ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΘΕΟΦΑNIΩΝ- ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΥΡΩ ΑΠΌ ΤΟΥ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΥΣ




ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΘΕΟΦΑNIΩΝ-
 ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΥΡΩ ΑΠΌ ΤΟΥ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΥΣ


   ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Με την ευκαιρία των ημερών τούτων συνηθίζω να κάνω μια χρήσιμη αναδρομή σε έθιμα τού ελληνικού μας λαού που πλέκονται στενά με τις γιορτινές ετούτες ημέρες, τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνια. Θα ήθελα, με τον τρόπο αυτό, να βρεθούμε πιο κοντά στις ρίζες τής φυλής μας, στα ιερά εκείνα νάματα που εξέθρεψαν και μεγάλωσαν το δέντρο τού ελληνισμού, στο διάβα των αιώνων. Θα ήθελα, λοιπόν, για φέτος, να αναφερθώ σε κάποια έθιμα των Ελληνικών Θεοφανίων.
Τα Θεοφάνια λέγονται και η δωδέκατη νύχτα, γιατί είναι η τελευταία τού δωδεκαήμερου των Χριστουγέννων. Τότε είναι που εμφανίζονται οι γνωστοί μας κωμικοτραγικοί καλικάντζαροι, που ξεκίνησαν από τον άλλο κόσμο, για να περιπαίξουν και να πειράξουν τους ανθρώπους και τα υπάρχοντά τους. Όλο τον χρόνο βρίσκονται στον Κάτω Κόσμο, κοντά στο Μεγάλο Δέντρο, που ο κορμός του κρατάει στιβαρά τη γη. Έγνοια τους, όμως, παντού και παντοτινή είναι η ζημιά. Έτσι και εκεί κάτω δεν κάθονται ήσυχοι ούτε στιγμή, αλλά συνεχώς πριονίζουν τον κορμό τού μεγάλου δέντρου, μήπως κατορθώσουν τελικά και τον κόψουν και γκρεμίσουν τη γη. Να, όμως, που μόλις ζυγώνουν στον σκοπό τους έρχεται το άγιο δωδεκαήμερο και ανεβαίνουν επάνω, για να τα κάμουν και δω όλα άνω κάτω.


Σε όλη τη διάρκεια τής Δωδέκατης Νύχτας, που σε μας τους ανθρώπους συμβαίνει να αρχίζει μια μέρα πιο πριν, δηλαδή τότε που ξημερώνει η παραμονή των Φώτων, οι καλικάντζαροι οργιάζουν έξω στο ύπαιθρο και στις εξοχές, στα σταυροδρόμια, στ’ αλώνια, στους ερημικούς μύλους, στις ξεμοναχιασμένες καλύβες, στα σοκάκια τού χωριού, στις στέγες των σπιτιών. Γλέντησαν όλες τις μέρες τού Δωδεκαήμερου και τα έκαμαν όλα γης μαδιάμ. χάλασαν αργαλειούς, ανακάτεψαν τα νήματα και τα κουβάρια, ξαχαρβάλωσαν νερόμυλους, έκαναν άνω- κάτω τις αποθήκες των σπιτιών, έπνιξαν οικιακά ζώα, έπιασαν τέλος τον ανύποπτο νυχτερινό διαβάτη, που τέτοια νύχτα τόλμησε και ξεμύτισε από το σπίτι του και τη φωτιά τού τζακιού του- που τόσο πολύ τα σιχαμερά αυτά καλικαντζαράκια τη φοβούνται- και τον πετούσαν πάνω κάτω και τον έβαζαν δια της βίας να συμμετέχει στον οργιαστικό κυκλικό χορό τους, μέχρι που ο άτυχος νυχτερινός διαβάτης έπεφτε κάτω κυριολεκτικά ξερός από το ζόρισμα που έπαιρνε από τον χορό τους αυτόν. 
 
Για τούτο ο φρόνιμος άνθρωπος κάθεται μέσα στο σπίτι του κλειδομανταλωμένος και δε βγαίνει έξω, ούτε που ξεμυτίζει καν, έστω και από περιέργεια, επειδή άκουσε, τάχατες, κάποιο θόρυβο πάνω στην καμινάδα ή στα κεραμίδια, ούτε, ακόμα, και αν ακούει να τον φωνάζουνε με το ίδιο το όνομά του. Αν τώρα χρειαστεί να βγει έξω από το σπίτι για λίγο, να πάει να πάρει κάτι αναγκαίο, τότε ο φρόνιμος και συνετός δεν ξεμυτίζει από την πόρτα του, αν πρώτα δεν πάρει από το τζάκι του έναν δαυλό αναμμένο να τον κρατεί στο χέρι του. Γιατί οι σιχαμεροί καλικάντζαροι, που όλα τα αποτολμούν και τα σκαρώνουν στους ανθρώπους και στις περιουσίες τους,  αυτό μόνο δεν ημπορούν να το αντέξουν!… Μπροστά στη φωτιά μένουν ανήμποροι να κάνουν το παραμικρό. Η φωτιά «το ιερόν πυρ το  τους δαίμονας κατακαίον» είναι ο μεγαλύτερος εχθρός τους, που με τίποτα δεν μπορούν να τον παλαίψουν και να τον νικήσουν. Κάποτε, πολύ παλιά, μερικοί πρόγονοί τους το τόλμησαν και, έκτοτε, το μάθημα που πήραν ήταν τόσο δυνατό που μέχρι σήμερα δεν μπόρεσαν να το ξεπεράσουν. Η φωτιά που μαζί της πήγαν να τα βάλουν τους άφησε κολοβούς και αιώνια αναπήρους. Και από τότε δεν παύουν να διηγούνται στους απογόνους τους τι φοβερό πράγμα είναι η φωτιά!…Ακόμα και μόνο το όνομα της να ακουστεί το βάζουν στα πόδια κι εξαφανίζονται!… Ο φρόνιμος, λοιπόν, άνθρωπος σαν δει τον εαυτό του κυκλωμένο από καλικαντζάρους δεν έχει να κάνει τίποτα άλλο από τού να φωνάξει με όλη τη δύναμή του το λυτρωτικό λόγο που θα τον αφήσει ελεύθερο από την επικίνδυνα ενοχλητική παρουσία τους. «Τρεχάτε χωριανοί! Και ξύλα κούτσουρα, δαυλιά αναμμένα!». Έτσι, λοιπόν, και μόνη η απειλή τής φωτιάς μπορεί να διώξει μακριά τους ενοχλητικούς και απρόσκλητους καλικαντζάρους.
Σε παράδοση για τους καλικαντζάρους- που διασώζει ο Νικόλαος Πολίτης από την Κρήτη («Οι Καρκαντζόλοι»)- πιστεύεται ότι όσα παιδιά πιάνονται τού Βαγγελισμού και γεννιούνται τα Χριστούγεννα (όπως δηλαδή ο Χριστός) γένονται καρκαντζόλοι. Βγαίνουν τη νύχτα απ’ την κούνια τους και τα σπάργανά τους και τρέχουν στους δρόμους και πειράζουν όσους διαβάτες απανταίνουν. Και προτού να κράξει ο πετεινός γυρίζουν στα σπίτια τους» (Οι Παραδόσεις τού Ελληνικού Λαού).
Τι κρίμα που εμείς οι νεοέλληνες όλο και περισσότερο χάνουμε τις παραδόσεις μας, αυτόν τον πολύτιμο λαογραφικό μας θησαυρό. Ο ρυθμός τής νέας ζωής με τις απεριόριστες ευκολίες και τις ταχύτητες τής μηχανής και της αναμετάδοσης των πληροφοριών και των γεγονότων, με τις μετακινήσεις των πληθυσμών, το ανακάτωμα των κοινωνιών και τα εύκολα ταξίδια σε όλα τα μήκη κα τα πλάτη τού πλανήτη, ολοένα αλλάζει και αφανίζει αυτήν την παραδοσιακή σταθερότητα. Eυτυχώς, όμως, που υπάρχει η νοσταλγία, αυτή η πανανθρώπινη "δυνατή" αδυναμία, που ξαναφέρνει τους απομακρυσμένους στα πρώτα βήματα τής παιδικής τους ζωής και της ανάμνησης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1)      Δημ. Σ. Λουκάτου, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, Ιωάννινα 1966.
2)      Κ. Ρωμαίου, Κοντά στις ρίζες, Αθήνα 19802.
3)    Νικολάου Πολίτη, Οι Παραδόσεις τού ελληνικού λαού, 1965.
4)      Στιλπ. Π. Κυριακίδου, Ελληνική Λαογραφία, Αθήνα 1965.
5)   Σχετικά λήμματα από τις εγκυκλοπαίδειες: «Μπριτάνικα», «Πυρσός», «Δομή». 

Δεν υπάρχουν σχόλια: