ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΑΡΕΤΩΝ



[Ομιλία τού Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, που έγινε την 30η Ιανουαρίου, Ημέρα Μνήμης των αγίων Τριών Ιεραρχών, στην αίθουσα τού Λυκείου Ελληνίδων τής πόλης μας. 
Η εικόνα των Τριών Ιεραρχών προέρχεται από το Βυζαντινό Μουσείου Ζακύνθου (φωτ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη)]


ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΑΡΕΤΩΝ
«Καλά Παραδείγματα»  και ρήσεις έμπρακτης άσκησης στην αρετή από την ελληνική κλασική αρχαιότητα,
στον λόγο τού Μ. Βασιλείου «Πρός τούς Νέους ὃπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων»


   ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

           www.ret-anadromes.blogspot.com 

  Σπάνια στην ιστορία τής ανθρωπότητας συναντούμε προσωπικότητες τού διαμετρήματος ενός μεγάλου Βασιλείου (330- 379 μ.Χ.), στις οποίες η συμβολή τού συνόλου των παραγόντων αγωγής να υπήρξε τόσον αποφασιστικής σημασίας και σπουδαιότητας για τη διαμόρφωση τού χαρακτήρα τους. Γιατί στην περίπτωση τού μεγάλου Πατέρα και Διδασκάλου τής Ορθοδοξίας παρατηρήθηκε, χωρίς αμφιβολία, ένας πραγματικά άριστος συνδυασμός τής αγωγής που εκείνος έλαβε πρωτίστως από την οικογένειά του, για να συμπληρωθεί, στη συνέχεια, κατά τον αρμονικότερο τρόπο από σχολεία, που του προσέφεραν και αρκετά στοιχεία μόρφωσης από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο- ώστε η στάση τού Βασιλείου έναντι των συγγραμμάτων τού αρχαίου ελληνισμού να εμφανίζεται ως η πλέον φωτισμένη, ακριβής και ισόρροπη ανάμεσα στους Πατέρες και συγγραφείς τού Χριστιανισμού- και, βέβαια, και από την Εκκλησία και την κοινωνία, και ειδικότερα αυτήν της ερήμου. Και είναι αυτοί οι δύο τελευταίοι παράγοντες (Εκκλησία- έρημος) που εξαγίασαν κάθε ξένη προς τη διδασκαλία τού Χριστού γνώση τού Βασιλείου.
         Ακόμα, ελάχιστες οικογένειες στην ιστορία έχουν να επιδείξουν τον αρμονικότατο αυτόν συνδυασμό ενός πατέρα Βασιλείου και μιας μητέρας  Εμμέλειας, μιας γιαγιάς και μιας αδελφής Μακρίνας, και δύο αδελφικών φίλων, ενός Γρηγορίου Θεολόγου, αλλά και ενός Λιβανίου, σπουδαίου εκπροσώπου τού εθνικού κόσμου και διδασκάλου τής φιλοσοφίας και των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων[1], που όλοι τους στάθηκαν για τον Βασίλειο ισχυρότατα ερείσματα σε κάθε περίοδο της ζωής του από τη νηπιακή του ηλικία μέχρι και αυτά τα βαθιά γεράματα.
Αυτός, λοιπόν, ο μέγας άνδρας και διδάσκαλος τής χριστιανοσύνης, με την πολυμερή κλασική και χριστιανική παιδεία, ο Μέγας Βασίλειος, θα μας επισημάνει απόψε, στον λόγο του «Πρός τούς Νέους ὃπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὼφελοῖντο λόγων», μία μακρότατη σειρά λαμπρών παραδειγμάτων και λόγων έμπρακτης άσκησης των νέων στην αρετή, αντλημένων όλων από την ελληνική κλασική αρχαιότητα. Με τα παραδείγματα και τους λόγους αυτούς, ο Βασίλειος θα μας φωτίσει ορισμένες παιδαγωγικές αξίες και αρετές, που στον πανάγιο βίο του τίθενται σε απόλυτη εφαρμογή και κρίνονται ότι αποτελούν υψηλό παράδειγμα προς μίμηση από τους μεταγενεστέρους στο θέμα τής αγωγής των παιδιών και των νέων, αλλά και των μεγαλύτερων στην ηλικία ανθρώπων.
Ο Βασίλειος, αρχικά, εξυμνεί και εγκωμιάζει την αρετή και αναγνωρίζει την αξία της, έτσι όπως την ύμνησαν και τη θεράπευσαν οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί. Γιατί, λέγει ο Βασίλειος, τόσον η ποίηση τού Ομήρου, όσο και αυτή του Ησιόδου «ρετς στίν παινος»[2], αφού μέσα από το έργο τους δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να προτρέπουν «τούς νέους π’ ρετήν»[3], για να καταλήξει σε έναν καθολικό έπαινο των αρχαίων που «σχεδόν, λέγει, παντες μικρόν μεζον ες δύναμιν καστος ν τος αυτν συγγράμμασιν ρετς παινον διεξλθον»[4]. Και μετά από αυτόν τον γενικό και διθυραμβικό, θα τον ονόμαζα, ύμνο τής αρετής των αρχαίων Ελλήνων, ο μέγας Πατήρ προχωρεί ακόμα περισσότερο σε μία νέα, καινοτόμο και εξαιρετικά προοδευτική για την εποχή του θέση, υποστηρίζοντας ότι ο χριστιανός δεν πρέπει να πτοείται ή να εμποδίζεται στο να παίρνει μαθήματα αρετής απ’ όπουδήποτε και αν προέρχονται αυτά, ακόμα και από αυτόν τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, τη θύραθεν, όπως ονομαζόταν, τότε, φιλοσοφία. Μας προτρέπει, όμως ότι αυτό πρέπει να γίνεται μετά πολλής προσοχής και διακρίσεως, κατά τον τρόπον, λέγει, των μελισσών που με περισσή προσοχή ξεχωρίζουν και επισκέπτονται τα χρήσιμα μόνον από τα άνθη, για να πάρουν το μέλι που χρειάζονται. Έτσι κι εμείς οι χριστιανοί με οδηγό μας, πάντα, τη συγκεκριμένη αρετή τής διάκρισης, της «βασιλίδος» των αρετών, όπως την αποκαλούν « νί στόματι» όλοι οι Πατέρες τής Εκκλησίας, πρέπει, σαν τις μέλισσες, να ξεχωρίζουμε από τις αρχαίες διδασκαλίες το καλόν από το κακό και « νά ντλμεν οονεί τό ες τά ρχαα λληνικά νθη πάρχον μέλι»[5], που θα μας βοηθήσει- με την παράλληλη, βέβαια, μελέτη και της Αγίας Γραφής και των λοιπών διδαχών τής χριστιανικής πίστης- οι αρχαίοι σοφοί  να γίνουν οδηγοί μας και με το παράδειγμά τους και αποτελεσματικοί βοηθοί μας στην καλλιέργεια τής χριστιανικής μας συνείδησης και στην ισχυροποίηση τής ηθικής βούλησής μας στον σεβασμό των ηθικών αξιών.
Και ως πρώτο παράδειγμα προς απόδειξη και στερέωση τής θέσης του αυτής για την ανάγκη αξιοποίησης τής αρχαίας ελληνικής σοφίας, με σκοπό την ηθική βελτίωση τού ανθρώπου, ο θείος πατέρας αναφέρει τη στιγμή τής συνάντησης τού ναυαγού Οδυσσέα με τη Ναυσικά, όπου, λέγει, γυμνός και ταλαιπωρημένος και με μόνη την εμφάνισή του ο σεμνός βασιλιάς τής Ιθάκης προκαλεί τον απεριόριστο σεβασμό τής βασιλοπούλας, γιατί, όπως λέγει χαρακτηριστικά ο Βασίλειος, αντί άλλου ενδύματος ο ποιητής κατάφερε και τον έντυσε με την αρετή. «πειδήπερ ατόν ρετ ντί ματίων κεκοσμημένον ποίησε»[6]. Είναι, λέγει ο Βασίλειος, σαν να βροντοφωνάζει ο Όμηρος, στο σημείο αυτό, ότι: «ρετς μν πιμελητέον, νθρωποι, καί ναυαγήσαντι συνεκνήχεται»[7], δηλαδή την αρετή πρέπει, ω άνθρωποι, να φροντίζετε, η οποία και στο ναυάγιο, ακόμα, δεν χάνεται, αλλά ακολουθεί τον ναυαγό, κολυμπώντας μαζί του. Μονάχα η αρετή δεν χάνεται, όπως συμβαίνει με τον λοιπό υλικό πλούτο τού παρόντος βίου, αλλά παραμένει πιστή στον κάτοχό της, ακόμα και ύστερα από τον θάνατό του. Αυτό το ίδιο θα επαναλάβει, αργότερα, και ο Σόλωνας λέγοντας προς τους πλουσίους: «λλ' μες ατος ο διαμειψόμεθα τς ρετς τόν πλοτον»[8], δεν θ’ ανταλλάξουμε, δηλαδή, την αρετή με τον πλούτο, γιατί η αρετή παραμένει μόνιμη και σταθερή, ενώ ο πλούτος συχνά αλλάζει κάτοχο. Αλλά και ο Ισοκράτης ευθαρσώς θα συμπληρώσει ότι «ρετς οδέν κτμα σεμνότερον οδέ βεβαιότερον», ενώ και ο ποιητής Θέογνις, στην ίδια, ακριβώς, γραμμή με τους παραπάνω κινούμενος, θα υπογραμμίσει ότι ο Θεός- οποιοσδήποτε, λέγει ο Βασίλειος, κι αν είναι ο Θεός που υπονοεί- αλλάζει συχνά την πλάστιγγα τού πλούτου, ώστε ο άνθρωπος «λλοτε μέν πλουτεν λλοτε δέ μηδέν χειν»[9], ενώ η αρετή παραμένει πάντα σταθερό και αναφαίρετο απόκτημά του.
Αυτήν τη μοναδική σοφία των αρχαίων Ελλήνων σοφών θέλει ο μέγας παιδαγωγός να αξιοποιήσει και μεταλαμπαδεύσει στους νέους, κυρίως, ανθρώπους με τη μακρά σειρά λαμπρών παραδειγμάτων και λόγων έμπρακτης άσκησης στην αρετή που προσκομίζει στον περίφημο λόγο του: «Πρός τούς Νέους ὃπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὼφελοῖντο λόγων» (το δηλώνει, εξάλλου, και ο ίδιος ο τίτλος τού λόγου). Ο Βασίλειος γνωρίζει πολύ καλά τη φυσική και βαθιά ψυχολογική ανάγκη τού ανθρώπου, και μάλιστα του νέου, να προσπαθεί να μιμείται στη ζωή του τα μεγάλα πρότυπα τού πνεύματος, της τέχνης και της αρετής. Γνωρίζει ότι ο άνθρωπος μοιάζει με τη μαγνητική βελόνη, που από μια εσωτερική ανάγκη τής ψυχής, στρέφεται πάντοτε προς τον πολικό του αστέρα, προς το μεγάλο του αγάπημα που θαυμάζει και προσπαθεί να το βάλει στη ζωή του και να το μιμηθεί. Την ψυχολογική αυτήν ανάγκη τού ανθρώπου προσπαθεί ο Μ. Βασίλειος να εκμεταλλευτεί και αξιοποιήσει στον λόγο του «Προς τους Νέους» με τα «Καλά Παραδείγματα», που άφθονα, όπως είπαμε, τα ανακαλύπτει στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, και προσάγει αυτά προς τους νέους- αλλά και προς όλους εμάς- ως υποδείγματα στον αγώνα μας για την κατάκτηση και οικειοποίηση τής αρετής[10]. Η ζωή είναι τόσο όμορφη σαν κάνουμε το καλό και το αληθινό! Και τα «Καλά Παραδείγματα» βοηθούν, ακριβώς, τον άνθρωπο προς την κατεύθυνση αυτήν . να «ομορφύνει», γεμίζοντας με αρετές τη ζωή του.
Το πώς θα εξελιχθεί ο άνθρωπος στο μέλλον του εξαρτάται, κατά έναν μεγάλο βαθμό, από το ιδεώδες τού ήρωα τον οποίο «κ νεότητός του» θα θέσει ως πρότυπο στη ζωή του. Και είναι παιδαγωγικά αποδεδειγμένο ότι τα πρότυπα αυτά συντελούν εξαιρετικά στη διαμόρφωση τής προσωπικότητας και τού χαρακτήρα τού νέου. «Μή παρίδς διήγημα σοφν καί ν τας παροιμίαις ατν ναστρέφου. τι πα ατών μαθήσ παιδείαν…», διαβάζουμε στη Σοφία Σειράχ[11]. Όμως, μια βιομηχανική και υλιστική εποχή, όπως η σημερινή, δεν έχει, συνήθως, να προσφέρει στους νέους σπουδαία πρότυπα ηρώων. Σε τέτοιες περιόδους τής ιστορίας τού ανθρώπου οι πραγματικά σπουδαίοι άνθρωποι συνήθως χάνονται κάτω από τη δύναμη των άσσων τού πλούτου τής βιομηχανίας και των αστέρων τής ροκ μουσικής, του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και του διαδικτύου και ελάχιστα προβάλλονται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Έτσι, στα μάτια των νέων προβάλλονται περισσότερο τα κακά παραδείγματα τού υλισμού και της διαφθοράς, με αποτέλεσμα να διαπλάθεται μια νεότητα αρρωστημένη και λεμφατική. 

 Τα «καλά παραδείγματα» που ο Βασίλειος χρησιμοποιεί στην ομιλία του "Πρός τούς Νέους…"- εκτός από αυτό του μυθολογικού ήρωα Ηρακλή- στη συντριπτική τους πλειοψηφία, προέρχονται από «τον χρυσούν αιώνα» τού Περικλή, που, οπωσδήποτε, κατεξοχήν διακρινόταν και, μέχρι σήμερα, συνεχίζει να παραμένει γνωστός λόγω της υψηλής καλλιέργειας τού πνεύματος που είχε επιτύχει, μέσω μιας ηγεμονικής και μεγαλειώδους ανάπτυξης των Τεχνών και των Γραμμάτων. Ο Βασίλειος, λοιπόν, δεν αρκείται στη σοφία μόνον των λόγων τού αρχαίου Ελληνισμού, αλλά και πολλές από τις πράξεις σπουδαίων εκπροσώπων του τις θεωρεί ως άξιες μνήμης και μίμησης[12] και από αυτούς τους χριστιανούς. Και οι πράξεις αυτές αποτελούν, ακριβώς, τα «καλά παραδείγματα»- στα οποία με την ομιλία μας αυτήν θα αναφερθούμε- και που στον Λόγο τού Μ. Βασιλείου είναι τα εξής:
α) όπως έχουμε, ήδη, επισημάνει, πρώτο- πρώτο ο μέγας πατήρ προβάλλει προς τους Νέους το μεγαλειώδες παράδειγμα τού ενδοξότερου και διασημότερου μυθολογικού ήρωα, του Ηρακλή[13](μπροστά στο σταυροδρόμι τής ζωής), που υπήρξε η προσωποποίηση τής ισχύος τού ανθρωπίνου πνεύματος που δαμάζει τη φύση προς ανακούφιση και όφελος τού ανθρώπου. Το παράδειγμα είναι παρμένο μέσα από τη γνωστή αλληγορική ιστορία, όπως μας τη διασώζει ο σοφιστής Πρόδικος[14] από την Κέα.
Όταν, λέγει, ο Ηρακλής ήταν νέος βρέθηκε στο μεγάλο δίλημμα «ποια οδό ν’ ακολουθήσει» στη ζωή του («ποτέραν τράπηται τν δν»[15]), «τήν στενήν καί τεθλιμμένην»[16], τον δρόμο δηλαδή με τις πολλές θλίψεις και τους κόπους, που όμως με ασφάλεια οδηγεί στην αρετή ή τον εύκολο, τον πλατύ και ευρύχωρο δρόμο τής κακίας, που απομακρύνει από αυτήν (την αρετή). Τότε ακριβώς, λέγει ο μύθος, τον πλησίασαν δυο γυναίκες . η Αρετή και η Κακία. Η πρώτη εξασθενημένη, ισχνή και απεριποίητη τον κοιτούσε με βλέμμα αυστηρό και δεν του υποσχόταν καμιάν ασυδοσία, καμιάν ευχαρίστηση ή τίποτε ανέσεις από τη ζωή, αλλά, αντίθετα, μόνο ιδρώτες, κόπους, θλίψεις και κινδύνους, όπου κι αν βρισκόταν και σε στεριές και σε θάλασσες . «πισχνεσθαι γάρ οδέν νειμένον, οδέ δύ, λλ' δρώτας μυρίους καί πόνους καί κινδύνους διά πάσης πείρου τε καί θαλάσσης»[17]. Όμως, στο τέλος, συνέχισε η Αρετή, η αμοιβή και η επιβράβευση των κόπων και αγώνων του θα ήταν ο Ηρακλής να γινόταν θεός («θλον τούτων εναι θεόν γενέσθαι»). Η άλλη, αντίθετα, η Κακία, φορούσε πολλά στολίδια, ήταν εύσωμη και εξαιρετικά όμορφη και υποσχόταν στον έφηβο Ηρακλή, αν την ακολουθούσε στη ζωή του, θέλγητρα, ηδονές, και μια ζωή γεμάτη ανέσεις, χλιδή και τρυφηλότητα.
Ο Ηρακλής, όμως, όπως είναι γνωστό, στη ζωή του ακολούθησε την οδόν «τήν διά τν πόνων γουσαν πρός ρετήν»[18], που του υπέδειξε η πρώτη γυναίκα, η Αρετή. Γιατί, ακριβώς, με την ώριμη σκέψη και σύνεσή του- και τούτο παρά το νεαρότατον τής ηλικίας του- αντιλήφθηκε ότι έργο θεάρεστο είναι μόνον η αρετή που αποκτάται διά των θλίψεων και είναι έξω από τη φύση της οι παντός είδους ανέσεις και ευκολίες. Ή, όπως έλεγε ο άγιος Μάρκος ο Ερημίτης, «πσα θλίψις κατά Θεόν, ργον στίν εσεβείας νυπόστατον. Μή λέγε κεκτσθαι ρετήν κτός θλίψεως . δόκιμος γάρ στι διά τήν νεσιν»[19]. 
Το πρώτο αυτό παράδειγμα- του μυθολογικού ήρωα Ηρακλή- προτρέπει τους νέους να ακολουθήσουν τον ωραίο, γενικά, και βασιλικό δρόμο τής αρετής. Τα υπόλοιπα παραδείγματα ο Βασίλειος τα λαμβάνει- όπως έχουμε, ήδη, επισημάνει- από τον αρχαίο, επίσης, ελληνικό κόσμο, της εποχής κυρίως του Περικλή, τα παραθέτει στον λόγο του σύμφωνα με τη σειρά που ακολουθείται στην επί του Όρους Ομιλία[20](κατά τη στηλίτευση από τον Κύριο παρόμοιων αμαρτημάτων) και με αυτά καταδεικνύει στους νέους το δυνατόν τής υπερνίκησης παθών, όπως είναι ο θυμός, η πορνεία, ο όρκος, η υλιστική προσκόλληση στον πλούτο και η ακρόαση αισχρής και άσεμνης μουσικής. Ήρωες στα παραδείγματα αυτά είναι, αντίστοιχα, ο Περικλής, ο Ευκλείδης από τα Μέγαρα και ο φιλόσοφος Σωκράτης (στα θέματα τού θυμού, της υπομονής και της πραότητας, αντίστοιχα), ο στρατηλάτης Μ. Αλέξανδρος (στην αποφυγή τής πορνείας), ο Κλεινίας[21] (πατέρας τού περίφημου στρατηγού των Αθηναίων Αλκιβιάδη) (στην αποφυγή τού όρκου) και πάλιν ο Μ. Αλέξανδρος, ο αρχαίος μουσικός Τιμόθεος και ο μαθηματικός Πυθαγόρας (στο θέμα τού εθισμού τού παιδιού στην ακρόαση καλής και ποιοτικής μουσικής) και οι μεγάλοι γλύπτες τής αρχαιότητας Πολύκλειτος και Φειδίας (στο θέμα τής αποφυγής τής υλιστικής προσκόλλησης στον πλούτο).
Ας δούμε, λοιπόν, μέσα από τον εξεταζόμενο λόγο τού Μ. Βασιλείου, όλη αυτήν τη μακρά σειρά «καλών παραδειγμάτων» και ρήσεων έμπρακτης άσκησης στην αρετή, προερχομένων όλων από την ελληνική κλασική αρχαιότητα. Αρχικά, ο Βασίλειος- όπως έχουμε ήδη επισημάνει- θα αναφερθεί στα παρεμφερή θέματα τού θυμού, της υπομονής και της πραότητας, προτείνοντάς μας, αντίστοιχα, τρία λαμπρά παραδείγματα προερχόμενα από τρεις επιφανείς εκπροσώπους τού αρχαίου ελληνικού κόσμου. τον Περικλή, τον Ευκλείδη και τον Σωκράτη.
Στο πρώτο παράδειγμα- αυτό του επιφανούς πολιτικού και στρατηγού τής αρχαίας Ελλάδος, Περικλή[22]- ένας άνθρωπος, λέγει, της αγοράς, δηλαδή ακαλλιέργητος και αλήτης, τον κακολογούσε κάποτε και τον έβριζε και δεν τον άφηνε να ησυχάσει μιαν ολόκληρη ημέρα «φειδς πλύνων ατόν τος νείδεσιν»[23], ενώ ο Περικλής δεν ασχολούνταν καν μαζί του και προσπαθούσε να παραμείνει μακράν τού θυμού, ήρεμος και ατάραχος, χωρίς να αφήσει να εξέλθει ούτε ένας λόγος απρεπής από τα χείλη του. Όταν βράδιασε και αποφάσισε ο υβριστής του να φύγει, ο Περικλής τού έστειλε συνοδό, για να του φωτίζει τον δρόμο[24], επιθυμώντας με αυτόν τον τρόπο «πως ατώ μή διαφθαρείη τό πρός φιλοσοφίαν γυμνάσιον»[25] (=να μη διαφθαρεί, δηλαδή, η άσκησή του στην αρετή).
Κάποιος, πάλι, στο δεύτερο παράδειγμα[26], όταν εξοργίστηκε με τον Ευκλείδη τον Μεγαρέα[27] (όχι τον γεωμέτρη αλλά τον φιλόσοφο) τον απείλησε με φόνο και, μάλιστα, για να γίνει ακόμα πειστικότερος, ορκίστηκε ότι θα διέπραττε αυτόν. Μα και ο Ευκλείδης, από τη μεριά του, ορκίστηκε να τον μαλακώσει εξευμενίζοντάς τον και να μην του επιτρέψει να  πραγματοποιήσει την απειλή του![28]
Στο τρίτο και τελευταίο παράδειγμα[29] αυτής της πρώτης ομάδας αρετών, ο θείος Ιεράρχης αναφέρεται στην περίπτωση τού Σωκράτη[30], του γνωστού φιλοσόφου τής αρχαιότητας. Επιτέθηκε, λέγει, κάποιος μεθυσμένος εναντίον του και τον χτυπούσε στο πρόσωπο ακατάπαυστα. Εκείνος, όμως, δεν αντιστάθηκε καθόλου ("οκ ντρεν"), αλλά, αντίθετα, παρέμενε πράος, αφήνοντας τον μεθυσμένο να ικανοποιήσει όλη του την οργή πάνω στο σώμα του, μέχρι που το πρόσωπό του άρχισε να πρήζεται και να φαίνεται φλογισμένο και φουσκωμένο από τα κτυπήματα. Όταν, λοιπόν, σταμάτησε ο επιτιθέμενος να τον χτυπάει, ο Σωκράτης δεν έκανε τίποτε άλλο από το να γράψει πάνω στο μέτωπό του: " δείνα ποίει"[31], σύμφωνα με το παράδειγμα των γλυπτών τής αρχαιότητας, που συνήθιζαν να σημειώνουν το όνομά τους πάνω στα αγάλματα που δημιουργούσαν. Αυτή μόνη ήταν όλη η αυτοϋπεράσπισή του! Μια αυτοϋπεράσπιση που, τωόντι- παρά την ουσιαστική διαφορά των κινήτρων και την απουσία τής Καινής εντολής τής Αγάπης- δεν φαίνεται να υστερεί σε τίποτε από το ζωντανό παράδειγμα τού Κυρίου, που, σύμφωνα με τον Πέτρο: «λοιδορούμενος οκ ντελοιδόρει, πάσχων οκ πείλει, παρεδίδου δέ τ κρίνοντι δικαίως»[32] και «τάς σιαγόνας ατο δωκεν ες ραπίσματα, τό δέ πρόσωπον ατο οκ πέστρεψεν πό ασχύνης μπτυσμάτων»[33].
Με τα τρία αυτά παραδείγματα από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, ο Μέγας Βασίλειος επιθυμεί, ακριβώς, να τονίσει ότι η απομάκρυνση από τον θυμό και η εγκαρτέρηση στις προσβολές και τα χτυπήματα είναι μια εξάγνιση, είναι ο πιο οδυνηρός και καυτερός πόνος, για να γνωρίσει κανείς- όπως αιώνες αργότερα έγραψε ο Ρώσος διανοητής  Φ. Ντοστογιέβσκη- την ωμή πραγματικότητα[34]. Είναι δείγμα υψηλής ανδρείας, την οποία αν κατόρθωσαν να επιδείξουν άνθρωποι που προέρχονταν από τον προχριστιανικό, τον εθνικό κόσμο, αποβλέποντας απλά " να μή διαφθαρείη ατος τό πρός φιλοσοφίαν γυμνάσιον"[35], πόσο μάλλον την ανδρείαν αυτήν- όσο και αν αυτό φαίνεται δύσκολο ή, ακόμα, και ακατόρθωτο- θα πρέπει να επιδεικνύουν στις καθημερινές σχέσεις τους και αναστροφές οι χριστιανοί, που δέχονται τις αναλαμπές τής όντως αληθούς φιλοσοφίας, της διδασκαλίας, δηλαδή, τού Κυρίου και ζουν κάτω από τη δρόσο και το πλούσιο φως τής Καινής εντολής τής Αγάπης, της αγάπης που εκδαπανάται ολόκληρη για να κάμει το καλό, να ευκολύνει τον μόχθο, να αποκλείσει τη μισαλλοδοξία, την οδύνη, την καταφρόνεση τού άλλου ανθρώπου, να διορθώσει τα πάθη τού πλησίον. Της αγάπης που προσεύχεται για τον πλησίον, για τον άγνωστο, τον μακρινό πλησίον, για τον πλησίον που δεν έχει κανέναν άνθρωπο να προσευχηθεί γι’ αυτόν. «Κύριε Ιησού Χριστέ, λυπήσου όλους εκείνους που δεν έχουν κανέναν άνθρωπο να προσευχηθεί γι’ αυτούς!...Κύριε σώσε όλους τους αμετανόητους, όπως Εσύ ξέρεις!», είναι στην περίπτωση αυτήν μια αποτελεσματική προσευχή που την διδάσκει με το στόμα τού Μακάρ Ιβάνοβιτς ο μέγας Ρώσος διανοητής Φιοντόρ Ντοστογιέβσκη[36]
Στο δεύτερο θέμα- της αποφυγής τής πορνείας- ο Μ. Βασίλειος αναφέρεται σε άλλο εκπληκτικό παράδειγμα, αυτό του Μ. Αλεξάνδρου[37]. Ο Μ. Αλέξανδρος, λέγει, όταν έπιασε αιχμάλωτες τις κόρες τού Δαρείου- για τις οποίες μαρτυρείται ότι ήταν γυναίκες μοναδικού κάλλους - δεν γύρισε ούτε καν να τις κοιτάξει («οδέ προσιδεν ξίωσεν»), γιατί το θεώρησε, λέγει, μεγάλη του προσβολή αυτός που κυρίευσε τόσους άνδρες, ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο, να ηττηθεί τώρα από δυο-τρεις  αδύναμες γυναίκες (!!) ή, όπως λέγει το πρωτότυπο κείμενο, «ασχρόν εναι κρίνων τόν νδρας λόντα γυναικν ττηθναι»[38]. Πώς μπορούσε, αλήθεια, μιας τόσο τιμημένης προσωπικότητας, σαν αυτής που τη στιγμή εκείνη είχε δημιουργήσει ο Μ. Αλέξανδρος, να αμαύρωνε τη δόξα με μια τέτοια άνανδρη και βδελυρή πράξη; Και αυτή, ασφαλώς, η στάση του θα μπορούσε να θεωρηθεί για τον Αλέξανδρο ως η καλύτερη, η υψηλότερη, η αρίστη νίκη του από όλες όσες κατήγαγε κατέναντι των πολυάριθμων εχθρών του. «τό νικν γάρ αυτόν πασν νικν πρώτη τε καί ρίστη», λέγει ο Πλάτων. Ο Αλέξανδρος με όλα αυτά αποδείχθηκε, τη στιγμή εκείνη, άνθρωπος δυνατός, άνθρωπος ελεύθερος, με βαθιά μέσα του τη συνείδηση τού προσωπικού του κύρους και γοήτρου, με θέληση ισχυρή και αδιασάλευτη, που εξουσίαζε εαυτόν και όχι όπως ορισμένους ηγέτες (παλιούς και σύγχρονους), που ενώ- όπως εύστοχα παρατηρεί ο Δημόκριτος- κυριαρχούν και επιβάλλονται στους άνδρες μέσα στις πόλεις, όμως νιώθουν εντελώς αδύναμοι και υποδουλώνονται αμαχητί στις γυναίκες («νιοι δέ πόλεων μέν δεσπόζουσιν, γυναιξί δέ δουλεύουσιν»).
Στο επόμενο παράδειγμα έμπρακτης άσκησης στην αρετή, που αφορά στην αποφυγή τού όρκου, ο Βασίλειος αναφέρεται στον Κλεινία, έναν από τους μαθητές τού Πυθαγόρα[39]. Ο Κλεινίας, λοιπόν, ενώ μπορούσε δίνοντας έναν απλό όρκο να κερδίσει πρόστιμο τριών ταλάντων, προτίμησε να καταβάλει αυτό το υπέρογκο ποσό, για να μην ορκιστεί, μολονότι και ορκιζόμενος επρόκειτο να δώσει όρκον αληθινό! Αυτό συνέβη, λέγει ο Βασίλειος, επειδή ο Κλεινίας θα είχε, ακούσει, ως φαίνεται, την εντολή τού Μωσαϊκού Νόμου που απαγορεύει τον όρκο παντελώς[40].
Ο μέγας στρατηλάτης Αλέξανδρος, ο αρχαίος μουσικός Τιμόθεος και ο μαθηματικός Πυθαγόρας πρωταγωνιστούν στα επόμενα παραδείγματα, που αναφέρονται στο θέμα τού εθισμού τού παιδιού και του νέου στην ακρόαση καλής και ποιοτικά ανώτερης μουσικής. Η μουσική, ως πνευματική διαδικασία, συνδέεται στενά με τον εκάστοτε ευρύτερο πολιτισμικό και πνευματικό ορίζοντα, της εικόνας τού οποίου αποτελεί προϊόν και γνήσια έκφραση. Ένα, λοιπόν, σάπιο και ηθικά διεφθαρμένο κοινωνικό περιβάλλον φυσικό είναι και μέσω των μουσικών του επιλογών και δημιουργιών να αναδίδει αυτήν τη δυσοσμία και διαφθορά, που αποτελεί βέβαιο και υπαρκτό κίνδυνο για τα υγιά και μη διεφθαρμένα άτομα και, μάλιστα, για τους νεώτερους στην ηλικία ανθρώπους. Γιατί η συνολική εμπειρία τής αισθητηριακής και νοητικής αντίληψης τής μουσικής μέσα από την πολυπλοκότητά της ενεργοποιεί το συναίσθημα, τη φαντασία και την άμεση συμμετοχή τού ακροατή σε αυτό που ακούει, ενώ, γενικότερα, ενδιαφέρει και η κοινωνιολογική διάσταση τής μουσικής μέσα από τις αμοιβαίες επιρροές και σχέσεις μεταξύ της μουσικής και της κοινωνίας που τη δημιουργεί[41]. Η μουσική είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους εκφράζεται η ψυχή τού ανθρώπου. Σε κατάλληλες περιστάσεις έχει τη δύναμη να εξάπτει τα πολιτικά πάθη και να ενώνει τον κόσμο σε έναν σκοπό. Πατριωτικά- πολεμικά άσματα όπως τα: Λιλιμπουρλέρο και Μασσαλιώτιδα είναι γεγονός ότι όχι μόνο μεταδίδουν τον επαναστατικό ενθουσιασμό τους, όχι μόνο εκφράζουν τη συμπαράσταση, αλλά και βοηθούν στο να δημιουργηθεί συμπαράσταση[42]
Αυτό, βέβαια, το είχαν αντιληφθεί πολύ καλά και οι αρχαίοι Έλληνες, που θεωρούσαν ότι το «δώριον μέλος» ήταν βίαιο, πολεμικό και ανδροπρεπές, ενώ, αντίθετα, το «λύδιον» ήπιο, απαλό και θηλυπρεπές και το «φρύγιον» τραχύ, άγριο και οργιαστικό και μπορούσαν, λοιπόν, ανάλογα με την περίπτωση, να δημιουργούν στον ακροατή τα ανάλογα συναισθήματα.
Και πιο συγκεκριμένα, μετά τις παραπάνω μουσικές διευκρινίσεις . στο πρώτο παράδειγμα[43], του παρόντος θεματικού κύκλου, ο Βασίλειος αναφέρεται στον μεγάλο μουσικό της αρχαιότητας Τιμόθεο[44], που όταν, λέγει, κάποτε, συνέτρωγε με τον βασιλιά Αλέξανδρο και έπαιξε τον φρυγικό παιάνα τού μετέδωσε τέτοιο πολεμικό ενθουσιασμό, που τον έκανε να σηκωθεί στα όπλα έτοιμος να πολεμήσει τον αντίπαλο, ενώ, αντίθετα, κατάφερε να τον επαναφέρει και πάλι στην πρώτη του κατάσταση, κοντά  στους συμποσιαστές του, όταν έκαμε απαλότερη και ηρεμότερη την αρμονία.
Στο δεύτερο παράδειγμα[45], ο Βασίλειος αναφέρεται στον μεγάλο μαθηματικό και φιλόσοφο από τη Σάμο Πυθαγόρα[46], που, όταν, λέγει, κάποτε, συνάντησε στον δρόμο γελωτοποιούς[47] μεθυσμένους, πρόσταξε τον πρώτο τής παρέας, που έπαιζε αυλό, να αλλάξει τον κωμικό σκοπό που έπαιζαν τη στιγμή εκείνη, και να τους παίξει με τον αυλό σε δωρικό σκοπό. Τότε αυτοί συνήλθαν αμέσως και ανάνηψαν, υπό την επήρεια τού δωρικού μέλους σε τέτοιο βαθμό, που πέταξαν τα στεφάνια και, συνεσταλμένοι από τη ντροπή, γύρισαν πίσω και εξαφανίστηκαν.
Τη δύναμη να επηρεάζει η μουσική την ψυχή τού ανθρώπου με τρόπο θετικό ή αρνητικό αναγνωρίζει ο Βασίλειος στην περίπτωση των δύο παραπάνω μουσικών, του Πυθαγόρα και του Τιμόθεου. Ειδικά για τον Τιμόθεο σημειώνει ότι ήταν τόσο ικανός μουσικός, ώστε να μπορεί να εξάπτει την ψυχή τού ανθρώπου με τη ζωηρή και οξύτονη μουσική και να την ηρεμεί και μαλακώνει ή να την αποχαυνώνει και εκθηλύνει με την ήρεμη και γλυκιά ή ελαφριά μουσική. Άλλοι, πάλι, συμπληρώνει ο Βασίλειος, ακούγοντας αυλό γίνονται έξαλλοι όπως οι Κορύβαντες (οι γνωστοί ιερείς τής θεάς Κυβέλης, που οργίαζαν κατά τη λατρεία της)[48] και μαίνονται όπως οι βακχίδες [οι ιέρειες τού θεού Βάκχου (Διονύσου), οι Θυάδες και Μαινάδες, που σε κατάσταση εκστάσεως και μανίας οργίαζαν, επίσης, κατά τη λατρεία του][49]. Τόσο πολύ, παρατηρεί ο Βασίλειος, διαφέρει ο επηρεασμός που ο άνθρωπος δέχεται τόσο από την καλή και σοβαρή μουσική όσο και από την ευτράπελη, ανόητη και φαύλη, για να καταλήξει, συμβουλεύοντας τους νέους, να μην προσέχουν ούτε να επιδίδονται στη μουσική τής εποχής τους και σε κάθε είδους πρόστυχα τραγούδια, που μόνο πάθη και αδυναμίες, δουλοπρέπεια και ευτελισμό μπορούν να φέρουν στην ψυχή τού ανθρώπου. Αντίθετα, συμβουλεύει ο Βασίλειος, πρέπει να επιζητούμε την άλλη μουσική, την καλή, που οδηγεί στη βελτίωση και ανύψωση τής ψυχής. Αυτή είναι η μουσική που χρησιμοποιούσε με το ψαλτήρι του και ο Δαβίδ, ο ποιητής των ψαλμών.   
            Και φθάνουμε στο τελευταίο θέμα τής ομιλίας μας, αυτό της αποφυγής τής υλιστικής προσκόλλησης στον πλούτο. Εδώ, προς βέβαιη και ασφαλή χειραγώγηση τής διδασκαλίας του, ο Βασίλειος χρησιμοποιεί σειρά ρήσεων και μαρτυριών προερχομένων από τους μεγάλους διανοητές τής αρχαιότητας Θέογνη, Σωκράτη και Διογένη, ενώ, στη συνέχεια, χρησιμοποιεί και το παράδειγμα των μεγάλων γλυπτών τής αρχαιότητας Πολύκλειτου και Φειδία. Και πιο συγκεκριμένα. ο Μ. Βασίλειος αναφέρεται αρχικά στον γνωστό δάσκαλο τής αρχαιότητας, τον Θέογνη[50], που συνήθιζε να λέγει ότι «δεν ποθούσε ούτε ευχόταν να είναι πλούσιος, παρά να μπορούσε να ζει με λίγα χρήματα, μα χωρίς κανένα, μα κανένα κακό και βάσανο»[51]. Και από τον λόγο αυτόν τού Θέογνη, ο Βασίλειος προχωρεί και οδηγεί τη σκέψη του ακόμα πιο πέρα, στην πλήρη περιφρόνηση και απαξίωση των υλικών αγαθών, όπως αυτή εκφράστηκε με τη γνωστή διακήρυξη τού κυνικού φιλόσοφου Διογένη, που ένιωθε, λέγει, περισσότερο πλούσιος και από αυτόν ακόμη τον μεγάλο βασιλιά, για τον λόγο ότι για να ζήσει είχε ανάγκη από πολύ λιγότερα από εκείνον αγαθά[52]. Γιατί φτωχός- λέγει ο Βασίλειος- δεν είναι αυτός που έχει λίγα αγαθά, τα απολύτως αναγκαία, αλλά αυτός που επιθυμεί πολλά, που η όρεξή του και η πλεονεξία του για πλουτισμό δεν έχουν τελειωμό (και το βλέπουμε συνέχεια αυτό γύρω μας τον τελευταίο καιρό)[53]. Και ο Βασίλειος, με όλα αυτά, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι θεωρεί σωστό και στην περίπτωση που δεν υπάρχει ο πλούτος να μην τον ποθεί διακαώς ο άνθρωπος, αλλά και όταν υπάρχει να μη μεγαλοφρονεί και θαυμάζει εαυτόν ότι, τάχατες, κατέχει άφθονο πλούτο. Σημαντικότερη, αντίθετα- στη δεύτερη αυτήν περίπτωση, της κατοχής, δηλαδή, πλούτου- θεωρεί ο Βασίλειος την παράλληλη ύπαρξη και της δυνατότητας τού ανθρώπου να καλοδιαχειρίζεται και αξιοποιεί σωστά αυτόν, σύμφωνα με την παρατήρηση τού φιλόσοφου Σωκράτη, που είπε κάποτε σε κάποιον πλούσιο που υπερηφανευόταν για τα χρήματά του, πως δεν θα τον θαύμαζε, προτού τον δοκίμαζε ότι ήξερε και να τα χρησιμοποιεί καλά[54].
Το παράδειγμα, στο τέλος, των μεγάλων γλυπτών της αρχαιότητας Πολύκλειτου[55] και Φειδία[56], συνδέει όλα τα προηγούμενα μεταξύ τους και δίνει στα λεγόμενα τού Βασιλείου ακόμη μεγαλύτερο θεολογικό βάθος, όταν ταυτίζει την περίφημη τέχνη τους, να δημιουργούν με ακρίβεια μορφές απαράμιλλου φυσικού κάλλους πάνω στο ακατέργαστο μάρμαρο, προς την ικανότητα τού πλούσιου ανθρώπου να διαχειρίζεται σωστά τον πλούτο του. Θα γινόντουσαν, τωόντι, ο Φειδίας και ο Πολύκλειτος καταγέλαστοι, λέγει ο Βασίλειος, αν υπερηφανεύονταν για το χρυσάφι και το ελεφαντόδοντο με τα οποία έφτιαξαν τα χρυσελεφάντινα αγάλματά τους, ο ένας του Δία, στους Ηλείους και ο άλλος της Ήρας, στους Αργείους, αφού θα καμάρωναν με ξένο πλούτο, αφήνοντας στο περιθώριο την τέχνη τους, που και αυτόν τον χρυσό έχει τη θεϊκή δύναμη να εξωραΐζει και να τον κάνει πολυτιμότερο[57].
Και ο Βασίλειος προχωρεί, στη συνέχεια, σε μίαν, ακόμα, τελευταία σειρά γενικών και σύντομων «παραδειγμάτων», όπως αυτό του πλοιάρχου, που δεν παραδίνει το σκάφος του στη διάθεση των ανέμων, αλλά το κατευθύνει προς όρμους βεβαίους και ασφαλείς, του τοξότη, που ρίχνει το βέλος του ακριβώς στον στόχο, του σιδηρουργού και του τεχνίτη, που δουλεύουν πάντα έχοντας σκοπό σύμφωνο ακριβώς με την τέχνη τους και με αυτό που, κάθε φορά, έχουν στον νου τους να φτιάξουν και, τέλος, του αθλητή που, εφόσον διακρίνεται στην πάλη ή το παγκράτιο, δεν προγυμνάζεται, ασφαλώς, στην κιθάρα ή τη φλογέρα, όπως αντίθετα είναι υποχρεωμένος να κάνει ο μουσικός. Όλοι αυτοί μέσα από τη σταθερή επιδίωξη του στόχου που έχουν θέσει στη ζωή τους, καταφέρνουν να ξεχωρίσουν και να διακριθούν από όλους τους ομοίους τους, επιτυγχάνοντας τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα στον στόχο του, φυσικά, ο καθένας.
Έτσι, καταλήγει ο Βασίλειος, κι εμείς οφείλουμε να διακρίνουμε σε κάθε περίπτωση το πνευματικό μας συμφέρον. Γιατί μάς είναι εντελώς αδύνατο να διανοηθούμε ότι για μεν τους τεχνίτες, τους τοξότες, τους αθλητές και τους πλοιάρχους, των τελευταίων αυτών συνοπτικών «παραδειγμάτων», υπάρχει ένας σκοπός στη δουλειά τους, αλλά δεν υπάρχει για τον άνθρωπο και τον ανθρώπινο βίο γενικά. Γιατί τότε θα μοιάζαμε με τα ανερμάτιστα πλοία, που, όντας, δηλαδή, χωρίς έρμα (σαβούρα), πηγαίνουν άσκοπα εδώ κι εκεί, σαν τον άνθρωπο που δεν έχει νου και ωριμότητα, για να διευκολύνει το πηδάλιο τής ψυχής του. Αντίθετα, σταθερή επιδίωξη τού ανθρώπου θα πρέπει να είναι η επιτυχία τού σκοπού που έχει τάξει στη ζωή του και όλες οι προσπάθειές του σε αυτό ακριβώς θα πρέπει να αποβλέπουν και να κατατείνουν. «Πρόσεχε σεαυτ»[58], σημειώνει ο Μωυσής στο Δευτερονόμιο και επαναλαμβάνεται από τον Μ. Βασίλειο στο γνωστό ομώνυμο έργο του. έχε, δηλαδή, τον εαυτόν σου μόνιμα ξάγρυπνο και προσεκτικό- γιατί ο άνθρωπος δύσκολα απογυμνώνεται από τον εαυτό του- νίκα τις επιθυμίες του, τα πάθη, τις αδυναμίες του και παρακίναγέ τον σε ό,τι καλό και ωραίο, έχοντας σταθερή και αμετάθετη επιδίωξη την απόκτηση αρετών και τη θέωση. γιατί, κατά τον Μ. Βασίλειο, ο άνθρωπος είναι ένα δημιούργημα που τού έχει δοθεί άνωθεν η δυνατότητα να φθάσει στη θέωση και να γίνει ένας κατά χάριν «θεός»[59]. Αυτό εννοούν οι Πατέρες τής Εκκλησίας με τον όρο «θέωση». τη συμμετοχή μας στη θεότητα τού Χριστού, όταν γινόμαστε μέλη τού Σώματός Του, αλλά, κυρίως, με την επενέργεια τού Αγίου Πνεύματος, όταν αυτό το τελευταίο αγγίζει προσωπικά τον καθένα από εμάς. Όλοι μας είμαστε «κατά χάριν» «θεοί», πρέπει, όμως, με τις πράξεις μας και με τον αγώνα μας και με τις αρετές μας, να γίνουμε και «θέσει», με όλη την ύπαρξή μας[60] και να μας δοθεί, στο τέλος, «ο της δόξης στέφανος».
Και μπορεί, βέβαια, ο δρόμος αυτός προς την αρετή (και τη θέωση για μας τους χριστιανούς), να είναι- όπως γράφει και ο Ησίοδος[61]- στην αρχή του τραχύς, ανηφορικός και δυσκολοδιάβατος, γεμάτος από ιδρώτα, θλίψεις και μόχθο πολύ. Μα όταν κανείς φτάσει ψηλά, στην κορυφή, τότε είναι εύκολο να καταλάβει πόσο ο δρόμος αυτός, στην πραγματικότητα, ήταν ομαλός και ωραίος και πόσο πιο εύκολος και ευχάριστος συγκριτικά με τον άλλο που οδηγεί στην κακία και την καταστροφή. Ο λόγος αυτός του Ησιόδου, συμπληρώνει ο Μ. Βασίλειος, μάς παρακινεί, βέβαια, μέσα από ιδρώτα, θλίψεις και μόχθο πολύ στην ενάρετη ζωή και δεν έχει σημασία το ότι η προτροπή αυτή προέρχεται από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Εμείς οι χριστιανοί και αυτήν την προτροπή, του Ησιόδου, αλλά και οποιαδήποτε άλλη την αποδεχόμαστε απ’ όπου κι αν προέρχεται, όταν, φυσικά, εγκωμιάζει, προτρέπει και οδηγεί στην αρετή. Τι μεγάλο, τι ελεύθερο, αλήθεια, πνεύμα ο Μέγας Βασίλειος!!
Και έχουμε και εδώ, τελευταίο, το παράδειγμα των αρχαίων, λέγει ο Βασίλειος, και επανέρχεται στο παράδειγμα τού αθλητή που αγωνίζεται με σθένος και αυταπάρνηση για την επιτυχία των αθλητικών του επιδιώξεων υπομένοντας μύριους κόπους, θυσίες και στερήσεις, αποβλέποντας στον δίκαιο τής νίκης στέφανο, που, για τους αρχαίους, ήταν απλά ένα στεφάνι από ελιά ή από σέλινο. Κατά τον ίδιο, ακριβώς, τρόπο με τον αθλητή, ο έρωτας και η έφεση τού χριστιανού προς αγώνα για την κατάκτηση των αρετών είναι που κάνουν την ψυχή του άξια στο να απολαύσει τον στέφανο τής δόξας τού ουρανού. Και «αλήθεια», διερωτάται ο Βασίλειος, «εμείς οι χριστιανοί, που περιμένουμε τόσο θαυμάσια και υπέροχα βραβεία, στε δύνατον εναι ρηθναι λόγ»[62], πόσο περισσότερο από τους αθλητές θα έπρεπε να αγωνιζόμαστε για τον υψηλότατο αυτόν σκοπό![63] Γιατί μήπως θα μπορούσαμε, αλήθεια, τα βραβεία αυτά να τα πάρουμε με το ένα μας μόνο χέρι, με το να κοιμούμαστε ξάπλα και από τα δύο πλευρά και να τρώμε με όλη μας την άνεση; Μα τότε η τεμπελιά θα άξιζε πολύ περισσότερο από τη ζωή μας και ο Σαρδανάπαλος[64], που ήταν θαυμαστός για την τρυφηλότητα που χαρακτήριζε τη ζωή του, θα θεωρούνταν ο ευτυχέστερος απ’ όλους ή, ακόμα, αν θέλετε, και εκείνος ο Μαργίτης που δεν ήταν ικανός ούτε να οργώσει, ούτε να σκάψει, ούτε να κάμει κάποια άλλη δουλειά από αυτές που καταξιώνουν τη ζωή του ανθρώπου[65]. Όμως, «οδείς ν ράθυμος εκλεής νήρ» γίνεται, λέγει ο Ευριπίδης, κανένας που δεν προσπάθησε, κανένας ράθυμος και τεμπέλης ποτέ δεν δοξάστηκε. Τίποτε, μα τίποτε δεν σκοτώνει περισσότερο τον άνθρωπο και τα πράγματα από την αργία και την τεμπελιά που είναι, καθώς ξέρουμε, η μητέρα κάθε διαφθοράς[66] (γι’ αυτό σήμερα και οι τόσες αυτοκτονίες, αφού υποχρεώνουμε τους ανθρώπους σε υποχρεωτική τεμπελιά και ανεργία). Ο άνθρωπος που θα πει «δεν θέλω να εργασθώ» καλύτερα είναι να είχε σκάψει προηγουμένως τον λάκκο του (αχ και τι να πούμε σήμερα, που ωθούμε εμείς οι ίδιοι τους ανθρώπους και τους νέους σε «καταναγκαστική αργία»! Γι’ αυτό και οι χιλιάδες αυτοκτονίες…). Δεν πρέπει, λοιπόν, υποκύπτοντας στον πειρασμό τής τεμπελιάς ν’ ανταλλάξουμε τις μεγάλες ελπίδες μας για τη μέλλουσα ζωή με μια σύντομη γήινη ανάπαυση, αν θέλουμε να μην ντροπιαστούμε και τιμωρηθούμε όχι, φυσικά, σε αυτήν εδώ μόνο την πρόσκαιρη ζωή, αλλά, κυρίως, στη μέλλουσα και αιώνια. Γιατί «τω μεν εκουσίως του προσήκοντος αμαρτόντι καν συγγνώμης τις ίσως παρά του Θεού γένοιτο. τω δε εξεπίτηδες τα χείρω προελoμένω ουδεμία παραίτησις το μη ουχί πολλλαπλασίω την κόλασιν υποσχείν»[67], αυτόν, δηλαδή, που πέφτει στην αμαρτία χωρίς να το θέλει ίσως τον συγχωρήσει ο Θεός. αυτός, όμως, που με τη θέλησή του σκόπιμα και συνειδητά αμαρτάνει δε θα έχει καμιά δικαιολογία, για να μην τιμωρηθεί με πολλαπλάσια τιμωρία στην αιώνια ζωή. Ηθική τελείωση και μακαριότητα στον χριστιανισμό έχουν στενότατη σχέση μεταξύ τους και μάλιστα σχέση αιτίου και αποτελέσματος. Το αίτιο, φυσικά, είναι η ηθική τελείωση και το αποτέλεσμα η μακαριότητα. Η τελείωση τής ανθρώπινης φύσης, που αποτελεί τον κεντρικό σκοπό τής ηθικότητας, αρχίζει στην παρούσα ζωή με τον αγώνα τού ανθρώπου για την κατάκτηση της αρετής και ολοκληρώνεται στη μετά θάνατον μακαριότητα με την άμεση, πρόσωπο προς πρόσωπο, θεωρία τού Θεού.
Με το πλήθος αυτό των παραδειγμάτων αλλά και των λοιπών στοιχείων αγωγής που ο Μέγας Παιδαγωγός παραθέτει στον συγκεκριμένο λόγο του από την ελληνική κλασική αρχαιότητα μάς αποκαλύπτει την αληθινή φύση τού ανθρώπου μέσα από τη διασάλευση και διαστροφή των σχέσεών του με τον Θεό (όρκος), τον συνάνθρωπο (θυμός, υλιστική προσκόλληση στον πλούτο), τον κόσμο και τον εαυτό του (πορνεία, ακρόαση άσεμνης μουσικής), που οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην προσπάθειά του να αποθεώσει το εγώ του, την ελευθερία του («σεσθε ς θεοί»), στηριζόμενος στις ίδιες του τις δυνάμεις και περιφρονώντας κάθε ανθρώπινη αξία. Η λύτρωση έρχεται τη στιγμή που ο παιδαγωγούμενος θα βοηθηθεί να οικειοποιηθεί την αρετή και να ανακαλύψει και προσεγγίσει σε βάθος την ορθόδοξη θεώρηση τής φύσης του- της φύσης που είναι ο ίδιος ο εαυτός του- και της δημιουργίας ως μιας ενιαίας πραγματικότητας, όπου ο άνθρωπος έχει «την εν Χριστώ» δυνατότητα να εικονίσει τον Θεό στο πρόσωπό του, που αδιάκοπα μεταμορφώνεται σε «κτίση καινή». Με την κατάκτηση και οικειοποίηση τής αρετής ο άνθρωπος απελευθερώνεται από την τυραννία τού κακού και οδηγείται σταθερά στην απάθεια (στη χωρίς πάθη, δηλαδή, ζωή). Και μια τέτοια «απαθής» ζωή είναι αυτή που χαρακτηρίζει τον ελεύθερο άνθρωπο, τον άνθρωπο που έχει απελευθερωθεί από τα δεσμά των παθών και αδυναμιών του διά της κατάκτησης τής αρετής. Ο παιδαγωγός οφείλει γι’ αυτό με ηρεμία και σταθερότητα να οδηγήσει τον νέο άνθρωπο στην ορθή κατάφαση και ιεράρχηση τής αρετής στη ζωή του, σύμφωνα με το παραπάνω κανονιστικό διάγραμμα τού Μεγάλου Βασιλείου.
 Η ορθόδοξη αγωγή που ο Βασίλειος προτείνει στους νέους- με τα «Καλά Παραδείγματα» και τις «ρήσεις» έμπρακτης άσκησης στην αρετή από την ελληνική κλασική αρχαιότητα που μόλις αναφέραμε- προσφέρεται στο Πρόσωπο τού Ιησού Χριστού, όπου η ηθική είναι πλέον η σαρκωμένη, μεταμορφωμένη και αγιασμένη από τη θεανθρώπινη φύση Του κοινωνία, που ζυμώνει τον κόσμο όχι με την εξωτερική επιβολή ηθικών κανόνων και προσταγμάτων, αλλά με την αγιαστική και μαρτυρική παρουσία τού πανυπερτέλειου παραδείγματός Του. Ο Θεάνθρωπος Ιησούς εις όλη Του τη ζωή φανερώθηκε και πολιτεύθηκε ως η ενσάρκωση, ως η ενανθρώπηση τού άπειρου, του πανυπερτέλειου και Απόλυτου Αγαθού, ώστε ούτε ο πλέον διορατικός οφθαλμός θα μπορούσε να βρει σε Αυτόν το απειροελάχιστο κακό, γιατί Αυτός «μαρτίαν οκ ποίησεν, οδέ ερέθη δόλοςν τ στόματι ατο»[68]. Αυτή, ακριβώς, είναι η αγωγή που ο Βασίλειος προτείνει στους νέους με τα «καλά παραδείγματα» και τους λόγους των αρχαίων που τους προσάγει προς παραδειγματισμό. Η αγωγή αυτή επιθυμεί να παιδαγωγήσει ολόκληρο τον άνθρωπο στην αρετή, να αποκαλύψει την εικόνα τού Θεού μέσα του και να τον βοηθήσει να συμμετάσχει στην καθολική Αλήθεια, όπου με την παρουσία της θα ανακαλύψει και τη δική του αληθινή ύπαρξη[69].   

________________________


[1] Μέσα στις ευσεβείς και ενάρετες μορφές τού χριστιανικού κόσμου, που καταγράφουμε στο σημείο αυτό, δεν απολείπει, όπως βλέπουμε, και η μορφή ενός εκπροσώπου τού εθνικού κόσμου, του Λιβανίου, διδασκάλου τής φιλοσοφίας και των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων. Αυτό, βέβαια, αποτελεί ασφαλή απόδειξη ότι από τα πολύ πρώιμα χρόνια του ο θείος Πατέρας τής Εκκλησίας δεν φοβάται την αρχαία γνώση ούτε τους διδασκάλους αυτής, αλλά μάλλον την επιδιώκει, όπως εναργέστατα θα αφήσουμε αυτό να διαφανεί στα οικεία κεφαλαία τού παρόντος άρθρου μας.
 [2] Μ. Βασιλείου, «Πρός τούς Νέους πως ν ξ λληνικν φελοντο λόγων», Migne P.G. 31, 572.
 [3] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…, P.G. 31, 572 B.
 [4] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…, P.G. 31, 573.
 [5] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…, P.G 31, 569.
 [6] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…, P.G. 31, 572 C.
 [7] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…, ό.π.
 [8] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…, P.G. 31, 573 A. Σολ., Ελεγεία, απόσπ. 4.
 [9] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…, ό. π.
 10] Σχετικά με την αξία τού παραδείγματος στην κοσμική Παιδαγωγική βλ. Willard Gaylin and Ruth Macklin, Who speaks for the Child, The problems of proxy Consent, New York and London 1982, 294-295. Ο Δ. Κυρτάτας, στο θέμα αυτό, εκφράζει διαφορετική άποψη ότι, δηλαδή, «οι χριστιανοί απέρριπταν τα ηθικά πρότυπα των εθνικών και θαύμαζαν τους μάρτυρες, τους ασκητές και τους μοναχούς. Ύψιστο δε υπόδειγμα όλων των χριστιανών ήταν ο ίδιος ο Ιησούς και ο Θεός (Παιδαγωγός, Αθήνα 1994,138).
[11] Σοφία Σειράχ 8, 8.
[12] Κων. Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδόσεις Γαλαξία, Αθήναι 1969, βιβλίο 8ο, 244.
[13] Ο Ηρακλής υπήρξε ο ενδοξότερος και διασημότερος των ηρώων τής ελληνικής Μυθολογίας. Ήταν γιος τού Δία και της Αλκμήνης. Ο Ηρακλής υπήρξε η προσωποποίηση τής ισχύος τού ανθρωπίνου πνεύματος, που δαμάζει τη φύση προς ανακούφιση και όφελος τού ανθρώπου και την ετοιμάζει για να δεχτεί τον πολιτισμό. Αποτέλεσε μόνιμη πηγή έμπνευσης για την τέχνη από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα.
[14] Ο Πρόδικος ο Κείος υπήρξε σοφιστής και διδάσκαλος τής ρητορικής τέχνης, στην Αθήνα τού 5ου αιώνα (470- 390) και θαυμαζόταν για την ευφράδειά του, τη ρητορική του τέχνη και τη σοφία του. Ο ωραίος μύθος τού σοφιστή Προδίκου, ο σχετικός με τον Ηρακλή μπροστά στο σταυροδρόμι τής ζωής, περιεχόταν στο σύγγραμμά του «Ώραι» και διασώθηκε μέσω των «Απομνημονευμάτων» (ΙΙ, 1, 21-34) του Ξενοφώντα.
[15] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…, P.G. 31, 573 B.
[16] Ματθ. ζ΄, 13.
[17] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…, ό. π.
[18] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…, ό.π.
[19] P.G. 65, 913 B.
[20] Ματθ. κεφ. ε΄.
[21] Ο Κλεινίας ήταν γιος τού Αλκιβιάδη τού πρεσβύτερου. Αντάξιος τού πατέρα του πολέμησε και διακρίθηκε για την ανδρεία του κατά τους Περσικούς πολέμους. Γιος του ήταν ο περίφημος στρατηγός των Αθηναίων Αλκιβιάδης. Πέθανε μαχόμενος υπέρ πατρίδος το 447 π.Χ. στη μάχη τής Κορώνειας.
[22] Στρατηγός των Αθηναίων από το 460-429. Υπήρξε ο κύριος δημιουργός τού "Χρυσού αιώνα" τής Αθήνας, στο β΄ μισό τού πέμπτου αι. π. Χ., με τη βοήθεια πολύτιμων συνεργατών του, του Φειδία, του Αναξαγόρα, της γυναίκας του Ασπασίας κ.α.
[23] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…, P.G. 31, 576 B.
[24] «Υπό φωτί παρέπεμψε…», Μ. Βασιλείου, M.G.,ό.π..
[25] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…,ό.π..
[26] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…, P.G. 31, 576 B.
[27] Ο Ευκλείδης ο Μεγαρεύς (450- 380 π.Χ.)- που δεν πρέπει να συγχέεται με τον γνωστό μας γεωμέτρη- ίδρυσε τη μεγαρική σχολή, η οποία ανέδειξε πολλούς διάσημους φιλοσόφους και μάλιστα τον Στίλπωνα, έναν από τους δασκάλους τού Ζήνωνα, του ιδρυτή τής Στοάς.
[28] «Ο δε αντώμοσεν ή μην ιλεώσεσθαι αυτόν και παύσειν χαλεπώς προς αυτόν έχοντα» (Μ. Βασιλείου, Προς τους Νέους…, P.G. 31, 576 B).
[29] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…, P.G. 31, 576 C.
[30] Ο Σωκράτης ήταν ένας άσχημος στην εξωτερική εμφάνιση, ανυπόδητος και απλά ντυμένος άνθρωπος τού αρχαίου ελληνικού κόσμου, που περιφερόταν μονίμως στην  αγορά και τα γυμναστήρια τής Αθήνας, συζητώντας από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Οδυνηρός και αμείλικτος συζητητής, πειθαρχικός μέχρι θανάτου στους νόμους τής πατρίδας και γεμάτος με θεία γοητεία και ακαταπόνητη έλξη (Αρ. Σκιαδά, Ελληνική Γραμματολογία, Αθήναι 1968, 52) έκλεινε μέσα του ένα ήθος καλό και θεσπέσιο. Με τον μεστό από σύνεση, σοφία και αττική χάρη λόγο τού Σωκράτη αρχίζει η συστηματική φάση τής ελληνικής φιλοσοφίας. Ο Χρ. Ζαλοκώστας (Σωκράτης, έκδ.3η, 350-351 και 150) σημειώνει χαρακτηριστικά: Η λευκή φυλή δεν θα ήταν ό,τι είναι σήμερα δίχως τον Σωκράτη. Ο Κλήμης, ο μεγάλος Αλεξανδρινός θεολόγος, συγκρίνει τον «προ Χριστού Χριστό», τον Σωκράτη, με τον Ιησού και δεν τους βρίσκει παρά μόνο ομοιότητες, ο Έρασμος προσευχόταν στο όνομα τού αγίου Σωκράτη, (‘Sancta Socrates ora pro nobis’) και ο Βολταίρος αποκαλούσε τον Ιησού Χριστό «Σωκράτη τής Γαλιλαίας». Ο Σωκράτης ποθούσε διακαώς να πλάσει φωτισμένες ψυχές, στις οποίες θα φώλιαζε μια καθαρή και αγνή θρησκεία. Να μεταβάλει το Δωδεκάθεο τού Ομήρου, το γεμάτο ελαττώματα και πάθη, σε έναν Θεό εσωτερικό. Να δώσει στον Δία κατοικία ωραιότερη- από τον χρυσό θρόνο του πάνω στον Όλυμπο- την ανθρώπινη ψυχή. Αν τολμήσω τώρα, σκεπτόταν, θα σηκώσω επανάσταση χωρίς αποτέλεσμα. Περιορίζομαι, λοιπόν, να λέω τα μυστικά τής καρδιάς μου σε μερικούς μόνον εξαιρετικούς ανθρώπους. 
[31]Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…, P.G. 31, 576, C.
[32]Α΄ Πέτρου β΄, 23. Πβ., εδώ, και τη σχετική διδασκαλία τού Κυρίου: «στις σε απίζει ες τήν δεξιάν σιαγόνα, στρέψον ατ καί τήν λλην» (Ματθ. ε΄, 39).
[33] Ησ. 50, 6. Πβ., στο σημείο αυτό, και το αντίστοιχο παράδειγμα των μαθητών, που ακολουθώντας το παράδειγμα τού Διδασκάλου, έλεγαν με το στόμα τού αποστόλου Παύλου: «λοιδορούμενοι ελογομεν, διωκόμενοι νεχόμεθα. βλασφημούμενοι παρακαλομεν» (Α΄ Κορ. δ΄, 12). Παρόμοια συμπεριφορά εξεδήλωνε και το σύνολο των αγίων. Για παράδειγμα, ο όσιος Άμμωνας (26 Ιαν.), που έζησε και έδρασε στην εποχή τού Μ. Αντωνίου, λέγεται ότι έφθασε σε τέτοια ύψη αγιότητας και απάθειας, που όχι μόνο δεν απαντούσε στους υβριστές του, αλλά, αντίθετα, και προσευχόταν γι’ αυτούς, τους ευλογούσε και, πολλές φορές, τους βοηθούσε κιόλας. Και οι υβριστές και οι συκοφάντες του ήταν πολλοί, γιατί ο Άμμωνας είχε αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος τής ζωής του στο να βοηθά τις παραστρατημένες γυναίκες.   
[34] Φ. Ντοστογιέβσκη, Το Υπόγειο, (μετάφρ. Γιώργη Σημηριώτη), Εκδόσεις Δαρεμά, Αθήναι χ.χ., 112.
[35] Μ. Βασιλείου, Προς τους Νέους…, P.G. 31, 576, B.
[36] Φ. Ντοστογιέβσκη, Ο Έφηβος, εκδόσεις Δ. Δαρεμά, Αθήναι χ, χ. 419.
[37] Το περιστατικό αναφέρει ο Πλούταρχος στο Περί της Αλεξάνδρου τύχης, 6, 338 DE και στο Βίος Αλεξάνδρου, 21 κ. ε. και ο Αρριανός στην Ανάβαση Αλεξάνδρου 4, 19,7 κ. εξ.
Ο Μ. Αλέξανδρος (356-323) υπήρξε ο μεγαλύτερος στρατιωτικός τής αρχαιότητας. Γιος τού βασιλιά Φιλίππου τού Β΄, μετά τη δολοφονία τού πατέρα του ανέβηκε στον θρόνο, το 336, ως Αλέξανδρος ο Γ΄. Ο Αλέξανδρος υπήρξε, περαιτέρω, ένας από τους μεγαλύτερους κατακτητές και εκπολιτιστές τής παγκόσμιας Ιστορίας, μεγάλο πνεύμα, από αυτά που σημειώνουν μεγάλη καμπή στην Ιστορία τού ανθρώπινου πολιτισμού και αλλάζουν τον ρου τής Ιστορίας. Απλώνοντας ο Μ. Αλέξανδρος την ελληνική επικράτεια, αλλά μαζί με την ελληνική επικράτεια και το ελληνικό πνεύμα και την ελληνική γλώσσα- όργανο άριστο διατύπωσης τής αποκεκαλυμμένης αλήθειας- σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, κατέστησε αυτά προσιτά στα πλατιά στρώματα των ανθρώπων και τους έκανε ικανούς αργότερα, όταν εμφανίστηκε το χριστιανικό κήρυγμα, να το υποδεχθούν και να κατανοήσουν βαθύτερα τις μεγάλες και κοσμοσωτήριες αλήθειές του. Αυτό- και παρά τη διατύπωση κάποιων αντίθετων απόψεων για τον χαρακτήρα των κατακτήσεων τού Μεγάλου Αλεξάνδρου- θέλουμε να πιστεύουμε ότι έγινε κατ’ οικονομίαν και σύμφωνα με το πάνσοφο σχέδιο και την πρόνοια τού Θεού. 
[38] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…, P.G. 31, 577 A.
[39]Το περιστατικό αναφέρει ο νεοπλατωνιστής φιλόσοφος Ιάμβλιχος (+330 μ. Χ.) στο βιβλίο του Βίος Πυθαγόρου, 28. Βλ Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…, P. G. 31, 577 A B.
[40] «Οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατά τοῦ πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδῆ» (Εξ. 20, 16). Πβ. και Ματθ. 5, 34 «Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν μή ὀμόσαι ὃλως».
[41] Ulrich Michels, Άτλας τής Μουσικής, τ. 1, Αθήνα 1994, 11 και 13.
[42] Τζακ Ουέστραπ, Πηγές και παράγοντες τής μουσικής, Αθήνα 1980, 65. Επίσης, το 1915 ορίστηκε αυτή η συμφωνία, ενός γερμανού συνθέτη, ως ο ύμνος των συμμαχικών δυνάμεων τού α' παγκοσμίου πολέμου ενάντια στις λεγόμενες "κεντρικές δυνάμεις", Γερμανία και Αυστρο-Ουγγαρία. Στη συνέχεια, υιοθετήθηκε η "Ωδή στη Χαρά", που συμβολίζει την ελευθερία και την αδελφοσύνη των λαών (... seid umschlungen, Millionen ...), ως ύμνος τής, Κοινωνίας των Εθνών, προδρόμου οργανισμού τού ΟΗΕ. Από την άλλη πλευρά και τα συνέδρια τού γερμανικού ναζιστικού κόμματος άρχιζαν με την εκτέλεση αυτού τού έργου! Τέλος, η 9η συμφωνία αποτελεί τον "εθνικό ύμνο" τής Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν αυτή εκπροσωπείται επίσημα σε διεθνείς διοργανώσεις και τελετές. 
[43] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…, P.G. 31, 580 A.
[44] Ο Τιμόθεος (451- 375) υπήρξε μεγάλος και παραγωγικός μουσικός και ποιητής από τη Μίλητο, μαθητής τού Φρύνη. Την τέχνη του άσκησε στην Αθήνα, τη Μακεδονία- κοντά στον Αρχέλαο- και τη Σπάρτη. Δεν άργησε η δουλειά του να τύχει της εκτίμησης όλων των Ελλήνων. Από τα έργα του σώζονται μικρά αποσπάσματα και το έτος 1902 στους παπύρους τής Αιγύπτου βρέθηκε μεγάλο μέρος τού έργου του «Πέρσαι», που θεωρούνταν υπέροχο και απεικονίζει σκηνές τής ναυμαχίας τής Σαλαμίνας.
[45] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…, P.G. 31, 581 D A.
[46]  Ο Πυθαγόρας ο Σάμιος (580-500 π.Χ.) υπήρξε μέγας σοφός, μαθηματικός και ιδρυτής Σχολής μυστικιστικού χαρακτήρα. Η φιλοσοφική θεωρία τού Πυθαγόρα υπήρξε πραγματική επανάσταση. Μια υλική μάζα, δίδασκε, δε μπορεί να είναι αρχή των «όντων». Ό, τι είναι υλικό φθείρεται και δεν μπορεί να είναι αιώνιο. Επιζητεί το άυλο και το συλλαμβάνει στους αριθμούς. Οι αριθμοί, λοιπόν, είναι η πρωταρχική δύναμη και στη σχέση τους βρίσκεται η ουσία των «όντων». Η θεωρία τού Πυθαγόρα έθεσε το θεμελιώδες πρόβλημα τής φιλοσοφίας των μαθηματικών, ώστε, στο σημείο αυτό, να υπάρχει ένα ελληνικό προβάδισμα για ολόκληρο τον κόσμο.
[47] Στο πρωτότυπο κείμενο ο Βασίλειος τους αποκαλεί «κωμαστές» («κωμαστας περιτυχόντα μεθύουσι»). Κώμος= διασκέδαση με φαιδρά τραγούδια και χορούς. Ο κώμος τέλειωνε με χορευτική παρέλαση των κωμαστών, που έφεραν στεφάνια στα κεφάλια και δάδες στα χέρια (πβ. προς Ρωμαίους επιστολή ιγ΄,13 «μή κώμαις καί μέθαις».
[48] «Κορύβαντες» ήταν οι ιερείς τής θεάς Κυβέλης, που οργίαζαν κατά τη λατρεία της.
[49] «Βακχίδες» ήταν ιέρειες τού θεού Βάκχου (Διονύσου), οι Θυάδες και Μαινάδες, που σε κατάσταση εκστάσεως και μανίας οργίαζαν, επίσης, κατά τη λατρεία του.
[50] Ο Θέογνης είναι αρχαίος Έλληνας ποιητής, που άκμασε τον έβδομο αιώνα και πέθανε στη Θήβα. Από τα ποιήματά-του έχουμε σήμερα περί τους 1400 στίχους. Απευθύνονται προς έναν νέο, με το όνομα Κύρνος, και είναι κυρίως προτροπές και «γνώμες».
[51]« Οκ ραμαι πλουτεν, οτ' εχομαι, λλά μοι εη ζν πό τν λίγων, μηδέν χοντι κακόν» (Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…, P.G. 31, 585 Β).
[52] «Ἐγώ καί Διογένους ἄγαμαι τήν πάντων ὁμοῦ τῶν ἀνθρωπίνων ὑπεροψίαν, ὃς γε καί βασιλέως τοῦ μεγάλου ἑαυτόν ἀπέφηνε πλουσιώτερον, τῷ ἐλαττόνων ἢ ἐκεῖνος κατά τον βίον προσδεῖσθαι» (Πρός τούς Νέους…, P.G. 31, 585 BC).
[53] «Πλούτου δ' οὐδέν τέρμα πεφασμένον ἀνδράσι κεῖται» (Πρός τούς Νέους…, P.G. 31, 585 Β).
[54] Πρός τούς Νέους…, P.G. 31, 585 C. Πβ. και Πλατ. Ευθύδ.280 D: « ς οικε, μή μόνον κεκτσθαι τά τοιατα γαθά τόν μέλλοντα σεσθαι, λλά καί χρσθαι ατος».
[55]Ο Πολύκλειτος άκμασε κατά τον πέμπτο αιώνα π.Χ. Ήταν διάσημος χαλκοπλάστης, που τελειοποίησε την τέχνη τής χύσης χαλκού αγαλμάτων σε μεγάλο βαθμό. Από τα έργα του κανένα δεν σώθηκε, αλλά διατηρούνται ρωμαϊκά αντίγραφα αυτών. Από τα καλύτερα έργα του ήταν ο «Δορυφόρος», που ονομάζεται και «κανόνας» από ομώνυμο σύγγραμμα, στο οποίο αναλύει τις καλλιτεχνικές του θεωρίες, για τις αναλογίες τού ανθρωπίνου σώματος. Άλλο, επίσης,  γνωστό έργο του είναι «Ο διαδούμενος».
[56] Ο Φειδίας (5ος αι.) υπήρξε ο μεγαλύτερος των Ελλήνων ανδριαντοποιών τής αρχαιότητας. Ο Περικλής τον χρησιμοποίησε ως ανώτατο επόπτη για την καλλιτεχνική ανύψωση των ιερών τής Ακρόπολης και όλης τής Αττικής. Μεταξύ των έργων του ήταν και η χρυσελεφάντινη «Αθηνά Παρθένος», του Παρθενώνα, με ύψος δώδεκα μέτρα. Έργο του και το χρυσελεφάντινο άγαλμα τού Δία τής Ολυμπίας, ένα από «τα επτά θαύματα τού κόσμου».
[57] Πρός τούς Νέους…, P.G. 31, 585 C.
[58] Δευτερ. δ΄, 9.
[59] Timothy Ware, The Orthodox Church, Penguin Books (19642), 236, 237.
[60] John Meyendorff, The Orthodox Church, Its Past and Its Role in the World Today, New York 1981, 195 και 193.
[61] Ο Ησίοδος, μέγας ποιητής τού διδακτικού έπους, γεννήθηκε γύρω στα μέσα τού 8ου π.Χ. αιώνα. Τα ποιήματά του φανερώνουν ένα περιβάλλον πολύ διαφορετικό από εκείνο των ομηρικών ποιημάτων. Οι βασιλιάδες των «Έργων και Ημερών» τού Ησιόδου δεν έχουν τίποτε το κοινό με τους περήφανους και μεγαλόψυχους εκείνους ηγεμόνες της ομηρικής κοινωνίας, που μαζί με τους «λαούς» πολεμούν για την υστεροφημία τους και τη δόξα. Αντίθετα, μιλούν για τους σκληρούς και άδικους άρχοντες που εξουσιάζουν την πατρίδα του τη Βοιωτία και καταδυναστεύουν τους φτωχούς χωρικούς της. Ο ποιητής δεν ασχολείται με το παρελθόν, αλλά με βλέμμα θετικό παρατηρεί τον κόσμο γύρω του μέσα στον οποίο ζει. Προσπαθεί να καταλάβει τη ζωή τού καιρού του και με ηθικά παραγγέλματα να την καλυτερέψει. Δεν αποβλέπει να τέρψει, αλλά να διδάξει. Γι’ αυτό και ο Ησίοδος θεωρείται ο πατέρας τού διδακτικού ή βιοσοφικού έπους.
   Έτσι, σύμφωνα με τα παραπάνω, βασικά θέματα τού προαναφερθέντος έργου του «Έργα και Ημέραι» είναι η εργασία και η δικαιοσύνη. Ο Ησίοδος εδώ εμφανίζεται ως γνήσιος διανοητής, που επιθυμεί να δώσει απαντήσεις σε προβλήματα όπως: ποια η δομή τού κόσμου των ανθρώπων και πώς πρέπει κανείς να κινείται μέσα στον κόσμο. Τον ενδιαφέρει η ουσία τής ζωής, η σχέση των ανθρώπων και των πραγμάτων. Η γενναιότητα τού ομηρικού ήρωα δεν επαρκεί πια. Ήρωας στον Ησίοδο είναι ο πρακτικός άνθρωπος, ο άνθρωπος τής καθημερινής ζωής.
  Τα έργα τού Ησιόδου άσκησαν μεγάλη επίδραση στους προσωκρατικούς φιλοσόφους και στην πρώιμη λυρική ποίηση.
 [62]Πρός τούς Νέους…, P.G.  31, 580 B.
          [63] Πβ. στο σημείο αυτό τον λόγο τού αποστόλου Παύλου: Και «πς γωνιζόμενος πάντα γκρατεύεται, κενοι μέν ον (ο θλητές) να φθαρτόν στέφανον λάβωσιν, μες δε (ο χριστιανοί) φθαρτον» (Α΄ Κορ. θ΄, 25).
 [64]Ελληνική ονομασία τού βασιλιά τής Ασσυρίας Ασσουρμπανιπάλ. Υπήρξε βασιλιάς ακόλαστος και προκάλεσε με την άσωτη και τρυφηλή ζωή του εξέγερση των στρατηγών και ηγεμόνων του. Μετά από δύο χρόνων άμυνα αναγκάστηκε να συγκεντρώσει τους θησαυρούς και τις γυναίκες του, να βάλει φωτιά στα ανάκτορά του και να χαθεί και αυτός μαζί τους (πβ. Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Παιδαγωγός Γ΄, ΧΙ, ΒΕΠΕΣ, 7, 219, 36).
 [65] Με αυτά τα ίδια λόγια αναφέρεται στον Μαργίτη και ο Κλήμης Αλεξανδρεύς: «μηρος δέ καί τέκτονα σοφόν καλε καί περί το Μαργίτου, ε δή ατο, δέ πως γράφει·
                                «τόν δ' οτ ρ σκαπτρα θεοί θέσαν οτ' ροτήρα,
                                οτ' λλως τι σοφόν, πάσης δ μάρτανε τέχνης».
       (Στρωματείς Α΄ ΙV, ΒΕΠΕΣ 7, 243, 28- 31). Πβ. και Αριστόξ. Δ. Σκιαδά, Ελληνική Γραμματολογία, Αθήναι 1968, 18.
 [66] Φ. Ντοστογιέβσκη, Το Υπόγειο, (μετάφρ. Γιώργη Σημηριώτη), Εκδόσεις Δαρεμά, Αθήναι χ.χ., 34.
[67] Πρός τούς Νέους…, P.G.  31, 580, D.
[68] Α΄ Πέτρ. β΄, 22. Βλ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, Αθήναι 1969, 111.
[69] Κ. Γρηγοριάδη, «Η ορθόδοξη μαρτυρία για την αγωγή», στον τόμο Μαρτυρία Ορθοδοξίας, Αθήνα 1971, 131 και 144-145. Πβ.και Bakke Ο. M., When Children became People: The Birth of Childhood in early Christianity, Minneapolis 2005 (translated from the Norwegian by Brian McNeil),169.

Δεν υπάρχουν σχόλια: