα η Βίγλα, στην περιοχή της Ι. Μονής Μεγίστης Λαύρας, επιθυμώντας ακόμα σκληρότερη άσκηση στην απόλυτη ησυχία και στη νοερά προσευχή. Όμως, το πνεύμα του ανήσυχο πάντα και επιζητώντας την απόλυτη σιωπή και κατάνυξη τον ώθησε και πάλι στα Κατουνάκια, αφιλόξενο, βραχώδες και επιβλητικό τοπίο, στο νοτιότατο άκρο της αθωνικής χερσονήσου. Ακολουθεί και άλλη μετακίνησή του προς τον Άγιο Βασίλειο, τη φορά αυτήν, όπου με άλλο συνασκητή του, τον Γέροντα Αρσένιο, από τον Πόντο, επιδίδονται σε νέες επίπονες ασκήσεις στην κακοτράχαλη, συνήθως, του Άθω κορυφή. Η καθημερινή τροφή του ήταν εβδομήντα πέντε γραμμάρια παξιμάδι τρεις ώρες πριν από τη δύση του ήλιου. Μετά από οκτώ χρόνια πλάνητος βίου ο Ιωσήφ και ο συναγωνιστής του Αρσένιος αποφάσισαν να παραμείνουν στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου, όπου έκτισαν ναΰδριο αφιερωμένο στο Γενέσιο του Τιμίου Προδρόμου. Από τον Άγιο Βασίλειο οι δυο συνασκητές αναχωρούν, τον Ιανουάριο του 1938, για τις σπηλιές της Μικράς Αγίας Άννας, προκειμένου να έχουν περισσότερη ησυχία. Τελευταίος σταθμός του έμπονου, του γεμάτου πόνο πλάνητος, βίου των θα είναι τα καλύβια της Νέας Σκήτης, όπου θα φθάσουν το καλοκαίρι του 1951. Στον όγδοο χρόνο της εκεί παραμονής του, ταλαιπωρημένος και καταπονημένος από τις κακουχίες και τις στερήσεις, τις αγρυπνίες και τις προσευχές, του παρουσιάσθηκε καρδιακή ανεπάρκεια, εξαιτίας της οποίας επήλθε ο θάνατός του, την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στις 15 Αυγούστου 1959.

Στη Νέα Σκήτη, να σημειωθεί ότι ο Γέρων Ιωσήφ είχε αποκτήσει και συνοδεία αποτελούμενη από πρόσωπα επιφανή και διαπρέψαντα στον χώρο της Εκκλησίας, όπως τον Εφραίμ (μετέπειτα ηγούμενο της μονής Φιλοθέου και σήμερα ηγούμενο της μονής του Αγίου Αντωνίου στην Αριζόνα τής Αμερικής), τον ιερομ. Χαράλαμπο (μετέπειτα ηγούμενο της Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους) κ.ά. Άλλοις λόγοις, οι μαθητές του υπήρξαν ηγούμενοι μονών και πνευματικοί πατέρες που βίωσαν τη νοερά προσευχή. Σε έξι ανέρχονται οι μονές του Αγίου Όρους, που ακολουθούν σήμερα τα διδάγματά του, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής σε δεκαοκτώ. Επίσης, οι δημοσιευθείσες επιστολές του αποκαλύπτουν την απλοϊκότητα, αφενός, της ψυχής του και το ύψος, αφετέρου, των νοημάτων του και το μεγαλείο της αγίας ασκητικής ζωής του.

Ο αοίδιμος Παριανός ασκητής, αναχωρητής και όσιος είχε διακριθεί, περαιτέρω, και για τις σοφές διδασκαλίες του όχι μόνο στους μοναχούς και σε όσους κληρικούς τον επισκέπτονταν για να λάβουν την ευλογία του, αλλά και γραπτώς, καθώς αλληλογραφούσε με πλήθος πνευματικών του τέκνων ανά τον κόσμο. Εντυπωσιάζει βαθιά ότι αν και ολιγογράμματος, απόφοιτος, μόλις, της Β΄ Δημοτικού (ο ίδιος, να σημειωθεί, αυτοαποκαλούνταν «αλφαβητάριος»), όμως οι επιστολές του αποτελούσαν κείμενα βαθυστόχαστα και περισπούδαστα άξια να τον κατατάξουν στους μεγάλους νηπτικούς Πατέρες (Γρηγόριο Παλαμά και Νικόδημο Αγιορείτη). Πρόκειται για ένα σπάνιο φαινόμενο θεοδίδακτου ανθρώπου, στο μέγα Πανεπιστήμιο της Ερήμου. Έτσι, από το 1979, είκοσι χρόνια από την κοίμησή του, άρχισαν να κυκλοφορούν έντυπες οι επιστολές του με το σοφό περιεχόμενό τους και το κατανυκτικό άρωμα της αγιότητας και της βαθιάς πίστης του.

Με το βιβλίο του αυτό, 1ο μετά την αγιοποίησή του, ο κ. Αλιπράντης επιθυμεί, περαιτέρω, να παρουσιάσει πληροφορίες σχετικές με το πνευματικό και κοινωνικό περιβάλλον της γενέτειρας του Ιωσήφ, των Λευκών και με ό,τι σχετικό με την οικογένειά του. Να σημειωθεί μάλιστα ότι η παρουσίαση αυτή γίνεται σύμφωνα και προς επιθυμία της οικογένειας του αειμνήστου θεολόγου, εκπαιδευτικού και συγγραφέα Διονυσίου Μπατιστάτου, στενού συγγενή του Ιωσήφ, γνωστού από την πολυσήμαντη πανελλήνια θρησκευτική και θεολογική δράση του. Της οικογένειας αυτής, Μπατιστάτου, παρουσιάζονται το πρώτον άγνωστα του Γέροντος Ιωσήφ κείμενα, που τα διεφύλαττε ως κόρην οφθαλμού, ως ατίμητα κειμήλια.

Το παρουσιαζόμενο βιβλίο δομείται σε μέρη τρία. στο 1ο  παρουσιάζεται ο τόπος γέννησης του αοίδιμου Γέροντος Ιωσήφ και τα σχετικά βιογραφικά τεκμήριά του.

Στο 2ο δημοσιεύεται ανέκδοτη του Γέροντα επιστολή και λοιπό της οικογένειας Μπατιστάτου αρχειακό υλικό και

Στο 3ο σκιαγραφείται και η μορφή του μακαριστού Παριανού θεολόγου Διονυσίου Μπατιστάτου (1921- 1997), μιας από τις ευγενέστερες μορφές της Παριανής ιστορίας, η οικογένεια του οποίου προσέφερε το ατίμητο αρχειακό υλικό.   

Μας εντυπωσίασε προσωπικά η δυνατή παρουσία στις Λεύκες της Πάρου τόσο πολλών μεγάλων μορφών και δη μυρίπνοων της χριστιανικής πίστης ανθέων, που λάμπρυναν με τη βιοτή  τους και την όλη παρουσία τους, δημιουργική δράση τους και τα συγγράμματά τους τα ελληνικά και μάλιστα τα νεότερα χριστιανικά Γράμματα (και έστωσαν για παράδειγμα: η πατριωτική οικογένεια Αιγινήτου, ο όσιος Φιλόθεος Ζερβάκος, ηγούμενος της Ι. Μ. Λογγοβάρδας Πάρου, ο Αβιμέλεχ Μπονάκης, από την Κρήτη, που έδρασε και στην Πάρο, ο Αυγουστίνος Καντιώτης, ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής και τόσοι άλλοι).

Υπό τύπον Παραρτήματος, στο κεφάλαιο Ε΄ του βιβλίου, δημοσιεύεται εμβριθέστατη μελέτη του Μηροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου, στην οποία ο συγγραφέας αναλύει σε βάθος το συγγραφικό και ποιμαντικό έργο του Γέροντος Ιωσήφ.

 Για άλλη μια φορά συγχαίρουμε και θερμά ευχαριστούμε τον εκλεκτό φίλο και δόκιμο συγγραφέα και ιστορικό κ. Νικόλαο Αλιπράντη και για το τελευταίο αυτό πόνημά του και του ευχόμαστε ο Θεός να του δίνει δύναμη και υγεία, για να συνεχίζει τη γόνιμη, εργώδη και δημιουργική δραστηριότητά του τόσο στον χώρο της ιστορίας της αγαπημένης του Πάρου, όσο και των Ελληνικών Γραμμάτων, γενικότερα, στα οποία τόσο μεγάλη και ουσιαστική είναι η μέχρι σήμερα συμβολή του. Στη συγγραφή του αυτήν προχώρησε, γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι ο άνθρωπος σε κάθε περίοδο τής ιστορικής του πορείας είναι φως και γι’ αυτό πρέπει να φωτίζει και να φωτίζεται και να διδάσκει ορθά τους μεταγενεστέρους.

Σημείωση: Σε έρευνά μας στο διαδίκτυο εντοπίσαμε θαυμάσιο βίντεο με τη ζωή του Γέροντος Ιωσήφ, με εξαιρετικές και μοναδικές εικόνες από το φρικτό αγιορείτικο τοπίο άσκησής του, την οποία εκθύμως συνιστούμε στους αναγνώστες μας (https://www.youtube.com/watch?v=gZbUlWZOFIE&feature=emb_rel_pause )

 

 

 

 

ΝΙΚΟΛΑΟΥ  ΧΡ. ΑΛΙΠΡΑΝΤΗ

 

 

         Ο  ΟΣΙΟΣ  ΙΩΣΗΦ  Ο  ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ

                                    1897- 1859

          Ο ΝΕΟΣ ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

      [Εταιρεία Γραφικών Τεχνών «ΑΒΕΛ», Αθήνα 2020, σχ. 8ο (15Χ20), σσ. 176]

 

 

        ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

               www.ret-anadromes.blogspot.com

         

 

Ο κ. Νίκος Χρ. Αλιπράντης, από το όμορφο νησί της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής, την Πάρο, είναι φιλόλογος, ιστορικός, λογοτέχνης, δημοσιογράφος, συγγραφέας δεκάδων βιβλίων και μελετών σχετικών με την Πάρο και την ιστορία της και από το έτος 1979 και εκδότης του έγκριτου περιοδικού «Παριανά» (Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών). Του κ. Ν. Αλιπράντη, πριν λίγες μέρες, μαζί με το περιοδικό «Παριανά», γίναμε αποδέκτες ενός νέου βιβλίου του, με τίτλο: «Ο  όσιος  Ιωσήφ  ο  Ησυχαστής (1897- 1859) ο νέος Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Πρόκειται για την 3η επανέκδοση, από τον «Προοδευτικό Σύλλογο Λευκιανών Πάρου», του παρουσιαζόμενου με το σημείωμά μας αυτό βαθιά ψυχωφέλιμου βιβλίου και 1η μετά την επίσημη τού εν λόγω Παριανού Γέροντος αγιοκατάταξη.

Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής, κατά κόσμον Φραγκίσκος Κόττης γεννήθηκε στις Λεύκες Πάρου στις 2 Νοεμβρίου 1897 από πολύτεκνη οικογένεια οκτώ τέκνων. Η αναχωρητική του ιδιότητα και το εύρος της ασκητικότητάς του και της κατά Χριστόν ενσυνείδητης και έμπονης ζωής του θα φανεί, ήδη, από την ασκητική πορεία που ακολούθησε σε εξαιρετικά δυσπρόσιτους τόπους της αθωνικής Πολιτείας.

Πρώτος σταθμός του υπήρξαν τα περίφημα Κατουνάκια, ύστερα η Βίγλα, στην περιοχή της Ι. Μονής Μεγίστης Λαύρας, επιθυμώντας ακόμα σκληρότερη άσκηση στην απόλυτη ησυχία και στη νοερά προσευχή. Όμως, το πνεύμα του ανήσυχο πάντα και επιζητώντας την απόλυτη σιωπή και κατάνυξη τον ώθησε και πάλι στα Κατουνάκια, αφιλόξενο, βραχώδες και επιβλητικό τοπίο, στο νοτιότατο άκρο της αθωνικής χερσονήσου. Ακολουθεί και άλλη μετακίνησή του προς τον Άγιο Βασίλειο, τη φορά αυτήν, όπου με άλλο συνασκητή του, τον Γέροντα Αρσένιο, από τον Πόντο, επιδίδονται σε νέες επίπονες ασκήσεις στην κακοτράχαλη, συνήθως, του Άθω κορυφή. Η καθημερινή τροφή του ήταν εβδομήντα πέντε γραμμάρια παξιμάδι τρεις ώρες πριν από τη δύση του ήλιου. Μετά από οκτώ χρόνια πλάνητος βίου ο Ιωσήφ και ο συναγωνιστής του Αρσένιος αποφάσισαν να παραμείνουν στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου, όπου έκτισαν ναΰδριο αφιερωμένο στο Γενέσιο του Τιμίου Προδρόμου. Από τον Άγιο Βασίλειο οι δυο συνασκητές αναχωρούν, τον Ιανουάριο του 1938, για τις σπηλιές της Μικράς Αγίας Άννας, προκειμένου να έχουν περισσότερη ησυχία. Τελευταίος σταθμός του έμπονου, του γεμάτου πόνο πλάνητος, βίου των θα είναι τα καλύβια της Νέας Σκήτης, όπου θα φθάσουν το καλοκαίρι του 1951. Στον όγδοο χρόνο της εκεί παραμονής του, ταλαιπωρημένος και καταπονημένος από τις κακουχίες και τις στερήσεις, τις αγρυπνίες και τις προσευχές, του παρουσιάσθηκε καρδιακή ανεπάρκεια, εξαιτίας της οποίας επήλθε ο θάνατός του, την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στις 15 Αυγούστου 1959.

Στη Νέα Σκήτη, να σημειωθεί ότι ο Γέρων Ιωσήφ είχε αποκτήσει και συνοδεία αποτελούμενη από πρόσωπα επιφανή και διαπρέψαντα στον χώρο της Εκκλησίας, όπως τον Εφραίμ (μετέπειτα ηγούμενο της μονής Φιλοθέου και σήμερα ηγούμενο της μονής του Αγίου Αντωνίου στην Αριζόνα τής Αμερικής), τον ιερομ. Χαράλαμπο (μετέπειτα ηγούμενο της Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους) κ.ά. Άλλοις λόγοις, οι μαθητές του υπήρξαν ηγούμενοι μονών και πνευματικοί πατέρες που βίωσαν τη νοερά προσευχή. Σε έξι ανέρχονται οι μονές του Αγίου Όρους, που ακολουθούν σήμερα τα διδάγματά του, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής σε δεκαοκτώ. Επίσης, οι δημοσιευθείσες επιστολές του αποκαλύπτουν την απλοϊκότητα, αφενός, της ψυχής του και το ύψος, αφετέρου, των νοημάτων του και το μεγαλείο της αγίας ασκητικής ζωής του.

Ο αοίδιμος Παριανός ασκητής, αναχωρητής και όσιος είχε διακριθεί, περαιτέρω, και για τις σοφές διδασκαλίες του όχι μόνο στους μοναχούς και σε όσους κληρικούς τον επισκέπτονταν για να λάβουν την ευλογία του, αλλά και γραπτώς, καθώς αλληλογραφούσε με πλήθος πνευματικών του τέκνων ανά τον κόσμο. Εντυπωσιάζει βαθιά ότι αν και ολιγογράμματος, απόφοιτος, μόλις, της Β΄ Δημοτικού (ο ίδιος, να σημειωθεί, αυτοαποκαλούνταν «αλφαβητάριος»), όμως οι επιστολές του αποτελούσαν κείμενα βαθυστόχαστα και περισπούδαστα άξια να τον κατατάξουν στους μεγάλους νηπτικούς Πατέρες (Γρηγόριο Παλαμά και Νικόδημο Αγιορείτη). Πρόκειται για ένα σπάνιο φαινόμενο θεοδίδακτου ανθρώπου, στο μέγα Πανεπιστήμιο της Ερήμου. Έτσι, από το 1979, είκοσι χρόνια από την κοίμησή του, άρχισαν να κυκλοφορούν έντυπες οι επιστολές του με το σοφό περιεχόμενό τους και το κατανυκτικό άρωμα της αγιότητας και της βαθιάς πίστης του.

Με το βιβλίο του αυτό, 1ο μετά την αγιοποίησή του, ο κ. Αλιπράντης επιθυμεί, περαιτέρω, να παρουσιάσει πληροφορίες σχετικές με το πνευματικό και κοινωνικό περιβάλλον της γενέτειρας του Ιωσήφ, των Λευκών και με ό,τι σχετικό με την οικογένειά του. Να σημειωθεί μάλιστα ότι η παρουσίαση αυτή γίνεται σύμφωνα και προς επιθυμία της οικογένειας του αειμνήστου θεολόγου, εκπαιδευτικού και συγγραφέα Διονυσίου Μπατιστάτου, στενού συγγενή του Ιωσήφ, γνωστού από την πολυσήμαντη πανελλήνια θρησκευτική και θεολογική δράση του. Της οικογένειας αυτής, Μπατιστάτου, παρουσιάζονται το πρώτον άγνωστα του Γέροντος Ιωσήφ κείμενα, που τα διεφύλαττε ως κόρην οφθαλμού, ως ατίμητα κειμήλια.

Το παρουσιαζόμενο βιβλίο δομείται σε μέρη τρία. στο 1ο  παρουσιάζεται ο τόπος γέννησης του αοίδιμου Γέροντος Ιωσήφ και τα σχετικά βιογραφικά τεκμήριά του.

Στο 2ο δημοσιεύεται ανέκδοτη του Γέροντα επιστολή και λοιπό της οικογένειας Μπατιστάτου αρχειακό υλικό και

Στο 3ο σκιαγραφείται και η μορφή του μακαριστού Παριανού θεολόγου Διονυσίου Μπατιστάτου (1921- 1997), μιας από τις ευγενέστερες μορφές της Παριανής ιστορίας, η οικογένεια του οποίου προσέφερε το ατίμητο αρχειακό υλικό.   

Μας εντυπωσίασε προσωπικά η δυνατή παρουσία στις Λεύκες της Πάρου τόσο πολλών μεγάλων μορφών και δη μυρίπνοων της χριστιανικής πίστης ανθέων, που λάμπρυναν με τη βιοτή  τους και την όλη παρουσία τους, δημιουργική δράση τους και τα συγγράμματά τους τα ελληνικά και μάλιστα τα νεότερα χριστιανικά Γράμματα (και έστωσαν για παράδειγμα: η πατριωτική οικογένεια Αιγινήτου, ο όσιος Φιλόθεος Ζερβάκος, ηγούμενος της Ι. Μ. Λογγοβάρδας Πάρου, ο Αβιμέλεχ Μπονάκης, από την Κρήτη, που έδρασε και στην Πάρο, ο Αυγουστίνος Καντιώτης, ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής και τόσοι άλλοι).

Υπό τύπον Παραρτήματος, στο κεφάλαιο Ε΄ του βιβλίου, δημοσιεύεται εμβριθέστατη μελέτη του Μηροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου, στην οποία ο συγγραφέας αναλύει σε βάθος το συγγραφικό και ποιμαντικό έργο του Γέροντος Ιωσήφ.

 Για άλλη μια φορά συγχαίρουμε και θερμά ευχαριστούμε τον εκλεκτό φίλο και δόκιμο συγγραφέα και ιστορικό κ. Νικόλαο Αλιπράντη και για το τελευταίο αυτό πόνημά του και του ευχόμαστε ο Θεός να του δίνει δύναμη και υγεία, για να συνεχίζει τη γόνιμη, εργώδη και δημιουργική δραστηριότητά του τόσο στον χώρο της ιστορίας της αγαπημένης του Πάρου, όσο και των Ελληνικών Γραμμάτων, γενικότερα, στα οποία τόσο μεγάλη και ουσιαστική είναι η μέχρι σήμερα συμβολή του. Στη συγγραφή του αυτήν προχώρησε, γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι ο άνθρωπος σε κάθε περίοδο τής ιστορικής του πορείας είναι φως και γι’ αυτό πρέπει να φωτίζει και να φωτίζεται και να διδάσκει ορθά τους μεταγενεστέρους.

Σημείωση: Σε έρευνά μας στο διαδίκτυο εντοπίσαμε θαυμάσιο βίντεο με τη ζωή του Γέροντος Ιωσήφ, με εξαιρετικές και μοναδικές εικόνες από το φρικτό αγιορείτικο τοπίο άσκησής του, την οποία εκθύμως συνιστούμε στους αναγνώστες μας (https://www.youtube.com/watch?v=gZbUlWZOFIE&feature=emb_rel_pause )


Αναμνήσεις Από τον Δημοτικό μας Κήπο της δεκαετίας του 1950

 


ΘΕΜΑΤΑ ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑΣ

 

Αναμνήσεις

Από τον Δημοτικό μας Κήπο

της δεκαετίας του 1950 *

 

ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

   www.ret-anadromes.blogspot.com

 

         α. Μανόλης (Μάκης) Πλουμής, ο δάσκαλος της τίμιας βιοπάλης

 Από τον Δημοτικό μας Κήπο κρατώ τις πιο ζωντανές, τις πιο τρυφερές και φωτεινές αναμνήσεις από την πρώιμη παιδική μου ηλικία. Και πρώτος- πρώτος, πορτιέρης, στην είσοδο του Κήπου, ο Μανόλης (Μάκης), ο Πλουμής, ο τυφλός μικροπωλητής της πόλης μας, μορφή-σύμβολο για την τιμιότητα, την ανθρωπιά και την υποδειγματική εργατικότητά του. Όλοι τον θυμόμαστε, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50, στο μόνιμο στέκι του, αριστερά της βορινής εισόδου του Δημοτικού μας Κήπου. Εκεί, μέσα σ’ ένα κομψό τρίροδο καροτσάκι με λάστιχα ποδηλάτου και τζαμαρίες ολόγυρα, ο Μανόλης, ο τυφλός, πουλούσε κάθε λογής λιχουδιά και, κυρίως, ξηροκάρπια- στραγάλια, φιστίκια, πασατέμπο- μα και φρεσκοψημένα κουλούρια, καραμέλες, γλειφιτζούρια. Ήταν εκεί για τους ρομαντικούς περιπατητές του Κήπου και τα μικρά παιδιά, που ’πρεπε κάτι να ’χουν να βάζουν στο δόντι, για να διασκεδάζουν την ανία τους, σουλατσάροντας στου Κήπου μας τις λουλουδένιες ομορφιές.

 

       β. Με τον υπαίθριο φωτογράφο

   Από τον Δημοτικό μας Κήπο προέρχεται και μια από τις πρώτες μου φωτογραφίες∙ μαζί με την αδελφή μου, τη Μαρίκα, θυμάμαι που ποζάραμε μπροστά στον τότε υπαίθριο φωτογράφο του Κήπου, τον Ανδρέα Λαγουδάκη. Τον θυμάμαι, ακόμα, ολοζώντανα με τη μακριά κάτασπρη ποδιά του,  που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το κατάμαυρο πανί της ξύλινης φωτογραφικής μηχανής, πάνω στο γερό ξύλινο τρίποδο. Όταν φωτογράφιζε, έσκυβε το κεφάλι και χωνόταν ολόκληρος μέσα στο σκοτεινό πανί, και, στη συνέχεια, με μια σχεδόν τελετουργική- θα την έλεγα μαγική- κίνηση αφαιρούσε το μπρούτζινο καπάκι του φακού, το ύψωνε με χάρη ψηλά στον αέρα, κι ήταν πραγματικά σκέτη απόλαυση να στέκεσαι και να τον κοιτάς βουβός σ’ όλο αυτό το μυσταγωγικό σκηνικό.

     Επειδή η φωτογραφία που έβγαζε ήταν πόζα και όχι στιγμιαία (ενσταντανέ) και χρειαζόταν κάποια διάρκεια για ν’ αποτυπωθεί, η στιγμή αυτή απαιτούσε απόλυτη ακινησία. Και ήταν τότε που ο φωτογράφος, για να κρατήσει ακίνητα τα μικρά παιδάκια που δεν συνεργάζονταν, προσπαθούσε να κερδίσει την προσοχή τους με την αξέχαστη εκείνη φράση: «κοίταξε ’δώ που θα βγει το πουλάκι!...». Δίπλα του βρίσκονταν τα πολύτιμα σύνεργα της μηχανής. μια πετσέτα κι ένας τσίγκινος κουβάς μισογεμάτος νερό. Με την πετσέτα σκούπιζε προσεκτικά το χαρτί, έπλενε τα υπολείμματα και το άφηνε να στεγνώσει, χαρίζοντας ζωή σε μια στιγμή που είχε μόλις παγώσει στην αιωνιότητα.

 


     γ. Οι κούνιες του Κήπου

Στον Δημοτικό μας Κήπο αργότερα, σε πιο ώριμα παιδικά χρόνια, όλη μας η λαχτάρα έβρισκε ανάσα στην «παιδική χαρά». Εκεί, με τους φίλους μου, τον Μανόλη και τον Μπάμπη, χαιρόμασταν με την ψυχή μας τρεις κούνιες (μια για τον καθένα μας), μια σβούρα (που μας χωρούσε όλους), δυο τραμπάλες (όπου πάντα κάποιος περίσσευε και με λαχτάρα παρακολουθούσε τους άλλους δυο που τραμπαλίζονταν) και… τίποτ’ άλλο! Αυτή ήταν όλη κι όλη η «παιδική χαρά»! Κι όλ’ αυτά άβαφα, στα μαύρα τους χάλια, μουντά, καταθλιπτικά κι άχαρα, αντίθετα προς τα σημερινά, τα ζωηρόχρωμα και προσαρμοσμένα στα παιδικά γούστα και τις ανάγκες της παιδικής ψυχής. Αλλ’ όχι! θυμήθηκα και κάτι άλλο! Υπήρχε και μια επιγραφή, καρφωμένη ψηλά- ψηλά στον κορμό του μεσιακού πανύψηλου πεύκου, που έγραφε «κεφαλαίοις γράμμασιν»: «Απαγορεύεται η χρήση των οργάνων της παιδικής χαράς σε παιδιά άνω των 12 ετών». Εγώ την κοίταζα μελαγχολικά και λογάριαζα μέσα μου, κρυφά, με τα λίγα μαθηματικά που ήξερα, για πόσα χρόνια ακόμα θα απολάμβανα με τους φίλους μου αυτήν τη μοναδική χαρά του Κήπου μας…

 
    δ. Το μάζωμα των κουκουναριών

     Αφού είχαμε χορτάσει κούνια, κρυφτό και κυνηγητό, χανόμασταν ο καθένας στον δικό του κόσμο μέσα στους περίφρακτους χώρους του Κήπου, κάτω από τα θεόρατα πεύκα και τις λεύκες τις ανάλαφρες. Αυτές, ακόμη κι όταν δεν φυσούσε αέρας, άφηναν ένα ελαφρύ θρόισμα στο φύλλωμά τους, λες και μας ψιθύριζαν μυστικά στ’ αυτιά. Όταν πάλι ήταν ντυμένες με τη φθινοπωρινή τους φορεσιά, μεταμορφώνονταν σε λιγνές διάφανες φιγούρες, που ορθώνονταν σπαθωτές, λευκές και περήφανες στον ροδόχρωμο ουρανό.

Τότε, θυμάμαι, αλήθεια, που όλ’ αυτά τα θεορατικά δέντρα ήταν ακόμα περισσότερα και πολύ πυκνότερα απ’ ό,τι σήμερα κι έκλειναν ερμητικά ψηλά τον ουρανό. Γιατί ’ναι γεγονός ότι στα εβδομήντα, τόσα, χρόνια που ’χουν περάσει μέχρι σήμερα έχουν ξεραθεί αρκετά από τα θεριεμένα εκείνα πεύκα κι η φιλότιμη προσπάθεια ανάπλασής τους μ’ άλλα δέντρα, συνήθως, όμως, χαμηλότερου αναστήματος, δεν κατορθώνει, πάντοτε, ν’ αποκαταστήσει πλήρως το παλαιό τους μεγαλείο.

Γιατί ναι, τότε, στα παιδικά μου ματάκια, τα δέντρα του Κήπου μας μού φάνταζαν τεράστια κι ήταν πραγματικά τεράστια, πλάσματα θεϊκά, που μιλούσαν στις ευαίσθητες παιδικές μας αισθήσεις και μας έλεγαν παραμύθια που τ’ ακούγαμε και τα χαιρόμαστε, ενώ εμείς παίζαμε ξέγνοιαστα από κάτω. Ακούγαμε τη βαθιά και ρητινώδη ανάσα του πεύκου, την πλατιά κι ανάλαφρη του πλατανιού και την θροΐζουσα φωνή της λεύκας να μας λαλούν και να μας προσκαλούν χορεύοντας μαζί με το εξωτικό τραγούδι της τσιγγάνας φοινικιάς.

Χανόμασταν, λοιπόν, μέσα στη μπορντούρα των ανθοφόρων αγγελικών, πολύ ψηλότερη από το μπόι μας, με την κατάλευκη λουλουδένια ομορφιά τους και το διακριτικό γλυκύτατο άρωμα πορτοκαλιάς, που  μεθυστικό έφτανε στην ευαίσθητη παιδική όσφρησή μας και το ρουφούσαμε πυρετικά, ενώ, σκυμμένοι από κάτω, «τρυγούσαμε», σαν τις λιομαζώχτρες, και γεμίζαμε μέχρι αργά το βράδυ «τσέπες» ολόκληρες από κουκουνάρια. Για ’μάς, τα πεινασμένα παιδιά της μετακατοχικής φτώχειας- τότε που οι μανάδες μάς πότιζαν μουρουνέλαιο Νορβηγίας μήπως και πάρουμε κανένα δράμι βάρος- τα κουκουνάρια ήταν μια πραγματική ευλογία, ένας ανεκτίμητος θησαυρός της φύσης.

Μετά το μάζεμά της… συγκομιδής μας, καθόμαστε κι τρεις φίλοι στη μεγάλη, στρογγυλή τσιμεντένια στέρνα, που υπήρχε, τότε, στη μεσημβρινή μεριά του Κήπου, εκεί όπου σήμερα έχει διανοιχθεί η νέα είσοδος (από τη μεριά του Νοσοκομείου). Παίρναμε μια πέτρα στρογγυλή, βολική για τα λιλιπούτεια χεράκια μας κι αρχίζαμε κι οι τρεις φίλοι τελετουργικά και σπάζαμε το σκληρό κέλυφος της κουκουναροσοδειάς μας, ενώ, ταυτόχρονα, απολαμβάναμε απεριόριστα το κορυφαίο αυτό, για την εποχή μας, τερψιλαρύγγιο. Κι αν ήταν βραδάκι, τεντώναμε τ’ αυτιά μας καλά, για να ακούσουμε τη σφυρίχτρα του αρχικηπουρού, του κ. Τσικαλάκη, που περιφερόταν αργά ανά τους δρομίσκους του Κήπου, σφυρίζοντας κατά διαστήματα, για ν’ αδειάσουν οι επισκέπτες και να κλείσουν οι πόρτες.

 

               ε. Τα χριστουγεννιάτικα πεύκα

               Τέλος, και τα Χριστούγεννα είχαν τη δική τους ξεχωριστή ομορφιά στον Δημοτικό μας Κήπο. Θυμάμαι σαν τώρα ότι απ’ εδώ μπορούσαν, κάποιες χρονιές, αρκετοί Ρεθεμνιώτες να προμηθευτούν δωρεάν το χριστουγεννιάτικό τους δέντρο. Ήταν η εποχή, θα ’λεγα, του …. «χριστουγεννιάτικου πεύκου». Πού λεφτά, τα χρόνια εκείνα, για ν’ αγοράσεις ένα αληθινό ή έστω και ψεύτικο χριστουγεννιάτικο δέντρο! Θυμάμαι, λοιπόν, τον αρχικηπουρό, τον κ. Τσικαλάκη, που μοίραζε κλαδιά πεύκων, περισσεύματα, φαίνεται, από κάποιο πρόχειρο καθάρισμα των δέντρων. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ τη χαρά μου, όταν μια χρονιά μού χάρισε και μένα ένα μεγάλο, πανέμορφο κλαδί. Με το παιδικό μου βλέμμα εκλιπαρούσα, φαίνεται, για ένα μικρό κλαδάκι, όταν εκείνος μού πρότεινε ένα καθόλου ευκαταφρόνητο, ένα ξεχωριστό κλαδί πεύκου, που περιχαρής το φορτώθηκα και, μ’ όχι και λίγη προσπάθεια, κατάφερα να το μεταφέρω στο σπίτι μας, στη Μεγάλη Πόρτα.

Με την αδελφή μου αρχίσαμε αμέσως να το στολίζουμε, απλώνοντας πάνω στα κλαδιά του μπόλικο κάτασπρο μπαμπάκι, που συμβόλιζε, λέει, το χιόνι, και αντί για τις σημερινές γυάλινες πολύχρωμες μπαλίτσες κρεμάσαμε καρύδια, μανταρίνια, φιστίκια κι άλλους ξηρούς καρπούς, δώρα ανεκτίμητα της φύσης, που τα ντύναμε με χρωματιστά χαρτάκια και, στην καλύτερη περίπτωση, με λαμπερά χρυσόχαρτα ποικίλων αποχρώσεων, με τα οποία ήταν τυλιγμένα τα σοκολατάκια της εποχής, που τα μαζεύαμε υπομονετικά όλο τον χρόνο γι’ αυτήν, ακριβώς, τη μέρα. Έτσι, μ’ αυτά τ’ απλά υλικά, φτιάχναμε ένα δέντρο δικό μας, κατάδικό μας, γεμάτο φαντασία κι αγάπη, κι ίσως γι’ αυτό κι εμείς το χαιρόμασταν διπλά.

 

     * Απόσπασμα από το ανέκδοτο βιβλίο του Συγγραφέα: Αναμνήσεις από το Ρέθυμνο των παιδικών μου χρόνων (Δεκαετία του 1950).


ΧΑΡΗΣ Α. ΚΑΛΑΪΤΖΑΚΗΣ * * * Ιστορικός Περίπατος στην οδό Αρκαδίου και στην Προκυμαία του Ρεθύμνου

 


ΧΑΡΗΣ Α. ΚΑΛΑΪΤΖΑΚΗΣ

 

Ιστορικός Περίπατος στην οδό Αρκαδίου και στην Προκυμαία του Ρεθύμνου

 [Γραφοτεχνική Κρήτης Α.Ε.Ε., Ρέθυμνο 2025,  σχ. 4ο (28Χ21), σσ. 422]

 

 

        ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

                  www.ret-anadromes.blogspot.com

 

Ο αείμνηστος Χάρης Α. Καλαϊτζάκης διέθετε αναμφίβολα ένα σπάνιο ερευνητικό τάλαντο, μια δύναμη γραφής που αναδύεται με συνέπεια σε κάθε σελίδα του έργου του. Η γραφή του χαρακτηρίζεται από επιμονή, ακρίβεια και μεθοδικότητα· δεν αρκείται στην απλή καταγραφή, αλλά επιδιώκει τη βαθιά διερεύνηση των πηγών, την τεκμηρίωση των δεδομένων και την ανασύσταση της ιστορικής μνήμης με επιστημονική συνέπεια. Η πρόωρη απώλειά του στέρησε από το Ρέθυμνο έναν ερευνητή που είχε ακόμη πολλά να προσφέρει στην τοπική ιστοριογραφία.

Στο παρουσιαζόμενο βιβλίο αναδεικνύεται η σοβαρότητα και η πληρότητα της έρευνάς του. Ο συγγραφέας αξιοποίησε κάθε διαθέσιμη πηγή —γραπτή ή προφορική— και συνέλεξε μαρτυρίες που προσδίδουν ζωντάνια και αξιοπιστία στην αφήγηση. Τα στοιχεία αυτά τα διασταύρωσε με συνέπεια και σεβασμό προς την ιστορική αλήθεια. Η μέθοδός του στηρίζεται στην ακριβή καταγραφή και την προσεκτική ερμηνεία των τεκμηρίων, μετατρέποντας το έργο σε επιστημονικό χρονικό για τις επόμενες γενιές. Οι αφηγήσεις που προέρχονται από αυτόπτες μάρτυρες αποτελούν αυθεντικούς τρόπους αποτύπωσης της ιστορίας ενός τόπου, και με αυτό το πνεύμα αποδεικνύεται ότι εργάστηκε και ο αείμνηστος φίλος Χάρης, συγκεντρώνοντας και αξιοποιώντας με δεξιοσύνη όσα μας παραδίδει. Πλήθος συνομιλητών, πλούσιες μνήμες και προσεκτικά επεξεργασμένα στοιχεία συνθέτουν το αποτέλεσμα της δουλειάς του.

Αποτελεί, λοιπόν, πράξη υψηλής ευθύνης, τιμής και αγάπης τόσο προς το Ρέθυμνο όσο και για τον αγαπημένο τους Χάρη η απόφαση της οικογένειάς του- της συζύγου του Ρούλας και των παιδιών του Αντώνη και   - να εκδώσουν, μετά θάνατον, το εν λόγω πόνημά του, προκειμένου να δει το φως το «κύκνειο άσμα» του, που ο ανέλπιστος και πρόωρος θάνατός του άφησε εν πολλοίς ημιτελές και ανέκδοτο. Στους συγχαρητήριους αποδέκτες περιλαμβάνονται οι καλοί, επίσης, φίλοι Χάρης Στρατιδάκης, που ανέλαβε την επιμέλεια, και Γιώργος Φρυγανάκης για τις διορθώσεις των τυπογραφικών δοκιμίων.

Το έργο χωρίζεται σε δύο μέρη, τα οποία συνδέονται οργανικά μεταξύ τους και διατρέχουν την ιστορία και την κοινωνία του Ρεθύμνου. Στο πρώτο εξετάζεται η ιστορία του Ρεθύμνου από τη Βενετοκρατία και την Τουρκοκρατία έως και τη σύγχρονη εποχή. Δίνονται συνοπτικά τα βασικά χαρακτηριστικά κάθε περιόδου από το 1646 μέχρι το 1850, ενώ μετά το 1850 η αφήγηση προχωρά ανά δεκαετία προς μεγαλύτερη και διεισδυτικότερη κάλυψη των γεγονότων και των στοιχείων πολιτισμού, υποδομής και ανάπτυξης. Έτσι φωτίζονται όχι μόνο γεγονότα αλλά και όψεις της καθημερινής ζωής, όπως η υδροδότηση και αποχέτευση, οι βρύσες της πόλης, η ηλεκτροδότηση και άλλα έργα υποδομής, ο Τύπος, οι θρησκευτικές εορτές και άλλες εκδηλώσεις του βίου της πολιτείας.

Στο δεύτερο Μέρος, με τον εύγλωττο τίτλο «Ανθρωπογεωγραφία του δρόμου», καταγράφονται λεπτομερώς οι ιδιοκτησίες, οι κληρονομιές και οι οικογενειακές διαδρομές της οδού Αρκαδίου και της Προκυμαίας. Το Μέρος αυτό συνδυάζει ιστορική και κοινωνιολογική προσέγγιση. δεν περιορίζεται στην περιγραφή των κτισμάτων αλλά σκιαγραφεί μορφές Ρεθεμνιωτών «που διήνυσαν, όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται, τη διαδρομή της ζωής τους» μέσα στους δρόμους αυτούς. Έτσι, ξεδιπλώνει βιογραφίες σημαινόντων Ρεθεμνιωτών, με παράλληλη παράθεση ενδιαφερόντων σημειωμάτων και ανέκδοτων περιστατικών που ζωντανεύουν το πορτρέτο τους. Δίκαια, λοιπόν, αυτό το Β΄ Μέρος ονομάζεται «Ανθρωπογεωγραφία του δρόμου», αφού η κατανόηση των ανθρώπων δεν μπορεί να αποκοπεί από τον χώρο που κατοικούν.

Ο συγγραφέας, περαιτέρω, καταφέρνει στο έργο του να κρατά ανοιχτό δίαυλο με τον αναγνώστη, διατηρώντας ζώσα την επικοινωνία μαζί του. Εκφράσεις όπως: «και ξεκινούμε το ταξίδι μας» (σ. 17) ή «ξεκινούμε από τη δεξιά πλευρά με κατεύθυνση …προς το λιμάνι», καθώς και ο ίδιος ο τίτλος της μελέτης: «Ιστορικός περίπατος…. », δείχνει αυτή τη διάθεση ξενάγησης και συμμετοχής. Η προσεκτική αυτή καταγραφή καθιστά την αφήγηση ζωντανή και συμμετοχική για τον αναγνώστη.

Είναι γεγονός ότι μέσα από την παραπάνω καταγραφή περνά ολόκληρη η ζωή τού Ρεθύμνου από τα παλαιότερα χρόνια, κυρίως, όμως, κατά τα τελευταία, από το 1850 και εξής, κάτι που φαίνεται και από το κομψά σχεδιασμένο εξώφυλλο, αλλά και τις λοιπές φωτογραφίες τού βιβλίου, που κοσμούν και αποπνέουν όλες μαζί το σπάνιο άρωμα τής ταυτότητας τού παλιού Ρεθύμνου. Οι λεζάντες των φωτογραφιών του βιβλίου πλουσιότατες σε στοιχεία καταγράφουν και ανασταίνουν μαζί με τις φωτογραφίες εκατοντάδες παλιούς Ρεθυμνιώτες και μας μεταφέρουν όλο το άρωμα και τον παλμό τού παλιού Ρεθύμνου. Νιώθουμε την ανάσα τους, αγγίζουμε τη συγκίνηση που κουβαλούν χιλιάδες χαμένες φωνές.

Με το έργο αυτό μπορούμε να αφουγκραστούμε πιο βαθιά την ιστορία και την ψυχή της πόλης. Από τις σελίδες του αναδύεται τρυφερότητα, ευαισθησία, αγάπη για τον τόπο και τους ανθρώπους του, που επεκτείνεται, περαιτέρω, σ’ ένα τρυφερό, μοναδικό σφιχταγκάλιασμα με το τόπο, τους ανθρώπους του, τα έργα, τις αξίες και τις δραστηριότητές τους. Ανθρώπων που έζησαν πολύ κοντά μας, δίπλα μας και παραμένουν ακόμα οι ήχοι τους ζεστοί και ξεκάθαροι στα αυτιά μας, όμως, σε πολλές περιπτώσεις, κυριολεκτικά χάνονται και σβήνουν. Φταίει, φυσικά, η ανθρώπινη μνήμη που εξασθενεί, φταίνε, όμως, και οι πολυπρόσωπες και συχνά απρόσωπες σύγχρονες κοινωνίες και η εξαντλητική πολυπραγμοσύνη στην οποία αυτές μας υποβάλλουν.

Προσωπικά, διαβάζοντάς το πόνημα του αείμνηστου φίλου Χάρη Καλαϊτζάκη, νιώθω βαθιά ευγνωμοσύνη και συγκίνηση, γιατί με την αγάπη του για το Ρέθυμνο και την επιμονή του να ανοίξει το «κλειστό βιβλίο» της ζωής, μας προσέφερε έναν ανεκτίμητο θησαυρό. Ας είναι το έργο του αυτό φάρος φωτεινός για τις επόμενες γενιές. Και, ακόμα, ας είναι η μνήμη του αιώνια, όπως αρμόζει σε εκείνους που αγάπησαν και τίμησαν τον τόπο τους με το πνεύμα τους αλλά και με την καρδιά τους.