ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ *** Η Κρητική Διάλεκτος πολύτιμο εργαλείο παραγωγής γνήσιου κρητικού λόγου και πολιτισμού *** Σκέψεις με αφορμή το βιβλίο «Παλαιινές κρητικές κουβέντες» της Ευγενίας Ζαμπετάκη *** Λαϊκοί Ερευνητές και Λεξικά της Κρητικής Διαλέκτου

 

ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

               www.ret-anadromes.blogspot.com

Η Κρητική Διάλεκτος πολύτιμο εργαλείο παραγωγής γνήσιου κρητικού λόγου και πολιτισμού

Λαϊκοί Ερευνητές και Λεξικά της Κρητικής Διαλέκτου

Σκέψεις με αφορμή το βιβλίο «Παλαιινές κρητικές κουβέντες» της Ευγενίας Ζαμπετάκη


(Εισήγηση του Κ. Η. Παπαδάκη στην Ημερίδα για την "Κρητική Διάλεκτο", του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Ρεθύμνης, Σεπτέμβριο 2020)

 

1. Ταπεινό κεράκι στη μνήμη της 

    Τρεις μήνες πριν την προλάβει ο θάνατος, η αείμνηστη Ευγενία Σπαντιδάκη- Ζαμπετάκη, η πολύ αγαπητή στην πόλη μας συνταξιούχος δασκάλα, γνωστή και από το βραβευμένο μυθιστόρημά της ο «Σχιστομάτης Άγγελος» και το λαογραφικό βιβλίο της «Συνάντηση με την παράδοση, Αληθινές ιστορίες», με είχε πάρει τηλέφωνο και μου ζήτησε να της παρουσίαζα το παρόν βιβλίο, με τον τίτλο «Παλαιινές Κρητικές Κουβέντες», που, μόλις, τις μέρες εκείνες, είχε γνωρίσει το φως της δημοσιότητας.

Πριν από έξι περίπου χρόνια, παρακολουθούσα με πολύ ενδιαφέρον από τις στήλες τής έγκριτης τοπικής εφημερίδας «Ρέθεμνος», τα ηθογραφήματα και τις λοιπές κρητικές ιστορίες που η εν λόγω δασκάλα παρουσίαζε τακτικά, ανά εβδομάδα, με τον ίδιο γενικό τίτλο: «Παλαιινές Κρητικές Κουβέντες». Ο ενθουσιασμός μου από τα ηθογραφήματα εκείνα που άγγιζαν χώρους της επιστήμης που με ενδιαφέρουν και ιδιαίτερα με συγκινούν, δηλαδή την κρητική διάλεκτο και λαογραφία δεν μπορούσε να με αφήσει αδιάφορο και της έκανα, δια του Τύπου, μια θερμότατη κριτική και της πρότεινα, μάλιστα, τότε, τα όμορφα αυτά «κρητικά διηγήματα» σύντομα να αποτελέσουν το σώμα ενός πολύτιμου βιβλίου, αφιερωμένου στην κρητική διάλεκτο και τον κρητικό λαϊκό μας πολιτισμό[1]. Η κριτική αυτή είναι γεγονός ότι κατασυγκίνησε την Ευγενία Ζαμπετάκη. Όταν, λοιπόν, τα ηθογραφήματά της αυτά γνώρισαν, πράγματι, το φως της δημοσιότητας με τη μορφή του παρόντος βιβλίου, λίγους, μόλις, μήνες πριν από τον θάνατό της, πρόλαβε- όπως προανέφερα- και μου εξέφρασε, τηλεφωνικά, την επιθυμία της να της τα παρουσίαζα και πάλι, όμως ως βιβλίο, πλέον, και «διά ζώσης» φωνής και όχι διά του Τύπου. Την επιθυμία αυτήν της αείμνηστης Ευγενίας, λίγο πριν μας αποχαιρετήσει για την άλλη ζωή, εκπληρώνουμε σήμερα με την ανακοίνωσή μας αυτήν, ταπεινό κεράκι στη ιερή μνήμη της!     

 

2.  Ευγενίας Ζαμπετάκη: «Παλαιινές Κρητικές Κουβέντες»                                                    

Τα εν λόγω ηθογραφήματα τής αείμνηστης δασκάλας είναι γεγονός ότι διαβάζονται πολύ ευχάριστα και με εξαιρετικό ενδιαφέρον, λόγω, κυρίως, της θεματικής τους, που αφορά στις δυσκολίες και στα προβλήματα της καθημερινής ζωής, στα γιορτινά έθιμα, στον πολιτισμό και στις παραδόσεις των Κρητικών, κυρίως της υπαίθρου, σε μιαν εποχή που οι παλαιότεροι τη θυμόμαστε, από τότε, από τα παιδικά μας χρόνια, με πολλήν, ομολογουμένως, αγάπη και νοσταλγία.

Έτσι, διηγήσεις, λαογραφικού, κυρίως, ενδιαφέροντος, που αποτυπώνουν εναργώς και με κάθε δυνατή λεπτομέρεια την κάθε πτυχή τής ζωής τού υλικού, πνευματικού και κοινωνικού βίου των παλαιινών Κρητικών, παρελαύνουν ζωντανά, μπορώ να πω «εικονιστικά» και συχνά με αυθόρμητο χιούμορ, αρκετή σάτιρα και άκακη ειρωνεία, μέσα από τις ιστορίες τής αείμνηστης Ευγενίας Ζαμπετάκη, μαζί με τον πολυτίμητο θησαυρό τής κρητικής διαλέκτου, διά της οποίας και μόνο μπορούσε όλα αυτά να τα εκφράσει κατά τρόπο γνήσιο και αυθεντικό. οι δουλειές του σπιτιού, η ρόκα, ο αργαλειός, το άναμμα της φωτιάς, η μεταφορά του νερού από τη βρύση, η δημιουργία σαπουνιού και σχοινιών και οι συνταγές της παλιάς κρητικής γαστρονομίας αποτελούν μερικά από τα θέματα του βιβλίου. Επίσης, τα παραδοσιακά επαγγέλματα (του βοσκού, του αγρότη, του τυροκόμου και του μυλωνά), οι παλιές φάμπρικες, οι αλευρόμυλοι και τα μαντριά, τα ήθη και οι παραδόσεις στις διάφορες θρησκευτικές και κοινωνικές εκδηλώσεις και εορτές (τα έθιμα του γάμου, της γέννας, της βάφτισης και του θανάτου, τα λαμπριάτικα και τα Χριστουγεννιάτικα έθιμα), οι αγαθοσύνες και οι (κουτο)πονηριές των παλιών κρητικών, οι πικάντικες και ιδιόμορφες ιστορίες που σκαρφίζονταν, αλλά και τα όμορφα αστεία τους, οι μαντινάδες, με τις οποίες ύμνησαν τη ζωή και τον έρωτα, και τα ασυναγώνιστα καθημερινά «καμώματά» τους, παρελαύνουν ολοζώντανα από τις σελίδες του όμορφου αυτού βιβλίου, μέσα στον χώρο και τον χρόνο που συμβαίνουν, στις εξοχές και στα χωράφια ή στις εορτές και στα πανηγύρια στην πλατεία της εκκλησίας ή του χωριού, σε διαλεκτική, συνήθως, μορφή και με όμορφους, χαρίεντες και πνευματώδεις διαλόγους. Ο λόγος τους, περαιτέρω, είναι εξαιρετικά ώριμος και απαιτητικός, τα ερμηνευτικά δε σχόλια, υπό μορφήν «Λεξιλογίου», στο τέλος του βιβλίου, εξαιρετικά κατατοπιστικά και χρήσιμα και η εξήγηση των άγνωστων λέξεων τού κρητικού λόγου ακριβής και ουσιαστική.

Η εργασία, λοιπόν, της Ευγενίας Ζαμπετάκη έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού σκοπός της είναι να περισώσει, στο μέτρο του δυνατού, πολιτιστικά και γλωσσικά στοιχεία, λέξεις και φράσεις του καθημερινού βίου και πολιτισμού της Κρήτης, που κινδυνεύουν να αφανιστούν οριστικά, μέσα στον κατακλυσμό των σύγχρονων πολιτιστικών ρευμάτων και εξελίξεων, καθόσον οι φορείς τους, γέροντες, πλέον, είναι οι τελευταίοι που τα χρησιμοποιούν και, οσονούπω, «αποχαιρετούν» και αυτοί τη ζωή, όπως μας αποχαιρέτησε πρόσφατα και η αγαπητή Ευγενία Ζαμπετάκη, η θαυμάσια αυτή και «κεδνή οἰακοστρόφος» (Αισχύλος) της κρητικής μας λαλιάς και των παραδοσιακών του τόπου μας αξιών, ηθών και εθίμων.

 

3.    Η γλωσσική συνέχεια της Κρητικής Διαλέκτου     

                                           

Αξίζουν, θεωρώ, πολλών συγχαρητηρίων και ευχαριστιών άνθρωποι τής εποχής μας- όπως η αείμνηστη Ευγενία Ζαμπετάκη- που αναλαμβάνουν, με τις «ειδικές» γνώσεις που διαθέτουν από τα παλαιινά, μέσα από τη ζωή και τις αναμνήσεις τους από τα παιδικά τους χρόνια στο χωριό, να μας εισαγάγουν και να μας μυήσουν στον παλαιό κρητικό πολιτισμό και στην κρητική λαλιά, που εξέθρεψαν τους γονείς και τους προγόνους μας. Γιατί είναι γεγονός ότι μόνο τέτοιοι γνήσιοι και βέροι στην καταγωγή τους Κρητικοί και μάλιστα γέννημα θρέμμα του χωριού και της κρητικής υπαίθρου, μπορούν να διαθέτουν αυτήν την ασφαλή και βέβαιη γνώση της κρητικής διαλέκτου και του λαϊκού της Κρήτης πολιτισμού και σε αυτούς μόνο μπορεί να στηριχθεί η διάσωσή τους. «Ο χώρος του χωριού», έλεγε ο Κωστής Φραγκούλης, «υπήρξε εκείνος που μου έδωσε, μπορώ άνετα να πω, την έμπνευση, όπως και η επαρχία γενικότερα. Οι πρώτες-πρώτες παιδικές μου αναμνήσεις είναι όλες από το χωριό, σε σημείο που νόμιζα ότι πέρα από το Σκινοσέλι, τα όρια του χωριού μου, δεν υπήρχε άλλη Κρήτη».

Ανασταίνοντας οι Κρητικοί αυτοί το περιβάλλον- γλωσσικό και φυσικό- μέσα στο οποίο έζησαν και δημιούργησαν οι παλαιινοί μας, τους ανασταίνουν και αυτούς τους ίδιους. Διατηρούν τη θύμησή τους δυνατή και διασώζουν την πολιτιστική μας κληρονομιά σε μορφές γλώσσας και ζωής που «τραβάνε» κατ’ ευθείαν από τις ρίζες μας, στον Βυζαντινό, κυρίως, αλλά και στον αρχαίο ελληνικό και πιο πέρα, ακόμα, στον ομηρικό πολιτισμό. Γιατί, όπως υποστηρίζουν πολλοί νεότεροι της ελληνικής γλώσσας μελετητές, η  κρητική διάλεκτος είναι γεγονός ότι στο λεξιλόγιό της διατηρεί την αρχαϊκότερη μορφή ενός μεγάλου αριθμού λέξεων και ακόμα ότι πολλές λέξεις των ομηρικών επών- που δεν μαρτυρούνται στην αττική πεζογραφία- έχουν επιβιώσει στην κρητική διάλεκτο[2].

Η πραγματικότητα αυτή και η δύναμη της προγονικής συνέχειας συνέτεινε, θεωρώ, ώστε η Κρητική Διάλεκτος να επιβληθεί, τελικά – και παρά τους επηρεασμούς, που, φυσικό είναι, και αυτή ως ζωντανός οργανισμός ανά τους αιώνες να υπέστη –σε όλους τους κατακτητές τής Κρήτης (Άραβες, Βενετσιάνους και Τούρκους) και, μάλιστα, κάποιοι από αυτούς τους τελευταίους να φύγουν, στο διάστημα 1866- 1897[3], ως Κρήτες μουσουλμάνοι (διά της βίας εξισλαμισθέντες), με βασικό γλωσσικό τους εφόδιο την κρητική διάλεκτο, που τη μιλούσαν, αποχωρώντας, σαν μητρική τους γλώσσα και την οποία συνεχίζουν και σήμερα να μιλούν (μετανάστες τρίτης έως και πέμπτης γενιάς) στην καθημερινότητά τους στο μακρινό, για παράδειγμα, Χαμιντιέ της Συρίας και στις παραλιακές περιοχές της Τρίπολης και του βορείου Λιβάνου, καθώς, επίσης, και στη Σμύρνη, στα Μοσχονήσια και στα Άδανα της Τουρκίας από άλλους μουσουλμανικούς κρητικούς πληθυσμούς όπου μεταφέρθηκαν μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το έτος 1923.

Όλοι μπορούμε να διαγνώσουμε την αλήθεια αυτήν της γλωσσικής συνέχειας, στην περίπτωση της κρητικής διαλέκτου, μέσα από λέξεις και φράσεις σαν και τις παρακάτω, που τις ανευρίσκουμε άφθονες στα συγκεκριμένα «Κρητικά διηγήματα» τής Ευγενίας Ζαμπετάκη, τις οποίες επεξηγώ έτι περαιτέρω με τη βοήθεια κρητικών λεξικών και μάλιστα του ερμηνευτικού Λεξικού τού Αντώνη Ξανθινάκη (μοναδικού για το δυτικό κρητικό ιδίωμα), για να φανεί καθαρότερα η αρχαιοελληνική δομή και «ταυτότητα» τού κρητικού λόγου:

αποδιαφώτιστα (επίρρ.) από (στερ.) + διά- φωτίζω (= πριν φέξει, αξημέρωτα),

πορεύ(γ)ομαι [θαυμάσια αρχαιοπρεπέστατη «κρητικοπούλα» (κατά τον αείμνηστο Μιχάλη Καυκαλά) λέξη μέσα στη φράση «και πώς θα  π ο ρ ε υ τ ο ύ μ ε  το χειμώνα» (= πώς θα συντηρηθούμε, πώς θα τα βγάλουμε πέρα)],

βοτανίζω [= βγάζω τα άγρια χόρτα (προσηγορ. βότανο+ παραγ. κατάλ. –ιζω)],

μια μονοχερέ ρύζι (= τόσο ρύζι όσο χωρεί στη μια φούχτα),

την αποδέλοιπη μέρα (= την υπόλοιπη μέρα) πρόθ. από + μσν. αντων. δε- λοιποί < από τη φρ. οι δε λοιποί (συνων. απολειμάροι),

είντα λογάσαι (αρχ. ρ. λογίζομαι),

έτσα ζάβαλε είν’ η ζωή μας στα χωριά,

βατταλαλώ (πβ. το ευαγγελικό βαττολογέω )= φλυαρώ (συμφυρμός αρχ. βαττο- λογώ +λαλώ),

ξελειξίδι= λειχουδιά (αρχ. λείχω= γλείφω)

ασφεντουρώ (-ίζω)< ασφεντόνα (σφενδόνη) + ουρ-ά + κατάλ. – ίζω

παραστιά (αρχ. εστία), άλλη κρητικοπούλα λέξη, που σημαίνει το τζάκι

Και να σημειώσουμε, στο σημείο αυτό, ότι όλο το παραπάνω λεξιλόγιο είναι «μέρος» ενός (!) μόνο διηγήματος τής αείμνηστης Ευγενίας Ζαμπετάκη, με τον τίτλο: «Η φρισοκεφαλή» [δημοσίευση: «Ρέθεμνος» (10/8/2013) ή σελ. 74-75 του βιβλίου της, δηλαδή σε δύο μόλις σελίδες ενυπάρχει όλος αυτός ο αρχαιοελληνικός πλούτος (!)]…

 

4. Η Κρητική Αναγέννηση

 

Η πλούσια, περαιτέρω, λογοτεχνική παραγωγή της Κρήτης ανά τους αιώνες φανερώνει ότι- πέραν των απλών αυτών διηγήσεων στη μορφή των «παλαιινών κρητικών κουβεντών», για τις οποίες μέχρι στιγμής ο λόγος[4]- υπάρχει και ένα άφθονο και σοβαρό λογοτεχνικό υλικό από τα χρόνια της Κρητικής Αναγέννησης, που κορυφώνεται από το 1571 ως το 1669  (λίγο πριν την άλωση του Ηρακλείου από τους Οθωμανούς). Αυτό, φυσικά, το υλικό μπορεί να φανεί χρησιμότατο στη διδασκαλία της Κρητικής Διαλέκτου, δεδομένου ότι οι ποιητές της περιόδου αυτής χρησιμοποιούν την ομιλούμενη κρητική διάλεκτο εντελώς καθαρμένη από μεσαιωνικά κατάλοιπα ή άλλα λόγια γλωσσικά στοιχεία· η κρητική διάλεκτος υψώνεται, τότε, σε μια γλώσσα λογοτεχνική, κομψή και ικανή να αποδώσει και τις λεπτότερες αποχρώσεις του ποιητικού λόγου και στοχασμού, καθιστάμενη σε μια γλώσσα διαμορφωμένη με καλλιτεχνική βούληση και αξία. Ίσως ποτέ άλλοτε στη νεοελληνική λογοτεχνία η δημοτική γλώσσα δε γράφτηκε με τόση συνέπεια και καθαρότητα[5].

Έτσι, στην κρητική διάλεκτο γράφτηκαν εξαιρετικά σημαντικά έργα της Κρητικής Λογοτεχνίας και εξελίχθηκε, με τον καιρό, σε γλώσσα λόγια και σπουδαία μέσα από την ποίηση του Κορνάρου και του Χορτάτση, καθώς και μέσα από το περιώνυμο κρητικό θέατρο[6] αλλά και τα λαϊκά εκείνα τετράστιχα, τις περίφημες κρητικές μαντινάδες, των οποίων η θεματολογία μπορεί να εμφανίζεται με σκωπτική μέχρι και βαθιά φιλοσοφική διάθεση, πλεγμένες «με ωριόπλουμες και μοσχομύριστες λέξεις της μπαινάμικης (=πολυπαινεμένης) κρητικής διαλέκτου, πάνω στις οποίες καθάρια και αμάλαγη καθρεφτίζεται αυτή η ίδια η Κρήτη»:

 

   Η κάθα λέξη κρητική και μνια καταβολάδα

   Και στο μπαξέ τση Κρήτης μας αθεί η μαντινάδα

   Στη μαντινάδα ολοντίς η Κρήτη λέει ναίσκες,

   Που κάνει αόρη σόπατα και ξέβγορα τσι λέσκες.

 

                                       (Κωστής Λαγουδιανάκης)

 

«Στη ραγδαία υποχώρηση– εξαφάνιση του κρητικού λόγου μόνο καταφύγιό του απέμεινε, διακηρύσσει ο Κωστής Φραγκούλης, αυτό το τελευταίο, η κρητική μαντινάδα. Στο κάστρο αυτό έχει περιχαρακωθεί κι αμύνεται απεγνωσμένα, για να σωθεί. Ας μη βρεθεί κανένα προδοτικό χέρι ν’ ανοίξει την κερκόπορτα ή να κατεδαφίσει τα τείχη, για να μπει ο αλλόγλωσσος Δούρειος Ίππος που έχει αποτεθεί έξω από την πύλη».

   Ο περίφημος, πάλι, «Ερωτόκριτος», το γνωστό έμμετρο μυθιστόρημα του Βιτσέντζου Κορνάρου, ο εξαίρετος αυτός ύμνος του έρωτα και της αρετής, με την άψογη στιχουργία και την ισορροπημένη ποιητική γλώσσα, που άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια του στην ιστορία της νεοελληνικής παράδοσης και λογοτεχνίας (η ανάλυση του οποίου πρόκειται- όπως μαθαίνουμε- να απασχολήσει και τους φοιτητές της κυρίας Μαρίνας Τζακώστα, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης), γράφτηκε στο γνήσιο Κρητικό ιδίωμα τής Ανατολικής Κρήτης και σε μια γλώσσα αστραφτερή, γάργαρη και φωτεινή, που ξαφνιάζει. Με τη γλώσσα αυτήν του Ερωτόκριτου «ζυμώθηκαν», για αιώνες πολλούς, γενεές- γενεών των Κρητικών, που πολλοί, μάλιστα, μέχρι και τα τελευταία χρόνια εμάς των παλαιότερων, τον είχαν, κυριολεκτικά, αποστηθίσει απ’ αρχής μέχρι τέλους.

Τα έργα, λοιπόν, αυτά δεν είναι δυνατόν να τα διανοηθούμε μεταφρασμένα στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα, γιατί, αυτόματα, θα χάσουν όλη τη φυσικότητα και την αυθεντική ομορφιά και φρεσκάδα που διαθέτουν και, γιατί όχι, και αυτήν την έμφυτη κρητική ευγένεια και λεβεντιά τους, την κρητική τους «πρεπιά». Θα συμβεί, δηλαδή, κάτι παρόμοιο με αυτό που συμβαίνει μεταφράζοντας τον Όμηρο και τους αρχαίους στη σύγχρονη νεοελληνική γλώσσα. Οπότε, κατά λογική συνέπεια, χρειάζεται η ύπαρξη της Κρητικής Διαλέκτου σε διδακτέα μορφή, προκειμένου να υπάρχει πρόσβαση σε αυτήν και δυνατότητα εκμάθησής της από τους νεοτέρους και, μάλιστα, σε μιαν (δυνητικά) εποχή που θα έχουν, πλέον, παύσει να υπάρχουν οι «φυσικοί» αυτής ομιλητές, ώστε να είναι δυνατή η φυσική εκμάθηση και κατανόησή της.

Στην εν γένει προσπάθεια διάσωσης της κρητικής διαλέκτου πολύ μεγάλη, είναι γεγονός, κρίνεται η συμβολή των Κρητικών της διασποράς, μέσω των κατά τόπους συλλόγων και σωματείων τους και σε αυτό, προφανώς, συντελεί και το αίσθημα της νοσταλγίας που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα την ψυχολογία του απόδημου Κρητικού[7].

 

5.                       Οι λαϊκοί ερευνητές της Κρητικής Διαλέκτου

 

Όπως, πάντως, μπορούμε να παρακολουθήσουμε- και το αφήσαμε αυτό, ήδη, πλέρια να διαφανεί, με αφορμή την περίπτωση της δασκάλας Ευγενίας Ζαμπετάκη- ένα μεγάλο μέρος της διάσωσης της Κρητικής Διαλέκτου το κρατούν στα χέρια τους άνθρωποι τέτοιοι, όπως η μακαρίτισσα η Ευγενία Ζαμπετάκη, άνθρωποι, δηλαδή, απλοί και χωρίς ειδικές γλωσσολογικές σπουδές και γνώσεις, που, όμως, ως ετεοί (=γνήσιοι) και βέροι Κρητικοί από γενετής μυήθηκαν, πίνοντας από το αγνό νερό της βρυσομάνας, στην κρητική διάλεκτο και ντοπιολαλιά και γνωρίζουν «εκ των έσω» να τη χρησιμοποιούν και να εκφράζουν σε αυτήν με τρόπο αυθεντικό και βέβαιο τα διανοήματά τους.

Έτσι, αν προσέξουμε ένα εξαιρετικά σπουδαίο υλικό, αυτήν τη στιγμή, στην Κρητική Διάλεκτο, που αφορά, ειδικά, στον χώρο της Λεξικογραφίας οφείλεται σε αυτούς τους ανθρώπους, που, χωρίς ειδικές γλωσσολογικές γνώσεις και σπουδές και με μοναδικό εφόδιό τους την αγνή και άδολη αγάπη τους προς τη γλώσσα των πατέρων τους και τον τόπο καταγωγής τους, ασχολήθηκαν σοβαρά με τη μελέτη του παλαιινού της Κρήτης πολιτισμού και, μάλιστα, της γλώσσας της με θαυμαστά, σε όλες τις περιπτώσεις, αποτελέσματα στον τομέα, κυρίως, της περισυλλογής γλωσσικού υλικού . ο Μανώλης Πιτυκάκης, για παράδειγμα, στην Ανατολική Κρήτη, ήταν, εν ζωή, αξιωματικός της Χωροφυλακής, επίσης ο Αντώνης Τσιριγωτάκης ανώτερος υπάλληλος του ΟΤΕ, αλλά και ο Γεώργιος Πάγκαλος, ένας απλός φιλόλογος. Το ίδιο και ο Ιδομενέως αλλά και ο φιλόλογος Αντώνης Ξανθινάκης, το λεξικό του οποίου - με τη γλωσσολογική, εδώ, επιμέλεια του γλωσσολόγου Χριστόφορου Χαραλαμπάκη- κατέστη ένα, επίσης, μοναδικό θησαύρισμα του λεξιλογικού πλούτου της Δυτικής Κρήτης. Το ίδιο συμβαίνει και με το σύνολο, σχεδόν[8], και των λοιπών λεξικογράφων της Κρητικής Διαλέκτου, τον Ιδομενέα Παπαγρηγοράκη από τα Χανιά, που ήταν ανώτερος υπάλληλος του ΟΤΕ[9], τον Γεώργιο Αποστολάκη από το Μονοφάτσι Ηρακλείου[10], τον Γιάννη Κριτσωτάκη[11], τον Νίκο Γαρεφαλάκη[12] και τον Αλέκο Δαριβιανάκη[13].

Μεγάλοι, επίσης, πέραν των παραπάνω, εραστές και εξαίρετοι γνώστες της Κρητικής Διαλέκτου και, εν γένει, του πολιτισμού της Κρήτης, υπήρξαν, μεταξύ άλλων, τόσο ο Γεώργιος Ψυχουντάκης- ο οποίος με γνώσεις δύο ή τριών, μόλις, τάξεων του Δημοτικού Σχολείου του χωριού του, της Ασή Γωνιάς Αποκορώνου, έκανε τις περίφημες εκείνες μεταφράσεις της Ιλιάδας και της Οδύσσειας στην κρητική διάλεκτο- ο ρεθεμνιώτης γιατρός Μιχάλης Καυκαλάς, στιχουργός και γερός μελετητής και γνώστης της κρητικής διαλέκτου και ο Κωστής Φραγκούλης (“Ανταίος”), που- απόφοιτος, αυτός ο τελευταίος, του Δημοτικού Σχολείου του χωριού του- συνέβαλε εξαιρετικά στη λογοτεχνική ανάδειξη της Κρητικής Διαλέκτου, ενώ σημαντικό θεωρώ και το εν γένει μαντιναδολογικό έργο και κάποιων γνωστών μαντιναδολόγων, όπως, για παράδειγμα, του προαναφερθέντος Κωστή Λαγουδιανάκη, που τόλμησε να «ξομπλιάσει» «Τα ναμουντάνικα χωργιά», 1430 μαντινάδες, μια για κάθε χωριό, από τα 1430- όπως τα καταμέτρησε ο ίδιος- χωριά της Κρήτης (!), (Ηράκλειο 2009).

 Μετά από όλα αυτά, πολύ σωστά μιλά στη σημερινή ανακοίνωσή του ο κ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης και αναφέρεται σε ένα «ενοποιημένο» Λεξικό της Κρητικής Διαλέκτου, με την έννοια, προφανώς, τα υπάρχοντα πολλά λεξικά να συμπτυχθούν και συνενωθούν σε «ένα» με την βοήθεια, βέβαια, σε αυτό το τελευταίο, των Γλωσσολόγων μας και της επιστήμης της Γλωσσολογίας. Έτσι, θα αναδειχθούν, προφανώς, καλύτερα και τα υπάρχοντα, ήδη, λεξικά των παραπάνω «λαϊκών» (ας τους ονομάσουμε έτσι[14]) της κρητικής γλώσσας ερευνητών, χωρίς, παράλληλα, να χάσουν την αξία τους.  

Την πίκρα τους όλοι οι προαναφερθέντες «λαϊκοί ερευνητές» και την αγωνία τους που έβλεπαν την αγαπημένη τους κρητική ντοπιολαλιά να χάνεται από το στόμα και αυτών των τελευταίων κρητικών και χιλιάδες «κρητικοπούλες» λέξεις (Καυκαλάς) να οδεύουν ανεπιστρεπτί προς τον θάνατο και τον αφανισμό, τη μετέτρεψαν σε βαθιά αγάπη κι ενδελεχή έρευνα και μελέτη του γλωσσικού και λαογραφικού πλούτου της κρητικής διαλέκτου, έχοντας κατά νουν τον λόγο του μεγάλου αυστριακού φιλοσόφου Ludwig Wittgenstein ότι «τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου» (κατά πώς, παραπάνω, το εννοούσε και ο δικός μας ο Κωστής Φραγκούλης). Χωρίς, λοιπόν, ειδικές επιστημονικές γνώσεις, θαυμάζοντας, όμως, τον θησαυρό και την αξία που είχαν στα χέρια τους, το επιχείρησαν και κατάφεραν να «περιμαζέψουν» και να διασώσουν τη συμπυκνωμένη θυμοσοφία των εναπομενόντων διαλεκτοφώνων, που κέντριζε έντονα το γλωσσοσυλλεκτικό τους ενδιαφέρον.

Ως προς τη συλλογή και επεξεργασία των λημμάτων- όπως ειδικότερα, και σε ανύποπτο χρόνο, με πληροφόρησε ο καλός φίλος και λεξικογράφος από τον Πύργο Μονοφατσίου, Αντώνης Τσιριγωτάκης- κατά κανόνα όλοι τους συμβουλεύονταν ηλικιωμένους διαλεκτόφωνους, περιτρέχοντας, συχνά, μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις, προκειμένου να φθάσουν στα χωριά τους και να τους συμβουλευθούν και να γίνουν αυτήκοοι μάρτυρες αυτών και της γνήσιας κρητικής διαλέκτου. Συμβουλεύονταν, επίσης, λεξικά αρχαίων ρημάτων και λοιπά γλωσσικά εγχειρίδια και βοηθήματα, καθώς και άλλα ξενόγλωσσα λεξικά (κυρίως της Τουρκικής, της Ιταλικής και Αραβικής γλώσσας), στο μέτρο  πάντα των δυνάμεών τους και παράλληλα με την προσωπική βιωματική τους γνώση και εμπειρία.

Παρατηρούμε, περαιτέρω, ότι οι εν λόγω λαϊκοί λεξικογράφοι συχνά- επιχειρώντας την ερμηνεία κάποιων λέξεων της κρητικής διαλέκτου (όπως τρύγος, αλώνισμα, αρδάχτι, άλεσμα κ.λπ)- θησαυρίζουν ταυτόχρονα και μιαν εξαιρετικά πολύτιμη σωρεία πληροφοριών γι’ αυτές τις παλαιινές αγροτικές εργασίες, αλλά και για διάφορα αντικείμενα (αρδάχτι κ.λπ.) λαογραφικού ενδιαφέροντος, άγνωστες στον σημερινό αναγνώστη και εξαιρετικά χρήσιμες στους ερευνητές τής κρητικής Λαογραφίας και Ιστορίας, ενώ, περαιτέρω, προκειμένου να δείξουν τη χρήση στον καθημερινό λόγο ορισμένων ιδιωματικών λέξεων της κρητικής διαλέκτου, καταφεύγουν, συχνά, και στη χρήση πλήθους κρητικών αινιγμάτων, παροιμιών, μαντινάδων, δημωδών ασμάτων και λοιπών στερεότυπων φράσεων.  

Το πόσο ενθουσιάζουν όλα αυτά τους «λαϊκούς» ερευνητές της κρητικής διαλέκτου θα το γενικεύσω, και πάλι, στην περίπτωση του φίλου Αντώνη Τσιριγωτάκη (γιατί θεωρώ ότι κάπως έτσι όλοι τους εργάζονται). Θυμάμαι την τελευταία φορά που τον συνάντησα στον Πύργο Μονοφατσίου, όπου είχα πάει για μιαν ομιλία μου. Καθώς ο Αντώνης με πλησίαζε, για να με χαιρετήσει, μού έδινε ασυναίσθητα και μια πρώτη ιδέα, ένα πρώτο δείγμα της γλωσσικής έρευνας που τη στιγμή εκείνη τον κατέτρωγε και τον απασχολούσε: «Κακώς, Κώστα, μου λέγει, έχει περάσει η λέξη “το ρακί” σε πολλά λεξικά. Γιατί ποτέ δε λέγει ο κρητικός “έλα να πιούμε ένα ρακί”, “αλλά έλα να πιούμενε μια ρακή” ή “έλα να πιούμε μια”, χωρίς το προσηγορικό ρακή ή “κέρασέ τονε μια (ενν. ρακή)”».

Έτσι, ναι! κάπως έτσι δουλεύουν οι «λαϊκοί» αυτοί της γλώσσας μας ερευνητές, που δημιουργούν τη «βάση», όπως θα την ονόμαζα, της κρητικής μας διαλέκτου και της μεγάλης λαϊκής μας παράδοσης και παιδείας. Σε κάθε περίπτωση, η επικοινωνία μαζί τους αποκτά εξαιρετικό νόημα και ενδιαφέρον. Την αγωνία των λέξεων και του παλαιινού κρητικού μας πολιτισμού τη βλέπεις μόνιμα χαραγμένη στο πρόσωπό τους να τους «κατατρώγει» και να τους απασχολεί. Στων ανθρώπων, λοιπόν, αυτών το σοβαρό έργο, λεξικολογικό και γενικότερα λογοτεχνικό- λαογραφικό, ως  β ά σ η, οφείλουν, πιστεύω, να πατήσουν και να στηριχθούν οι ειδικοί επιστήμονες, οι γλωσσολόγοι (και οι λαογράφοι) μας και, βέβαια, οι Ετεοκρήτες, εξ αυτών, δηλαδή οι αυτόχθονες, οι ετεοί, οι γνήσιοι Κρητικοί[15], προκειμένου να την κωδικοποιήσουν και να θέσουν τους γλωσσικούς όρους και τους κανόνες της Κρητικής Διαλέκτου για τη δημιουργία μιας βασικής Γραμματικής, ώστε η γλώσσα- που τη στιγμή αυτή βρίσκεται σε υποχώρηση, λόγω της επικράτησης της κοινής νεοελληνικής- να αποκτήσει διάρκεια μέσω της δυνατότητας διδασκαλίας και μελέτης της από όλες, αν είναι δυνατόν, τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.

 

6.    Επιλογικά

 

Μετά από όλα αυτά, είναι, θεωρώ, εξαιρετικά σημαντική και σπουδαία η μεγάλη αυτή προσφορά στην κρητική μας διάλεκτο και κουλτούρα των ανθρώπων αυτών, των «λαϊκών»- όπως τους ονομάσαμε- της γλώσσας μας ερευνητών. Όλα τα κείμενά τους γενναιόδωρα αποπνέουν τις ομορφιές τής μυρωμένης κρητικής γης, όπως τις είδαν, όπως τις έζησαν και όπως τις οσφράνθηκαν από παιδιά στα χωριά τους και όπως τις είδε και τις έζησε και η αείμνηστη Ευγενία Σπαντιδάκη- Ζαμπετάκη στο όμορφο το χωριό της, το Ζουρίδι Ρεθύμνου. Γι’ αυτό τα ηθογραφήματά τους και η δουλειά τους στη γλώσσα δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να αποτιμηθούν με τους γνωστούς κανόνες τής λογοτεχνικής, γλωσσολογικής και ιστορικής κριτικής, αφού, κατά κανόνα, αποτελούν καρπόν εύχυμο και αρωματικό αγάπης ερωτικής και αφοσίωσης προς τον τόπο καταγωγής τους.



[1]Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Ευγενίας Σπαντιδάκη- Ζαμπετάκη, «Παλαιινές κρητικές κουβέντες», εφημ. Ρέθεμνος της 14/9/2013

[2] Ευαγγελίας Πετρουγάκη, στο https://www.e-thrapsano.gr/cretan-dialect-articles/150-creta-archaic-dialect

[3] Μετά από την τελική απόσυρση του οθωμανικού στρατού από την Κρήτη, φοβούμενοι εκδίκηση εναντίον τους.

[4] Πβ. και το παρεμφερές βιβλίο που ο Ευάγγελος Φωτάκης, με το ψευδώνυμο Ανεζηνιό από τ’ Ακτούντα, δημοσίευσε το έτος 1933 με τον τίτλο: «Κρητικές κουβέντες του Ανεζηνιού», γραμμένο, επίσης, στην κρητική διάλεκτο.

[5] Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 65-66.

[6] Πρόκειται για λογοτεχνικά κείμενα της λεγόμενης Κρητικής Σχολής, που είναι γραμμένα όλα σε γάργαρο ποιητικό λόγο. 

[7] Και είναι γνωστή, στο σημείο αυτό, η συμβολή του ιστορικού Συλλόγου Ρεθυμνίων Αττικής «Το Αρκάδι», στην εισαγωγή της διδασκαλίας της κρητικής διαλέκτου από το Πανεπιστήμιο.

[8] Αν εξαιρέσουμε τον γλωσσολόγο Νικόλαο Κοντοσόπουλο (Αντίστροφο λεξικό της Κρητικής διαλέκτου. Αθήνα 2006) και κάποιους άλλους που συμβαίνει να μην είναι Κρητικοί.

[9] Ιδομενέως Παπαγρηγοράκη, Συλλογή ξενογλώσσων λέξεων της ομιλουμένης εν Κρήτη, Εκ του Τυπογραφείου Κανάκη Φραγκιαδάκη, Χανιά 1952.

[10] Γεώργιος Αποστολάκης, Παλαιινές Κρητικές Αθιβολές – Λεξικό (Λέξεις, φράσεις και μαντινάδες του κρητικού γλωσσικού ιδιώματος), Ηράκλειο 2008.

[11] Γιάννης Κριτσωτάκης, Στειακό Λεξιλόγιο, Μαρωνιά Σητείας 2012.

[12] Νίκος Γαρεφαλάκης, Λεξικό ιδιωματισμών κρητικής διαλέκτου (Περιοχή Σητείας), Σητεία 2002.

[13] Αλέκος Δαριβιανάκης, Η ζωντανή κρητική διάλεκτος, Ηράκλειο 2009.

[14] Κατά το «λαϊκοί ζωγράφοι», όπως, για παράδειγμα, ο Θεόφιλος Κεφαλάς – Χατζημιχαήλ, από τη Λέσβο, ο διασημότερος Έλληνας λαϊκός ζωγράφος.

[15] Διαφορές, λέγει ο Τσιριγωτάκης, όπως «μην ακούς…» (με στερητ. σημασία το “μην”) (sic) και «μην εργάς;» (με ερωτημ. σημασία) ή «δεν πάω ποθές» (=πουθενά) και «κάτσε ποθές» (= κάπου), μόνο ντόπιοι, «ιθαγενείς» (όπως ο ίδιος τους ονομάζει) φιλόλογοι είναι σε θέση να τις διακρίνουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: