«Γενεαλογικά Δέντρα τού Μιξορρούματος και άλλα τινά» βιβλίου
τού Μανόλη Μιλτ. Δουλγεράκη,
κάναμε στην κεντρική πλατεία τού
ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΑ ΔΕΝΤΡΑ ΤΟΥ ΜΙΞΟΡΡΟΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΙΝΑ
Θεωρώ γεγονός υψίστης σημασίας για τον τόπο την καταγραφή τής ιστορίας τού
κάθε χωριού χωριστά. Κάθε τέτοια καταγραφή- ακόμα και του μικρότερου οικιστικού
χώρου- αποτελεί, οπωσδήποτε, γεγονός εξαιρετικής σημασίας, μεγίστη συνεισφορά
και ουσιαστική συμβολή στη σύνθεση του μωσαϊκού τής Τοπικής και, κατ’ επέκτασιν, και της Γενικής
Ιστορίας. Μακάρι να βρίσκονται οι κατάλληλοι κάθε φορά άνθρωποι,
που θα σκύψουν με αγάπη πάνω από τα
χωριά μας, μικρά και μεγάλα, για μια έστω και μικρή, αφετηριακή, αποτύπωση τής
ιστορίας και του πολιτισμού τους, αν δεν είναι δυνατή μια ουσιωδέστερη και επιστημονικά τεκμηριωμένη ιστορική και όχι μόνο προσέγγιση αυτών. Κάτι τέτοιο, βέβαια, αποτελεί πράξη επίσημη και εξαιρετική που σε καμιά περίπτωση δε μπορεί να αποτιμηθεί με τους γνωστούς κανόνες τής λογοτεχνικής και ιστορικής κριτικής, γι’ αυτό και, συνήθως,
πραγματώνεται και υλοποιείται από ανθρώπους που οι ίδιοι κατάγονται από
τον συγκεκριμένο τόπο που καταγράφουν ή διαμένουν μόνιμα σε αυτόν, ώστε, σε
τελική ανάλυση, η εργασία τους αυτή να αποτελεί καρπόν εύχυμο και αρωματικό
ερωτικής αγάπης και αφοσίωσης προς τον τόπο καταγωγής.
Ως τέτοιο
μπορούμε να χαρακτηρίσουμε και το βιβλίο «Γενεαλογικά Δέντρα τού
Μιξορρούματος και άλλα τινά» τού Μανόλη Μιλτ. Δουλγεράκη, που
παρουσιάζουμε σήμερα με την ομιλία μας αυτή, γιατί πληροί, νομίζουμε, όλα τα
στοιχεία τής αγαπητικής αυτής παρόρμησης, τού πόθου και της ερωτικής αγάπης και προσκόλλησης προς τον τόπο, στον οποίο ο
συγγραφέας γεννήθηκε, πρωταντίκρισε το φως τής ζωής και συνεχίζει να διαμένει
μόνιμα με την οικογένειά του. Ο Μανόλης
Δουλγεράκης υπηρέτησε ως δάσκαλος το χωριό του για περισσότερα από
είκοσι πέντε συναπτά έτη και την τοπική αυτοδιοίκηση είτε ως Πρόεδρος
τής Κοινότητας Μιξορρούματος, είτε ως Πρόεδρος τού Τοπικού Συμβουλίου
(Δημοτικού Διαμερίσματος Μιξορρούματος) και Δημοτικός Σύμβουλος τού
τότε Δήμου Λάμπης για δώδεκα ολόκληρα έτη. Όμως, θεώρησε ότι το χρέος του προς το
χωριό του και τους συγχωριανούς του δεν το «ξόφλησε» ακόμα και σήμερα- σε
ηλικία πλήρους σοφίας και στοχαστικής ωριμότητας- προχώρησε ακόμα περισσότερο στην
αγαπητική του αυτήν στροφή και πορεία με την παρούσα έκδοση για το χωριό
του.
Το πρώτο που με εντυπωσίασε στο εν λόγω
βιβλίο είναι το γεγονός ότι το περιεχόμενό του, απαρχής μέχρι τέλους, αποτελεί,
βασικά, καρπό πρωτογενούς έρευνας, χωρίς ο συγγραφέας του να νιώσει την παραμικρή
ανάγκη να καταφύγει σε βιβλιογραφική στήριξη ή αναδίφηση άλλων πηγών. Αυτό,
ακριβώς, δείχνει πόσο κάτοχος είναι τού «συγκεκριμένου» θέματος, αλλά,
περιπλέον, και την ευαισθησία του στο να διασώσει πράγματα που βρίσκονται «απλά»
στη μνήμη των ανθρώπων και που αν δεν σωθούνε, όσο είναι καιρός, και δεν
καταγραφούν και δημοσιευθούν εγκαίρως θα χαθούν και θα σβήσουν, αλίμονο,
οριστικά και αμετάκλητα από τη θύμηση των ανθρώπων και την αναγκαία, περαιτέρω,
γνώση των νεοτέρων.
Καταγράφει, έτσι, σε γενικές γραμμές, «από
μνήμης», τις αναμνήσεις του, όπως τις έζησε στα παιδικά του χρόνια, τα ήθη, τις παραδόσεις και τα ποικίλα εορταστικά έθιμα, τις ασχολίες και την εν γένει πολιτιστική
ζωή τού χωριού του, τον γάμο και τις οικογένειες τού Μιξορρούματος, που τις καταγράφει
όλες μία προς μία και από πόρτα σε πόρτα, με κάθε λεπτομέρεια! Αναφέρεται, περαιτέρω, στη θέση και στους πληθυσμούς των
δύο χωριών (Παλιού και Νέου) και στην οικονομική ζωή, που βασικά ορίζεται στην καλαθοπλεκτική και στους μύλους τού Μιξορρούματος (αλευρόμυλους, λαδόμυλους και ρασοφάμπρικες),
έναν μεγαλειώδη πολιτισμό τού παρελθόντος, που χάθηκε ολοκληρωτικά παραδίνοντας
τη σκυτάλη στη σύγχρονη τεχνολογία της μηχανής.
Ο Μανόλης Δουλγεράκης είναι από τους
ανθρώπους εκείνους που πέρασαν δύσκολη παιδική ηλικία σε χρόνους δίσεκτους και
χαλεπούς. Όμως, θυμάται πολύ καλά την ανόθευτη, την καθαρή, την αγνή καθημερινότητα
των παππούδων του, τις κακουχίες τής αγροτικής και ποιμενικής ζωής, αλλά και
τις μικροχαρές των εορτάσιμων ημερών τής Πρωτοχρονιάς, των Απόκρεω, του Πάσχα
και των «Χριστουγέννων». Με νοσταλγία, λοιπόν, προς αυτά τα χρόνια και προκειμένου
να πληροφορηθούν οι νεότερες γενιές πράγματα που δεν πρόλαβαν να τα γνωρίσουν,
καταπιάστηκε στο γράψιμο αυτού του βιβλίου, το οποίο αφιερώνει στη μνήμη όλων
αυτών που έχουν φύγει, σήμερα, από τη ζωή σε ένδειξη, αφενός, αιώνιας
ευγνωμοσύνης και προς διδασκαλία, αφετέρου, των νεοτέρων.
Σύμφωνα και με το όνομά του, το Πρώτο
Μέρος τού βιβλίου αναφέρεται στα «Γενεαλογικά Δέντρα» τού
Μιξορρούματος, που αποτελούν και τον κύριο κορμό της όλης εργασίας. Πιο πριν ο
συγγραφέας αφιερώνει δύο σύντομα «εισαγωγικά κεφάλαια» για μιαν αφετηριακή
γνωριμία με το Μιξόρρουμα (Παλιό και Νέο) διαχρονικά. Στο 1ο, λοιπόν, κεφάλαιο μελετά τη δημιουργία των χωριών,
τους πρώτους κατοίκους και τις ασχολίες τους, καθώς και τη φύση και την
ιδιομορφία τού παλιού Μιξορρούματος- παραδοσιακού σήμερα οικισμού- που
εντυπωσιάζει τον επισκέπτη του με τον τρόπο που είναι δομημένο, χωρίς
εσωτερικούς δρόμους (σοκάκια), παρά μόνον περιμετρικούς και με τα σπίτια του
συνεχόμενα, το ένα δίπλα στο άλλο (κάτι παρόμοιο θυμάμαι ότι συνέβαινε και στα Μεστά τής Χίου). Παρουσιάζει, στη
συνέχεια, τα πληθυσμιακά τού χωριού στοιχεία από την ίδρυσή του μέχρι και
σήμερα και καταλήγει στη δημιουργία- αρχικά από αυτόχθονες κατοίκους τού Παλαιού-
του Νέου Μιξορρούματος, που το «έλκυσε» εκεί πάνω, λίγο ψηλότερα τού παλιού, η
κεντρική θέση και το ομαλότερο έδαφος που τού παρείχε η χάραξη τού νέου δρόμου,
στις αρχές τού περασμένου αιώνα. Το Νέο Μιξόρρουμα- το Χάνι,
όπως ακόμα και σήμερα ακούγεται- ατενίζει, πλέον, το μέλλον με αισιοδοξία,
βασισμένο στα πολλά και ποικίλα πλεονεκτήματά του, ενώ το Παλιό αναπαύεται
στεφανωμένο στις δάφνες τού παρελθόντος, αναμένοντας καρτερικά την ανάδειξή του
σε παραδοσιακό οικισμό.
Στο 2ο «εισαγωγικό» κεφάλαιο ο
συγγραφέας δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία στην ετυμολογία και ορθή γραφή τού
ονόματος τού χωριού του (με [ι] και δύο [ρ]), αποσκοπώντας να επικρατήσει, επιτέλους,
η επιστημονικά και ιστορικά ορθή γραφή τού τοπωνυμίου, σύμφωνα με τη γραμματική
και τη γνωστή φυσική πραγματικότητα τού χωριού, που είναι, ακριβώς, κτισμένο
πάνω στη μίξη δύο ρουμάτων (ρεμάτων). Και είναι απόλυτα δίκαιη η επιμονή αυτή
του Μ. Δουλγεραράκη, γιατί είναι γεγονός ότι το όνομα ειδικά τού χωριού «Μιξορρούματος»
συνεχίζεται τόσο βάναυσα και προκλητικά από πολλούς να «ταλαιπωρείται», παρά τη
σχετική μελέτη τού Θοδωρή Πελαντάκη, από τον Φεβρουάριο τού 1981, στο έγκριτο
περιοδικό «Προμηθεύς ο Πυρφόρος», αλλά και τη συνέχεια που έδωσε επί του
θέματος αυτού- της ορθής, δηλαδή, αναγραφής των ονομάτων των χωριών και των
τοπωνυμίων γενικότερα τού Δήμου μας- και το Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο για
την Επαρχία μας- που με τόση επιτυχία διεξήχθη πριν από τέσσερα χρόνια- μέσω
των γνωστών, ήδη, εκδόσεών του «Χωριά» και «Τοπωνυμικό» τής επαρχίας
Αγίου Βασιλείου. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι θα πρέπει, κάποτε, η κατάσταση αυτή να
διορθωθεί και σταθερά, πλέον, να επικρατήσει η ετυμολογικά και ιστορικά ορθή
γραφή των ονομάτων των χωριών τού Δήμου μας. Μάλιστα, πρόσφατα, αποστείλαμε, η
Οργανωτική Επιτροπή τού Αγιοβασιλειώτικου Συνεδρίου, στον Δήμο μας κατάσταση με
τα μακροτοπωνύμια- δηλαδή τα ονόματα όλων των χωριών τής επαρχίας μας, και
σήμερα Δήμου Αγίου Βασιλείου- όπου σημειώνουμε τη σωστή γραφή τους, που θα
πρέπει κάποτε να επιβληθεί. Η κατάσταση αυτή δημοσιεύτηκε και από όλες τις
εφημερίδες τού Ρεθύμνου.
Αυτό, όμως, που, κυρίως, απασχολεί τον
συγγραφέα στο 1ο Μέρος τού παρουσιαζόμενου βιβλίου, πολύ
εκτενέστερου τού 2ου, είναι- όπως έχουμε, ήδη, επισημάνει- τα «Γενεαλογικά
Δέντρα» τού Μιξορρούματος. Στο μέρος αυτό παρελαύνουν όλες οι
οικογένειες τού χωριού, τριάντα επτά (37) στον αριθμό, με τα
παρακλάδια τους, ώστε να μπορούν οι νεότεροι να γνωρίσουν τις συγγενικές
σχέσεις τους με άλλους συγχωριανούς τους ή, ακόμη, αν το επιθυμούν, να φτάσουν
και να γνωρίσουν και αυτές τις βαθύτερες γενεαλογικές ρίζες τους.
Το Μέρος αυτό παρέχει πλούσιες
πληροφορίες για όλες τις οικογένειες τού χωριού από το 1800, περίπου, και μετά.
Κίνητρο, περαιτέρω, του συγγραφέα για τη σύνταξη τού κεφαλαίου αυτού- όπως και
ο ίδιος προλογικά σημειώνει- ήταν να μη λησμονηθούν οι συγχωριανοί του που
άφησαν την πρόσκαιρη αυτή ζωή και έφυγαν για πάντα στην αιωνιότητα. Πιστεύει,
ασφαλώς, ο συγγραφέας με τα ευγενικά και λεπτά αισθήματα ότι «αναφέροντας»
έναν νεκρό είναι σαν να τον «ανασταίνεις» μέσα σου. Έτσι, λοιπόν, γίνεται μια
αποτελεσματική και ουσιαστική προσπάθεια ο συγγραφέας- και μέσω αυτού και οι
λοιποί συγχωριανοί του- να αναστηθούν και να ξαναζήσουν ειρηνικά με τους
νεκρούς τους, με τους δικούς τους ανθρώπους, τους συγχωριανούς τους, μέσω τού
ονόματός τους, ισοδύναμου και φορέα τής προσωπικότητας τού ανθρώπου. Η
αναζήτηση των στοιχείων για τις οικογένειες τού χωριού για την μετά το έτος 1928
εποχή, που καθιερώθηκαν τα Δημοτολόγια και τα λοιπά κοινοτικά
βιβλία, έγινε μέσα από αυτά, ενώ για τα ακόμα παλαιότερα, του 1928,
χρόνια, από τους οικείους των οικογενειών τους.
Από
τις βασικές οικογένειες τού Παλιού Μιξορρούματος σημειώνεται η οικογένεια των Αθανασιάδηδων,
ενώ δεύτερη μεγάλη οικογένεια είναι και αυτή των Δουλγεράκηδων, από τον
οικισμό Επίζυγος ή Υπίζυγος τής Μουρνές, που πρωτοεμφανίστηκε- σύμφωνα με
νοταριακή τού Αντρέα Καλλέργη πράξη- στο Μιξόρρουμα, γύρω στα 1700, αγοράζοντας
εκπρόσωπός της έναν νερόμυλο, τον οποίο ο κ. Δουλγεράκης και προσδιορίζει
επακριβώς. Είναι δε, περαιτέρω, κατά τον συγγραφέα, χαρακτηριστικό ότι, έκτοτε,
όλοι οι νερόμυλοι τού χωριού (τέσσερις στον αριθμό) ήταν ιδιοκτησίας
Δουλγεράκηδων.
Στα «Γενεαλογικά Δέντρα» ενδιαφέρον περικλείνουν
και κάποιες ειδικές εμβόλιμες αναφορές, με μορφή ανεκδότου, βγαλμένες από τη
ζωή κάποιων Μιξορμιανών. Με τον τρόπο αυτόν ο συγγραφέας, κατά κάποιον τρόπο,
«σπάζει» ευχάριστα, σκορπώντας, συχνά, όμορφες νότες γλυκιάς ευθυμίας, τη μονοτονία τής γενεαλογικής ονοματολογίας. Γιατί ομολογώ ότι είναι αρκετοί οι Μιξορμιανοί εκείνοι που συνέδεσαν το πέρασμά τους από τη ζωή αυτή με μιαν ιστορία εύθυμη ή, κάποτε, και δραματική! Οπότε, αναφέροντάς τους ο συγγραφέας γενεαλογικά, αναφέρει, ταυτόχρονα, και την ιστορία με την οποία αυτοί είναι συνδεδεμένοι. Έτσι, είναι, θεωρώ, πολύ ωραία η αναφορά του, για παράδειγμα, στον Δουλγεράκη
Στυλιανό (τον Δουλγεροστελιανό),
που με το όνομά του (τού Δουλγέρη το Χάνι ή και απλά Χάνι)
παραμένει γνωστό μέχρι και σήμερα το Πάνω Μιξόρρουμα, από το ντουκιάνι
(καφενείο), με χάνι μαζί, που, πρώτος αυτός, οικοδόμησε στον τότε κεντρικό δρόμο
για ζώα που οδηγούσε προς το Ρέθυμνο, στο μέρος όπου, αργότερα, αναπτύχθηκε ο
σημερινός οικισμός τού Πάνω Μιξορρούματος. Στο ντουκιάνι, λοιπόν, τού
Δουλγεροστελιανού είχαν να λένε για τους «ομηρικούς» ανταγωνισμούς στη
μαντινάδα, σε σημείο που και τον λογαριασμό, ακόμα, ο καφετζής μαντιναδολόγος να
τον δίνει στον πελάτη του με… μαντινάδα! («Ρέγομαι
την παρέα σας, θέλω τη συντροφιά σας, σαράντα δύο και μισό είναι τα έξοδά σας»!).
Πολύ πικάντικες και ωραίες είναι, επίσης, και άλλες ιστορίες όπως το «Φάντασμα τού Σταμαθιού», «Ο Γιάννης και ο Κορώνης» και «Η “βιστιρέ” και τα φουρνόξυλα», στις οποίες βλέπουμε τα αστεία καμώματα που σκάρωναν, τότε, συναμεταξύ τους οι χωριανοί, για να γελάσουν και να σπάσουν τη μονοτονία τής ζωής τους στο χωριό, ή άλλες ιστορίες που καυτηριάζουν τις «αδυναμίες», καλές ή κακές, κάποιων συγχωριανών, όπως, για παράδειγμα, τη θεοσέβεια τού Μανολιού (στο «Ο Μανολιός και το Χριστός Ανέστη»), ή τη τσιγκουνιά τού Λιονταρομανόλη (Γκεγκέτσα) (στο: «Μια Καθαρή Δευτέρα με τον Λιονταρομανόλη»), ή την ικανότητα και ευελιξία τού Κουντουρογιώργη, του ανθρώπου με την τετράγωνη λογική, που παίζοντας, στην Κατοχή, διπλό και παράτολμο παιγνίδι με τους Γερμανούς έθετε σε τρομερό κίνδυνο τη ζωή του, προκειμένου να βοηθήσει κάποιους συχωριανούς του, ή, τέλος, και την τάση ορισμένων να παρενοχλήσουν και να πειράξουν τους συγχωριανούς τους, από μιαν εσωτερική ανάγκη να «σπάσουν» την μονοτονία και ανιαρότητα τής ζωής τους, όπως ο Μαρκάκης που «κέντησε», έβαλε, δηλαδή, φωτιά, απλά «κάνοντας πλάκα», στον γάιδαρο τού Περουλή, με αποτέλεσμα, μετά μερικές μέρες, το ζώο να πεθάνει από τα εγκαύματα που είχε υποστεί, αλλά και πολλές άλλες τέτοιες πικάντικες και όμορφες ιστορίες, που όλες τους περιτρέχουν και αναδίδουν μέσα μας την ανάμνηση, τις μυρωδιές, τις φωνές και τις ανάσες μιας άλλης εποχής.
Πολύ πικάντικες και ωραίες είναι, επίσης, και άλλες ιστορίες όπως το «Φάντασμα τού Σταμαθιού», «Ο Γιάννης και ο Κορώνης» και «Η “βιστιρέ” και τα φουρνόξυλα», στις οποίες βλέπουμε τα αστεία καμώματα που σκάρωναν, τότε, συναμεταξύ τους οι χωριανοί, για να γελάσουν και να σπάσουν τη μονοτονία τής ζωής τους στο χωριό, ή άλλες ιστορίες που καυτηριάζουν τις «αδυναμίες», καλές ή κακές, κάποιων συγχωριανών, όπως, για παράδειγμα, τη θεοσέβεια τού Μανολιού (στο «Ο Μανολιός και το Χριστός Ανέστη»), ή τη τσιγκουνιά τού Λιονταρομανόλη (Γκεγκέτσα) (στο: «Μια Καθαρή Δευτέρα με τον Λιονταρομανόλη»), ή την ικανότητα και ευελιξία τού Κουντουρογιώργη, του ανθρώπου με την τετράγωνη λογική, που παίζοντας, στην Κατοχή, διπλό και παράτολμο παιγνίδι με τους Γερμανούς έθετε σε τρομερό κίνδυνο τη ζωή του, προκειμένου να βοηθήσει κάποιους συχωριανούς του, ή, τέλος, και την τάση ορισμένων να παρενοχλήσουν και να πειράξουν τους συγχωριανούς τους, από μιαν εσωτερική ανάγκη να «σπάσουν» την μονοτονία και ανιαρότητα τής ζωής τους, όπως ο Μαρκάκης που «κέντησε», έβαλε, δηλαδή, φωτιά, απλά «κάνοντας πλάκα», στον γάιδαρο τού Περουλή, με αποτέλεσμα, μετά μερικές μέρες, το ζώο να πεθάνει από τα εγκαύματα που είχε υποστεί, αλλά και πολλές άλλες τέτοιες πικάντικες και όμορφες ιστορίες, που όλες τους περιτρέχουν και αναδίδουν μέσα μας την ανάμνηση, τις μυρωδιές, τις φωνές και τις ανάσες μιας άλλης εποχής.
Στο δεύτερο Μέρος τού βιβλίου, μετά τα «Γενεαλογικά
Δέντρα», και με τον γενικό τίτλο: «Μιξορμιανά», ο συγγραφέας
αναφέρεται αρχικά στις κύριες οικονομικές δραστηριότητες τού χωριού του, δηλαδή
στην Καλαθοπλεκτική
(το γνωστό χρυσορυχείο, όπως το αποκαλεί, των Μιξορμιανών), στους Μύλους
(αλευρόμυλους, λαδόμυλους,
ρασοφάμπρικες), δεύτερη μεγάλη πηγή πλούτου για τους Μιξορμιανούς, αλλά και στο αλώνισμα, που γινόταν στα μέσα,
περίπου, του Ιουνίου, όταν άρχιζαν να έρχονται στα αλώνια τα δεμάτια με τον
πολύτιμο καρπό και να σχηματίζονται οι θημωνιές με τα πολύτιμα στάχια και ο
καταπράσινος λόφος να παίρνει το χρυσαφί χρώμα τής σιγουριάς και της ελπίδας,
όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο συγγραφέας.
Στιγμιότυπο από την παρουσίαση τού βιβλίου από τον Κωστή Ηλ. Παπαδάκη |
Στη συνέχεια ο συγγραφέας καταπιάνεται-
όπως προαναφέραμε στα «γενικά» στοιχεία- με τους μύλους στο Μιξόρρουμα, τα είδη
των μύλων (αλευρόμυλοι, λαδόμυλοι,
ρασοφάμπρικες) και τους ιδιοκτήτες τους. Παρέχει, στη συνέχεια, ειδικές
τεχνικές πληροφορίες και σημειώνει πόσο επίπονη και χρονοβόρα ήταν τότε-
συγκριτικά με το σήμερα- η διαδικασία τής ελαιοποίησης αποδεικνύοντάς το,
μάλιστα, με το κύρος προσωπικής του ρήσης.
πως αν, λέγει, ο γέρο Καρύδης σηκωνόταν από τον τάφο του κι έβλεπε πώς βγαίνει
το λάδι σήμερα, από την κατάπληξή του θα ’πεφτε ξανά κάτω και θα πέθαινε από
την αρχή!!...
Είναι, πραγματικά, ένα βιβλίο μέσα στο
οποίο ο Μαν. Δουλγεράκης έχει αιχμαλωτίσει την ίδια του την ψυχή. Γνωρίζει τα
πάντα, πρόσωπα, πράγματα, γεγονότα, από «πρώτο χέρι» και τα καταγράφει όλα
βιωματικά. Γράφοντας λ.χ. για τον μύλο τής Παωμένης θα θυμηθεί ότι και ο ίδιος,
«για μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, δούλεψε στον εν λόγω μύλο, που σήμερα
συνεχίζουν να παραμένουν φαντάσματα σωστά τα ερείπιά του, που στέκουν αγέρωχα,
στεφανωμένα με κισσούς, αλλά και το ίδιο κτίριο- με τα δυο του τα πηγάδια- που
χαμοσέρνεται πνιγμένο από βάτα και άλλα αγριοχόρταρα, θρηνώντας δόξες παλαιινές».
Πλέον αυτών των βασικών, από την οικονομική
και καθημερινή αγροτική ζωή των Μιξορμιανών, πληροφοριών, στο 2ο
αυτό Μέρος τού βιβλίου, ο συγγραφέας συνεχίζει να ομορφαίνει το πόνημά του με
πλήθος από χαρούμενα, «πεταχτά» και εύθυμα ιστορικά «ανέκδοτα», τα «Μιξορμιανά,
αφενός- όπως τα ονομάζει- στιγμιότυπα», αλλά και τα «Μιξορμιανά,
αφετέρου, ηθογραφήματα», με Μιξορμιανούς όλα ήρωες, ως πρωταγωνιστές, που
δημιουργήθηκαν όλα σε μιαν εποχή όμορφη, λεβέντικη, θα την έλεγα «επική», και
που με την ευαισθησία, τη χάρη και την ομορφιά τους έρχονται όλα να ζωογονήσουν
τη σημερινή μας γκρίζα πραγματικότητα.
Και είναι αυτά, ακριβώς, τα χαρούμενα και
εύθυμα διηγήματα τού 2ου Μέρους, στα οποία αναφέρεται ο συγγραφέας
με τη χαρακτηριστική φράση «και άλλα τινά» τού τίτλου τού
βιβλίου του. Πρόκειται για μια σειρά
από όμορφες και γλυκερές αναμνήσεις από τα παλιά, που τις καταγράφει και τις
διασώζει μίαν προς μίαν καταλεπτώς. Γραμμένες
όλες σε ρέουσα κρητική λαλιά, αποτελούν όμορφες και εύθυμες διηγήσεις με άφθονο
το διαλογικό
στοιχείο και πλούσια λογοτεχνική χάρη και κομψότητα (και ιδού δύο
σύντομα παραδείγματα με τα παραπάνω χαρακτηριστικά . στο πρώτο μάς
εντυπωσιάζει η σταδιακή, καρέ- καρέ, αναπαραγωγή τής εικόνας, προκειμένου ο
συγγραφέας να τονίσει και προβάλει την
ψυχολογία τής συγκεκριμένης σκηνής: «….αφού
μας καλημέρισε ο Γιωργάκης τού παραγγείλαμε το γλυκύ βραστό και κάθισε σοβαρός-
σοβαρός στην άκρη ενός τραπεζιού, στο διπλανό από αυτό που καθόταν ο
Κραουνοκωστής. Τού έφερε ο Ηλίας το καφεδάκι, έβαλε το μισαδάκι πάλι στην πίπα,
τράβηξε τις γουλιές του από τον καφέ και με τον πυρόβολό του άναψε τελετουργικά
το μισαδάκι. Όλη αυτήν την ώρα απόλυτη ησυχία επικρατούσε στο καφενείο και όλοι
παρακολουθούσαμε τις κινήσεις που έκανε ο Γιωργάκης και τις γκριμάτσες με τις
οποίες τις συνόδευε…..». Ιδού και το δεύτερο παράδειγμα από «Τα κάλαντρα
τής Αθηνιάς», που αυτό το χαρακτηρίζει, θεωρώ, ένα βαθιά παπαδιαμάντειο ύφος: «…Βρισκόμαστε γύρω στο ’50. Παραμονή Χριστουγέννων και σ’ όλο το χωριό
αντηχούσαν οι πρόσχαρες φωνές των παιδιών που έλεγαν τα κάλαντα. Μέρα γλυκιάς προσδοκίας
για τα παιδιά, αφού περίμεναν να πιάσουν λίγα έστω χρήματα και να κάνουν
πραγματικότητα μερικά παιδιάστικα όνειρά τους, ν’ αγοράσουν μερικές λιχουδιές,
λουκούμια, κουραμπιέδες και να πιουν καμιά κανελάδα ή σουμάδα στο καφενεδάκι
τού χωριού…. Ο Σπύρος τού Αναγνώστη προτίμησε να ορτακέψει με τον Παντελή τού
Μπουμπουρογιάννη, για να πάνε να πουν τα κάλαντα…).
Μέσα από
τις διηγήσεις αυτές, που ο συγγραφέας τις έγραψε κατά διαστήματα και σε μεγάλο
μήκος χρόνου- όπως αυτό δηλώνεται από τις χρονολογίες που παραθέτονται στο
τέλος τής κάθε διήγησης- αποτυπώνεται εναργώς και με κάθε δυνατή λεπτομέρεια η κάθε
πτυχή τής ζωής τού χωριού.
τα επαγγέλματα
και οι ασχολίες των κατοίκων (έστωσαν για παράδειγμα οι διηγήσεις: «Η
ειδικότητα τού Γιωργιού», «Το ασβεστοκάμινο», «Το φαινόμενο Ρουστικιανός»), τα ήθη
και οι παραδόσεις στις διάφορες γιορτές τού ενιαυτού (π.χ. «Τα “Κεφάλια”
και η Καθαρή Δευτέρα», «H
νηστεία τού Λευτεράκη»), οι αγαθοσύνες
(π.χ. «Ο Καλοπερασάκιας») και οι (κουτο)πονηριές ορισμένων ανθρώπων
(π.χ. «Το Κατόρθωμα τού Κοκόλη», «Το «λάθος, λάθος» για τον Σομαρά», «Τα
Χριστούγεννα τού Σειραγομιχάλη»), οι πικάντικες και ιδιόμορφες ιστορίες που
σκαρφίζονταν («Η φασολάδα τής Αρτεμισίας»), αλλά και τα όμορφα αστεία τους («Ο
Πέτρος και το μαντολίνο του», «Η παρεξήγηση τού Πετράκη») και, τέλος, τα ασυναγώνιστα
«καμώματά»
τους («Ο Μαρτής τής Στελιανής», «Η ρακή τού Σταμαθιού», «Το Ασβεστοκάμινο» και
«Ο Αποστόλης και ο εγκάτω μύλος»).
Μα το
κρίνω σκόπιμο να σταθώ για μισό λεπτό σ’ αυτό το τελευταίο απίθανο «κάμωμα» με
τον Αποστόλη και τον «Εγκάτω Μύλο», που διαποτίζεται, θεωρώ, από ένα βαθύ και
νοστιμότατα χιούμορ: «Ο Πάνω και ο Κάτω μύλος ήταν «ανταγωνίστριες
επιχειρήσεις». Ο Πάνω λεγόταν τού Κουφού και ο Κάτω τού Καρύδη. Λίγα μέτρα μετά
το σπίτι τού Καρύδη, ήταν η διακλάδωση τού δρόμου για τον Κάτω, ενώ προχωρώντας
ευθεία πήγαινες στον Πάνω. Δεκάχρονο παιδί ήταν ο Αποστόλης τού
Αποστολοδημήτρη και τής Βασιλικής τού Καρύδη. Στεκόταν στην αυλή τού παππού τού
και όταν περνούσε «άλεσμα»- ζώο, δηλαδή, φορτωμένο με δυο σακιά στάρι- έλεγε
στον αγωγιάτη: «Στον εγκάτω μύλο, στον εγκάτω μύλο, ο απάνω χάλασε…!!».
Από αριστερά προς τα δεξιά διακρίνονται οι: Ηλ. Λουλούδης, Μ. Δουλγεράκης, Κωστής Παπαδάκης, Γ. Τσιγδινός, Ν. Καραγιαννάκης |
Και τι να πω
τώρα, για την διήγηση εκείνη τού φίλου Μανόλη για τη θειά του, την Ειρήνη (τη Ρηρήκα,
όπως, επίσης, ακουγόταν)! Τόση λαϊκή σοφία μαζεμένη μέσα σε τρεις
μόλις σελίδες δεν είναι δυνατόν να τη συλλάβει ανθρώπου μυαλό. Ένα χτυπητό
παράδειγμα λαϊκής θυμοσοφίας σε έναν απλόν, εντελώς αγράμματο άνθρωπο τής
παλιάς εποχής, που, κατά τα άλλα, ούτε την υπογραφή του δεν ήξερε να βάλει. Σας
παραθέτω και από τη διήγηση αυτήν δύο σύντομα αποσπάσματα. Είναι καλό, νομίζω, ν’ αφήσουμε, απόψε, και το βιβλίο να μας μιλήσει: «Η θεία μου η Ειρήνη μπορεί να ήταν αγράμματη, όμως από το αυστηρό
οικογενειακό περιβάλλον που έζησε είχε πάρει συγκεκριμένες αρχές και αξίες, που
τις τηρούσε με απόλυτη αυστηρότητα. Από τους άλλους, και κυρίως από εμάς τα
παιδιά, απαιτούσε όχι μόνο να τη σεβόμαστε απλά, αλλά και με κάθε τρόπο και σε
κάθε ευκαιρία να της το δείχνουμε…. Επειδή την αγαπούσα τη θεία μου, παρά τις
ιδιοτροπίες της, πολλές φορές την πείραζα
καλοπροαίρετα. Κάθε Μ. Σάββατο
παραπονιόμουν ότι πεινούσα και πάντα έπαιρνα την ίδια απάντηση: “Καημένο Μέγα
Σάββατο που’σαι μεγάλη μέρα, απού ’χεις πέντε καβαλτιά και πέντε μεσημέρια και
πέντε απομεσήμερα και ακόμη έχεις μέρα”. Όταν η νηστίσιμος μέρα τού λαδιού τύχαινε
Σάββατο, την πείραζα λέγοντάς της τις δυσκολίες μου με τη σχετική νηστεία, για
να παίρνω πάντα την απάντηση: “Όχι, καλότυχε, Σαββάτο δεν νηστεύεται παρά το
Μέγα Σάββατο και τού Σταυρού αν λάχει”... Είχε τον τρόπο να γνωρίζει και την
ποιότητα των ανθρώπων. Πως: «αν θες να δεις τον άνθρωπο, ψηλά- ψηλά τον κάτσε,
κι αν δεν κουνεί τα πόδια του, φρόνιμο τόνε γράψε!...». Αυτό μάς επαναλάμβανε
όταν μας έβλεπε στην καρέκλα, παιδιά που είμαστε, να κουνούμε τα πόδια μας!.....Φιλοσοφούσε
πολλές φορές τη ζωή η θεία. Εγώ, βέβαια, μικρός τότε, φυσικά και δεν έδιδα και
πολλή σημασία. Μια μέρα μιλούσαν με τη μάνα μου για μια χωριανή μας, που είχε
προβλήματα με τον άντρα της. Και πήρε το αυτί μου ή μάλλον κρυφάκουσα αυτά τα λόγια
που μου έμειναν: “Η κακή παντρειά χηρειά ‘ναι και το δε κιουλιάς (=καθόλου)
καλιά ναι!....Για το τέλος άφησα το πιο…σοφό που άκουσα από τη θεία μου: “Μονάχα
τρία πράγματα δεν κάνουνε στο σπίτι.
δυο πετεινοί, δυο κούνελοι και πεθερά
και νύφη!”. Πώς σας φαίνεται;».
Μερική εικόνα τής αβραμιαίας τράπεζας που παρατέθηκε στο κοινό στο τέλος τής ομιλίας |
Αποτυπώνεται, τέλος, στο βιβλίο αυτό μια φύση
εξαιρετικά μυρωδάτη με τους τεράστιους μερταρέδες
της, τσ’ αγκαράθους, τσ’ αχινοπόδους, τα πρινάρια και τα κατσοπρίνια,
τσι μαυραγκάθες, τσ’ αχινοπόδους, τσ’ αρτικίτες και τσι φασκομηλιές.
Όλο το βιβλίο τού Μαν. Δουλγεράκη αποπνέει γενναιόδωρα τις ομορφιές αυτής τής
μυρωμένης γης, της Μυξορμιανής γης, όπως τις έζησε και τις οσφράνθηκε από παιδί
και ο ίδιος ο συγγραφέας.
Πρόκειται για ένα
βιβλίο που πραγματικά τιμά το Μιξόρρουμα. Είναι από τα λίγα βιβλία που έχω δει
να απευθύνονται τόσο δυνατά και από την ψυχή τού συγγραφέα προς την ψυχή, άμεσα,
όλων των συγχωριανών του, τιμώντας τους απεριόριστα. Το ό,τι το εν λόγω βιβλίο
απευθύνεται, κατεξοχήν, σε Μιξορμιανούς το καταλαβαίνεις και από τον εντυπωσιακό
γλωσσικό του πλούτο, τόσο από το ίδιο το όνομα τού χωριού, που έμαθα κι εγώ να το αποκαλώ σαν ντόπιος Μιξορμιανός- «Μιξόρμα», με την ανομοιωτική, δηλαδή, σίγηση τού δίψηφου [ου], όσο και από την αδρομερή παράθεση ενός συχνά σπάνιου και εξαιρετικά ενδιαφέροντος τοπικού λεξιλογίου [ξεχωρίζω, για
παράδειγμα, μερικές από τις ξεχασμένες αυτές κρητικές λέξεις και φράσεις
που συνάντησα στο όμορφο αυτό βιβλίο: ραντσάκωσε=
πιάστηκε, βιστιρέ (ρ. βιστιρίζω)= επίθεση κακού πνεύματος, να παρεΐσουν ή να ορτακέψουν (=να συντροφέψουν), να σκερώσουν (= να προφυλαχτούν) και, ακόμα, τα προσηγορικά όπως ρεμπεσκιές (= ο αχαΐρευτος), μαστραπάς, χαχαλόβεργα, γραφάνα (=
χοιροκεφαλή), νομπέτι, κραουνέ (=
μεγάλο ψέμα) κ.λπ., καθώς και τις φράσεις: δεν
αποφάνηκε= δεν το έδειξε, να το
κόψουμε δίπλα= να πέσουμε να κοιμηθούμε και, βέβαια, την καθαρά Μιξορμιανή
φράση «ε, όι δα κραουνέ είναι τούτο δα»=
απύθμενο ψέμα, υπερβολή].
Το ό,τι το εν
λόγω βιβλίο απευθύνεται σε Μιξορμιανούς το καταλαβαίνεις ακόμα και από τα συγκεκομμένα
ονόματα των χωριανών που έτσι, βέβαια, ήταν γνωστά μόνο στους ντόπιους
(όπως στου «Σέρδε το μύλο»), ή τα αντρωνυμικά, πατρωνυμικά και μητρωνυμικά τού χωριού (όπως
η Κρουσταλιά τού Κοχράνη, η Κόρη τού Αγαδογιάννη, η Χρυσούλα τού Δημάρχου, η Νταλούκαινα, το Μανολιό τση Μπαζάκαινας) και τα
χαρακτηρίζοντα τους χωριανούς παρατσούκλια, όταν, αυτά τα
τελευταία, ο συγγραφέας το κρίνει σωστό να αναφερθούν, γιατί γινόντουσαν,
λέγει, ευχάριστα αποδεκτά από τους
ίδιους τους κατόχους τους [όπως: Τσουκνιά,
Κορώνης, Τρεμουλοηλίας, Κοκόλης, Αθηνιά, Φέσσος, Ανεζίνα, Τζαμπαζογιάννης,
Χιόστακας, Γκεγκέτσα, Μπουμπουρογιάννης, Τσιγαράς] ή, τέλος.
και εκείνες τις όμορφες συνεκφορές ονόματος και επωνύμου (Λιονταρομανόλης, Κουντουρογιάννης,
Κουντουρογιώργης, Δουλγεροστελιανός, Δουλγερογιώργης, Κατογιάννης, Κατόμαρκος,
Κραουνοκωστής) κ.λπ, κ.λπ.
Το εν λόγω βιβλίο στα χέρια
τού αναγνώστη του αποπνέει μιαν σπάνια μεγαλοπρέπεια και αρχοντιά, θες με την
καθάρια, όπως ήδη σημειώσαμε, κρητική του διάλεκτο που πιστά
ακολουθεί, θές με το πλούσιο φωτογραφικό του υλικό από παλαιϊνές φωτογραφίες "εποχής", δεκάδων
ανθρώπων που έζησαν παλιά στο συγκεκριμένο χωριό και σήμερα δεν υπάρχουν πλέον
στη ζωή, συχνά δε και με προσωπικό, του ίδιου τού συγγραφέα, φωτογραφικό υλικό,
με αρκετές οικογενειακές- προσωπικές του φωτογραφίες, που, ενταγμένες και αυτές
μαζί με τις άλλες, δείχνουν να νιώθει κι εκείνος «ένα» με τους λοιπούς
συγχωριανούς του. Μέσα από το παλαιϊνό αυτό
φωτογραφικό υλικό πρόσωπα- μορφές τού χωριού- και πράγματα ζωντανεύουν και κυριολεκτικά ανασταίνονται μέσα στον χρόνο
και κάνουν την έκδοση ιδιαίτερα ελκυστική και ευχάριστη στην ανάγνωσή της.
Με τον συγγραφέα τού βιβλίου Μανόλη Δουλγεράκη |
Σας
ευχαριστώ! Κι’ ευχή μου στον φίλο συγγραφέα: «Καλοτάξιδο να είναι το βιβλίο»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου