Δημήτρης Ν. Θεοδοσάκης * * * ΣΤΟΥ ΑΪ- ΜΗΝΑ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ * (τόμ. 2)

 

Δημήτρης Ν. Θεοδοσάκης

 

ΣΤΟΥ ΑΪ- ΜΗΝΑ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

(τόμ. 2)

 

[Εκδόσεις «ΣΜΥΡΝΙΩΤΑΚΗ», Ηράκλειο 2023, σχ. 8ο (21 Χ 14), σσ. 200]


Κωστής Ηλ. Παπαδάκης

  http://ret-anadromes.blogspot.com

  

 Ο Δημήτρης Ν. Θεοδοσάκης, από τον Χόνδρο της Βιάννου, με το γλυκύτατο ψευδώνυμο του «Κάστρου Ταχυδρόμος», στο τελευταίο βιβλίο του, με τίτλο «Στου Αϊ Μηνά το Κάστρο», παρουσιάζει, μέσα από μια σειρά ιστορικών διηγήσεών του, τη ζωή των παλιών Ηρακλειωτών, των Ηρακλειωτών που έκτισαν και τράνωσαν την πολιτεία τους στα χρόνια πριν και αμέσως μετά την Κατοχή, ανεβάζοντας και κρατώντας τον πήχη της προόδου πολύ ψηλά και δημιουργώντας το σημερινό Ηράκλειο, το Ηράκλειο της οικονομικής και πολιτιστικής ευημερίας.

Με τις διηγήσεις του αυτές ο φίλος συγγραφέας ζωντανεύει, περαιτέρω, και αναζωογονεί ένα σημαντικό κομμάτι της νεότερης του Μεγάλου Κάστρου Ιστορίας. Με τα πιο εύγλωττα, ζωντανά και καθάρια χρώματα ανασταίνει ανθρώπους, παλιούς Ηρακλειώτες, που ανταλλάσσανε «καλημέρες» αγάπης στους τότε ζωντανούς και πολυσύχναστους δρόμους της πολιτείας και μέσα στον αγώνα της καθημερινής τους βιοπάλης, προκειμένου να διασφαλίσουν το ψωμί τους και το ψωμί των παιδιών τους. Όλοι αυτοί ήταν οι άνθρωποί του, οι δικοί του άνθρωποι, που τον υποδέχτηκαν, τον αγκάλιασαν και τον αγάπησαν ειλικρινά όταν, μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, έφτασε ξένος και αναζητητής ενός καλύτερου μέλλοντος από το ξέμακρο χωριό του, τον Χόνδρο της Βιάννου, στην πόλη του Μεγάλου Κάστρου και διορίστηκε ως ταχυδρομικός διανομέας, ειδήσεων «κουβαλητής», στο εκεί ταχυδρομείο. Τη στιγμή εκείνη ξεκινούσε ένα επάγγελμα που δεν μπορούσε ποτέ να διανοηθεί ότι θα το αγαπούσε τόσο πολύ. Άνθρωπος ελεύθερος, ευγενικός, δραστήριος και κοινωνικός έζησε ανεπανάληπτες στιγμές ψυχικής ευεξίας και χαράς από τις δυνατότητες που του έδινε το νέο του αυτό επάγγελμα με το να επικοινωνεί και να γνωρίζει ανθρώπους, περνοδιαβαίνοντας καθημερινά από τους κεντρικότερους δρόμους της μεγάλης καστροπολιτείας, εκεί γύρω από το ιστορικό της κέντρο, και στον πιο κεντρικό της περιοχής δρόμο, την οδό της 25ης Αυγούστου. Ο δρόμος αυτός, με τον περίφημο ναό του αγίου Τίτου και τα περήφανα νεοκλασικά κτίρια και καταστήματά του, ήταν η οδός των τραπεζών, των πρεσβειών και των ναυτιλιακών και τουριστικών γραφείων. Και κοντά σε αυτά, ήταν, να σημειωθεί, και ο μοναδικός δρόμος της Καστροπολιτείας, που οδηγούσε από το λιμάνι στο κέντρο της πόλης και το αντίθετο και η δυνατότητα αυτή του έδινε και μιαν άλλη αξία. Ήταν, πώς να το κάνουμε, ο δρόμος του μισεμού και του καλοσωρίσματος, όπως χαρακτηριστικά τον σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας. Εκεί ο Δ. Θεοδοσάκης γνώρισε όλη την οικονομική και πολιτιστική αφρόκρεμα της καστροπολιτείας, το αρχοντολόι της εποχής. Ανάπτυξε σχέσεις φιλίας μαζί τους και, επικοινωνιακός τύπος όπως ήταν, χαιρόταν αυτήν την επικοινωνία κι ένιωθε βαθιά μέσα στην ψυχή του απεριόριστη χαρά και ευτυχία. Και όλα αυτά τα σημειώνει με έξοχο τρόπο, απαθανατίζοντάς τα σε ποίημά του με τον τίτλο «Αποχαιρετισμός», που ανάρτησε στον πίνακα των ανακοινώσεων του Ταχυδρομείου την τελευταία μέρα της συνταξιοδότησής του.    

 Eυτυχώς, όμως, που υπάρχει η νοσταλγία, αυτή η πανανθρώπινη δυνατή «αδυναμία», που ξαναφέρνει τους απομακρυσμένους οδοιπόρους στο όνειρο και στα πρώτα βήματα της ζωής. Και στο βιβλίο τού Δ. Θεοδοσάκη η δύναμη αυτή, η νοσταλγία για τα παλιά, είναι που μεγαλώνει το όνειρο και προετοιμάζει και προδιαθέτει για την πνευματική σοδειά που θα επακολουθήσει. Γιατί το παρουσιαζόμενο με το σημείωμά μας αυτό βιβλίο, από μακριά μυροφόρο και έντονα αισθαντικό, πρέπει να θεωρηθεί ως ένα μικρό «αντιδώρημα» του συγγραφέα- είκοσι χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή του- προς όλα εκείνα τα πολλά και ωραία που του χάρισε κι εκεινού το σπουδαίο αυτό χτες της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Αυτές τις ακατάλυτες μνήμες επέλεξε κι έπλεξε ο συγγραφέας σ’ ένα «ματσάκι αλησμονιάς», σ’ ένα πνευματικό κι ευώδες τριαντάφυλλο, προκειμένου να το δωρίσει και να το κρατήσουν στα χέρια τους οι παλιοί του εκείνοι φίλοι σαν έναν μεγάλο ευχαριστήριο «αποχαιρετισμό», αλλά και οι νεότεροι και όλοι εκείνοι που μέλλεται να έρθουν, για να δουν και εκείνοι και να μάθουν για τη ζωή του μόχθου και της αρετής των προγόνων τους, των παλιών Ηρακλειωτών.

 Η αυθεντικότητα της πρώτης ύλης, το βάρος της προσωπικής εμπειρίας και η ιδεολογική φόρτιση προσδίδουν στη γραφή αυτήν του Δημήτρη Θεοδοσάκη την αμεσότητα του ρεαλισμού και τη λεπτότητα των αισθημάτων για την πατρώα γη και τους αγαπημένους του συμπολίτες. Και είναι γεγονός ότι ένας ολόκληρος κόσμος ξεπηδά ολοζώντανος μπροστά στα μάτια μας μέσα από τις ρεαλιστικές αυτές διηγήσεις, ενώ η εσωτερικευµένη πραγματικότητα επιτρέπει, συχνά, λυρικές εξάρσεις υποκειμενικών βιωμάτων, υποκινούμενων από μιαν έντονη συναισθηματική τού συγγραφέα φόρτιση, χωρίς, πάντως, να αναιρείται ποτέ ο ρεαλισµός των διηγήσεων ούτε η αυθεντικότητα της πραγματικότητας.

  Με το παρουσιαζόμενο βιβλίο του, ο Δημήτρης Θεοδοσάκης καταφέρνει να ζωντανέψει τη ζωή δεκατεσσάρων ανθρώπων μέσα από τις αφηγήσεις σαράντα δυο (!) γνωστών και φίλων του αφηγητών και από δεκάδες αυθεντικές φωτογραφίες, με ήρωες και πρωταγωνιστές πρόσωπα υπαρκτά, που τα περισσότερα από αυτά, αν δεν πρόκειται για προγόνους τους που έχουν προ πολλού φύγει από τη ζωή, και ο ίδιος τα συνανεστράφη στα πενήντα, τόσα, χρόνια που έζησε ανάμεσά τους. Ανθρώπους τόσο του μόχθου, όσο και της οικονομικής και πολιτιστικής ζωής του Ηρακλείου, πανεπιστημιακούς, εμπόρους και βιοπαλαιστές. Δειγματικά αναφέρουμε τον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Καποδιστριακού  Πανεπιστημίου Γεώργιο Γρατσέα, τον προοδευτικό και σπουδαίο οφθαλμίατρο Γιώργο Ι. Μαρκάκη, δημιουργό του περίφημου Λαογραφικού Μουσείου «Λυχνοστάτης», τον ρεθεμνιώτη Σπύρο Χιωτάκη, από τη Μύρθιο Ρεθύμνου, εκεί στα πόδια του Βρύσινα, παρά το φράγμα των Ποταμών, που ίδρυσε το τουριστικό Γραφείο Solmas Tours, με ένα ολόκληρο στόλο τουριστικών πούλμαν για τη μεταφορά των τουριστών ανά τη Μεγαλόνησο, τον Μανόλη Ματθαιακάκη, τελευταίο καφετζή στην κεντρική οδό της 25ης Αυγούστου, τον σπουδαίο κλασικό φιλόλογο και συγγραφέα, Κωστή Στεφανάκη, που με τη ζωή και την πολιτεία  του δίδαξε τον πατριωτισμό, τη γνώση και την αρετή, τον Αγκόπ Καζαντζιάν και τη γυναίκα του Σύλβια, που, για να σωθούν από την γενοκτονία των Τούρκων, οδηγήθηκαν από τη Μικρασία στο Ηράκλειο, όπου δραστηριοποιήθηκαν διατηρώντας κατάστημα υποδημάτων και άλλους πολλούς συμπολίτες του, με τη δική του μεγάλη ή μικρή του ιστορία ο καθένας.

 Τα θερμά μου, και πάλι, συγχαρητήρια στον αγαπητό μου φίλο Δημήτρη Ν. Θεοδοσάκη, τον όμορφο αυτόν του «Κάστρου Ταχυδρόμο» και για την παρούσα πολύτιμη προσφορά του στα κρητικά γράμματα και τη νεότερη του Μεγάλου Κάστρου ιστορία. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: