ΑΠO TOYΣ ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΟΥΣ ΘΗΣΑΥΡΟΥΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ - Α Ρ Ο Λ Ι Θ Ο Σ

          
          
Α   Ρ   Ο  Λ  Ι   Θ  Ο   Σ

ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
www.ret-anadromes.blogspot.com

http://historicalcrete.ims.forth.gr


Αφορά σε σύνηθες τοπωνύμιο τής κρητικής, αποκλειστικά, υπαίθρου, ενώ, σε άλλα μέρη τού ελληνισμού, το ίδιο τοπωνύμιο, απαντά με άλλες μορφές. Στη Χίο, για παράδειγμα, ακούγεται ως Νερόλιθας. Σε μερικά, πάντως, χωριά, και στην Κρήτη, ο «αρόλιθος» ακούγεται, όπως, περίπου, το χιώτικο τοπωνύμιο, ως «νερόλιθος» (sic). Πρόκειται για βράχο ή λίθο με μικρό λακκίσκο ή λακκίσκους επί της επιφανείας του, όπου συγκεντρώνεται το νερό τής βροχής κι έτσι τα ζώα και τα πουλιά, αλλά, κάποτε, και οι άνθρωποι, και ιδιαίτερα κατά τους μήνες του καλοκαιριού, βρίσκουν νερό και πίνουν στις εξοχές και στα όρη όπου, συνήθως, ευρίσκονται οι βράχοι αυτοί. Κατά τον σοφό Βαυαρό περιηγητή Μιχαήλ Δέφνερ αφορά σε αρχαία ελληνική λέξη, στο α΄ συνθετικό της οποίας βρίσκουμε την προελληνική ρίζα ar- που έχει σχέση με το νερό και φανερώνει το ρεύμα νερού, όπως στα τοπωνύμια: Άριον, `Αρνα, Ιάρδανος κ.λπ.[1]
Αρόλιθοι ( Δέφνερ,
Οδοιπορικαί Εντυπώσεις..., σ. 245)
Το τοπωνύμιο, περαιτέρω, απαντά και ως υποκοριστικό, Αρολίθι, στο (χωριό Μαριού, Δήμου Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου), όταν πρόκειται για μικρό αρόλιθο και Αρόλιθα, στον (χωριό Μύρθιος τού ίδιου Δήμου), με μεγεθυντική σημασία, με το επίθημα των αρσενικών –ας (ο Αρόλιθ-ας). Ενδιαφέροντα, πάντως, και κάποια τοπωνύμια σύνθετα ή περιφραστικά με τη λέξη «αρός», όπως: Βοϊδαρόλιθος, Πετραρόλιθος, Κρεμαστός Αρόλιθος, Σκιστός Άρόλιθος κ.λπ.
Το τοπωνύμιο, λοιπόν, είναι αρχαίο, σύνθετο από τις λέξεις αρός+λίθος, γνωστό από το λεξικό τού Ησύχιου, στο οποίο κατά λέξη σημειώνεται η φράση: «ρούς κοίλας πέτρας, ν ας δωρ θροίζεται μόριον», όπου το «μόριον», πολύ ορθά, διορθώθηκε σε «μβριον», από τον Μιχαήλ Δέφνερ, ο οποίος στο περιηγητικό βιβλίο του διαπραγματεύεται εκτενώς το θέμα των «αρών»[2]. Εδώ, ο Δέφνερ σημειώνει ότι το πρώτο μέρος «αρός» (= κοιλότης, λακκίσκος, γουβίτσα) σώζεται στην τσακωνική διάλεκτο. Σε αυτήν «αροί» λέγονται
Αρόλιθος με νερό
κοιλώματα, τα οποία σχηματίζουν στο έδαφος των σπηλαίων οι σταγόνες του νερού που πέφτουν αδιάκοπα από τον θόλο του σπηλαίου («σταγόνες ύδατος πέτραν κοιλαίνουσι») και, στη συνέχεια, αναφέρεται, ειδικότερα, στην περίπτωση τού ομώνυμου χωριού Αρολίθι της επαρχίας (και σήμερα Δήμου) Ρεθύμνου, όπου- όπως γράφει- πληροφορήθηκε από τον τότε δάσκαλο τού χωριού- κατόπιν αιτήματός του στην τότε Γενική Διεύθυνση των Σχολείων Κρήτης- ότι το χωριό στερείται μεν επαρκούς ύδατος, οι βράχοι, όμως, από ασβεστόλιθο και τιτανόλιθο που το περιβάλλουν έχουν μυριάδες τέτοιων αρών, μικρών και μεγάλων, χωρητικότητας από διακόσια δράμια έως και εξήντα οκάδες και βάθους μέχρι και ενός μέτρου μερικές φορές. Σε αυτούς τους αρούς αθροίζεται το νερό των βροχών και σε αυτούς καταφεύγουν οι γεωργοί και οι ποιμένες με τα ποίμνιά τους. Από εδώ, λοιπόν, προέρχεται η ονομασία και του χωριού Αρολίθι, καταλήγει ο Δέφνερ.
Το αρός τού Ησυχίου ανάγεται, περαιτέρω, σε αρχαίο επίθετο ναρός, -ά, -όν (ρ. νάω), που σημαίνει «ρέων, υγρός». Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το «αρός» προέρχεται από το αραιός, αρύς, λόγω της σύνθεσης τού λίθου που είναι αραιή και όχι συμπαγής και συνεχόμενη [πβ. αρογένης, αροσπαρμένος κ.λπ.[3]]. Ορθότερη, βέβαια, κρίνεται η πρώτη ετυμολογία, που ανταποκρίνεται, θεωρούμε, ακριβέστερα στη φυσική και εδαφική μορφολογία των χωριών όπου απαντά το συγκεκριμένο τοπωνύμιο. Σε όλα τα χωριά που το συναντήσαμε κι εμείς- κατά την έρευνά μας στα τοπωνύμια των χωριών της επαρχίας Αγίου Βασιλείου- μας έδωσαν σταθερά την ίδια πληροφορία, ύπαρξης τέτοιων βράχων με κοιλότητες, στις οποίες αθροίζεται το νερό τής βροχής. Σε αυτήν την ερμηνεία μάς βοηθά, περαιτέρω, και είναι διαφωτιστικό το τοπωνύμιο τής Χίου Νερόλιθας, ο (με τη σημασία, ακριβώς, του κρητικού αρόλιθος), που μπορεί να βασίζεται σε αρχαιότερο τύπο ναρόλιθος με παρετυμολογία προς το νερό[4].
Συχνά ο «αρόλιθος» βρίσκεται και σε ακροθαλασσιές, οπότε γεμίζει με θαλασσινό νερό, αντί βρόχινο, όπως στις λοιπές περιπτώσεις των εξοχών και των ορέων. Στην περίπτωση αυτήν πιθανόν ανάγεται και το τοπωνύμιο «Σιφούνι των Αλυκιανάδων», που συναντήσαμε στο παραθαλάσσιο χωριό Ροδάκινο του Ρεθύμνου, όπου, στο «Τοπωνύμικό» μας, εξηγούμε το «σιφούνι» ως μιαν, επίσης, μορφή αρόλιθου[5]. Ο Νικόλαος Τωμαδάκης το «Σιφούνι των Αλυκιανάδων» το εξηγεί ότι ανήκε σε κατοίκους από τον Αλυκιανό Χανίων [Αλυκιανός (εθνικό)= ο κάτοικος των αλυκών (= ειδικών παράλιων αβαθών φυσικών ή τεχνητών δεξαμενών, όπου με ηλιακή εξάτμιση του θαλασσινού νερού παράγεται το αλάτι)][6]. Με την τελευταία αυτήν ερμηνεία τού Τωμαδάκη («ειδικών παράλιων φυσικών ή τεχνητών δεξαμενών») συμφωνεί, νομίζω, η έννοια του «αρόλιθου», όπως τη δώσαμε στο συγκεκριμένο τοπωνύμιο του «Τοπωνυμικού» μας και όπως την εντοπίσαμε και στο λεξικό του Αντώνη Τσιριγωτάκη[7], όπου ως «αρόλιθοι» λογίζονται και αυτές, ακριβώς, οι φυσικές αλυκές των παραθαλάσσιων βράχων («αλατσόγουρνες» τις αποκαλεί), που τις λούζει το κύμα και γεμίζουν με νερό («θαλασσονέρι»), ενώ, αργότερα, κατά τους θερινούς μήνες, που το νερό εξατμίζεται, γεμίζουν με αλάτι. Και τέτοιους παραθαλάσσιους αρόλιθους είχε, φαίνεται, πολλούς το παραθαλάσσιο Ροδάκινο.
Στο ίδιο λεξικό του Αντώνη Τσιριγωτάκη[8], σχετικές προς την α΄ λέξη του προαναφερθέντος περιφραστικού τοπωνυμίου του Ροδάκινου Ρεθύμνου [«Σιφούνι (των Αλυκιανάδων»)] ανευρίσκουμε και τις φράσεις: «σιφουνίζει ο καιρός» ή «σιφουνίζει το χωράφι», με την έννοια ότι στεγνώνει, στραγγίζει η υγρασία του χωραφιού και γίνεται κατάλληλο προς καλλιέργεια και λοιπές γεωργικές εργασίες, όπως, δηλαδή, ακριβώς, κάποια στιγμή, στραγγίζουν και οι αρόλιθοι τόσον οι ορεινοί όσο και οι παραθαλάσσιοι. Κάθε αρόλιθος, όπως, σε συζήτησή μας, μου είπε χαρακτηριστικά ο παραπάνω φίλος λεξικογράφος, ξεκινάει ως «αρόλιθος», τον χειμώνα, και καταλήγει ως «σιφούνι» τους θερινούς μήνες, που εξατμίζεται (=«σιφουνίζει») το νερό του, αυτό της βροχής ή της θάλασσας, ανάλογα με το αν ο αρόλιθος βρίσκεται στην παραλία ή στο βουνό. Γι’ αυτό οι άνθρωποι του χωριού που τους ήταν χρήσιμοι οι αρόλιθοι στη ζωή τους πάνω στο βουνό, προνοούσαν και τους σκέπαζαν με μια πλάκα που ταίριαζε, ώστε να μην εξατμίζεται το νερό και να κρατά περισσότερο.  
Οι αρχαίοι, τέλος, να σημειώσουμε, ότι χρησιμοποιούσαν τους «αρούς» για σπονδές και θυσίες[9].




[1] Δέφνερ 1918: 245, πβ. και Faure 1984: 61, Άμαντος 1915: 23- 25 και Πλατάκης 1966: 271.
[2] Δέφνερ 1918: 244- 245.
[3] Χατζιδάκις 1905: 249 και Πιτυκάκης, χ.χ.: λήμμα: «Αρόλιθος».
[4] Συμεωνίδης 2010: τ. Α΄, 293.
[5] Παπαδάκης 2010: 545.
[6] Τωμαδάκης 1986: 10.
[7] Τσιριγωτάκης 2019: ίδιο λήμμα («αρόλιθος»).
[8] Τσιριγωτάκης 2019: ίδιο λήμμα («σιφούνι»).
[9] Δέφνερ 1918: 247 και, επίσης, Σειστάκης 1969: σ. 165.


     
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Άμαντος, Κωνσταντίνος 1915: Συμβολή εις το τοπωνυμικόν της Χίου, Λεξικογραφικόν Αρχείον, 23-25.
Δέφνερ, Μιχαήλ 1918: Οδοιπορικαί Εντυπώσεις από την Δυτικήν Κρήτη, Αθήναι.
Παπαδάκης, Κωστής Ηλ. 2011: Τοπωνυμικό της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου, τ. Ε΄, στη σειρά των Πρακτικών του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου για την Επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου, Ρέθυμνο.
Πιτυκάκης, Μανώλης Ι., 2001: Το γλωσσικό ιδίωμα τής Ανατολικής Κρήτης, Νεάπολη Κρήτης.
Πλατάκης, Ελευθέριος Κ. 1966: «Τα ονόματα των σπηλαίων και άλλων καρστικών μορφών τής Κρήτης», Κρητικά Χρονικά 20.
Σειστάκης, Γεώργιος 1969: «Το Επανοχώρι Σελίνου», Κρητική Εστία, τεύχ. 193-195, σ. 165, Χανιά.
Συμεωνίδης, Χαράλαμπος Π. 2010: Ετυμολογικό Λεξικό των Νεοελληνικών Οικονυμίων, Λευκωσία- Θεσσαλονίκη.
Τσιριγωτάκης, Αντώνιος Ευαγγ. 2019: Κρητών Διάλεκτος. Γνήσιο ιδιωματικό λεξικό, Ηράκλειο.
Τωμαδάκης, Νικόλαος 1986: «Φιλολογικά», Νεοελληνικόν Αρχείον Β΄.
Faure, Paul 1984: «Hydronymes Cretois», Κρητολογία 16-19.
Χατζιδάκις, Γ. Ν. 1905: Μεσαιωνικά και νέα ελληνικά, Α΄, Eν Αθήναις.


Δεν υπάρχουν σχόλια: