ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΜΑΣ

ΠΡΩΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΔΗΜΟΣ ΦΟΙΝΙΚΑ

4. Κ Α Ν Ε Β Ο Σ


ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Οικισμός τής κοινότητας Αγ. Ιωάννου η Κάνεβος, κάτοικοι 71 (2001), υψόμ. 440 μέτρα, βρίσκεται ένα χιλμ. μετά τον Άγ. Ιωάννη (διαδρομή: Αρμένοι- Άγ. Βασίλειος- Παλιόλουτρα- Αγ. Ιωάννης- Κάνεβος), σε ωραιότατο κατάφυτο τοπίο ποικίλης βλάστησης, πριν από την είσοδο στο φαράγγι τού Κοτσυφού, απ’ όπου περνά ο δρόμος που οδηγεί προς τον παράκτιο Πλακιά.
Όπως σημειώνει ο Στ. Σπανάκης, το τοπωνύμιο δεν αναφέρεται στις παλιότερες απογραφές τής Βενετοκρατίας, παρότι είναι γνήσιο βενετσιάνικο. Για πρώτη φορά αναφέρεται στην απογραφή τού 1928, στην κοινότητα Αγ. Ιωάννου τού Καμένου, με 50 κατοίκους. Στην επόμενη απογραφή τού 1940 δεν αναφέρεται καθόλου, ενώ το 1951 αναφέρεται ίδια κοινότητα Κάνεβος, με 107 κατοίκους και συνεχίζει: το 1961: 66 κατ., 1971:48, 1981: 39, 1991: 46, 2001: 71.
Για την ονομασία τού οικισμού «Κάνεβος» ο κ. Κουμεντάκης[1] μάς προτείνει τρεις εκδοχές: α) από το όρνιο καναβός (ή σκάρα, ο γύπας), που τέτοιοι υπάρχουν άφθονοι στο παραπλήσιο φαράγγι τού Κοτσυφού, τρέφονται με πτώματα και θνησιμαία και γι’ αυτό θεωρούνται ως οι «νεκροθάφτες» τής περιοχής, β) από το ενετικό θηλυκό ουσιαστικό caneva, που σημαίνει οιναποθήκη, καπηλειό (πρβλ. και την ιταλ. λέξη cava= υπόγεια αποθήκη)[2]. Και είχαν- λέγει
ο κ. Κουμεντάκης- στο χωριό άφθονες τέτοιες υπόγειες οιναποθήκες, στις οποίες οι χωριανοί
φύλασσαν το κρασί, που γινόταν εξαίρετο λόγω και του εξόχου κλίματος τής περιοχής. Την εκδοχή αυτήν ασπαζόμαστε και εμείς ως την πιθανότερη, με την προσθήκη ότι μάλλον στην περιοχή τού σημερινού χωριού να υπήρχε κάποιο καπηλειό, κρασοταβέρνα με χάνι, ως μέρος περαστικό που είναι, και από εκεί να προήλθε, με την πάροδο τού χρόνου, το όνομα τού χωριού. Και γ) σε μια απίθανη λαϊκή ερμηνεία- που, όμως, την μεταφέρω και αυτήν σύμφωνα με την επιθυμία μας να διατηρούμε επιμελώς τις παραδόσεις τού τόπου. Αυτή η τελευταία ερμηνεία στηρίζεται στην επιφωνηματική φράση «καν ανεβώ», δηλαδή «αν ανεβώ», που πρόφεραν τα παλιά

Εικ. Άγιος Ιωάννης και Κάνεβος
(από το βιβλίο τού Ν. Σ. Βαβουράκη"Αγιος Ιωάννης ο Καμένος")

χρόνια οι Ροδακινιώτες και οι Σφακιανοί σαν αναγκάζονταν- λόγω μη ύπαρξης γέφυρας- να εφορτώνουν από τα υποζύγια τα ασκιά τους με το λάδι και να τα φορτώνονται στη συνέχεια οι ίδιοι, προκειμένου να τα μεταφέρουν στην απέναντι όχθη τού φαραγγιού. Έλεγαν λοιπόν, πριν επιχειρήσουν το δύσκολο αυτό και τολμηρό εγχείρημά τους, με την ιδιόρρυθμη Σφακιανή προφορά, την προαναφερθείσα επιφωνηματική φράση: «καν ανεβώ!...», δηλαδή θα τα καταφέρω να περάσω τις δυσκολίες του φαραγγιού(;), απ’ όπου και το γειτονικό χωριό έλαβε την ονομασία του Κάνεβος.
Τέλος, η Χρυσ. Τσικριτσή [3], θεωρεί ότι το τοπωνύμιο προέρχεται από οικογενειακό όνομα, ενώ ο Π. Βλαστός το σημειώνει Κάνωβο και το σχετίζει, εσφαλμένα, με την παλιά αιγυπτιακή πόλη Κάνωβας (Κάνωβος).
Τοπωνύμια από τη λέξη Κάνεβο και Κάνεβος υπάρχουν και σε άλλα μέρη της Κρήτης, όπως στον Πρινέ Ρεθύμνου, στις Βολιώνες Αμαρίου, στην Αγία Γαλήνη (ως Κάνεβα), καθώς και συνοικισμός στο Δήμο Ταυρωνίτη, της επαρχίας Σελίνου.
Επί Βενετοκρατίας η λέξη θα πρέπει να ήταν πολύ κοινή, όπως αυτό φαίνεται σε δημοτικά τραγούδια τής εποχής, που δημοσίευσε ο Γεώργιος Κουρμούλης. Έτσι, ο πατέρας ή η μητέρα παραγγέλλει στον γιο ότι όταν πηγαίνει προς διασκέδαση πρέπει να προτιμά να παρακάθεται με πρόσωπα σεβαστά και καλύτερα από αυτόν, έστω και αν πρόκειται, στο τέλος, να φύγει από το συμπόσιο νηστικός, με τα παρακάτω λόγια:
Υιγιέ μ’ αν πας ‘ς την Κάνοβο απού ‘ν’ οι χαροκόποι,
τήρα διατήρα το σκαμνί τον τόπο να καθίζης
με τον καλλιά σου κάθιζε και νηστικός σηκώνου…

Και να το ίδιο δημοτικό και σε άλλη παραλλαγή:

Γιε μου, κι’ αν πας ‘ςτην κάνεβο απού ’ν οι χαροκόποι
Ντήρα διαντήρα το σκαμνί την τάβλα να καθίζεις…

Σε τρίτη παραλλαγή τού ίδιου τραγουδιού δίδεται η ερμηνεία τής άγνωστης λέξης «κάνοβο»- «κάνεβο» των παραπάνω παραλλαγών:
Γροικάτ’ είντα παράγγερνε γεις φρόνιμος του γιού ντου
-Γιε μου, κι αν πας ‘ςτο καπηλειό και βρης τσοι χαροκόπους…[4]

Ο Γ. Κουρμούλης παρατηρεί ότι είναι εύλογο να θεωρήσουμε, από το προσηγορικό «καπηλειό» τής τελευταίας παραλλαγής, ότι και στις λέξεις «κάνοβο» και «κάνεβο» των δύο πρώτων παραλλαγών- εφόσον με αυτές δεν υποδηλώνονται σαφώς τοπωνύμια- υποκρύπτονται ουσιαστικά άγνωστα μέχρι σήμερα από ετυμολογική και σημασιολογική άποψη, που περαιτέρω τα ουσιαστικά αυτά για την ομοιότητα των στίχων θα πρέπει να είναι συνώνυμα ή συγγενικής μεταξύ τους και προς το προσηγορικό «καπηλειό» σημασίας[5]. Οπότε, κάνε(ο)βος= το καπηλειό, η οιναποθήκη, σύμφωνα με όσα παραθέσαμε παραπάνω κατά την ετυμολόγηση τού τοπωνυμίου.
Η Κάνεβος κτισμένη στην είσοδο τού φαραγγιού τού Κοτσυφού αποτελεί φυσικό πέρασμα σε όσους πρόκειται να ταξιδέψουν από Ρέθυμνο προς Μύρθιο, Μαριού, Πλακιά, Σελλιά, Ροδάκινο και Σφακιά. Προκατοχικά τα χωριά αυτά εξυπηρετούνταν μόνο μέσω Κανέβου, όπου βρισκόταν το τέρμα τού λεωφορείου. Ο σημερινός δρόμος από Κάνεβο που εξυπηρετεί τα χωριά αυτά έγινε μεταπολεμικά. Μέχρι τότε, λοιπόν, η Κάνεβος ως επικοινωνιακό κέντρο είχε αναπτύξει σημαντική κίνηση και πολλά εμπορικά καταστήματα όλων των ειδών (υποδηματοποιεία, σιδηρουργεία, ραφεία, πεταλωτήρια, ντενεκετζίδικα, κουρεία επιπλοποιεία, εμπορικά ενδυμάτων κτλ, μέχρι και πανδοχείο), δεδομένου ότι πολλοί κάτοικοι των παραπάνω «Κάτω Χωριών» προτιμούσαν να ψωνίζουν από την Κάνεβο, για να μην ταλαιπωρούνται μεταβαίνοντες στο Ρέθυμνο, που το λεωφορείο- λόγω τής κακής κατάστασης τού δρόμου- απαιτούσε περί τις δύο ώρες να μεταβεί[6].
[1] Βλ. και Νικολάου Σταμ. Βαβουράκη, Άγιος Ιωάννης «ο Καμένος», Ρέθυμνο 2004, 42.
[2]Την ίδια άποψη δες και στον αείμνηστο συντοπίτη μας Καθηγητή τής Γλωσσολογίας τού Παν/μιου Αθηνών, Γεώργ. Ι. Κουρμούλη (Γεώργ. Ι. Κουρμούλη, Τοπωνυμικά Ζητήματα, Περί του ετύμου της λέξεως Κάνεβο, Επετηρίς Εταιρείας Κρητικών Σπουδών Β΄, Αθήναι 1939, 245 εξ.). Ο Γ. Κουρμούλης σημειώνει, περαιτέρω, ότι το ιταλικό θηλ. ουσιαστ. canova ή caneva (= οιναποθήκη, καπηλειό) εισήχθη κατά την Ενετοκρατία στην Κρήτη και σχηματίστηκαν από αυτό τοπωνύμια μερικά μεν αυτούσια (Κάνεβα), μερικά δε μεταπλασθέντα κατά την κατάληξη, ώστε να λήγουν σε –ο (Κάνεβο-Κάνοβο) ή σε –ος (Κάνεβος- Κάναβος).
[3] Χρυσούλας Τσικριτσή, Συμβολή στη μελέτη των τοπωνυμίων της Κρήτης, Τοπωνύμια από οικογενειακά ονόματα, Αμάλθεια 6 (1975), 34.
[4] Α. Κριάρη, Συλλογή Κρητικών δημοτικών ασμάτων, Αθήναι 1920, 205.
[5] Γεώργ. Ι. Κουρμούλη, ό.π.,252.
[6] Νικολάου Σταμ. Βαβουράκη, Άγιος Ιωάννης «ο Καμένος», Ρέθυμνο 2004, 38-39.
Τέλος φόρμας

Δεν υπάρχουν σχόλια: