Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο Σ Ε΄ ΜΑΡΚΑΚΗΣ * * * Α΄. Κοινωνική- αγροτική προσφορά – Η Πρακτική Γεωργική Σχολή της Μεσαράς * * * Β΄. Ο Αντιστασιακός Μητροπολίτης Κρήτης



   ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
                   www.ret-anadromes.blogspot.com

 

Ομιλία του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη στη Χριστιανική   Ένωση Ηρακλείου «Ο Απόστολος Παύλος», που έγινε το  Σάββατο 4 Μαΐου 2019. 


         Με την παρούσα βιογραφία μας, παρουσιάζουμε τον από Αρκαδίας Μητροπολίτη Κρήτης Βασίλειο Μαρκάκη (1872-1950), αποδίδοντας αφενός μεν ελάχιστο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης προς αυτόν για τις πολλαπλές από μέρους του προς τον τόπο προσφερθείσες υπηρεσίες και, αφετέρου, προβάλλοντάς τον ως λαμπρό και φωτεινό παράδειγμα προς μίμησιν από τους νεοτέρους. Γιατί ο Βασίλειος Μαρκάκης ανήκει, ασφαλώς, στη χορεία των διαπρεπών εκείνων ανδρών που επιθέτουν ανεξίτηλη τη σφραγίδα του δημιουργικού τους έργου στο πεδίο της καθόλου δραστηριότητάς τους. Το μυστικό της ευλογημένης και πολύτιμης αυτής προσφοράς του πρέπει να αναζητηθεί στην προικισμένη με εξαίρετα πνευματικά χαρίσματα προσωπικότητά του, αλλά, προπάντων, και, κυρίως, στο γεγονός ότι τα φυσικά αυτού προσόντα και οι αρετές του συνυφαίνονται στον ψυχικό του κόσμο και συνυπάρχουν με τη ζώσα πίστη του στον Χριστό και το Ευαγγέλιό Του, διά της οποίας το έργο μεταβάλλεται σε αποστολή, στην οποία και αφιέρωσεν ολόκληρη τη ζωή του διά της αγάπης και του εξυπηρετικού πνεύματος και της ακάματης εργατικότητάς του στα κοινωνικά έργα και, μάλιστα, στην εκκλησιαστική και αγροτική προσφορά, πρωτοστατώντας, σε αυτήν την τελευταία, αποτελεσματικά και με την ίδρυση και ανέγερση της περίφημης παρά την Γόρτυνα Γεωργικής Σχολής, που συνέτεινε στην ανάπτυξη τόσο της επισκοπικής περιφέρειάς του όσο και ολόκληρης της Κρήτης.

      Το όνομα, περαιτέρω, του Βασιλείου Μαρκάκη χαράχτηκε «χρυσοίς γράμμασιν» και έμεινε ανεξίτηλο και στην ένδοξη της Μεγαλονήσου πολεμική Ιστορία. Γιατί ως εκκλησιαστικός ηγέτης και Ποιμένας και Πρωθιεράρχης αυτής απέδειξε ότι οι χριστιανικές αρχές και ιδέες για τον άνθρωπο και για την αδέσμευτη και αθάνατη Ιδέα του ανθρώπινου βίου, την Ελευθερία, αξιολογούνται και κατανοούνται μόνο μέσω της υπέρτατης θυσίας και προσφοράς. Και είναι γεγονός ότι ο Βασίλειος αγωνίσθηκε σθεναρά για την Ελευθερία της Κρήτης, θέτοντας «την ψυχήν αυτού υπέρ του ποιμνίου», με βαρύτατο αντάλλαγμα την προσωπική του ελευθερία, διά της εξορίας του στην Αθήνα, αλλά και διά των μύριων κακουχιών που υπέστη ως εξόριστος, κατά τα δύστηνα εκείνα της γερμανικής κατοχής χρόνια, που υπέσκαψαν σοβαρά την ήδη εύθραυστη υγεία του και τα τραύματα από τον κλονισμό που υπέστη, δεν έκλεισαν, έκτοτε, ποτέ, μέχρι τον θάνατό του στις 13-1-1950. 


           1. Γέννηση και Σπουδές


     Ο Βασίλειος Ε΄ ο Μαρκάκης γεννήθηκε στα Κεραμέ Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης, την ημέρα των Θεοφανείων (6 Ιανουαρίου), του έτους 1872. Πολύ ενωρίς διακρίθηκε για τις σπουδαίες του αρετές. Γι’ αυτό, το έτος 1890 (5 Σεπτεμβρίου), αφού χειροθετήθηκε μοναχός της Ι. Μονής Πρέβελη Ρεθύμνου, από τον τότε επίσκοπο Λάμπης και Σφακίων Ευμένιο Ξηρουδάκη, που εκτίμησε την επιμέλειά του στα γράμματα, την εργατικότητα και τη σεμνότητα του, αναχώρησε αμέσως ως υπότροφος της εν λόγω Μονής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία και έλαβε το πτυχίο του με «άριστα» τον Ιούνιο του 1896. 


       2. Ο Βασίλειος στη Σχολή του Αγίου Πνεύματος


    Το 1898, ο Βασίλειος επέστρεψε και πάλι στην Κρήτη. Τον καιρό εκείνο (12 Μαΐου 1898) Μητροπολίτης Κρήτης είχε εκλεγεί ο Ευμένιος Ξηρουδάκης, αγαπημένος του πνευματικός πατέρας και προστάτης κατά τα χρόνια των σπουδών του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Τον Σεπτέμβριο, ο Βασίλειος, ιεροδιάκονος ακόμα, διαδέχεται στη διεύθυνση της Σχολής του Αγίου Πνεύματος, η οποία συντηρούνταν από τη μονή του Πρέβελη, τον λαμπρό φιλόλογο και λόγιο καθηγητή του Γυμνασίου Ρεθύμνης Μιχαήλ Πρεβελάκη, ο οποίος είχε τη διεύθυνση της Σχολής από το 1895.




  3. Ο Βασίλειος Επίσκοπος Αρκαδίας

 

    Το έτος 1900 εκοιμήθη ο επίσκοπος Αρκαδίας Νικόδημος και μεταξύ των τριών υποψηφίων είχε προταθεί από την Ι. Σύνοδο της Εκκλησίας της Κρήτης και ο Β α σ ί λ ε ι ο ς, παρότι, τον καιρό εκείνο, ήταν ηλικίας μόλις 28 χρόνων (οι άλλοι δύο ήταν ο Χρύσανθος Τσεπετάκης και ο Αμβρόσιος Γαλανάκης). Από τον Ηγεμόνα Π ρ ί γ κ ι π α  Γ ε ώ ρ γ ι ο  προκρίθηκε, ως όριζε ο νόμος, ο Βασίλειος ως επίσκοπος Αρκαδίας και χειροτονήθηκε στις 30 Ιουνίου του 1902, ημέρα της εορτής των Αγίων Αποστόλων.
   Ο Βασίλειος, να σημειωθεί, ήταν ο πρώτος επίσκοπος που εγκαινίασε την έδρα της επισκοπής Αρκαδίας στους Αγίους Δέκα, αλλά και ο τελευταίος αυτής ένοικος, αφού ο διάδοχός του, Ευγένιος Ψαλλιδάκης (20 Ιαν.1946 – 23 Μαΐου 1950), την μετέφερε από την αρχή της αρχιερατείας του (1946) στην κωμόπολη των Μοιρών, όπου βρίσκεται και σήμερα.                
     Η έδρα του, στους Αγίους Δέκα, που για οχτώ ολόκληρους αιώνες, από την εποχή του αποστόλου Τίτου μέχρι το 824, υπήρξε έδρα του Μητροπολίτη Κρήτης, στερούνταν επισκοπικού μεγάρου. Ο Βασίλειος ανέγειρε αμέσως με δικές του δαπάνες απλό και απέριττο επισκοπείο, στον χώρο παλιού οθωμανικού νεκροταφείου, τον οποίο αγόρασε αποκλειστικά με τους μισθούς του. Ακόμα, έκτισε εκκλησίες σε χωριά της επαρχίας του και ανακαίνισε τον ιερό ναό της Παναγίας της Καλυβιανής. Αλλά και τον Καθεδρικό Ναό της κωμόπολης και από μέσα και από έξω τελείως ανακαίνισε και τους Τάφους των Αγίων Δέκα Μαρτύρων εντόπισε έξω από την κωμόπολη- όπου, κατά την παράδοση, μαρτύρησαν οι Άγιοι, επί Δεκίου, κατά το 250- και πάνω σε αυτούς οικοδόμησε βυζαντινού ρυθμού ναό, αφιερωμένο στη ιερή μνήμη τους.


Ο ναός των αγίων Δέκα στην ομώνυμη κωμόπολη

    Πέραν των παραπάνω, μεγάλη ήταν η αγωνία και ευαισθησία του Ιεράρχη και προς τον θεσμό της οικογένειας. ο Βασίλειος, λέγεται ότι υπέφερε πραγματικά όταν έβλεπε οικογένειες στα πρόθυρα του διαζυγίου. Έμπαινε, τότε, στη μέση και προσπαθούσε πώς και με τι τρόπο θα συνέβαλλε στην άρση των προβλημάτων και των διαφωνιών και στην επανένωση του ζευγαριού, με επιστέγασμα την ανάγνωση μιας ευχής. 


Το επισκοπικό μέγαρο, στους Αγίους Δέκα, που ιδίοις χρήμασιν ανέγειρε ο Βασίλειος

            4. «Ο ζήλος του οίκου σου καταφάγεταί με» (Ιω. β΄,17)


    Όμως, πέραν αυτών των καθαρά εκκλησιαστικών δραστηριοτήτων, ο Βασίλειος εργάσθηκε αποτελεσματικά και στον κοινωνικό τομέα και προσέφερε σπουδαίες υπηρεσίες σε παραγωγικά και γεωργικά έργα της επαρχίας του, που, στο σύνολό τους, σχεδόν, οι κάτοικοί της ήταν αγρότες και γεωργοί. Οι χωρικοί στο σεμνό πρόσωπό του αναγνώρισαν, από την πρώτη κιόλας στιγμή, τόσο τον επίσκοπό τους- ποιμένα και διδάσκαλο της Εκκλησίας- όσο και τον πρωτοπόρο και προοδευτικό γεωργό, τον πολύτιμο γεωπόνο στις διάφορες αγροτικές και γεωργικές τους εργασίες που τόσο πολύ τον είχαν ανάγκη, γιατί, είναι γεγονός ότι ο Βασίλειος είχε πολλές γνώσεις στον εν λόγω πρωτογενή τομέα παραγωγής. Έτσι, ανάμεσα στις άλλες παράλληλες δραστηριότητές του, σημειώνουμε τον δρόμο Αγίας Βαρβάρας- Μοιρών- Φαιστού, που με προσωπικές ενέργειές του διανοίχτηκε. «Όπου υπάρχουν δρόμοι, συνήθιζε να λέγει ο Βασίλειος, υπάρχει και πρόοδος, γιατί μέσω αυτών και εγώ μπορώ ανετότερα να επικοινωνώ με το ποίμνιό μου και την πολιτεία, αλλά και τα προϊόντα της γης μπορούμε να διαθέτουμε γρηγορότερα και σε καλύτερες τιμές». 

   Όμως, το έργο που κυρίως ανέδειξε τον Βασίλειο στον χώρο αυτόν της κοινωνικής-αγροτικής προσφοράς ήταν η Π ρ α κ τ ι κ ή  Γ ε ω ρ γ ι κ ή  Σ χ ο λ ή  της Μεσαράς. Ο Βασίλειος, παρότι βρήκε την περιοχή της Μεσαράς με παχύ και αποδοτικό έδαφος, διαπίστωσε ότι όλες οι γεωργικές εργασίες γινόντουσαν χωρίς μέθοδο, χωρίς σύστημα και μελέτη. Όλα είχαν αφεθεί στην τύχη και στις καιρικές συνθήκες. Τα μέσα καλλιέργειας ήταν πρωτόγονα και οι γνώσεις των αγροτών απλές και στοιχειώδεις, με αποτέλεσμα η απόδοση της εργασίας τους να μην είναι η αναμενόμενη. Το ενδιαφέρον του Βασιλείου στράφηκε αμέσως και προς τον τομέα αυτό. Δίδασκε προσωπικά ο ίδιος τους γεωργούς. Κατά τις επισκέψεις του στην επαρχία, ύστερα από το φλογερό κήρυγμά του στην εκκλησία, ο προοδευτικός Ιεράρχης καθόταν ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους της υπαίθρου και συζητούσε μαζί τους επί ώρες για τον τρόπο και το σύστημα εργασίας στην ύπαιθρο, για τις καλλιέργειες και τις ασθένειες των φυτών, για τη λίπανση και τα κλαδεύματα των διαφόρων δέντρων. Για πρώτη φορά, την εποχή εκείνη, ακουγόταν Ιεράρχης, πέραν των καθαρά επισκοπικών του καθηκόντων, που είναι η νουθεσία και η κατά Χριστόν διαπαιδαγώγηση του λογικού ποιμνίου του, να ασχολείται και με τα παραγωγικά και γεωργικά έργα των ανθρώπων. Και αυτό ακριβώς είναι που τον καταξίωνε απεριόριστα στη συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας.

       Το γεωργικό πρόβλημα της Μεσαράς συνέχισε να απασχολεί τον Βασίλειο έντονα για μια δεκαετία, περίπου, όταν, στο τέλος, το έτος 1917, φανέρωσε τις σκέψεις του στα μέλη της Μοναστηριακής Επιτροπής του Ηρακλείου. Πρόεδρος της Επιτροπής ήταν τότε ο επίσκοπος Πέτρας και τοποτηρητής του Μητροπολιτικού θρόνου Τίτος Ζωγραφίδης. Ο Τίτος έσκυψε και με πολύ, ομολογουμένως, ενδιαφέρον άκουσε τις όμορφες και προοδευτικές απόψεις του Βασιλείου. Αφού τις μελέτησε προσεκτικά, υιοθέτησε την εισήγησή του και πέτυχε από τη Μοναστηριακή Επιτροπή του Ηρακλείου την παραχώρηση στην Επιτροπή του πλουτοπαραγωγικού τμήματος του μετοχίου Βροντησίου της Αγίας Παρασκευής. Εκεί, και σε γειτνίαση  με την επισκοπή του, ο Βασίλειος, γεμάτος από την ευτυχία που δίνει στον άνθρωπο η απαρχή της πραγματοποίησης των ονείρων του, έβαλε τον θεμέλιο λίθο της προόδου για την  περιοχή της Μεσαράς αλλά και ολόκληρης της Κρήτης, με τη δημιουργία, με τον νόμο 2125, της 25ης Μαρτίου του 1920, ημέρας της Εθνικής μας παλιγγενεσίας, της Πρακτικής Γεωργικής Σχολής Γόρτυνας.


Η  Γεωργική Σχολή Μεσαράς, στον Αμπελούζο Ηρακλείου

     Μέρα και νύχτα ο Βασίλειος παρακολουθούσε από κοντά και  βοηθούσε προσωπικά, για την ολοκλήρωση του μεγάλου του έργου. Αισθανόταν σαν σκαπανέας που ανοίγει διάπλατα τον δρόμο, για να περάσει ο ειρηνικός στρατός των προοδευτικών γεωργικών κατακτήσεων. Η σπουδαιότητα του έργου τον φλόγιζε και τον τόνωνε, κυριολεκτικά τον ενθουσίαζε. Σεμνά και απλά και χωρίς επίδειξη εκτελούσε το χρέος του, λουσμένος από το φως της δικής του δημιουργίας της ησυχασμένης και καθαρής συνείδησής του. Και πραγματικά, η γεωργική πρακτική εκπαίδευση, όταν ολοκληρώθηκε το έργο, έβγαζε προοδευτικούς γεωργούς, τεχνίτες, γεωπόνους,  που σκορπίζονταν, στη συνέχεια, σε ολόκληρο το νησί και έφερναν νέα συστήματα καλλιέργειας και προωθούσαν τους χωρικούς σε σωστότερους και αποδοτικότερους τρόπους γεωργικής εργασίας. Πρόκειται για το δεύτερο πρακτικό γεωργικό σχολείο της χώρας και  το πρώτο της Κρήτης. Την ίδια χρονιά (1920) θα λειτουργήσει, το πρώτον, και η Γεωπονική Σχολή της Αθήνας.

      Καταγράφοντας, πάντως, το κεφάλαιο αυτό της διαχρονικής πορείας της Γεωργικής Σχολής Μεσαράς, με λύπη μας παρατηρήσαμε, μέσα από δεκάδες άρθρα για την Σχολή που ανασύραμε κυρίως από το διαδίκτυο, ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν μνημονεύουν καν, έστω και με μιαν αράδα, την πρώτη αρχή, τον εμπνευστή και οραματιστή του μεγάλου αυτού έργου γεωργικής ανάπτυξης της περιοχής, τον επίσκοπο Αρκαδίας Βασίλειο Μαρκάκη. Μοιάζει σαν όλα τα πρώτα να έγιναν καπνός και να… ξεχάστηκαν παντελώς! Σαν να ρίχνουμε την ίδια την Ιστορία του τόπου μας στη λήθη και την αφάνεια. Την έλλειψη αυτήν επιθυμεί, κατά κάποιο τρόπο, να επουλώσει η παρούσα μελέτη μας, η οποία, βασικά, επιχειρεί να προσδώσει την ιστορική διάσταση του έργου, μνημονεύοντας τις απαρχές της Σχολής, τον πρώτο της εμπνευστή και στυλοβάτη της και τους πολύτιμους συνεργάτες του στο τιτάνιο αυτό έργο, αυτούς, ακριβώς, που έπλασαν τα πρώτα ευγενή και φιλόδοξα για το μέλλον της σχέδια.



        5. Νέες προοπτικές ανοίγονται. Ο Βασίλειος Μητροπολίτης Κρήτης


    Από το 1933, που εκοιμήθη ο Μητροπολίτης Κρήτης Τίτος Ζωγραφίδης (1922-1933), ανοίγεται για τον Βασίλειο το στάδιο διεκδίκησης του Μητροπολιτικού Θρόνου της Κρήτης. Η Ελληνική Πολιτεία με τον νόμο  5621 του 1932, μεταξύ άλλων, προέβλεπε και περιορισμό των επισκόπων της Μεγαλονήσου σε τέσσερις- έναν ανά νομό- ύστερα από συγχώνευση. Αυτό θα επιτυγχανόταν με τον θάνατο, κάθε φορά, του ενός από τους δυο επισκόπους του κάθε νομού, οπότε, αυτός που θα απέμενε θα αναγνωριζόταν αυτόματα επίσκοπος ολόκληρου του νομού. Πρόκειται για νόμο που ουσιαστικά δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη.

       Θέμα, όμως, δημιουργήθηκε στην Εκκλησία της Κρήτης όταν κατά το έτος 1933, μετά τον θάνατο του Κρήτης Τίτου, ήλθε και εγκαταστάθηκε στη Μητρόπολη Κρήτης, στο Ηράκλειο, σύμφωνα, εξάλλου, και με το γράμμα τού εν λόγω νόμου, ο άλλος από τους αρχιερείς του νομού, δηλαδή ο Αρκαδίας Βασίλειος Μαρκάκης, αν και το Πατριαρχείο είχε, ήδη, εκλέξει κανονικά Μητροπολίτη Κρήτης τον Τιμόθεο Βενέρη (1933- 1941), επίσκοπο, μέχρι τότε, Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου.

    Αργότερα, όμως, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Κρήτης Τιμόθεος παύεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, χωρίς καν να του δοθεί δυνατότητα απολογίας του και Μητροπολίτης στον θρόνο του αγίου Τίτου εκλέγεται, το 1941, ο από Αρκαδίας Βασίλειος Μαρκάκης (1941-1950).


      6. Ο Αντιστασιακός Βασίλειος


α. Ως επίσκοπος Αρκαδίας


    Με την ενθρόνισή του στον μητροπολιτικό θρόνο της Κρήτης, ο Βασίλειος δεν έπαυε ούτε στιγμή να διδάσκει και να ποιμαίνει το λογικό ποίμνιό του με ανεξάντλητο ζήλο και αυταπάρνηση, κυριολεκτικά λουσμένος από την αγάπη του λαού του, όπως έπραττε  μέχρι τώρα κατά τα τριάντα οχτώ χρόνια της αρχιερατείας του στην επισκοπή Αρκαδίας. Όμως, τα γεγονότα της επίθεσης των Δυνάμεων του Άξονα κατά της Ελλάδας και της Κρήτης, που σημάδεψαν από την πρώτη, κιόλας, στιγμή την ανάληψη του μητροπολιτικού θρόνου της Κρήτης από το Βασίλειο, συνετέλεσαν- όπως έχουμε ήδη επισημάνει- στην ανάδειξη και νέων, πολυτάραχων, τη φορά αυτήν, πτυχών του βίου και των πληθωρικών αρετών του Ιεράρχη.

    Η δράση του αυτή είχε αρχίσει μερικούς μήνες πιο πριν, με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940, όταν ο Βασίλειος ήταν ακόμη  επίσκοπος  Αρκαδίας. Από αυτήν την πρώτη, κιόλας, στιγμή του πολέμου ο Βασίλειος ορθώθηκε αγέρωχος και δυνατός στο μετερίζι του καθήκοντος προς τον Χριστό και την πατρίδα. Ακόμα και σήμερα πολλοί διατηρούν στη μνήμη τους την εικόνα του Δεσπότη τους μπροστά στην είσοδο της επισκοπής του στους Αγίους Δέκα, να ευλογεί όλα τα στρατευμένα παιδιά της επισκοπής του που έφευγαν για το μέτωπο, προσφέροντάς τους, μαζί με την ευλογία και την ευχή του, και από ένα σταυρουδάκι. Δεν υπήρχε Μεσαρίτης που να έφυγε για το μέτωπο χωρίς το Σταυρό και την ευχή του Δεσπότη.
     Στη συνέχεια, με συνεχείς ποιμαντορικές εγκυκλίους ο Βασίλειος έδινε εντολή προς όλες τις εκκλησίες της θεόσωστης επισκοπής του να τελούνται καθημερινά στον εσπερινό παρακλήσεις και να προσεύχονται όλοι μαζί, κλήρος και λαός, για τη σωτηρία των στρατευμένων παιδιών της πατρίδας. Ο ίδιος, μάλιστα, επισκεπτόταν, τώρα, πολύ συχνότερα τα χωριά της επαρχίας του και έδινε θάρρος και υπομονή στις χαροκαμένες μανάδες και στις οικογένειες που είχαν παιδιά στο μέτωπο. Επίσης, έκανε εράνους για τη συγκέντρωση μάλλινων ενδυμάτων, κουβερτών και ποικίλων εισφορών από τον λαό και τα οικεία εκκλησιαστικά συμβούλια, προκειμένου να τα αποστέλλει στην Επιτροπή Αλληλεγγύης Μετώπου. Μάλιστα, για τον σκοπό αυτόν προσέφερε και τα δυο του άλογα, που την εποχή εκείνη ήταν το μόνο μεταφορικό μέσο που είχε, για να περιοδεύει με τον διάκονό του ανά τα χωριά της επαρχίας του.


 β. Ως Μητροπολίτης Κρήτης


     Ι. Ο Παρακλητικός Κανόνας «έν ώρα Πολέμου»


   Στα χέρια μας, επίσης, περιήλθαν φυλλάδιο επιγραφόμενο: «Κανών Παρακλητικός εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον έν ώρα Πολέμου» και η με αρ. Πρωτ. 195 της 10ης Μαρτίου 1941 Εγκύκλιος της Ι. Μητροπόλεως Κρήτης, με την οποία ο Βασίλειος, ως Μητροπολίτης, πλέον, εντέλλεται όπως σε όλες της εκκλησίες της Κρήτης τελείται καθημερινά στον εσπερινό η παραπάνω παράκληση «Εν ώρα πολέμου», διότι, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «δια την αισίαν και ένδοξον έκβασιν του διεξαγομένου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος Ιερού και Εθνικού ημών αγώνος έχομεν ανάγκην της ευλογίας και βοηθείας του Παντοδυνάμου Θεού.



   Αν, όμως, μελετήσουμε προσεκτικά το κείμενο της «Παράκλησης», που ο Βασίλειος εντέλλεται όπως τελείται καθημερινά (στον εσπερινό), σε όλες της εκκλησίες της Κρήτης, θα παρατηρήσουμε ότι κρύπτει πολλά ενοχοποιητικά για τον «εντέλλοντα» Ιεράρχη στοιχεία, τα οποία θα πρόσεξαν, ασφαλώς, οι Γερμανοί ή θα τους τα καταμαρτύρησαν οι καλοθελητές ελληνόφωνοι συνεργάτες τους. Έτσι, στο κείμενο του Παρακλητικού Κανόνα υπάρχει χρήση βαρύτατων λέξεων και φράσεων με τις οποίες ο Υμνογράφος κατονομάζει τους Γερμανούς κατακτητές (δολίους, δυνάστες, σατράπες, τυράννους, βαρβάρους, κύνες, αιμοβόρα θηρία, λύκους άρπαγας κ.λπ.) ή διά των οποίων εύχεται για την πλήρη αυτών καταστροφή [τας δυσμενείς κεφαλάς (αυτών) διάκοψον…, ους ράβδω θείας σου ροπής μακράν απέλασον κ.λπ.], ενώ και σε κάποια άλλα σημεία ο Υμνογράφος εύχεται και για την νίκη των Ελλήνων και των συμμάχων αυτών. Γι’ αυτό και από τους Γερμανούς ο Βασίλειος κατηγορήθηκε και ως αγγλόφιλος.


Η Εγκύκλιος


ΙΙ. Η λοιπή αντιστασιακή δράση
 


   Το αποκορύφωμα, όμως, του αντιστασιακού αγώνα του Βασιλείου σημειώθηκε μετά το Μάιο του 1941, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κρήτη και ο Βασίλειος, ως Μητροπολίτης Κρήτης, δεν δέχτηκε σε καμιά περίπτωση να συμβιβαστεί με τη βία της γερμανικής κατοχής, αλλά, αντίθετα, συνδέθηκε με το αντάρτικο που πρώτο οργανώθηκε στο Ηράκλειο και, σε κάθε περίσταση, εκδήλωνε φανερά την αντίθεσή του προς αυτήν.

    Στις 20 Μαϊου 1941, ημέρα που έπεσαν οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στην Κρήτη, σύμφωνα με τον αγωνιστή παπα- Νικολή Νεονάκη, τελούνταν ο εσπερινός στον άγιο Μηνά, χοροστατούντος του Κρήτης Βασιλείου με τον αρχιμανδρίτη Φώτιο Θεοδοσάκη  και τον ιερέα Γεώργιο Κυπριωτάκη. Μετά το πέρας του εσπερινού Μητροπολίτης και ιερείς βροντοφώναξαν: «όλοι μαζί εναντίον των Ούνων» και έτρεξαν για τον φρούραρχο Εμμανουήλ Τσαγκαράκη, προκειμένου να εφοδιαστούν με όπλα, αλλά δεν βρήκαν τίποτε. Έτρεξαν, τότε, στην αποθήκη του στρατού που ήταν δίπλα στο Πανάνειο  νοσοκομείο και, αφού παραβίασαν την πόρτα, πήραν μαζί τους όσα όπλα μπορούσαν και ξεχύθηκαν στη μάχη. Εν τω μεταξύ ο Βασίλειος, μαζί με τον παπα-Μηνά και τον παπα-Γιώργη Κυπριωτάκη, βγήκαν στους δρόμους και τους παρότρυναν όλους- άνδρες, γυναίκες και παιδιά- να πάρουν μέρος στον αγώνα. Όπλισαν όσους τους ακολούθησαν και, στη συνέχεια, ανέβηκαν πάνω στο μπεντένι, κοντά στη Χανιόπορτα. Εκεί πήραν θέση μάχης και εμπόδισαν τους Γερμανούς να μπουν μέσα στην πόλη. Μάλιστα, η ομάδα των κατακτητών που προχωρούσε για να καταλάβει την πόλη εκκαθαρίστηκε τελείως από την ομάδα του πατρός Φωτίου. Η σκηνή, κατά την οποία ο Μητροπολίτης ανασκουμπωμένος τα ράσα και με την πατερίτσα στο χέρι αναρριχάται στα ενετικά τείχη και κτυπώντας την πατερίτσα του στη γη με ορμή ενθαρρύνει και εμψυχώνει τους υπερασπιστές του Μεγάλου Κάστρου, συνεχίζει να παραμένει ακόμα και σήμερα ολοζώντανη στη συνείδηση του λαού.
      Εξαπολύοντας νέες εγκυκλίους του προς τους ναούς όλης της Κρήτης, ο Βασίλειος συνέχισε να εμψυχώνει τον κόσμο και να στρέφεται φανερά και ευθέως κατά των στυγνών κατακτητών, καλώντας ιερείς, μοναχούς και λαϊκούς να αναλάβουν έργο διαφώτισης του λαού. Ο άμβωνας του αγίου Μηνά έγινε από τότε από τον Βασίλειο (και τον πρωτοσύγκελό του Ευγένιο Ψαλιδάκη) φάρος παρηγοριάς και ελευθερίας αλλά και βήμα περήφανο ενάντια των Γερμανών κατακτητών. Το κήρυγμά του- όπως και των λοιπών ιερωμένων- είχε προσλάβει διπλή μορφή. είτε τη συμβολική, αλληγορική, είτε την ευθαρσή με ομολογία και προτροπή για αγώνα. Έτσι, ο Βασίλειος μετά από κάθε λειτουργία στον άγιο Μηνά, αλλά και όπου αλλού λειτουργούσε, βροντοφωνούσε θαρρετά και με όλη τη δύναμη της ψυχής του, παραδειγματίζοντας και δυναμώνοντας τα πλήθη: «Καλή Λευτεριά!» και σε κάθε μεγάλη εορτή: «Και του χρόνου ελεύθεροι!». Επίσης, κατά τις διάφορες εκτελέσεις ο Άγιος Κρήτης καυτηρίαζε δριμύτατα τη βαρβαρότητα των κατακτητών και, με τον καιρό,  έφτασε να θεωρείται ως ο πνευματικός ηγέτης όλων των χειμαζομένων και αγωνιζομένων Κρητών.
     Συνέπεια της δράσης του αυτής υπήρξε η σύλληψή του από τους κατακτητές στις 26 Μαρτίου 1942 και η βίαιη απομάκρυνσή του στην Αθήνα, όπου, για μια τριετία περίπου, μέχρι τις 12 Φεβρουαρίου 1945, θα κρατηθεί μακριά από το αγαπημένο του ποίμνιο και κάτω από αυστηρότατη επιτήρηση.


        7. Από τη θανατική καταδίκη στην ισόβια εξορία


    Τα γεγονότα που οδήγησαν στην εξορία του Βασιλείου από τους Γερμανούς, έχουν ως εξής: Την παραμονή του Ευαγγελισμού, του κατοχικού έτους 1942, ο τότε Έλληνας Νομάρχης Ηρακλείου με τηλεφώνημά του ζήτησε από το Μητροπολίτη Βασίλειο, ύστερα από διαταγή των γερμανικών αρχών κατοχής, την άλλη μέρα, κατά την πανηγυρική δοξολογία στον ι. ναό του αγίου Μηνά, να μιλήσει υπέρ των Γερμανών. Τότε εκείνος ευθαρσώς του απάντησε: «Όχι, κ. Νομάρχα, δεν θα ομιλήσω υπέρ των Γερμανών αλλά κατά!». Και η απάντηση του Νομάρχη ήταν: «Σεβασμιώτατε, λυπάμαι πολύ αλλά θα το μετανιώσετε!». Στιγμές υπερούσιες, συγκλονιστικές και άγιες ενός ανθρώπου και Ιεράρχη που ανέβαινε σταθερά και  αποφασιστικά τη σκάλα του Ιακώβ και με το σεμνό πατριωτικό του χέρι άγγιζε τον Θεό. Και πραγματικά, στις 25 Μαρτίου 1942 ο Βασίλειος λειτούργησε στον ιερό ναό του Αγίου Μηνά και καταφέρθηκε ανοικτά εναντίον των κατακτητών. Διαπνεόμενος από αγανάκτηση για την κατάκτηση της Κρήτης από τους κατακτητές, ευθαρσώς από άμβωνος κήρυξε ότι ως Επίσκοπος και Έλληνας δεν μπορούσε να ανεχθεί αυτήν την κατάσταση.
      Και πραγματικά, το αμέσως επόμενο πρωί, 26 Μαρτίου, ο Βασίλειος συλλαμβάνεται στο γραφείο του από μιαν ομάδα της Γκεστάμπο, προκειμένου να οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα, από το οποίο κατόρθωσε, την τελευταία στιγμή, να τον σώσει ο Γενικός Διοικητής Κρήτης Εμμανουήλ Λουλακάκης, ο οποίος- όπως σημειώνει σε επιστολή του προς τον Μητροπολίτη Βασίλειο- μεσολάβησε στον πολεμικό σύμβουλο του Γερμανού Διοικητή Κρήτης Dr Alexinat, λέγοντάς του ότι εάν ο Αρχηγός της Εκκλησίας της Κρήτης τουφεκιστεί τότε όλοι οι Κρητικοί θα επαναστατήσουν εναντίον τους. Όμως, ο Alexinat υπενθύμισε στον Λουλακάκη ότι οι Γερμανοί έχουν στα χέρια τους λίαν ενοχοποιητικές εγκυκλίους του Βασιλείου με τις οποίες καλούσε τον κόσμο να αγωνιστεί με θάρρος τόσο στην Αλβανία όσο και στη Μάχη της Κρήτης, καθώς και δημοσιεύματα εφημερίδων που αναφέρονται σε κατοχικά του κηρύγματα και ειδικότερα στο κήρυγμα της 25ης Μαρτίου 1942. Και ο Γερμανός, σε έξαλλη κατάσταση, συνέχισε να λέγει στον Γενικό Διοικητή Κρήτης Εμμανουήλ Λουλακάκη: «Έτσι ο Μητροπολίτης σας εξερέθιζε  και εφανάτιζε  τα πλήθη, εξάπτων το μίσος εναντίον μας και έγινε αφορμή του φόνου και της κακοποιήσεως των αλεξιπτωτιστών μας υπό των πολιτών. Θα τον κλείσωμεν στην Αγυιάν και θα τον εκτελέσωμεν! Ο φόνος των στρατιωτών μας από το φανατισμένο πλήθος ζητά εκδίκησιν».
      Μετά από αυτόν τον διάλογο, που ο Λουλακάκης διέσωσε στην επιστολή του προς τον Βασίλειο και στον οποίο εμφανίζεται η προσπάθειά του να τον προστατεύσει από την εκτέλεση, ο Γερμανός Διοικητής Alexinat θα καταλήξει λέγοντας: «Η μεγαλύτερη επιείκεια που ημπορούμε να δείξωμεν εις την περίπτωσιν του Μητροπολίτου Μαρκάκη είναι να φύγει αμέσως από την Κρήτην με το πρώτον Βενζινόπλοιον ως θα ορίσωμεν τον τόπον της διαμονής του εις Μονήν της Παλαιάς Ελλάδος…».  Έτσι, η θανατική εκτέλεση του Βασιλείου, την τελευταία στιγμή, και ύστερα, μάλιστα, από προσωπική επικοινωνία του Γερμανού Διοικητή με τον ίδιο τον Φύρερ, μετατράπηκε σε ισόβια εξορία.
      Στο έγγραφο της εξορίας του Βασιλείου, με αρ.V.2.239, ο Γερμανός Διοικητής Dr Alexinat απευθυνόμενος προς τον Γενικό Διοικητή Κρήτης Εμμανουήλ Λουλακάκη σημειώνει: «Η αρχή κατοχής κηρύσσει ανεπιθύμητον την περαιτέρω άσκησιν των καθηκόντων του Μητροπολίτου Μαρκάκη εις Ηράκλειον. Ένεκα τούτου ζητούμεν, όπως με άμεσον ισχύν της παρούσης τού απαγορεύσητε την άσκησιν των καθηκόντων του προς το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας».


Εξοριστήριο έγγραφο Βασιλείου Μαρκάκη

     Ύστερα από όλες αυτές τις δραματικές εξελίξεις ο Βασίλειος οδηγείται από μιαν ομάδα της Γκεστάμπο στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου, όπου τον επιβιβάζεται σε ένα στρατιωτικό αεροπλάνο που τον μετέφερε στο αεροδρόμιο Τατοΐου της Αθήνας. Εκεί τον εγκατέλειψαν, με την υποχρέωση να εμφανίζεται κάθε πρωί και να δίνει το «παρών» στο γερμανικό φρουραρχείο. Μη έχοντας ο Βασίλειος κάποιο μεταφορικό μέσο για να φθάσει στην Αθήνα, ανέβηκε σε διερχόμενο κάρο που μετέφερε πέτρες. Πήγε σε έναν ανιψιό του και παρέμεινε σε αυτόν για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Από την Αθήνα ο Βασίλειος, με νεότερη διαταγή, εκτοπίστηκε σε ακριτικό νησί του ανατολικού Αιγαίου, όπου η στέρηση και οι κακουχίες της κατοχής υπέσκαψαν σοβαρά την υγεία του, γεγονός που ανάγκασε την παρέμβαση της τότε υποτυπώδους ελληνικής πολιτείας να διατάξει τη μεταφορά του στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» της Αθήνας, όπου παρέμεινε το μεγαλύτερο διάστημα της εκεί εξορίας του  μέχρι την κατάρρευση του Άξονα, οπότε επέστρεψε και πάλι στην ελεύθερη Κρήτη.      Όμως, να που και εδώ, στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» της κατοχικής Αθήνας, ο Κρήτης Βασίλειος, έχοντας πλήρη επίγνωση τού προς τον πλησίον καθήκοντός του, κατάφερνε, ξεφεύγοντας τα βλέμματα των Γερμανών κατακτητών, να επικοινωνεί τακτικά με το ποίμνιό του της Αθήνας αλλά και με τη Μητρόπολή του στην Κρήτη, και, ως στοργικότατος πνευματικός πατέρας, να παρηγορεί και ενθαρρύνει με λόγια μεστά και γεμάτα ελπίδα την Αντίσταση στον Γερμανό κατακτητή. Έχουμε πολλές μαρτυρίες Κρητικών που διέμεναν στην Αθήνα, που με μοναδικό τρόπο σκιαγραφούν αυτήν την πατριωτική του Βασιλείου στάση και δράση και εξόριστου, ακόμα, στην κατοχική Αθήνα.

Σπάνια φωτογραφία του Βασιλείου ως εξόριστου στον "Ευαγγελισμό" (1942)

    Έτσι, με πραγματικά θαυμάσιο τρόπο, σε άρθρο του με τον τίτλο «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ», ένας Κρητικός αλβανομάχος- κάτω από τα αρχικά Π. ΔΑΝΔ- μάς πληροφορεί. Η μαρτυρία του  είναι έγκυρη και συγκινητική και μεταφέρουμε αυτούσια ένα σύντομο απόσπασμά της:
    «Ένας Ασιάτης σοφός λέγει: “Με τα λεφτά ο άνθρωπος ζει ως επτά χρόνια με έναν καλό, όμως, λόγο ζει ως εβδομήντα επτά”. Αυτά τα λόγια ήρθαν στον νου μου, όταν, πριν κάμποσα χρόνια, μέσα στις μαύρες μέρες της Κατοχής, αντίκρισα σ’ ένα νοσοκομείο της Αθήνας τον Μητροπολίτη Βασίλειο και άκουσα τα παρήγορα λόγια του, που στάλαζαν βάλσαμο στις πονεμένες καρδιές μας. Διωγμένος από τον κατακτητή ο σεπτός Ιεράρχης, κατατρεγμένος σαν όλους εμάς, δεν παρέλειψε, ευθύς σαν πάτησε το πόδι του στην Αθήνα, να φθάση ως τα κρεββάτια του πόνου των σακατεμένων Αλβανομάχων, για να γλυκάνη τον πόνο τους και να σκορπίση με τα μεστά από καλωσύνη λόγια του την ελπίδα πως μια καλλίτερη αύριο δεν θα αργήση να φανή.
  Καθισμένοι γύρω από τη θερμάστρα, το χειμωνιάτικο εκείνο απόγευμα του 1942, αναπολούσαμε τη μακρινή μας σκλάβα πατρίδα, όταν ξαφνικά στην πόρτα του θαλάμου φάνηκε η σεβάσμια μορφή του. Κρητικοί οι περισσότεροι αναγνωρίσαμε αμέσως τον Δεσπότη μας και όσοι μπορούσαν να περπατήσουν σπεύσαμε να ασπασθούμε το χέρι του. Και Εκείνος δίδοντάς μας την ευχή Του θυμάμαι που μας είπε: “Υπομονή, ο Θεός είναι μεγάλος· με τη βοήθεια του Κυρίου μας θα πατήσωμε μια μέρα και πάλιν τα χώματα της αγαπημένης μας Κρήτης”.     Κάθισε κάμποση ώρα μαζί μας και, όταν προς το βραδάκι μάς καληνύχτησε, νιώθαμε όλοι μας μιαν ανακούφιση, που, ίσως, οι περιποιήσεις των γιατρών και τα φάρμακα να μη μας την είχαν δώσει ως εκείνη την ώρα».
   Δεύτερη, επίσης, εγκυρότατη και εξίσου συγκινητική μαρτυρία, από τη δράση του Βασιλείου και ως εξόριστου στην Αθήνα, έχουμε αυτήν που, με επιστολή της, μας έκανε γνωστή, στις 11 Δεκεμβρίου 2001, η αείμνηστη φίλη λαογράφος και εξαίρετη τραγουδίστρια και ερμηνεύτρια δημοτικών τραγουδιών Ειρήνη Μπριλλάκη- Καβακοπούλου, από το Σπήλι Αγίου Βασιλείου. Στην επιστολή της αυτήν η Ειρήνη Μπριλλάκη μάς επισημαίνει με την ευαισθησία της νεανικής της ηλικίας – ήταν, τότε, μικρή κοπέλα, φοιτήτρια στην κατοχική Αθήνα- τη λαμπρή προσωπικότητα του Μητροπολίτη και το μεγάλο έργο που επιτελούσε και ως εξόριστος, καίτοι ασθενής στο νοσοκομείο του «Ευαγγελισμού», ανάμεσα στους κατατρεγμένους Κρητικούς της Αθήνας. Και ιδού και η επιστολή της αείμνηστης φίλης Ειρήνης:   «Αγαπητέ κ. Παπαδάκη, πηγαίνοντας καθημερινά στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» για συμπαράσταση στον αδελφό μου που ήταν ασθενής, έμαθα από τις νοσοκόμες ότι ζούσε εκεί, διατελών σε περιορισμό, ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης, για τον οποίο όλο το νοσοκομείο ήταν ξετρελαμένο (η λέξη ανήκει στην αείμνηστη Ειρήνη) μαζί του από το χιούμορ του, τη θρησκευτική του ευλάβεια και την παθιασμένη αγάπη που έτρεφε στους πατριώτες του Κρητικούς.    Η καρδιά μου, που ο ερχομός στην άγνωστη Αθήνα την είχε πολλών λογιών πληγώσει, έσπευσε, γνωρίστηκε με τον θαυμάσιο λειτουργό του Χριστού, που με αγκάλιασε και ζέστανε τη συναισθηματική παγωνιά και τον πόνο μου και προσευχήθηκε πολλές φορές για τον ασθενούντα αδελφό μου, ώστε του έδωσε κουράγιο να ξεπερνά τις δύσκολες μέρες του ακατάσχετου πυρετού και της αβέβαιης έκβασης της υγείας του. Εμένα δε, σαν στοργική «μητέρα», με περίμενε κάθε απόγευμα, βλέποντας από το τζάμι του παραθύρου του πότε θα έφθανα στο νοσοκομείο, και μου έκανε νεύμα, χτυπώντας το με το χέρι, να ανέβω στο ενδιαίτημά του, όπου, ανοίγοντας το ντουλάπι του, κάποια καλούδια είχε φυλάξει να μου δώσει . σταφύλια, σύκα, κουλουράκια, σταφίδες του χειμώνα, ακόμα και φαγητό, γιατί δεν μπορούσα με το φοιτητικό συσσίτιο, το τόσο ισχνό, να κορέσω την κατοχική πείνα μου…».


Η προς εμέ επιστολή της αείμνηστης Ειρήνης Μπριλάκη- Καβακοπούλου

     Αλλά και τρίτη μαρτυρία- επισημότερη, αυτή η  τελευταία, των δύο προηγουμένων- της πατριωτικής και παρηγορητικής του Βασιλείου δράσης, και πάλιν ως εξορίστου στην κατοχική Αθήνα, έχουμε να παρουσιάσουμε σημαντικότατη εγγραφή του αείμνηστου Καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ν ι κ ο λ ά ο υ  Β.  Τ ω μ α δ ά κ η  (1907-1993), που εντοπίσαμε στο τέλος του «Βιβλίου Επισκεπτών» της Επισκοπής Αρκαδίας του Βασιλείου, που αναφέρεται στην πολυσχιδή του Βασιλείου δράση στην Αθήνα, «εν ημέραις θλίψεως και πόνου», όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει (Μαρτ. 1942 - Φεβρ. 1945).


    «Εις ανάμνησιν της επισκέψεώς μου εις το Ηράκλειον και της επανασυνδέσεως της συνεργασίας μας με τον Άγιον Κρήτης κύριον Βασίλειον, με τον οποίον συνεδέθημεν εν ημέραις θλίψεως εν Αθήναις. Μνήμων της εθνικής του στάσεως, της αγαθοποιού του δράσης, παραμυθούντος τους εν Αθήναις πρόσφυγας Κρήτας και των αγώνων του όπως ανακουφίσει τους πάσχοντας του ιερού του ποιμνίου, μνήμων ακόμη της αληθούς του, προθύμου και χριστιανικής φιλοξενίας, με βαθύτατον σέβας και υιικήν αγάπην υπογράφομαι.
               Εν Ηρακλείω 19 Φεβρ. 1946»


 
Η βαρυσήμαντη μαρτυρία του Νικολ. Τωμαδάκη στο βιβλίο Επισκεπτών της Επισκοπής Αρκαδίας

    Η τριετής, όμως, παραμονή του Βασιλείου κατά την εποχή εκείνη του λιμού και της ανέχειας στην Αθήνα ήταν κάτι παραπάνω από εξορία. οι κακουχίες και οι στερήσεις της γερμανικής κατοχής υπέσκαψαν σοβαρά την ήδη εύθραυστη υγεία του. Όμως, τα τραύματα από τον κλονισμό που γνώρισε η υγεία του δεν έκλεισαν, έκτοτε, ποτέ. Έτσι, ο Βασίλειος αποτελεί το φωτεινό παράδειγμα ενός ακόμα άξιου ποιμένα ανάμεσα στους χιλιάδες Έλληνες ρασοφόρους, που θυσιάστηκαν στους μακραίωνες του έθνους αγώνες.Τελικά, μετά την κατάρρευση του Άξονα, στα 1945, και την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, ο Βασίλειος επέστρεψε και πάλι στο Ηράκλειο με την ψυχή λάμπουσα αλλά με το σώμα κατερειπωμένο και συνέχισε, με τις λίγες δυνάμεις που του εναπέμεναν, να ποιμαίνει την Ι. Μητρόπολη Κρήτης σε μια δυσκολότατη περίοδο ανόρθωσης από τα συντρίμμια του πολέμου.
    Η ημέρα της επανόδου του σήμανε για όλους τους Κρητικούς ημέρα ανέκφραστης χαράς. Παρόλον ότι ο ταπεινός Ιεράρχης είχε ζητήσει από τους αρμοδίους να μην ειδοποιηθεί κανένας ότι θα επέστρεφε, ο κόσμος το πληροφορήθηκε και του έγινε παλλαϊκή υποδοχή. Το αυτοκίνητο που τον μετέφερε σταμάτησε μπροστά από τον μητροπολιτικό ναό του αγίου Μηνά. Ο γηραιός και ταλαιπωρημένος από την ασθένεια και την εξορία Ιεράρχης κατεβαίνει με κόπο. Γονατίζει, φιλά το κρητικό χώμα και με δάκρυα στα μάτια ανέρχεται τα σκαλιά της εκκλησίας, όπου γίνεται επίσημη δοξολογία. Θα παραμείνει στον θρόνο για μια πενταετία ακόμα, μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 1950, όταν αποδήμησε προς Κύριον πλήρης ημερών και σε ηλικία 78 ετών ακριβώς, μετά από αρχιερατεία 48 χρόνων.                                     
    Αυτός υπήρξε ο Μητροπολίτης Κρήτης Βασίλειος Ε΄ Μαρκάκης. Σε καιρό ειρήνης ο σεβάσμιος Γέροντας των Αστερουσιανών της επισκοπής του στους Αγίους Δέκα και ο χαρισματικός, σε καιρό πολέμου, ηγέτης της εθνικής συνείδησης των «απανταχού Κρητών.          


Στιγμιότυπο από την Ομιλία

Δεν υπάρχουν σχόλια: