ΜΑΡΙΑΣ ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗ *** Α Ν Α Μ Ν Η Σ Ε Ι Σ *** Από την Εκδήλωση Μνήμης στο Σπίτι του Πολιτισμού

Εικ. 1. Μαρία Τσιριμονάκη (+Ιούλιος 2017)

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

         ΜΑΡΙΑΣ ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗ  
                 Α Ν Α Μ Ν Η Σ Ε Ι Σ


         ΠΡΟΛΟΓΟΣ


       (Η ομιλία του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη στην Εκδήλωση Μνήμης για τη Μαρία Τσιριμονάκη (1925- 2017), την Κυριακή14 Ιανουαρίου 2018, στο Σπίτι του Πολιτισμού).


Ο Κ. Παπαδάκης ενώ ομιλεί

Άποψη του κοινού στην εκδήλωση


      


  

      

    

    







      Με την αείμνηστη Μαρία Τσιριμονάκη (εικ. 1) μάς συνέδεε, πάντοτε, βαθιά εκτίμηση και φιλία. Άνθρωπος της προσφοράς η Μαρία Τσιριμονάκη- πέραν του τεράστιου κοινωνικού έργου της- θυμάμαι, προσωπικά, με πόση αγάπη αγκάλιασε κατά τη συγγραφή του το βιβλίο μου «Ρέθυμνο 1900- 1950», που έφτιαχνα με τους μαθητές μου στα πλαίσια του μαθήματος της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης[1]. Τρεις φορές προθυμοποιήθηκε να τη μεταφέρω, με το αυτοκίνητό μου, στο σχολείο και να μιλήσει από έδρας στους μαθητές μου με ισάριθμα τοπικά θέματα. Δεν ξεχνώ με πόση προθυμία και χαρά το έκανε αυτό κάθε φορά, αλλά και με πόσο ενδιαφέρον την παρακολουθούσαν πάντοτε οι μαθητές! Γνώριζε τον τρόπο να τους κερδίζει, και ας μην είχε ποτέ διδάξει στο παρελθόν! (εικ. 2) Και, ακόμα, είναι η μόνη στο βιβλίο μου αυτό, που στον 2ο τόμο του- τον τόμο των Ρεθυμνίων συνεργατών- συμμετέχει με τρία (03) αξιόλογα ρεθεμνιώτικα θέματά της (!):


Εικ. 2. Η Κυρία Μαρία Τσιριμονάκη, ενώ  μιλά στους μαθητές του 1ου Γυμνασίου (Μάρτιος 2008)

       1.    «Εις μνήμην» (Εμμ. Λινοξυλάκη- Παν. Πλαγιαννάκου- Εμμ. Τζαγκαράκη- Γυμνασιάρχη Πλιάκα)
           2.    Πόλεμος- Κατοχή- Απελευθέρωση
          3.    Κορίτσια και αγόρια στο προπολεμικό Ρέθεμνος[2]


    Την εκτίμηση, λοιπόν, και τη βοήθεια της Μαρίας Τσιριμονάκη την εισέπραττα μονίμως όσο ζούσε, ακόμα και την τελευταία φορά που την επισκέφθηκα, λίγες μέρες πριν από τον θάνατό της, που είδα αρκετά πεσμένες τις σωματικές της δυνάμεις. Όμως, θα πρέπει να ομολογήσω ότι ακόμα πιο γενναία εισέπραξα την εκτίμηση και την αγάπη της πριν από τέσσερα, περίπου,  χρόνια (10 Απριλίου 2013), όταν με κάλεσε στο σπίτι της και μου εμπιστεύθηκε, ξαφνιάζοντάς με, ένα ιδιόχειρο σημείωμά της με δεκατέσσερις (χειρόγραφες), μικρού μεγέθους (23Χ15 εκ.), σελίδες (εικ. 3). Το άνοιξα με περιέργεια μπροστά της και από την πρώτη, κιόλας, σελίδα που διάβασα κατάλαβα ότι επρόκειτο για ένα, θα το έλεγα. …. «αυτοβιογραφικό» σημείωμά της, που, όμως, η ενσυνείδητη χριστιανική σεμνότητά της την ώθησε να το συντάξει με έναν τρόπο εντελώς  έ μ μ ε σ ο  και  δ ι α κ ρ ι τ ι κ ό  κι ένεκα τούτου και όλως πρωτότυπο, θα έλεγα, κι εντυπωσιακό. αυτοβιογραφείται, δηλαδή, η Μαρία Τσιριμανάκη μέσα από τη συνεργασία που είχε αναπτύξει κατά την πολύχρονη σωματειακή και κοινωνική δράση της με δυο στενές φίλες και συνεργάτιδες της, τις οποίες ιδιαίτερα εκτιμούσε και αγαπούσε και στις οποίες και αφιερώνει τις  Α ν α μ ν ή σ ε ι ς  της. την Κατίνα Χαλκιαδάκη- Βιγδίνη και τη Φανή Παπαδουράκη. Είναι σε όλους γνωστό ότι η Μαρία Τσιριμονάκη στην κοινωνική της δράση δεν ξεχώριζε ποτέ τον δικό της βηματισμό από τον βηματισμό των συνεργατριών της, αλλά, εμφορούμενη από πνεύμα σεμνότητας, ευπρέπειας και υγιούς συνεργασίας, σε όλο τον επίγειο βίο της λειτουργούσε πάντα, σύμφωνα με τον λόγο του Γιάννη Μακρυγιάννη, μέσα, δηλαδή, από τη δύναμη του «εμείς» και ποτέ εγωκεντρικά, μέσα από τη δύναμη του «εγώ».              

    Διαπίστωσα, επίσης, από την πρώτη στιγμή που το έπιασα στα χέρια μου, ότι επρόκειτο για ένα σημείωμα που περιέκλειε εξαιρετικό τοπικό ενδιαφέρον, αφού αφορούσε στο «Λύκειο των Ελληνίδων» της πόλης μας, στην ίδρυση του «Κέντρου Νεότητας», στον λόφο του Τιμίου Σταυρού (μιαν άγνωστη, εν πολλοίς, σελίδα της τοπικής μας ιστορίας), αλλά και σε μια σειρά γεγονότων και σπουδαίων προσώπων της ρεθεμνιώτικης κοινωνίας, που έχουν- τα πρώτα- ξεχαστεί ή παύσει, από χρόνια- τα δεύτερα- να υπάρχουν. Τη ρώτησα, πάντως, εμμέσως, για την πρωτοτυπία του κειμένου που κρατούσα στα χέρια μου κι εκείνη με βεβαίωσε ότι ήταν αδημοσίευτο και ότι δεν περιέχεται μέσα στα βιβλία της, όπως, εξάλλου, και ο ίδιος βεβαιώθηκα περί τούτου, μετά από την προσεκτική και ενδελεχή μελέτη του.



Εικ. 3. Κυρίας Μαρίας Τσιριμονάκη- Α ν α μ ν ή σ ε ι ς (σελ. 1η)


      Η Κυρία Μαρία μού το παρέδωσε και μου ζήτησε να το αξιοποιήσω όταν και όπως εγώ θα ήθελα. Αντιλαμβανόμενος το ενδιαφέρον τού εν λόγω «αυτοβιογραφικού» σημειώματος, της έδωσα την υπόσχεση ότι ναι, πράγματι, κάποια στιγμή, θα το αξιοποιούσα κατάλληλα, ενώ εκείνη με αφοπλιστική σεμνότητα, όλως φυσικά κι ανεπιτήδευτα, μου απάντησε, και πάλι, απλά: «Κράτησέ το, Κώστα, στο Αρχείο σου!»
    Διαβάζοντας, περαιτέρω, το εν λόγω σημείωμα καταλαβαίνεις από την πρώτη, κιόλας, στιγμή ότι η Μαρία Τσιριμονάκη πιο πολύ από τη δική της, την προσωπική προβολή και συμβολή στα περιγραφόμενα, ενδιαφέρεται για την προβολή του έργου και της κοινωνικής εργασίας και προσφοράς των αγαπημένων της συνεργάτιδων, της αείμνηστης- όπως έχουμε ήδη σημειώσει- Κ α τ ί ν α ς  Χ α λ κ ι α δ ά κ η – Β ι γ δ ί ν η- μητέρας του αγαπητού μου συμμαθητή (στο φροντιστήριο Αγγλικών του αείμνηστου συμπολίτη Μιχάλη Λυρούδια), του Γιώργου Χαλκιαδάκη, Καθηγητή σήμερα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης- και της πολυαγαπημένης μου κουμπάρας, αείμνηστης Φ α ν ή ς  Π α π α δ ο υ ρ ά κ η. Άρα, η σημερινή αξιοποίηση του σημειώματος αυτού της Μαρίας Τσιριμονάκη αποκτά, πλέον, και για μένα, εξαιρετική συναισθηματική αξία και σπουδαιότητα. Γιατί, νομίζω ότι σήμερα ήλθε η στιγμή αυτή να δημοσιοποιήσω- σύμφωνα και με την υπόσχεσή μου προς αυτήν- το σημείωμα της αυτό ως έχει- με δική μου επιμέλεια και προσθήκη σχετικών υποσημειώσεων και σχολίων, που σκοπό έχουν να συμπληρώσουν και διευκολύνουν την «Ανάμνηση». Και το κάνω αυτό στην ιερή Μνήμη αυτής που μου το εμπιστεύθηκε, της μεγάλης Κυρίας του Ρεθύμνου, της Κυρίας Μ α ρ ί α ς  Τ σ ι ρ ι μ ο ν ά κ η, που μόνιμα μάς ενέπνεε όλους με βαθύ σεβασμό κι αγάπη στο πρόσωπό της και των δύο συνεργάτιδων της στο κοινωνικό έργο Κ α τ ί ν α ς Χ α λ κ ι α δ ά κ η – Β ι γ δ ί ν η  και Φ α ν ή ς  Π α π α δ ο υ ρ ά κ η.   


                                    ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ


    Όταν κάποτε μου ζητήθηκε από κάποιον συμπολίτη να πω μερικά απ΄ όσα έζησα στην πορεία της ζωής μου, η πρώτη μου αντίδραση ήταν να το αρνηθώ. Σκέφθηκα. εγώ ποτέ δεν υπήρξα δημόσιο πρόσωπο. Ποτέ δεν ασχολήθηκα με την πολιτική. Σε όλη μου τη ζωή, κάθε φορά που έπρεπε να συμπληρώσω σε ένα έντυπο το «επάγγελμα», έγραφα «οικιακά». Τι έχω, λοιπόν, να πω τώρα, καθώς συμπληρώνω την ένατη δεκαετία της ζωής μου, σε μια τέτοια πρόκληση; Ύστερα σκέφθηκα δυο γυναίκες που μαζί τους έζησα τα πιο γόνιμα χρόνια της ζωής μου, και που δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας. την Κ α τ ί ν α  Χ α λ κ ι α δ ά κ η- Β ι γ δ ί ν η και τη Φ α ν ή  Π α π α δ ο υ ρ ά κ η- Χ ο υ ρ δ ά κ η. Κι ένιωσα σαν χρέος την κατάθεση αυτήν των  Α ν α μ ν ή σ ε ώ ν  μου, από τη συνεργασία μου μαζί τους. Σε αυτές και αφιερώνω το σύντομο αυτό σημείωμά μου.

   Και η Κυρία Μαρία συνεχίζει τις «αναμνήσεις» της: Στο βιβλίο μου «Ρεθεμνιώτες» παρουσιάζω την οργανωμένη γυναικεία δραστηριότητα στο προπολεμικό Ρέθυμνο με τρεις φωτογραφίες. η πρώτη αφορά στον «Σύλλογο Κυριών Ρεθύμνης», που, σύμφωνα με την «Κρητική Επιθεώρηση» (19 Μαΐου 1917), είχε εμφανισθεί προ εικοσαετίας, περίπου, δειλά- δειλά, στο ήρεμο στερέωμα του Ρεθύμνου.
   Η μητέρα μου ανήκε σε αυτό το σωματείο, τον «Σύλλογο των Κυριών». Αργότερα, όμως, προστέθηκε στην πόλη μας και δεύτερο σωματείο, το «Λύκειο των Ελληνίδων Ρεθύμνης». Τα δυο αυτά αδελφά σωματεία- με τα χρόνια και τις ανθρώπινες αδυναμίες που παρεισέφρησαν εν τω μεταξύ- είχαν γίνει στα μάτια των άσχετων ότι ήταν στον χώρο των ανδρών οι…. «βενιζελικοί» και «βασιλόφρονες».
   Το αναμενόμενο, λοιπόν, από μένα- καθώς είχα τελειώσει τις σπουδές μου και με το γάμο μου είχα οριστικά εγκατασταθεί στο Ρέθυμνο – ήταν να ενταχθώ στον «Σύλλογο Κυριών». Η επίσκεψη, όμως, τριών πολύ αγαπητών μου προσώπων- της κ. Γεωργίας Γ.Μαραγκάκη, της κ. Κατίνας Χαλκιαδάκη και της κ. Βαγγελίτσας Μιχ. Βαλαρή- που με προσκάλεσαν να θέσω υποψηφιότητα στις προσεχείς εκλογές του «Λυκείου των Ελληνίδων», με έπεισε σε τούτο. Και το σκανδαλώδες, στη συνέχεια, ήταν ότι στη συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου σε σώμα βρέθηκα Αντιπρόεδρος. Πρώτη εγώ θεώρησα το γεγονός αυτό ανεξήγητο, αφού οι όποιες ικανότητές μου ήταν τελείως αδοκίμαστες.
     Πρόεδρος του «Λυκείου των Ελληνίδων» ήταν, τότε, η κ. Ιωάννα Γεωργίου Τσουδερού- σύζυγος του «ανάργυρου» γιατρού του Ρεθύμνου Γεωργίου Τσουδερού, ενός ευγενέστατου ανθρώπου[3]. Τα χρόνια, όμως, ήταν πολύ δύσκολα. Οι Γερμανοί είχαν επιτάξει την ιδιόκτητη αίθουσα του «Λυκείου των Ελληνίδων» και την είχαν μεταβάλει σε soldatemheim, κέντρο, δηλαδή, ψυχαγωγίας των στρατιωτών. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, σε μια στιγμή αδυναμίας να αντιμετωπίσει το Λύκειο τις φθορές, ενοικίασε την αίθουσα στους Κιαγιαδάκη- Μαραγκουδάκη, που τη χρησιμοποίησαν ως κινηματογράφο, με το όνομα «ΡΕΞ». Η συμφωνία ήταν να δίδουν στο σωματείο εικοσιπέντε εισιτήρια κάθε εκατό που έκοβαν (25/100). Η συμφωνία αυτή δεν τηρήθηκε και ο δικηγόρος κ. Αριστείδης Κορωνάκης τους έκανε δικαστική έξωση.
    Αξίζει να διαβάσει ο αναγνώστης αυτών των γραμμών- από το θαυμάσιο βιβλίο του αείμνηστου Θεμιστοκλή Μ. Βαλαρή «Μια πόλη αναμνήσεις»[4]- περιγραφές από την προπολεμική λάμψη αυτής της αίθουσας, τόσο την κτιριακή όσο και την ανθρώπινη. Τώρα, όμως, τα πράγματα είχαν αλλάξει. Είχε μεσολαβήσει ο πόλεμος και η κατοχή και η γειτονική θάλασσα είχε ολοκληρώσει το καταστροφικό έργο της στους τοίχους και τις κολόνες που στήριζαν την οροφή. Οι Γερμανοί είχαν καλύψει τις φθορές των τοίχων πρόχειρα με λινάτσες. Αλλά το σπουδαιότερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει το Διοικητικό Συμβούλιο ήταν η αλλαγή του κοινωνικού περίγυρου και η εχθρότητα που δημιούργησε το κλείσιμο του κινηματογράφου. Όχι μόνον από τις οικογένειες των άμεσα ενδιαφερομένων αλλά και ανωνύμων συμπολιτών. Τους έκλειναν έναν κινηματογράφο- μέσον φτηνής ψυχαγωγίας- για να κάμουν τι; Μια ψυχρή αδιαφορία έζωνε και καταδίκαζε σε αποτυχία την κάθε δραστηριότητα. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, το Διοικητικό Συμβούλιο άρχισε να οργανώνει  υπομονετικά την άμυνά του.

  Αναζητήσαμε έναν πρακτικό τρόπο να οργανώσουμε την κοινωνική και οικονομική προσφορά μας προς τις άνεργες και ανειδίκευτες γυναίκες, διδάσκοντάς τους τη ρεθεμνιώτικη βελονιά, που η αείμνηστη Χρυσή Αγγελιδάκη με την παρότρυνση της εξαδέλφης της και επιστήμονος διεθνούς κύρους Άννας Αποστολάκη, είχε εφεύρει και που έδινε τη δυνατότητα να αντιγράφονται πιστά σχέδια υφαντών με τη βελόνα, στο χέρι. Το κέντημα αυτό- που βασίζεται, κυρίως, στους σωστούς χρωματικούς συνδυασμούς- είχε κακοποιηθεί στη διάρκεια της κατοχής, καθώς οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν ό,τι κλωστές εύρισκαν.

     Κυρίες του «Λυκείου των Ελληνίδων»- αναφέρω ενδεικτικά τη  Λιλίκα Πέτρου Παπαδάκη,  το γένος Πετυχάκη[5]- έβγαλαν από τις κασέλες τους παλιά κεντήματα, με σωστούς χρωματικούς συνδυασμούς, υποδείγματα για τη δουλειά τών τότε κεντηστρών. Προϊόντα αυτής της παραγωγής στείλαμε σε ενορίες της Αμερικής, αλλά και παραδοσιακοί φίλοι του «Λυκείου των Ελληνίδων» βοήθησαν στη διάθεσή τους στην Αθήνα. Σαν παράδειγμα αναφέρω την αείμνηστη Όλγα Μοάτσου- ανιψιά του Νικολάου Ασκούτση- που εργαζόταν στον Οργανισμό Λαμπράκη και διέθεσε, μεταξύ των συναδέλφων της, μια βαλίτσα κεντήματα.        Μια άλλη πρωτοβουλία ήταν η οργάνωση απογευματινών. Καθισμένοι οι συμπολίτες μας σε τραπεζάκια, έπαιρναν το τσάι τους, καταβάλλοντας ένα μικρό τίμημα, που το άφηναν στο τραπέζι και άκουγαν μια προγραμματισμένη ομιλία. Το βάρος αυτών των ομιλιών κράτησε η αξέχαστη Κατίνα Χαλκιαδάκη- Βιγδίνη (εικ. 4), η οποία, έχοντας μια σπάνια παιδεία από την πολυετή παραμονή της στη «Σχολή Καλογραιών», στα Χανιά, μίλησε για πολλά θέματα, όπως:


-        για τη ζωή και τις σκέψεις του Πασκάλ
-        για τον Μολιέρο
-        για τη ζωή και το έργο του Αλέξη Καρέλ
-        για τον Αλβέρτο Σβάιτσερ
-        για τη Madame Curie, αλλά και
-        για τον Ερωτόκριτο,
-        για τον Αλέξανδρο Τσιριντάνη
-        για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη
-        για την Ημέρα της Γυναίκας     


Εικ. 4. Κατίνα Χαλκιαδάκη- Βιγδίνη

     Ξένοι που υπηρέτησαν στο Ρέθυμνο εκείνη την εποχή, έγραφαν στην Κατίνα για τη βαθιά εντύπωση που τους έκανε το επίπεδο αυτών των συναντήσεων σε μια πόλη μικρή σαν το Ρέθυμνο, τότε, στις δεκαετίες 1960- 1980[6].Έτσι μπήκε στη ζωή του Ρεθύμνου το μεταπολεμικό «Λύκειο των Ελληνίδων», για να ξεκινήσει μια καινούρια ανοδική πορεία με την επάνοδο στο Ρέθυμνο της κυρίας Ιωάννης Βαλαρή, που, ως τότε, ζούσε στο Ηράκλειο. Και ήταν η κατάλληλη στιγμή, γιατί τότε άρχιζε ένας νέος αγώνας για ένα μεγάλο κοινωνικό έργο, το Κ έ ν τ ρ ο  Ν ε ό τ η τ ο ς, ένα Οικοτροφείο Θηλέων, που θα λειτουργούσε εκεί πάνω στον λόφο – τον βράχο, τότε, του Τιμίου Σταυρού (εικ. 5)[7].


Εικ. 5. Κέντρο Νεότητας ΧΕΝ (σημερινό 1ο Γυμνάσιο)

    Για το έργο αυτό το «Λύκειο των Ελληνίδων» προσέφερε τρία στελέχη: την κ. Ε ι ρ ή ν η  Γ ρ η γ ο ρ ι ά δ ο υ, την Κ α τ ί ν α  Χ α λ κ ι α δ ά κ η και την «υ π ο φ α ι ν ο μ έ ν η». Αλλά εδώ, τελικά, πρωταγωνίστρια υπήρξε η αείμνηστη Φ α ν ή  Π α π α δ ο υ ρ ά κ η (εικ. 6). Γι’ αυτήν έχω αφιερώσει ένα αφήγημα στο βιβλίο μου «Ρεθεμνιώτες» (σελ. 194). Επειδή, όμως, το βιβλίο αυτό είναι, ήδη, εξαντλημένο, θα πω εδώ λίγα από τα πολλά που της χρωστούμε.


Εικ. 6. Φανή Παπαδουράκη- Χουρδάκη

      

Η ΕΠΟΧΗ


    Τότε (τη δεκαετία του ’70) δεν υπήρχαν Γυμνάσια στην ύπαιθρο. Έτσι, οι γονείς που επιθυμούσαν να μάθουν τα παιδιά τους περισσότερα γράμματα έπρεπε να τα φέρουν «στη χώρα»- όπως έλεγαν το Ρέθυμνο τότε- σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών, να τους έβρισκαν ένα δωμάτιο ατομικό ή και με συγκατοίκηση με άλλα παιδιά και το βουργιάλι[8] με το καθημερινό φαγητό να πηγαινοέρχεται συνεχώς.

     Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση ένας χαρισματικός ιερέας, ο πατήρ Ι ω ά ν ν η ς  Π ί τ ε ρ η ς[9] (εικ. 7), της περιοχής του Αγίου Νικολάου, θεώρησε χρέος του να βοηθήσει αυτά τα παιδιά. Χωρίς οικονομικά μέσα, ίδρυσε την «Παιδική Στέγη», νοικιάζοντας 2-3 σπίτια: ένα για τα κορίτσια και δύο για τα αγόρια που ήσαν περισσότερα. Νομίζω ότι δεν ζητούσε χρήματα από τους γονείς και ο  ίδιος ομολογούσε ότι ξεκινούσε για την αγορά βέβαιος ότι «ο Θεός θα έκανε το θαύμα Του».

Εικ. 7. Παπα- Γιάννης Πίτερης

        Συγκινημένη από τον αγώνα τού π. Ιωάννη η κ. Β ι ρ- γ ι ν ί α  Τ σ ο υ δ ε ρ ο ύ  τού συνέστησε να απευθυνθεί στη «ΧΕΝ Ελλάδος», που είχε μια μακρά πείρα οργάνωσης οικοτροφείων. Απαντώντας στην αίτησή του η «ΧΕΝ Ελλάδος» έστειλε ένα κλιμάκιο να πραγματοποιήσει επιτόπια έρευνα, για να διαπιστώσει αν, όντως, έτσι είχαν τα πράγματα. Επί κεφαλής αυτού του κλιμακίου ήταν μια πεπειραμένη κοινωνική λειτουργός, η Έλλη Παπαθεοφίλου, συμφοιτήτριά μου στο PIERCE  COLLEGE. Ενθυμούμενη ότι μια Μαρία Χατζηδάκη ήταν από το Ρέθυμνο, με αναζήτησε και ζήτησε τη βοήθειά μου.
   Η έκθεση του κλιμακίου ήταν θετική: ναι, ήταν απαραίτητη η αντιμετώπιση του προβλήματος των παιδιών, που ανήλικα, δώδεκα, μόλις, χρονών, καταφθάνουν στην πόλη, για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο. Ένας, όμως, όρος απαράβατος για την ΧΕΝ ήταν να δημιουργηθεί μια τοπική ομάδα- μια ΧΕΝ Ρεθύμνης- που να παρακολουθεί και να στηρίζει το έργο, τόσο στη φάση ανέγερσης της στέγης, όσο και στην ανάληψη της ευθύνης για την εύρυθμη λειτουργία του Οικοτροφείου.

      Ο χώρος στον οποίο υπολόγιζαν να κτισθεί το πρώτο Οικοτροφείο Θηλέων ήταν, τότε, ένας τεράστιος βράχος εικοσιπέντε στρεμμάτων, ιδιοκτησίας των Γιαννούλη- Γαβαλά. Από αυτά δωδεκάμισι (121/2) στρέμματα αγόρασε η ΧΕΝ Ελλάδος, με δάνειο εικοσαετούς εξοφλήσεως, το οποίον και εξόφλησε. Τα άλλα δωδεκάμισι στρέμματα απέκτησε η «Παιδική Στέγη», με χρήματα που κατέβαλε ο αείμνηστος Γ ε ώ ρ γ ι ο ς  Β ο γ ι α- τ ζ ά κ η ς, πατέρας της κ. Φαλής Βογιατζάκη, και άλλοι που γνωρίζει μόνο η κ. Βιργινία Τσουδερού, «κινητήριος μοχλός» σε όλη αυτήν την προσπάθεια.

    Η τιμή, κατά τετραγωνικό μέτρο, αγοράς της έκτασης αυτής ήταν μικρή, αλλά το κόστος των απαραίτητων εκβραχισμών ήταν τεράστιο! Αυτούς τους ανέλαβε ο στρατός, με επί κεφαλής τον πολιτικό μηχανικό, έφεδρο αξιωματικό, κ. Εμμανουήλ Ανυφαντάκη, οποίος και παρέμεινε οριστικά στον τόπο μας, λόγω γάμου του με την κ. Ελένη Μιχελιουδάκη, φιλόλογο. Έτσι, ο βράχος του Τιμίου Σταυρού έγινε ένα τεράστιο οικόπεδο, στο οποίο η κ. Βιργινία Τσουδερού «ονειρευότανε» να βοηθήσει την «Παιδική Στέγη» να αποκτήσει ένα αντίστοιχο του «Κέντρου Νεότητος» κτίριο. Ένα τρίτο κτίριο θα αποτελούσε ένα Κέντρο Σίτισης όχι μόνο για τους οικοτρόφους, αλλά και για όλους όσοι στερούνται οικογένειας. Αλλά ας τα αφήσω αυτά, που άλλωστε δεν τα γνωρίζω «από πρώτο χέρι», και ας δούμε πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα στη συνέχεια.

    Με τον ερχομό του μακαριστού Τ ί τ ο υ  Σ υ λ λ ι γ α ρ δ ά κ η  ως Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου[10], το μερίδιο της ενορίας Αγίου Νικολάου («Παιδική Στέγη») μεταβιβάσθηκε στη Μητρόπολη και οικοδομήθηκε το Επισκοπείο, το οποίο συνεχώς βελτιούμενο αποτελεί καμάρι για την πόλη μας. Η ΧΕΝ, πάλι, Ελλάδος εξακολούθησε να λειτουργεί το «Κέντρο Νεότητος», ως οικοτροφείο κοριτσιών.   Όλα αυτά τα χρόνια η Φανή Παπαδουράκη κράτησε στους ώμους της όλο το βάρος της λειτουργίας του, παρά το γεγονός ότι συγχρόνως διεύθυνε και μιαν πετυχημένη εμπορική επιχείρηση στην οδό Αρκαδίου της πόλης μας. Στο αφήγημά μου το αφιερωμένο στη Φανή[11] μεταφέρω τα λόγια της αείμνηστης Κατίνας Χαλκιαδάκη, που, μαζί με τη Φανή, αποτελούσαν την Εφορία του Οικοτροφείου:


-        Κάθε βράδυ η Φανή, μόλις έκλεινε το κατάστημά της, έτρεχε στον λόφο του Τιμίου Σταυρού όλο κέφι και προθυμία, με καλοσύνη και αγάπη, για να δει με τα μάτια της και να μάθει πώς πέρασαν τα παιδιά τη μέρα τους, τι φάγανε, πώς πήγαν στα μαθήματά τους και να ακούσει από το στόμα τής καθεμιάς τα προβλήματα που είχε μέσα κι έξω από το «Κέντρο». Είχε μια ξεχωριστή μαεστρία να πλησιάζει τα νιάτα! Και τα κορίτσια του Οικοτροφείου κυριολεκτικά τη λάτρευαν. Αλλά και κάθε μια από το προσωπικό είχε τη βαθιά πεποίθηση ότι η Φανή την πρόσεχε χωριστά και την αγαπούσε, ενώ και διευθυντικά στελέχη, που έρχονταν, κατά καιρούς, από την Αθήνα, με την έπαρση των «ειδικών», γρήγορα αντιλαμβάνονταν ότι εδώ υπήρχε στιβαρή ηγεσία και ξεκάθαρη καθοδήγηση και «γραμμή πλεύσης», στην οποία όφειλαν να προσαρμοστούν. Συγχρόνως, απολάμβαναν κι εκείνες το ζεστό περιβάλλον της οικογένειας Παπαδουράκη.


       Αυτά λέει η Κατίνα Χαλκιαδάκη που ήταν πολύ κοντά της… Όμως, ο θάνατος ήρθε να κόψει το νήμα της ζωής της Φανής στα σαράντα επτά της, μόλις, χρόνια  (Γενάρης 1978). Γύρω από το φέρετρο της Φανής η ρεθεμνιώτικη κοινωνία ένιωσε ένα αίσθημα συνοχής, ενότητας, συνόλου… Για μια φορά, ακόμη, η Φανή είχε βοηθήσει τους ανθρώπους αυτού του τόπου να αισθανθούν κομμάτια του Ρεθύμνου, μέλη ενός σώματος που πάσχει ολόκληρο όταν ένας δικός τους άνθρωπος φεύγει για πάντα από κοντά τους. Όσο για κείνη, ισχύει ο λόγος: «όταν ζεις στις καρδιές αυτών που σ’ αγαπούν, δεν πεθαίνεις»[12].
      Οι αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα- ίδρυση Γυμνασίων στα κεφαλοχώρια και λειτουργία των σχολείων μόνο το πρωί, σ’ ένα ενιαίο ωράριο- ανάγκασε τη διοίκηση του «Κέντρου Νεότητος» να αναζητήσει έναν άλλο σκοπό για το ίδρυμα. Καλέσαμε, τότε, μιαν Κυριακή πρωί, τους Προέδρους των Επιστημονικών Σωματείων της πόλης, παρουσία του Σεβασμιωτάτου, κυρού Τίτου, καθώς και τον Δήμαρχο Ρεθύμνου, σε μια κοινή σύσκεψη με θέμα: «Ποιο κενό θα μπορούσε να καλύψει το “Κέντρο Νεότητος” στον προνοιακό τομέα;».
       Μετά από μια τιμητική αναφορά στη μνήμη της Φανής Παπαδουράκη, ο κ.  Γ ε ώ ρ γ ι ο ς  Δ ρ α ν δ ά κ η ς, αντιπρόεδρός του Δ.Σ. ανέλαβε να κατευθύνει τη συζήτηση σε αναζήτηση του νέου σκοπού. Αφού ακούστηκαν όλες οι απόψεις, στο τέλος, έγινε δεκτή η πρόταση του κ. Δ η μ ή τ ρ η  Α ρ χ ο ν τ ά κ η  να περιθάλψουμε, στον εν λόγω χώρο, τα Παιδιά με Ειδικές Ανάγκες. Η πρόταση έγινε έργο με υπεύθυνη, μέχρι σήμερα, την κ. Ιωάννα Χρυσού.
     Οι περιπέτειες υγείας του συζύγου μου δεν μου επέτρεψαν έκτοτε να παρακολουθήσω τις εξελίξεις στον χώρο αυτόν, αφού τον περισσότερο καιρό βρισκόμουν εκτός Κρήτης.

 



Εικ. 8. Μαρίας Τσιριμονάκη- ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ (σελ. 14η)

      ΕΠΙΛΟΓΟΣ


    Νεαρή συμπολίτισσα όταν της ζήτησα να βοηθήσει με το κύρος της να αποκτήσει η ΧΕΝ Ρεθύμνης στέγη- «Φυτώριο Εθελοντών» τη χαρακτήρισα- μου απάντησε: «αυτά που ξέρατε να τα ξεχάσετε!», σαν να είναι στο χέρι μας να τα ξεχάσομε!... Μόνο που οι ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ δεν παράγουν έργο!.... (εικ. 8).


Εικ. 9. Η 2η σελ. των Αναμνήσεων της Μ. Τσιριμονάκη


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



[1] Ρέθυμνο 1900- 1950, τόμοι Α΄ και Β΄, Ρέθυμνο 2010, σελ. 600.
[2] Ρέθυμνο 1900- 1950, τόμ. Β΄, Ρέθυμνο 2010, σελ. 17- 24 (το α΄), σελ. 75- 80 (το β΄) και 169- 174 (το γ΄).
[3] Και κάτι, εδώ, όλως προσωπικό, που πρώτη φορά μού δίνει αφορμή αυτή η αναφορά της αείμνηστης Μαρίας Τσιριμονάκη να το διηγηθώ. Ο ανάργυρος γιατρός Γεώργιος Τσουδερός, έμενε, τότε, στη δεκαετία του πενήντα στη γειτονιά μου, τη Μεγάλη Πόρτα, ήταν νονός της αδελφής μου Μαρίας Ελευθερίου Δαφέρμου – Παπαδάκη και, πολλές φορές, θυμάμαι που με κούραρε στα παιδικά μου χρόνια, αφού τον είχαμε οικογενειακό γιατρό, ενώ, κάποτε, σε ηλικία μικρότερη των δύο ετών, και με έσωσε κυριολεκτικά- κατά διήγησιν του πατέρα μου Ηλία Παπαδάκη-  από βέβαιο θάνατο, από αναμμένα κάρβουνα, που έκαιγαν στο μαγκάλι (ήταν μεγάλη η βαρυχειμωνιά τον Γενάρη εκείνο του 1950). Εκείνος, μόλις κατέφθασε επειγόντως και με βρήκε λιπόθυμο στην κούνια μου, «ένιωσε», αμέσως, τι συνέβαινε και- πέραν των λοιπών ιατρικών ενεργειών του- διέταξε και άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες και μπήκε στο δωμάτιο αέρας και πλούσιο οξυγόνο. Ο Θεός να τον αναπαύσει!....
[4] Θεμιστοκλή Μ. Βαλαρή, Μια πόλη αναμνήσεις, σελ. 81-86
[5] Θεωρώ ότι η Μ. Τσιριμονάκη αναφέρεται στη σύζυγο του Καθηγητή και Λυκειάρχη μου στο 2ο Λύκειο Ρεθύμνου (τότε Κλασικό), Πέτρου Παπαδάκη, φιλολόγου (1965- 67).
[6] Αλλά με τα ίδια λόγια εκφράζεται και ο εκδότης της εφημ. «Ρεθεμνιώτικα Νέα», αείμνηστος Γιάννης Χαλκιαδάκης, ο οποίος και προλογίζει το εν λόγω βιβλίο, που εξέδωσε η αείμνηστη Κατερίνα Χαλκιαδάκη- Βιγδίνη, με την παρότρυνση των παιδιών της, υπό τον τίτλο: «Ψίχουλα από το Πνευματικό Συμπόσιο μιας ζωής» (Έκδοση ΓΡΑΦΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ Α.Ε.Ε., Ρέθυμνο 1995, σελ. 208). Στο βιβλίο περιέχονται ομιλίες που έγιναν στο Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνου (Μέρος 1) και ομιλίες που έγιναν στη ΧΕΝ (Μέρος 2). Βλ. σχετική βιβλιοπαρουσίαση από Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, εφημ. Ρεθεμνιώτικα Νέα, της 4ης Ιουλίου 1995.
[7] Όπως σημειώνω κι εγώ, στο βιβλίο μου ο «Λόφος του Τιμίου Σταυρού της Πόλης μας χθες και σήμερα» (Έκδοση Γραφοτεχνικής Κρήτης Α.Ε.Ε., Ρέθυμνο 1994, σελ. 33- 34), το κτίριο του «Κέντρου Νεότητος» κατασκευάστηκε γι' αυτόν τον σκοπό, για να λειτουργήσει, δηλαδή, ως Οικοτροφείο Θηλέων, με συνεργασία της Παιδικής Στέγης Ρεθύμνου, «ο Άγιος Νικόλαος», και της ΧΕΝ Ελλάδος, που σύμπτυξαν εταιρεία, με Πρόεδρο τον π. Ιωάννη Πίτερη. Η ανέγερση του κτιρίου ξεκίνησε το 1967. Ως οικοτροφείο θηλέων το κτίριο λει­τούργησε από το 1970 έως το 1980 με σταθερή δύναμη περί τα πε­νήντα κορίτσια σε κάθε σχολικό έτος. Τα παιδιά πλήρωναν ένα συμ­βολικό τίμημα για τη διαμονή τους σε αυτό. Στα χρόνια αυτά πρό­εδροι του οικοτροφείου διετέλεσαν, κατά σειράν, οι κυρίες της ΧΕΝ: Κατίνα Χαλκιαδάκη, Φανή Παπαδουράκη και Μαρία Τσιριμονάκη.
Την περίοδο 1980-86 στο κτίριο γινόντουσαν προγράμματα μορ­φωτικά και διάφορες άλλες εκδηλώσεις από τη ΧΕΝ Ελλάδος, ενώ από το 1984 ιδρύθηκε από τη ΧΕΝ Ρεθύμνου και στεγάσθηκε μέχρι και το καλοκαίρι του 1986 «Μονάδα ημερήσιας περίθαλψης, εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης παιδιών με ειδικές ανάγκες», η οποία από το έτος 1992 εγκαταστάθηκε στα Εκκλησιαστικά Ιδρύματα της Ι. Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, στον Τ. Σταυρό.
[8] Βουργιάλι και βουργίδι (το), υποκ. της βούργιας (η)= σακίδιο υφαντό, που φέρεται στους ώμους, όπως ο γυλιός των στρατιωτών, ανηρτημένο από λεπτά πλεκτά «βαστάγια». Χρησιμοποιείται από τους ποιμένες τους κυνηγούς και γενικά τους στρατοκόπους (κατ’ Ανδριώτη, μάλλον, από το μσν. βούλγια, από λατ. bulgea) [Μαν. Ι. Πιτυκάκη, Το Γλωσσικό Ιδίωμα της Ανατολικής Κρήτης, Νεάπολη Κρήτης 2003 (ίδιο λήμμα)].  [9] Στον χαρισματικό αυτόν ιερέα και στην πλούσια γνώση του για την περιοχή του Τ. Σταυρού της πόλης μας, οφείλει πολλά η συγγραφή του τρίτου βιβλίου μου με τους μαθητές μου, στα πλαίσια της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. Πολλές φορές μάς φιλοξένησε όλη την τάξη στο σπίτι του, στον Τίμιο Σταυρό, και επί ώρες μάς μετέδιδε από την πλούσια γνώση και σοφία του σε ιστορικά και τοπογραφικά θέματα κι έτσι μπήκαν οι βάσεις του βιβλίου μας: «Ο λόφος του Τιμίου Σταυρού της πόλης μας χθες και σήμερα».
[10] Ο Μητροπολίτης Τίτος Συλλιγαρδάκης γεννήθηκε στη Νεάπολη Λασιθίου, στις 10 Φεβρουαρίου 1929. Την Εκκλησία των Ρεθυμνίων υπηρέτησε με αποστολική αφοσίωση επί δεκαεπτά έτη (30/5/1970- 11/9/1987).

[11] Ρεθεμνιώτες, σελ. 194- 199.
[12]
Και μήπως τα λόγια αυτά της αείμνηστης Μαρίας Τσιριμονάκη δεν ισχύουν επακριβώς και στη δική της πρόσφατη «αναχώρηση»;

Δεν υπάρχουν σχόλια: