ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Α Κ Ο Υ Μ Ι Α



Ακούμια: Γενική Θέα

ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΜΑΣ

ΕΠΑΡΧΙΑ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
      

             Α  Κ  Ο  Υ  Μ  Ι  Α 


                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                         Στον Μενέλαο Μιχ. Παπαδάκη,
Δήμαρχο Ρεθύμνου από το 1922 μέχρι το 1925,
Εμπνευστή και Οραματιστή
 τής ίδρυσης
 τού Δημοτικού Κήπου Ρεθύμνου.
                            
·        Γενικά στοιχεία για το χωριό
Χωριό τού Δήμου Λάμπης (τέως επαρχίας Αγίου Βασιλείου), κάτοικοι 417 (απογρ. 2001), στο 39ο χιλιόμ. τού δρόμου Ρέθυμνο-Σπήλι- Αγία Γαλήνη, στις βόρειες υπώρειες τού όρους Σιδέρωτας (ύψος 530 μ.)[1] και με τον άλλο ορεινό όγκο τού όρους Κέδρος κατέναντι τους. Από την περιοχή τού χωριού πηγάζει ο Ακουμιανός ποταμός, που χύνεται κοντά στο ακρωτήριο Μέλισσα (αρχ. Ψύχιον). Για πολλά χρόνια ήταν έδρα κοινότητας μαζί με τα χωριά Βρύσες (Ακουμόβρυσες) και Πλατανές. Σήμερα, με τον Καποδιστριακό νόμο, αποτελεί ίδιο δημοτικό διαμέρισμα με τις Βρύσες και την Τριόπετρα, στην παραλία των Ακουμίων, που έχει πια, η τελευταία, αναγνωριστεί ως ίδιος οικισμός.

·        Πληθυσμιακά στοιχεία- Ίδρυση τού χωριού- Ονομασίες- Κτηματολογικά Στοιχεία
Το χωριό αναφέρεται στην επαρχία Αγ. Βασιλείου το 1577 από τον Fr. Barozzi (fo27r) ως Vrisses de Cumia, από τον Καστροφύλακα (Κ 176), το έτος 1583, ως Cumia με 464 κατοίκους και (Κ184) με 30 οφειλόμενες αγγαρείες και από τον Βασιλικάτα το 1630 ως Cumgna[2], (που αποδίδει την κρητική προφορά Κούμνια) και Vrisses de Cumia. Πάντως, το χωριό υπολογίζεται να είναι πολύ παλιότερο από τις παραπάνω βενετσιάνικες αναφορές, αφού οι τοιχογραφίες τού αρχαιότερου ναού τού χωριού, της Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος, χρονολογούνται από το έτος 1389, στην ακμή τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια, στην τουρκική απογραφή τού 1659 τα Ακούμια αναφέρονται Kuma Vrisi με 95 οικίες[3]. Στην Αιγυπτιακή απογραφή τού 1834 το χωριό αναφέρεται για πρώτη φορά λανθασμένα ως Akumia (όπως το άκουσαν, φαίνεται, οι απογραφείς του, προσθέτοντας το [α] του άρθρου στην αρχή τού ονόματος τού χωριού)[4]. Αντίθετα, ο Χουρμούζης Βυζάντιος, στα «Κρητικά» του (σ. 39), σημειώνει σωστά το όνομα του χωριού ως «Κούμια» το έτος 1842[5]. Αργότερα, τo 1881, γράφεται και πάλι ορθά Κούμια, ανήκει στο Δήμο του Αγίου Πνεύματος και έχει 660 χριστιανούς κατοίκους. Κατά τα νεότερα χρόνια, ο πληθυσμός τού χωριού διαμορφώνεται ως εξής: 1890 (Κούμια): 660, 1900: 810, 1913 (Κούμια): 937, το 1920 γράφεται και πάλι Ακούμια, όπως και το 1834 και θα συνεχίσει να γράφεται με τον ίδιο τρόπο, εσφαλμένα, μέχρι και σήμερα. Είναι έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου  και έχει 711 κατοίκους. Το 1925 γίνεται έδρα ομώνυμης κοινότητας (Δ. 26/1/1925, ΦΕΚ Α 27/1925), με οικισμούς της τις Βρύσες και τον Πλατανέ[6], και αριθμεί 780 κατ., χωρίς τους οικισμούς. Και η πληθυσμιακή εξέλιξη του χωριού συνεχίζεται ως εξής: 1940: 882, 1951: 885, 1961: 825, 1971: 653, 1981:553, 1991: 549, 2001: 417.
Το 1659 (Τουρκοκρατία) το χωριό (Α)Κούμια μαζί με τα μετόχια Βρύσες και Αγία Άννα αποτελούσαν σουλτανικές γαίες και διέθεταν 311,5 τσερίπια[7] χωράφια, 314 λιόδεντρα, 87 τσερίπια αμπέλια, 2,5 τσερίπια περβόλια και 17 τσερίπια ακαλλιέργητες γαίες[8].

·        Το όνομα τού χωριού
Γραφικό δρομάκι στα Ακούμια
 Ο Στέργ. Σπανάκης[9] παράγει το όνομα τού χωριού από το βυζαντινό όνομα κούμος (κομάς, με την ίδια σημασία και στον Ησύχιο), που σήμαινε, και τότε και τώρα, πρόχειρο οικίσκο για τη στέγαση και προφύλαξη από τα αρπακτικά ζώα των ορνίθων και άλλων οικιακών ζώων, χοίρων κτλ. Στις μάντρες τής Κρήτης υπάρχει και σήμερα ο κούμος, όπου κουμιάζουν τα μικρά ζώα, αρνιά ή ερίφια, όταν θέλουν να χρησιμοποιήσουν τις γαστέρες τους για πιτιά- αγαστέρα, όπως λέγεται- για να τα απομονώσουν, ώστε να μην φάνε χορτάρι, οπότε δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η γαστέρα τους για τον σκοπό αυτόν[10]. Από το ρ. κουμιάζω έγινε και το ουσιαστικό κουμιά ή κούμια= μικροί κούμοι.
Ο Νικ. Γ. Παπαδάκης, από τον γειτονικό οικισμό των Βρυσών, που διετέλεσε Καθηγητής τής Φιλοσοφικής Θεσσαλονίκης και Πρύτανης τού ίδιου Πανεπιστημίου[11], διατύπωσε την άποψη ότι το όνομα τού χωριού είναι παραφθορά τού ονόματος τής γνωστής οικογένειας τού Βυζαντίου, των Κομνηνών, κλάδος τής οποίας μεταφέρθηκε στην Κρήτη επί Νικηφόρου Φωκά. Θεωρεί, μάλιστα, ότι το όνομα τού ιδρυτή τού χωριού αναφέρεται στις τοιχογραφίες τού βυζαντινού ναού τής
Και άλλο γραφικό δρομάκι
Μεταμόρφωσης τού Σωτήρα και ήταν Κουμής(sic)[12]. Το σωστό, πάντως, όνομα τού ιδρυτή είναι Κουδουμνής, όπως μπορούμε να το δούμε αμέσως παρακάτω, την επιγραφή τού ναού, την οποία μεταφέρουμε ως έχει στο παρόν σημείωμά μας.
Πιθανότερη, πάντως, από τις δύο απόψεις θεωρούμε την πρώτη, οπότε, στην περίπτωση αυτήν, το όνομα τού χωριού προήλθε, προφανώς, από συνεκφορά τού ονόματός του με το προηγούμενο άρθρο (στα Κούμια> στ’ Ακούμια). Πρβλ., εξάλλου, και το άλλο χωριό τού νομού μας, τους Κούμους, που δικαιολογεί μια παρόμοια προέλευση (από ουσιαστ. κούμος).  Με το όνομα αυτό «Κούμια» το χωριό αναφέρεται σε άγιο δισκάριο τής ενορίας τού έτους 1917. 

·        Ιστορικά στοιχεία
Από το όνομα τού χωριού Κουμιανός ονομάζεται και ο ποταμός που περνά από εκεί κοντά. Στην περιοχή του (θέση Τράχηλας τού Αγίου Πνεύματος) έγινε σκληρή μάχη το Δεκέμβριο τού 1868 με Κρητικούς και εθελοντές από την Μάνη, υπό τον παλαίμαχο αγωνιστή τού 1821 Δημήτριο Πετροπουλάκη. Η μάχη κράτησε τρεις, περίπου, ώρες. Στο τέλος, οι επαναστάτες κάμφθηκαν και οι ζημιές ήταν πολύ μεγάλες. Εκτός από του αιχμαλώτους και τους σκοτωμένους, που έφθασαν τους διακόσιους, ο Ακουμιανός ποταμός έπνιξε περίπου δώδεκα εθελοντές, που επιχείρησαν να περάσουν τα ορμητικά, λόγω του χειμώνα, νερά του[13].
 Μπορεί το παρόν να είναι το σημαντικότερο ιστορικό γεγονός, που έλαβε χώρα στην περιοχή τού χωριού, πλην όμως, το χωριό, γενικότερα, έχει να επιδείξει πλούσια συμμετοχή και στους λοιπούς αγώνες του έθνους. Για την πολυσχιδή, εξάλλου, πολεμική δράση τους οι Ακουμιανοί Κων. Τσελεπάκης και Στυλ. (Αναγνώστης) Μαρινάκης (καπετάν Μαρίνος) αναδείχθηκαν και αναγνωρίσθηκαν και επίσημα από τη Γενική Συνέλευση των Κρητών ως οπλαρχηγοί τής επαρχίας Αγίου Βασιλείου, κατά την οργάνωση τής μεγάλης Κρητικής Επανάστασης 1866-69. Το 1866 έγινε σύσκεψη, στην κεντρική πλατεία τού χωριού, των οπλαρχηγών τής περιοχής, με αρχηγό τον παραπάνω Αναγνώστη Μαρινάκη για τη συνέχιση τής επανάστασης. Μαρτυρούνται, τέλος- όπως και στα άλλα χωριά τής Πίσω Γιαλιάς- άφθονες περιπτώσεις απόκρυψης και περίθαλψης συμμάχων Άγγλων, Νεοζηλανδών και Αυστραλών από Ακουμιανούς, κατά τη διάρκεια τού Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1941-45), που με τις πράξεις τους αυτές, αν μη τι άλλο, έθεταν σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή τους και φανέρωναν τα αγνά πατριωτικά τους αισθήματα. 

·        Βυζαντινές Εκκλησίες τού χωριού
 Στο Β.Δ. άκρο τού χωριό υπάρχει κατάγραφη εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, του έτους 1389, έργο, κατά την παράδοση, της Αρχόντισσας Μαρίας, που έκτισε και το Μοναστήρι τού Αγίου Πνεύματος στην περιοχή ανάμεσα Κισσού και Βουιδομαγεριού (Δουμαεργιού). Αν η παράδοση αυτή είναι αληθινή η Αρχόντισσα Μαρία δεν έζησε στη βυζαντινή εποχή, όπως θρυλείται δι’ άλλων παραδόσεων, αλλά στην ενετική, γύρω στα 1389, που χρονολογείται- με την αμέσως παρακάτω επιγραφή των Κτητόρων- η ολοκλήρωση τού εν λόγω ναού. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τού ναού η απεικόνιση, με την εν λόγω κτητορική επιγραφή, στη ΝΔ γωνία τού ναού και τού ζεύγους των κτητόρων (Κώστα και Ανίτζας), με τις χαρακτηριστικές στολές των Κρητικών τού 14ου αιώνα. ο άντρας, δηλαδή, με κόκκινη φορεσιά, στον νότιο τοίχο, και η γυναίκα με λευκό φόρεμα, στον δυτικό. Η κτητορική επιγραφή έχει ως εξής: «Ανηγέρθην εκ βάθρου κε ανηστορίθην ο θίος ναός του σοτίρος Χριστού, δηά σινεργίας και εξόδου παπά κυρ Μανοήλ του Κουδουμνή άμα σιμβίου κε τέκνων κε ετέρω(ν) ευσεβών Χριστηανών ον ο Κύριος γι(ν)όσκη τα ονόματα αυτών. Ετεληόθην ιούνιο ης τες ΙΒ΄, έτος ςωלζ[14]  ινδικτιώνος ΙΒ΄, αμήν». Εξωτερικά η εκκλησία, μοιάζει με δύο εκκλησίες ενωμένες σε μια.
       Άλλοι βυζαντινοί ναοί είναι: α΄) αυτός του αγίου Νικολάου, μέσα το χωριό, μεγάλος ναός ρυθμού Βασιλικής, με τον Παντοκράτορα μισοκατεστραμμένο στην αψίδα του ιερού και άλλα υπολείμματα τοιχογραφιών και β΄) της Παναγίας (Ζωοδόχου Πηγής), παλιός βυζαντινός ναός, κατεστραμμένος, με υπολείμματα, επίσης, τοιχογραφιών, του αγίου Γεωργίου, της αγίας Μαρίνας, της αγίας Παρασκευής και του αγίου Ιωάννη. Άλλοι ναοί τού χωριού, νεότεροι, είναι η Κοίμηση τής Θεοτόκου (15 Αυγ.), ο άγιος Ιωάννης (29 Αυγ.), ο άγιος Δημήτριος (26 Οκτ.), ο άγιος Γεώργιος (23 Απρ.), η αγία Μαρίνα (17 Ιουλ.), η αγία Παρασκευή (26 Ιουλ.), ο άγιος Ιωάννης (7 Ιαν.), ερειπωμένος ναός στην περιοχή της Πίσω Γιαλιάς, ο προφήτης Ηλίας (20 Ιουλ.), επίσης, ερείπιο κοντά την ακροθαλασσιά και, τέλος, της Αναλήψεως του Κυρίου, που δεσπόζει στη ψηλότερη κορυφή τού όρους Σιδέρωτας, πάνω σε θεόρατο βράχο. Τα παλιά χρόνια, την ημέρα τής εορτής, ανέβαιναν προσκυνητές σχεδόν όλοι οι χωριανοί. Οι βοσκοί έβγαζαν το γάλα (ανεμικό), το μοίραζαν στους χωριανούς μετά τη θεία λειτουργία, έσφαζαν και ζώα και γλεντούσαν και πανηγύριζαν όλη την ημέρα. Σήκωναν και τη λεγόμενη «προβαρόπετρα», μια βαριά στρογγυλή πέτρα που τη σήκωναν μόνο τα γερά παλικάρια[15].
                                
·        Άλλα μνημεία τού χωριού
     Διατηρείται, επίσης, στο χωριό, πύργος, που αποτελείται από δύο ορόφους, με μεγάλα παράθυρα, κακοποιημένος, κτίσμα τής τουρκικής, μάλλον, περιόδου, που θρυλείται ότι ανήκε στη βυζαντινή Αρχόντισσα Μαρία[16], ενώ στη μέση τής κεντρικής πλατείας υπάρχει θεόρατος πλάτανος, ηλικίας τουλάχιστον διακοσίων χρόνων, που χαρίζει στους κατοίκους και τους επισκέπτες τού χωριού το πλούσια δροσιστικό φύλλωμά του, κάτω από τη σκιά τού οποίου γίνονται όλα τα γλέντια και οι πανηγύρεις τού χωριού.

·        Μορφές τού χωριού
                Αληκάκης Ιωάννης αγωνιστής τής Επανάστασης τού 1821, καταγόταν από μεγάλη και πλούσια οικογένεια, η οποία είχε εξαναγκαστεί να εξισλαμιστεί, ενώ στα κρυφά διατηρούσε τη χριστιανική θρησκεία. Με την έναρξη τού αγώνα του 1821 συντάχθηκε με τους Έλληνες και πολέμησε σε όλη τη διάρκεια τού αγώνα. Μετά το 1830 ο Αληκάκης εγκατέλειψε την περιουσία τού και εγκαταστάθηκε στην ελεύθερη Ελλάδα. Το 1841 επέστρεψε στην Κρήτη για να συμμετάσχει στην εξέγερση κατά τής νέας τουρκικής κατοχής. Πήρε επίσης μέρος και στο επαναστατικό κίνημα τού Μαυρογένη, το 1858, όπου και τραυματίστηκε. Παρέμεινε στην Κρήτη και πέθανε πάμπτωχος στο Ρέθυμνο περί το 1860[17].
     Από τις μορφές που ανέδειξε το χωριό ήταν ο Μενέλαος Μιχ. Παπαδάκης, ο οποίος διετέλεσε Δήμαρχος Ρεθύμνου από το 1922 μέχρι το 1925, Πρόεδρος του Εφεδρικού Ταμείου Ρεθύμνου και εμπνευστής τής ιδέας δημιουργίας τού Δημοτικού Κήπου τού Ρεθύμνου, ενός, μέχρι και σήμερα, βασικού στοιχείου υποδομής τής πόλεώς μας. Σήμερα, με το Πρακτικό αριθμ. 21 (15/9/03) τού Δημοτικού Συμβουλίου Ρεθύμνου προτάθηκε και, στη συνέχεια, ονοματοθετήθηκε ως πλατεία  «Μενελάου Μιχ. Παπαδάκη» η πλατεία τού λιμενοβραχίονα τού λιμανιού τής πόλης μας, της γνωστής και ως Μαρίνας των θαλαμηγών. Επί πλέον προτάθηκε η τοποθέτηση στον Δημοτικό Κήπο πλάκας, οποία θα αναγράφει: 

«ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ ΡΕΘΥΜΝΗΣ»
Ιδρύθηκε επί Δημαρχίας Μενέλαου Παπαδάκη
Δημιουργήθηκε επί Δημαρχίας Τίτου Πετυχάκη.

      Και η πλάκα αυτή, είναι αλήθεια ότι αποκαθιστά όλη την αλήθεια και τη δικαιοσύνη στο θέμα του ιδρυτή, αφενός, και του Δημιουργού, αφετέρου, του Δημοτικού μας Κήπου.
Άλλη σπουδαία μορφή τού χωριού υπήρξε και ο γιατρός Μιχαήλ Παπαδάκης, που διετέλεσε Πληρεξούσιος στην Επαναστατική Συνέλευση του 1878, Βουλευτής επί Κρητικής Πολιτείας, Νομάρχης Σφακίων (1892-95) και πρώτος χριστιανός Δήμαρχος Ρεθύμνου (1918-21).
Μιχ. Παπαδάκης του Μεν. (γενν. 1926), έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και του απονεμήθηκε μετάλλιο το 1958. Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και Πρόεδρος του ΑΣΕΠ.

·        Σχολείο
 Χρονολογία ανέγερσης του διδακτηρίου: 1932
Πάντως σχολείο υπήρχε στα Ακούμια ήδη από το 1900 και λειτουργούσε σε διάφορα σπίτια.
Λειτούργησε ως:
Μονοθέσιο: 1900-1907
Διτάξιο δημοτικό αρρένων: 1900- 1909
Ανώτερο δημοτικό Αρρένων:1910- 1914
Δημοτική Σχολή: 1915- 1921
Τριτάξιο δημοτικό Σχολείο: 1924- 1953
Τετραθέσιο δημοτικό σχολείο: 1954 έως 15-3-1969
Τριθέσιο δημοτικό σχολείο: 15-3-1969 έως 1974
Διθέσιο δημοτικό σχολείο: 1975- σήμερα
Σημ. Έως το 1964 στα Ακούμια φοιτούσαν και οι μαθητές του οικισμού Βρυσών, που ανήκει στην κοινότητα Ακουμίων. Έκτοτε, οι Βρύσες απέκτησαν δικό τους δημοτικό Σχολείο μέχρι το 1985, που καταργήθηκε ξανά και οι μαθητές φοιτούν και πάλι στο δημοτικό σχολείο Ακουμίων ως και οι μαθητές του Πλατανέ και του Δουμαεργιού (Κεντροχωρίου)[18].
Νηπιαγωγείο στα Ακούμια λειτούργησε από το σχολικό έτος 1966- 67 (με 19 νήπια) μέχρι το σχολικό έτος 2000- 2001 (με 5 νήπια), οπότε και έπαυσε να λειτουργεί.

·        Οικογένειες τού χωριού
      Παλιότερες οικογένειες επί Τουρκοκρατίας είναι οι Μαρινάκηδες, Παπαδάκηδες, Παναγιωτάκηδες. Άλλες οικογένειες του χωριού είναι οι Μουλακάκηδες, Ανδρουλάκηδες Σταματεράκηδες, Κουμαντάκηδες, Δαμβακεράκηδες, Τζανουδάκηδες, Ρουκουνάκηδες, Περαντωνάκηδες,  Παπαδογιαννάκηδες, Κανταϊφάκηδες, Ζαχαριουδάκηδες, Μαναράκηδες, Μαραγκάκηδες κ.ά.

·        Λαογραφικά στοιχεία (Παραδόσεις)
Ομοιογενής πάντοτε και ευάριθμη κοινότητα, αυτάρκης, με πλούσια λαϊκή παράδοση οριοθετημένη από τις ανάγκες τής καθημερινότητας, παρουσιάζει ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον για τον μελετητή. Αυτάρκης και ιεραρχημένη κοινωνία με αυστηρές αρχές και θρησκευτικούς κανόνες, με αλληλεγγύη μεταξύ των κατοίκων και συναίνεση σε σημαντικά θέματα- σ’ αυτό οφείλεται, ίσως, και η χαμηλή εγκληματικότητα τού χωριού- έχει ως σημείο αναφοράς την κοινή θρησκευτική ζωή που προσδιορίζει και την κοινωνική και εκφράζεται πάντα με σημείο αναφοράς την πλατεία τού χωριού, όπου και η κεντρική εκκλησία της Παναγίας από την οποία αφορμάται και το ομώνυμο πανηγύρι[19].
 Σε ένα τέτοιο χωριό δεν μπορεί παρά να υπάρχουν ενδιαφέρουσες θρησκευτικές παραδόσεις, που έτρεφαν ανέκαθεν και συνεχίζουν να τρέφουν τους κατοίκους. Έτσι, παράδοση κάνει λόγο για την Παναγία την Ακουμιανή, πλάι στον αμαξιτό δρόμο που ενώνει το Ρέθυμνο με την Αγία Γαλήνη, στο Λυβικό Πέλαγος. Λέγει, λοιπόν, ότι τα παλιά χρόνια, που οι Τούρκοι είχαν καταστρέψει τα χωριά και κατακάψει τις εκκλησίες τους, οι κάτοικοι των χωριών που δεν είχανε εκκλησίες, ιδίως των απέναντι χωριών του Αμαρίου, βγάζανε τους νεκρούς των επάνω στο λαιμό τού βουνού Κέδρος και ατενίζοντας την Παναγία την Ακουμιανή διαβάζανε την νεκρώσιμη ακολουθία και κατόπιν θάβανε εκεί τους νεκρούς τους[20]. 
 Άλλη παράδοση κάνει λόγο για τον άγιο Ονούφριο, στο όρος Ασιδέρωτα, στη νότια πλευρά του, που αντικρίζει το Λυβικό Πέλαγος. Στο μέρος αυτό ανοίγεται μικροσπηλιά, από την οποία τρέχει νερό και λίγο πιο κάτω της, μέσα σε πλούσια φυτεία από ελιές, μανταρινιές, πορτοκαλιές, καρυδιές, κυδωνιές, ροδιές και  συκιές ξεπροβάλλει ταπεινό το εκκλησάκι του αγίου Ονουφρίου. Γύρω από την εκκλησία διατηρούνται κάποια κελάκια, παλιού μοναστηριού, καταστραμμένα, που η παράδοση λέγει ότι εδώ υπήρξε ανδρικό μοναστήρι που καταστράφηκε από τους κουρσάρους. Αργότερα κατοίκησαν σε αυτό μερικές καλόγριες.
Οι παλιοί έχουνε να πούνε πως το μοναστήρι ίδρυσε ένας καλόγερος, πολύ τριχωτός, σκυφτός δε όπως πήγαινε από την εξαντλητική νηστεία έμοιαζε σαν το πρόβατο. Ο καλόγερος αυτός θεωρούνταν ως άγιος άνθρωπος και κάθε που έρχονταν οι Τούρκοι ειδοποιούσε τους Χριστιανούς από πού θα περάσουν, για να φύγουν αυτοί από το άλλο  μέρος.
 Οι Ακουμιανοί, επίσης, διηγούνται ότι μια φορά πήγανε στο μοναστήρι δυο άνθρωποι, από τους οποίους ο ένας είχε σκοτώσει τον αδελφό τού άλλου. Πήγαν στο μοναστήρι, για να σκοτώσουν έναν από τους μοναχούς, με το όνομα Γεράσιμος, που είχε προφητικές και διορατικές ικανότητες, γιατί πίστευαν πως αυτά που έλεγε δεν ήταν σωστά. Όταν έφθασαν κοντά του, εκείνος τους είπε: «καλώς τα τά παιδιά μου, κι αυτό που έχετε στο νου σας να το κάνετε γρήγορα». Αυτοί τού απάντησαν «Άγιε, δεν έχουμε τίποτε να κάνουμε». Αυτός τους απαντάει: «Μα αφού ξέρω ότι ήρθατε με σκοπό να με σκοτώσετε». Και για να τους αποδείξει τη δύναμή του, τους παίρνει και τους πηγαίνει στη βρύση, που είναι πιο κάτω από το μεγάλο βράχο. Παίρνει και ένα καθαρό ποτήρι, βάζει νερό τού ενός κι εκείνος το πίνει. Βάζει και του δευτέρου, από την ίδια πηγή, και τον νερό έγινε αμέσως κατακόκκινο, αίμα καθαρό. Το δίνει στον άλλο λέγοντας του: «πιες το παιδί μου, ότι αυτό είναι το αίμα του αδελφού σου, το αίμα που σκότωσες». Τότε αυτός γονάτισε στα πόδια του και του φιλούσε τα χέρια.
Ο άγιος αυτός ασκητής, με το όνομα Γεράσιμος, έζησε τον 19ο αιώνα και ο τάφος του βρίσκεται, σήμερα, δίπλα στον ναό τού αγίου Ονουφρίου. Είναι όμως κενός, γιατί άγνωστοι αφαίρεσαν από ευσέβεια τα οστά του, λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του, επειδή τα θεωρούσαν θαυματουργά. Η παράδοση, σύμφωνα με τις παραπάνω διηγήσεις, θέλει τον Γεράσιμο τού Αγίου Ονουφρίου άγιο Γέροντα, προικισμένο με πολλά προσόντα και υπερφυσικές δυνατότητες. Ο Γεράσιμος θεωρείται όσιος στην περιοχή, χωρίς, πάντως, να υπάρχει σχετική απόφαση αγιοποίησής του ή κάποια ακολουθία στη μνήμη του. Σε μια φθαρμένη από τον χρόνο και την υγρασία εικόνα, που βρίσκεται στον ι. ναό τού αγίου Ονουφρίου εικονίζεται ο ασκητής και υπάρχει επιγραφή που αναφέρει:

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ
Ο ΝΕΟΣ Ο ΕΝ ΤΗ ΑΚΟΥΜΙΑΝΗ
ΓΙΑΛΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΑΣΚΗΣΑΣ ΤΩ 1835
    ΕΡΓΟΝ ΝΕΣΤΩΡΟΣ ΒΑΣΣΑ(ΛΟΥ)

        Κάθε χρόνο στον μικρό επισκευασμένο σήμερα ναό συγκεντρώνονταν πλήθη πιστών από όλη σχεδόν την Κρήτη, για να ζητήσουν την ευλογία του. Στην περιοχή σώζονται ακόμη τα πρόχειρα οικήματα των παλιών ασκητών, συνήθως κτισμένα μέσα σε σπήλαια.

·        Ακουμιανή Γιαλιά- Καταφύγιο ασκητών  
Στα Ακούμια τα τελευταία χρόνια λάμπρυναν τη μοναχική παράδοση τού χωριού δυο αγιασμένες ασκητικές μορφές. Στην περιοχή τής Κατεβατής- όπου και ομώνυμο σπήλαιο και Μονή του Αγίου Αντωνίου- έζησε ο τελευταίος ερημίτης τής Αγιοβασιλιώτικης Γιαλιάς Θεοδόσιος Δαμβακεράκης (+2000).
Ο μοναχός Θεοδόσιος Δαμβακεράκης, μια έντονα βιβλική μορφή, με χαρακτηρικά των παλιών ασκητών τής Γιαλιάς, εκάρη μοναχός στη σκήτη Παναγουλάκη στη Μεσσηνία και στη συνέχεια ήλθε στην Κρήτη προκειμένου να μονάσει. Εγκαταστάθηκε στην Κατεβατή αμέσως μετά τη γερμανική κατοχή και άρχισε αρχικά μαζί με τον Νεόφυτο Μαρκάκη- τον τελευταίο ερημίτη των Αστερουσίων, που είχε μονάσει προηγουμένως στην Ι. Μ. Κουδουμά και τώρα βρισκόταν στην Κατεβατή- τις πρώτες προσπάθειες δημιουργίας ενός μικρού μοναστικού κέντρου[21].
 Επίσης, στο ερημητήριο τής Αγίας Άννας- κοντά στο ερημητήριο τού αγίου Ονουφρίου, στην παράκτια πεδιάδα τής Ακουμιανής Γιαλιάς- έζησε ασκητικά ο μοναχός Γεννάδιος Τζεκάκης από τα γειτονικά Ακτούντα, που κοιμήθηκε το έτος 1983, σε ηλικία εκατό πέντε ετών[22]. Ο Γεννάδιος έχει αφήσει στην περιοχή ανάμνηση μοναχού με πολλές αρετές, αφοσιωμένου στη νηστεία και την προσευχή.
Πιο πριν από αυτούς έζησε και ο γέρο- Γεννάδιος ο Αγιορείτης (κοιμήθηκε στις 17 Ιουνίου 1933, σε ηλικία 52 ετών), γεννημένος μοναχός, με πίστη και ταπείνωση, που μοναδικό χρέος του είχε τη διδασκαλία και την κατήχηση στις αρχές τού Χριστιανισμού.
Γενικά, μετά το 1924 η Ακουμιανή Γιαλιά έγινε καταφύγιο και χώρος υποδοχής όλων όσων είχαν αντιδράσει στην εφαρμογή τού νέου (Γρηγοριανού) ημερολογίου. Οι οπαδοί τού παλιού, Ιουλιανού ημερολογίου, περισσότερο γνωστοί και ως «παλιοημερολογίτες», αναζήτησαν τόπους με μοναστική παράδοση, προκειμένου να ιδρύσουν τα δικά τους μοναστήρια. Τότε ακριβώς οι οπαδοί τού παλιού Ημερολογίου θυμήθηκαν τον Άγιο Ονούφριο και μερικά ακόμη ξεχασμένα ερημητήρια τής ίδιας περιοχής. Στο δυτικότερο, μάλιστα, τμήμα στη περιοχής τού Αγίου Ονουφρίου υπάρχει ένα συγκρότημα κελιών που κτίστηκαν μετά το έτος 1930. Τα κελιά έμειναν χωρίς στέγη, γιατί οι μοναχοί δεν πρόλαβαν να τα στεγάσουν και εκδιώχτηκαν από εκεί[23]. 

·        Φυσικές ομορφιές- Ασχολίες των κατοίκων
Η γραφική Τριόπετρα
Και πάλι η γραφική Τριόπετρα
  






  

    

    Αν στρίψουμε δεξιά, μέσα από το χωριό, φτάνουμε στην Ακουμιανή Γιαλιά μια από τις ωραιότερες ακρογιαλιές τής νότιας ακτής τού νομού Ρεθύμνου, με θαυμάσια παραλία από άμμο και μικρά βότσαλα σε όμορφους χρωματισμούς και νερά πεντακάθαρα. Μια παραλία ήρεμη, χωρίς πολλούς τουρίστες και ασφαλή, τη στιγμή που μπορεί ο άνεμος να φυσά μανιωδώς σε όλη τη Βόρεια Κρήτη. Ειδικότερα, η παραλία τής Τριόπετρας- που το όνομά της οφείλει στις τρεις τεράστιες πέτρες που ξεφυτρώνουν μέσα από τη θάλασσα, μπροστά από την παραλία- προσφέρει στους θαμώνες της ένα μοναδικό ηλιοβασίλεμα.
    Κύριες ασχολίες των κατοίκων των Ακουμίων είναι η καλλιέργεια της ελιάς, των χαρουπιών και η κτηνοτροφία.
 



[1] Αν παρατηρήσουμε τις περίεργες πτυχώσεις των βράχων τού όρους (Α)Σιδέρωτας (Α-σιδέρωτος) θα αντιληφθούμε πώς προέκυψε το όνομα τού βουνού.
[2]Στέργιου Σπανάκη,  Μνημεία Κρητικής Ιστορίας V, 130.
[3] Ν. Σταυρινίδη , Απογραφικοί Πίνακες τής Κρήτης, Κρητικά Χρονικά , ΚΒ΄, 127. Την ίδια χρονιά το χωριό βάσει τού ιεροδικαστικού κώδικα πληρώνει 13 χαράτζια κεφαλικό φόρο (Ευαγγελία Μπαλτά- Mustafa Oguz, Το Οθωμανικό Κτηματολόγιο τού Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2007, 479).
[4] Rob. Pashley, Travels in Crete, II, London 1837, 313.
[5] Στέργιου Γ. Σπανάκη, Πόλεις και χωριά τής Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων (Μητρώον των οικισμών), Ηράκλειο 1991, 427.
[6] Λίγο αργότερα ο Πλατανές εντάχθηκε στην κοινότητα Κεντροχωρίου Δ. 7/8/1930, ΦΕΚ Α 283/ 1930.
[7] Τσερίπ (cerib)= μονάδα μέτρησης επιφανείας, που ισοδυναμεί προς 60 τετραγωνικούς πήχεις.
[8] Ευαγγελία Μπαλτά- Mustafa Oguz, ό.π.
[9] Ό.π., 428.
[10] Στ. Ξανθουδίδη, Ποιμενικά τής Κρήτης, Λεξικογραφικόν Αρχείον, 5, 267-323.
[11] Περί Ν. Παπαδάκη βλ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Νικόλαος Γεωργίου Παπαδάκης, Ρέθυμνο 1997.
[12] Στυλ. Ν. Παπαδογιαννάκη, Τα Ακούμια Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου, 7.
[13] Ν. Σταυρινίδη, Καπετάν Μιχάλης Κόρακας, 790. Περισσότερα στοιχεία για την Μάχη τού Τράχηλα- Αγίου Πνεύματος, βλ. στα Γενικά Στοιχεία τού χωριού Κισσός.
[14] Το έτος ςω(κόπα)Ζ= 6897 από κτίσεως κόσμου τής επιγραφής τού ναού αντιστοιχεί με το έτος 1389 από γεννήσεως Χριστού (Gerola, Monumenti Veneti Nellisola di Creta, Venezia NCM.V, vol ΙΙ 335,  φ. 37 και ΙV 493 φ.7). Μιχ. Μ. Παπαδάκη, Η Μονή και η Σχολή τού Αγίου Πνεύματος, περιοδ. Προμηθεύς ο Πυρφόρος 18 (1980), 5.
[15] Στυλ. Ν. Παπαδογιαννάκη, ό.π.,31.
[16]G. Gerola, Monumenti Veneti Nellisola di Creta, Venezia NCM.V, vol ΙΙ 335, ΙΙΙ 286-287.
[17] Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος- Λαρούς Μπριτάνικα (οικείο λήμμα) και Γ.Π.Εκκεκάκη, «Ο Ιωάννης Αληκάκης από τ’ Ακούμια», Κρητική Επιθεώρηση 11/3/2011.
[18] Φασατάκης Νικόλαος, Η τ. επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης, Αθήνα 2003, 321.
[19] Στο διαδίκτυο: http://el.wikipedia.org
[20] Αλέξ. Κ. Χατζηγάκη, Εκκλησίες Κρήτης- Παραδόσεις, Ρέθυμνο 1954, 61.
[21] Περισσότερα για τον μοναχό Θεοδόσιο βλ. στον Αντώνη Στιβακτάκη,
[22] Την βιογραφία αυτού του τελευταίου μοναχού κατέγραψε ο Ακουμιανός Θεολόγος Καθηγητής κ. Στυλ. Μιχ. Παπαδογιαννάκης (Γεννάδιος και Ιωακείμ, Δύο Ρεθύμνιοι Άγιοι Μοναχοί, Ρέθυμνο 2002).
[23] Ν. Ψιλάκη, Μοναστήρια και Ερημητήρια τής Κρήτης, τόμος Β', Ηράκλειο 1993, 439.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Γ. ΓΕΝΕΡΑΛΗ Α Υ Τ Ο Β Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

       

 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ  Γ. ΓΕΝΕΡΑΛΗ



Α Υ Τ Ο Β Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

[Έκδοση «Καλαϊτζάκης Α.Ε.», Ρέθυμνο 2013, σχ. 8ο (24 Χ 17), σσ. 650]


  ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
    www.ret-anadromes.blogspot.com

    Με τον όρο αυτοβιογραφία χαρακτηρίζουμε, συνήθως, ένα συνεχές αφηγηματικό έργο, στο οποίο ένας άνθρωπος εκθέτει ο ίδιος την ιστορία τής ζωής του (ή και ενός μόνο τμήματος αυής).

Ένα τέτοιο έργο, την αυτοβιογραφία τού Εμμανουήλ Γ. Γενεράλι, έναν ογκώδη τόμο 650 σελίδων, έχουμε τη χαρά να κρατούμε στα χέρια μας σήμερα. Η «Αυτοβιογραφία» τού Εμμ. Γενεράλη ήταν, μέχρι σήμερα, ένα από τα ανέκδοτα έργα τού μεγάλου φιλολόγου, παιδαγωγού, Γυμνασιάρχη, Βουλευτή και Γενικού Επιθεωρητή Εκπαιδεύσεως Κρήτης.

Συγκινητικό στην όλη ιστορία έκδοσης τού έργου είναι ότι αρχικά την έκδοσή του είχε αναλάβει ο αείμνηστος Σπύρος Μαρνιέρος (1931- 2001), λαμπρός φίλος, λόγιος και άνθρωπος τού τόπου μας, του οποίου ο Γενεράλης ήταν αδελφός τού παππού του. Δεν ξεχνώ με τι ενδιαφέρον ο μακαρίτης  πληροφορήθηκε από εμένα την έκδοση που ετοίμαζα, τον καιρό εκείνο (1997), της βιογραφίας τού Νικολάου Γ. Παπαδάκη, από τις Βρύσες Αγίου Βασιλείου, Καθηγητή και Πρύτανη τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, για τον οποίο ο Γενεράλης, ως μαθητή που τον είχε, σημειώνει, μεταξύ άλλων, στην «Αυτοβιογραφία» του και τα εξής εντυπωσιακά από μίαν εκδήλωση τού σχολείου στην οποία πρωτοστάτησε ο μαθητής Ν. Παπαδάκης: «Και ήτο τοιαύτη η εντύπωσις [εκ τής αναγνώσεώς τού Παπαδάκη], ώστε ωρθούντο αι τρίχες τής κεφαλής των ακουόντων και επληρούντο ρίγους και συγκινήσεως…. Ο μαθητής ούτος ήτο εν  μαθητικόν θαύμα» («Αυτοβιογραφία», σσ. 150- 151).

Ο αείμνηστος Σπύρος Μαρνιέρος δεν πρόφθασε να ολοκληρώσει την εκδοτική του προσπάθεια, πέραν της δημοσιοποίησης μιας εκατοντάδας, περίπου, αποσπασμάτων τής «Αυτοβιογραφίας» στην εφημερ. «Κρητική Επιθεώρηση» (όπως και το παραπάνω για τον Καθηγητή Νικόλαο Παπαδάκη), και της παράδοσής της στο τυπογραφείο τής «Κρητικής Επιθεώρησης», γιατί εν τω μεταξύ τον πρόλαβε ο θάνατος (2001). Στο σημείο αυτό, η προσπάθεια τής έκδοσης συνεχίστηκε από τον τότε Διευθυντή τής Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης κ. Γιάννη Ζ. Παπιομύτογλου, για να ολοκληρωθεί, στη συνέχεια, από έτερο μακρινό συγγενή τού αυτοβιογραφούμενου, τον κ. Θεόδωρο Στυλ. Πελαντάκη.

Η «Αυτοβιογραφία» είναι γραμμένη σε γλώσσα αρχαιοπρεπέστατη, πολλές φορές αττικίζουσα, αφού οι επιρροές τού συγγραφέα προήλθαν από την εκκλησιαστική γλώσσα τού περιβάλλοντός του (ήταν γιος και αδελφός ιερέα, ψάλτης και ιεροκήρυκας περιστασιακά), αλλά και από «καθαρούς» πανεπιστημιακούς διδασκάλους με τους οποίους συναναστρεφόταν, όπως τον Γ. Ν. Χατζιδάκι και μάλιστα τον Κων. Κόντο με τον οποίο ο Γενεράλης συνεργάστηκε στενά. Ο Επιμελητής τού τόμου κ. Θ. Πελαντάκης στο θέμα τής γλώσσας επέδειξε εξαιρετικό σεβασμό και ειδικό ενδιαφέρον, αφού θεώρησε επιβεβλημένο καθήκον να σεβαστεί και να διατηρήσει τη γλώσσα τού συγγραφέα, χωρίς παρεμβατικές αλλοιώσεις τού κειμένου. Έτσι, η «Αυτοβιογραφία» δημοσιεύεται σήμερα όπως ακριβώς την έγραψε ο Γενεράλης σε υπερκαθαρεύουσα γλώσσα!

Προς υποσκελισμό των δυσκολιών κατανόησης τού κειμένου από τον μέσο αναγνώστη ο Επιμελητής επινόησε λίαν αποτελεσματικούς τρόπους . φρόντισε να κατανείμει το κείμενο σε ενότητες, θέτοντας, σε κάθε μία, με έντονα γράμματα, σύντομους και ουσιαστικούς πλαγιότιτλους, εν είδει περιλήψεως τής ενότητας, που διευκολύνουν ουσιαστικά τον αναγνώστη. Παράλληλα, ο Επιμελητής, εγκρατής και δόκιμος και ο ίδιος κλασικός φιλόλογος, φρόντισε για την μετάφραση, με 261 υποσελίδιες σημειώσεις, των αρχαίων ελληνικών, τουρκικών, γαλλικών, λατινικών και ιδιωματικών λέξεων– φράσεων τού κειμένου, ενώ, περαιτέρω, σημειώνει και άλλες ικανές παρατηρήσεις σε λαογραφικά, εκπαιδευτικά, ιστορικά και κοινωνικά ζητήματα τής αυτοβιογραφίας. Με αυτές και άλλες πολλές επισημάνσεις- παρεμβάσεις ο Επιμελητής κατόρθωσε το αδιανόητο! Να σεβαστεί ένα κείμενο αρχαιοπρεπέστατο και να το παραδώσει και στον πιο απλό αναγνώστη αρκετά κατανοητό και προσλήψιμο.

Κοντά σε αυτά, η όλη διάρθρωση τού παρουσιαζόμενου τόμου συντελεί, θεωρούμε, επίσης, στην εύκολη και ουσιαστική πρόσληψη και κατανόηση τού αρχαιοπρεπούς κειμένου τής αυτοβιογραφίας, τόσο με την προτασσόμενη κατατοπιστικότατη «Εισαγωγή» τού Επιμελητή, όσο και με τα λοιπά μέρη τού τόμου, δηλαδή το «Χρονολόγιο τής ζωής τού Εμμ. Γενεράλη», σε συσχετισμό με τα γεγονότα τής εποχής του, που συνέταξε η δισεγγονή του κ. Χριστίνα Θεοχάρη, την «Εργογραφία τού Εμμ. Γενεράλη» και το «Ευρετήριο Ονομάτων», που συνέταξε ο Γ. Παπιομύτογλου και, τέλος, τα συνοδευτικά για τον Γενεράλη άρθρα των πανεπιστημιακών δασκάλων Χρ. Χαραλαμπάκη («Το επιστημονικό έργο τού Εμμ. Γενεράλη) και Εμμ. Κριαρά («Εμμανουήλ Γενεράλης, ο Δάσκαλός μου») και, βέβαια, του αείμν. Σπύρου Απ. Μαρνιέρου («Ο πρώτος Γερακαριανός τιτλούχος Ανωτάτων Σπουδών»).

Η παρουσιαζόμενη με το σημείωμά μας αυτό «Αυτοβιογραφία» γράφτηκε από τον συγγραφέα της σε διάστημα επτά μηνών, από μνήμης, όταν βρισκόταν σε προχωρημένη, ήδη, ηλικία (74 χρόνων), αλλά η πνευματική του διαύγεια και η μνήμη του διατηρούνταν, ακόμα, ανθηρότατες.         

Η εν λόγω «Αυτοβιογραφία» αποτελεί έναν, τωόντι, πολύτιμο θησαυρό στοιχείων και πληροφοριών τόσο για την πόλη μας και τα εκπαιδευτικά, κοινωνικά και πολιτικά πράγματα τής εποχής εκείνης, όσο και για την ίδια την προσωπική τού συγγραφέα της ζωή. Ο συγγραφέας σπουδάζει μέσω μυρίων εμποδίων και δυσκολιών, με έντονο τον προσωπικό αγώνα, στεφανούμενο από θαυμαστές συγκυρίες εύρεσης πόρων και διάνοιξης ατραπών (υποτροφίες, αμοιβαίες διδασκαλίες, εκγυμνάσεις νεωτέρων του μαθητών). Αυτή η θαυμαστή πρόοδός του, εν μέσω τόσων δυσκολιών, τον κάνει- νεαρόν όντα ακόμα- να καμαρώνει για την απροσδόκητη άνοδο και τις επιτυχίες του, για τους επαίνους και την προβολή που του έκαναν οι δάσκαλοι και οι μεγαλύτεροί του, αλλά για την ενσυναίσθηση που και ο ίδιος είχε της πνευματικής από τους συνομηλίκους του «διαφοράς», φθάνοντας, συχνά, μέχρις και στην έκφραση ενός επαναλαμβανόμενου ανεπίγνωστου «εγωισμού». Ο αγώνας του, πάντως, για μάθηση και πρόοδο και η αγωνία του για την επίτευξή τους καθίστανται για μας σήμερα μάθημα δύναμης και αποφασιστικότητας.  

Παρακολουθούμε, περαιτέρω, την καθηγητική και επιστημονική του δράση ως καθηγητή και συγγραφέα, την τιμητική στήριξη, συμπαράσταση και αποδοχή που συχνά γνώριζε από τους μαθητές, τους ποικίλους ακροατές του και την κοινωνία, την τρικυμιώδη, στη συνέχεια, διαδρομή του στην παιδεία και την πολιτική (ως βουλευτής τής Κρητικής Συνελεύσεως), αλλά και τη ζωή και πατριωτική του δράση γενικότερα (προσέφερε τον 19ετή γιο του Νικόλαο, τελειόφοιτο Νομικής, εθελοντή που έδωσε τη ζωή του για την πατρίδα). Τις δριμείες επιθέσεις, τις διώξεις, τις φυλακίσεις, τις συκοφαντικές κατηγορίες και τις απολύσεις από την εργασία, αλλά και τους λιβέλους που του απηύθυναν συχνά πυκνά οι πολέμιοί του. Πάντα, όμως, στο τέλος, εξέλαμπε «φως» η αλήθεια που σταθερά πρέσβευε στη ζωή του και η κοινωνική αναγνώρισή του.

Κοντά σε αυτά, γίνεται εκτενής μνημόνευση και στον πολιτισμό τού Ρεθύμνου τής εποχής εκείνης, με την ευκαιρία λεπτομερούς αναφοράς του στη συμβολή του στην ίδρυση τού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ρεθύμνου, του πιο σημαντικού μέχρι σήμερα σωματείου τού Ρεθύμνου, και στα της προεδρίας του στον περίφημο Γυμναστικό Σύλλογο, καθώς και στα αφορώντα στη σχολική ζωή και στα εκπαιδευτικά πράγματα κατά τα έτη εκείνα, που καταλαμβάνουν μέγα μέρος τής αυτοβιογραφίας, στην παρεχόμενη μάθηση, στους διδασκάλους, στα σχολεία τόσο τής υπαίθρου (Γερακάρη, Μέρωνα, Μοναστηρακίου), όσο και των πόλεων (γυμνάσια, σχολαρχείο, πανεπιστήμια), στην Ιστορία, επίσης, τής Εκπαίδευσης στο Ρέθυμνο, στην Κρήτη και στην Ελλάδα γενικότερα, δεδομένου ότι ο Γενεράλης κλήθηκε ή αναγκάστηκε να υπηρετήσει και να ζήσει σε πολλά μέρη τής Ελλάδος (Ρέθυμνο, Νεάπολη, Χανιά, Τήνο, Αθήνα, Τρίπολη, Έδεσσα).

Η πολιτική τοποθέτησή του στον αντιβενιζελικό χώρο τού έγινε αφορμή για έναν εξαιρετικά περιπετειώδη και ανασφαλή επαγγελματικό βίο, με συνεχείς απολύσεις, ευτελισμούς και εξορίες, πράγματα στα οποία ο Εμμ. Γενεράλης αναφέρεται με κάθε λεπτομέρεια στην «Αυτοβιογραφία» του. Αναφέρεται, επίσης, εκτεταμένα και στα πολιτικά πράγματα τής εποχής του, στα πολιτικά πάθη και τις κομματικές αντιπαραθέσεις των δύο βασικών τότε πολιτικών κομμάτων, των καραβανάδων (των περί την κυβέρνηση, δηλαδή, Κρητών) και των Ξυπόλυτων (των αντιπολιτευόμενων Φιλελευθέρων), καθώς και σε άλλα σπουδαία ιστορικά στοιχεία τής εποχής του, όπως στο κίνημα (ανταρσία) των Επτά (υπό τον Αριστείδη Κριάρη), στη δράση τού «ξυπόλυτου» Βενιζέλου, που θανάσιμα ο Γενεράλης πολεμούσε (αλλά κάπου και θαύμαζε), αλλά και του μεγάλου Χαρ. Τρικούπη, του προσφιλούς του Πρίγκιπα Γεωργίου, αλλά και αρκετών άλλων πολιτικών προσωπικοτήτων τής εποχής. Παρουσιάζει, επίσης, με ρεαλισμό και δύναμη ψυχής την τραχύτητα τής τουρκικής σκλαβιάς που κατέτρυχε βίαια τους Κρητικούς και όλη γενικά την ιστορία τής Μεταπολιτευτικής Επιτροπής, τους αγώνες του και τα επίσημα έγγραφα και ψηφίσματα που συνέταξε και απευθύνονταν σε Πρόξενους, Υποπρόξενους, Πασάδες–διοικητές, τον Διάδοχο, τον Πρωθυπουργό και τον Πρίγκιπα Γεώργιο, προκειμένου να απαλύνει το βάρος τού ζυγού. Είναι ευτύχημα που ο Γενεράλης πρόβλεψε να αντιγράψει και έτσι να διασώσει στο Αρχείο του πάμπολλα έγγραφα με ιστορικά ντοκουμέντα ή να καταγράψει άλλα «από πρώτο χέρι». Έτσι, αυτή η ιδιαίτερα δύσκολη για τους Κρητικούς εποχή (μετά το 1889) φωτίζεται με άφθονα στοιχεία από τις σελίδες τού βιβλίου αυτού.

Συμπερασματικά, η αυτοβιογραφία τού Γενεράλη είναι ένα κείμενο γνήσιο, καθαρό, δόκιμου και τορνευμένου ελληνικού λόγου, στο οποίο ο συγγραφέας φαίνεται να έχει βαθιά ενσυναίσθηση των σπουδαίων ικανοτήτων του στον χώρο τής Παιδείας, του Πολιτισμού και των πολιτικών πραγμάτων τής εποχής του, συνεχώς ελέγχοντας και συμβουλεύοντας και προτείνοντας σκέψεις και απόψεις σε Τούρκους και ημετέρους για μια καλύτερη και δικαιότερη και αξιοκρατική διακυβέρνηση τού τόπου. Ταυτόχρονα, ο αυτοβιογραφούμενος δεν εντρέπεται να αναγνωρίζει δημοσία τα λάθη του, μεγάλα ή μικρά, κατηγορώντας ή μεμφόμενος, συχνά, εαυτόν για τις αδυναμίες και τις σκέψεις που τον κατέτρυχαν, πράγμα που- μαζί με όλα τα υπόλοιπα συνοδά τού πολυτάραχου βίου του- θεωρούμε ως βασικό γνώρισμα κάθε μεγάλου άνδρα τής Ιστορίας στο στερέωμα τής οποίας λαμπρή θέση έχει καταλάβει για τον τόπο μας και ο αυτοβιογραφούμενος Εμμανουήλ Γενεράλης.               

Κ Α Ρ Ν Α Β Α Λ Ι Α Σ τ ο Π α λ α ι ό Ρ έ θ υ μ ν ο


Κ Α Ρ Ν Α Β Α Λ Ι Α
Σ τ ο  Π α λ α ι ό  Ρ έ θ υ μ ν ο

          ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
                http://ret-anadromes.blogspot.com

Τα καρναβάλια τού παλαιού Ρεθύμνου θεωρούνται από όλους τους παλιούς που διατηρούν ακόμα έστω και αχνές μακρινές αναμνήσεις, πολύ πιο πηγαία σε χαρά και αυθορμητισμό από τα σημερινά. Το κέφι ήταν, βέβαια, πηγαίο μα ήταν και οι άνθρωποι που το δημιουργούσαν. Φτωχοί βιοπαλαιστές, με τα πολλά προβλήματα τής ζωής τους άλυτα, παραμερίζανε προσωρινά την ποδιά τής δουλειάς και τις ποικίλες δυσκολίες τής ζωής και πρωτοστατούσαν σε αποκριάτικα γλέντια, δίνοντάς τους ζωή, ζωντάνια και ομορφιά. Υπήρξε εποχή που οι Ρεθεμνιώτες στην πλειοψηφία τους τραγουδούσαν, είτε έπαιζαν ένα μουσικό όργανο (μαντολίνο, φυσαρμόνικα, βιολί). Όλες τις αποκριές, όλα τα βράδια, υπήρχε ζωηρή κίνηση στα σπίτια, στα μαγαζιά και τις ταβέρνες. Τα τραγούδια έδιναν και έπαιρναν. η «Ανθισμένη Αμυγδαλιά», η «Μοδιστρούλα», «Στης Νύχτας τη Σιγαλιά» και άλλα ωραία τραγούδια τής εποχής.
Γύρω στα 1915, σε μια δύσκολη και συφοριασμένη εποχή, το Ρέθυμνο δημιουργούσε τους πρώτους πυρήνες καρναβαλικών παρελάσεων. Οι δρόμοι τού Ρεθύμνου από τη Μαρμαρόπορτα μέχρι τ’ Αμπουχούρη, τη Μεγάλη Πόρτα, την Τσάρου και τσ’ Αμμος την Πόρτα κυριολεκτικά έσφυζαν από ζωή και, στο τέλος, όλοι συνέχιζαν το κέφι τους στο περίφημο θέατρο τού Σπανδάγου, το «Ιδαίον Άντρον», όπου γινόταν δημόσιος χορός, που τον διοργάνωνε το Λύκειο των Ελληνίδων, την τελευταία Κυριακή των Απόκρεω, ο «Μέγας Χορός Μετημφιεσμένων»,  όπως το Ίδρυμα τον ανακοίνωνε από τον ημερήσιο τύπο της εποχής, με «Ατραξιόν- Κοτιγιόν- Χαρτοπόλεμο- Σερπαντέν- Ανθοπόλεμο».
 Τις απόκριες οι Ρεθεμνιώτες σκάρωναν τα πιο απίθανα θεάματα με θέματα που τα διέκρινε το πιο αυθόρμητο και πηγαίο χιούμορ. Στα καρναβάλια εκείνα δεν υπήρχε περιορισμός και μπορούσε ο καθένας να συμμετάσχει με καμώματα αυτοσχέδια που τού έρχονταν στο μυαλό εκείνη τη στιγμή. Και σε αυτό, ακριβώς, έγκειται η μεγάλη τους επιτυχία. Θα ήταν, εκεί, γύρω στα 1925 που ο Βασίλης Δασκαλάκης ντυνόταν Βασιλιάς Καρνάβαλος. Τού Γιάννη Ζαμφώτη, πάλι, του τελάλη, ο γιος, ο Βασίλης, ντυνόταν διάβολος με ουρά και γινόταν ο φόβος και ο τρόμος των μικρών παιδιών, που τα κυνηγούσε αγρίως μπαίνοντας αυθόρμητα ακόμα και μέσα στα σπίτια. Ο μικρασιάτης Ασλάνης Λεωνίδας με πολλή επιτυχία έφτιαξε, κάποτε, με άχυρα, ένα ομοίωμα νεκρού, τον οποίο, στη συνέχεια, βάλθηκε με πολύ γούστο να μοιρολογάται[1].
Ο αείμνηστος Ανδρέας Σταυρουλάκης διασώζει[2] μίαν όλως πρωτότυπη είδηση για τον Πεντεφούτη, που την μεταφέρουμε περιληπτικά στο σημείο αυτό. Κάποτε, αστειευόμενοι μαζί του μια παρέα Ρεθυμνιωτών τον έβαλαν, για ένα σακί αλεύρι, να διατρέξει ολοτσίτσιδος- αληθινός πρόδρομος τού στρήκινγκ- όλους τους κνεντρικούς δρόμους τής πόλης μας, φωνάζοντας δυνατά: «τρέξατε όλοι να θαυμάσετε το φοβερό θεριό…δωρεάν!». Και αυτό συνέβη κάτω από τους καγχασμούς και τα σφυρίγματα των Ρεθεμνιωτών, ενώ, μετά το τέλος τής ιλαροτραγωδίας, ο Πεντεφούτης φορτωνόταν τρισευτυχισμένος το σακί με το αλεύρι, τη λεία που του είχαν υποσχεθεί.
Άλλη φορά λένε ότι έκανε το  ίδιο πράγμα τις μέρες των Αποκριών, όταν ολοτσίτσιδος, πάλι, είχε ανεβεί σ’ ένα μικρό κάρο που το έσερνε ένα υπομονητικό γαϊδουράκι. Είχε αλειφθεί, όμως, με μαύρη πίσσα (κατράμι) και έδινε την εντύπωση ότι ήταν κανείς αράπης, που είχε φθάσει από την… Κεντρώα Αφρική. Σε αυτήν την έξαλλη κατάσταση άρχιζε να τραγουδάει με την παράφωνη ακαλλιέργητη φωνάρα του αστεία δίστιχα, ενώ οι πιτσιρίκοι τρέχανε ξοπίσω του με γέλια, σφυρίγματα και κοροϊδίες:

      «Ήλθε η μόδα Φαραώ,
      και κόβουν τσι πλεξούδες,
      κ’ οι γι’ άντρες το μουστάκι τους,
      και γίνονται αρκούδες»[3].

Απλά, αθώα πειράγματα, απλές σκηνοθετήσεις τής στιγμής, που, όμως, άγγιζαν βαθιά την ψυχή των ανθρώπων τής εποχής εκείνης, των έδιναν πηγαίο κέφι, χιούμορ, χαρά και ευθυμία. Σήμερα που έχουμε και σκορπάμε πολλά λεφτά, τα καρναβάλια μας είναι ασφαλώς πολύ πλουσιότερα σε άρματα και ενδυμασίες από τα καρναβάλια εκείνα, εκατό χρόνια πριν, και απαιτούν, ασφαλώς, μακρά εργασία και προετοιμασία για να κατασευαστούν (ακούμε να λένε ότι μόλις τελειώσει το ένα καρναβάλι, από την άλλη, κιόλας, μέρα αρχίζει η προετοιμασία για το άλλο, τού επόμενου χρόνου). Όμως, παρόλ’ αυτά, δεν φαίνεται τα σημερινά καρναβάλια να αγγίζουν την ψυχή τού ανθρώπου τής εποχής μας και να τού μεταγγίζουν τη χαρά με τον ίδιο πηγαίο τρόπο, όπως εκείνα τα παλιά καρναβάλια, που έβγαιναν μέσα από την καθημερινότητα και τα βιώματα των ανθρώπων και επηρέαζαν βαθιά την ιδιοσυστασία τους, εντυπωσίαζαν και έμειναν μέχρι σήμερα ολοζώντανα στη μνήμη των παλιών, που τα θυμούνται και με το ίδιο κέφι, της στιγμής εκείνης που τα ζούσαν στην πραγματικότητα, μάς τα υπενθυμίζουν. 

[1] Από πληροφορία τού αείμν. Μιχάλη Σιμιτζή.
[2] Κρητική Επιθεώρησις 17/4/1974.
[3] Προμηθεύς ο Πυρφόρος, περίοδος Β΄, τ. 1 (1977) 15.

Δύο ημερολόγια για τους Αγίους Τέσσερις Νεομάρτυρες Ρεθύμνου


Δύο ημερολόγια για τους Αγίους Τέσσερις Νεομάρτυρες Ρεθύμνου

(Ι. Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου και Συλλόγου Ρεθυμνίων Αττικής «Το Αρκάδι»)

             ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

               www.ret-anadromes.blogspot.com


        Από τα πολλά ημερολόγια των οποίων έγινα αποδέκτης με την ανατολή τού Νέου Έτους, 2014, με το σημείωμά μου αυτό θέλω να εστιάσω σε δύο. και είναι, ίσως, η ποιότητά τους και, κυρίως, το θέμα αφιέρωσής τους αυτό που με συγκίνησε και με κίνησε να εκφραστώ. Πρόκειται για τα ημερολόγια τής Ι. Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, αφενός, και του Συλλόγου Ρεθυμνίων Αττικής, «Το Αρκάδι», αφετέρου, που και τα δύο είναι φέτος αφιερωμένα στους Αγίους Τέσσερις Νεομάρτυρες Ρεθύμνου, Γεώργιο, Αγγελή, Μανουήλ και Νικόλαο.

Αυτοί οι Τέσσερις λεβέντες κρητικοί άγιοι, που υπέγραψαν τη μαρτυρία τής Πίστεως και της αγάπης τους προς τον Χριστό με το ίδιο τους το αίμα, αγνοί και τίμιοι οικογενειάρχες και ψυχωμένοι πολεμιστές τής ελληνικής επανάστασης τού 1821, πάντα με συγκινούσαν με την απλότητα και γενναιότητα τής ομολογίας τους και με τις περήφανες κρητικές φορεσιές τους- με τις οποίες, συχνά, στις αγιογραφίες τους απεικονίζονται, ακόμα και όταν ο αγιογράφος επιχειρεί (για την ανάδειξη τής ουράνιας δόξας) να τις καλύψει εξωτερικά με ένα αραχνοΰφαντο βυζαντινό ιμάτιο.

Η Μητρόπολη Ρεθύμνης, ειδικότερα, τα τελευταία χρόνια, από την ανάρρησή του στον επισκοπικό θρόνο τού νυν ποιμενάρχη της κ. Ευγενίου, αφιερώνει τα ημερολόγιά της στους «ουκ ολίγους» αγίους τής τοπικής μας Εκκλησίας. Και είναι αυτό, βέβαια, μία πολύ σωστή απόφαση και πρακτική, προκειμένου ο πολύς «κόσμος» τού πληρώματος τής τοπικής μας Εκκλησίας να πληροφορείται- μέσα από αυτό το εύχρηστο μέσο, το ημερολόγιο- γύρω από την τοπική μας αγιολογία. Έτσι, τα προηγούμενα έτη τα ημερολόγια τής Μητροπόλεώς μας είχαν αφιερωθεί στους αγίους Αγαθόποδα, τον εκ Πανόρμου (του 2012) και ιερομάρτυρα Γεράσιμο, επίσκοπο Ρεθύμνης (του 2013).
Στο φετινό ημερολόγιο για τους Αγίους Τέσσερις Νεομάρτυρες, στο ουσιώδες προλόγισμά του ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Ευγένιος ευστόχως μεταφέρει και επικαιροποιεί τα μηνύματα που πλούσια απορρέουν από τη μαρτυρική, πριν από 190 έτη (1824), τελείωσή τους, στον σύγχρονο άνθρωπο, προτείνοντάς τα ως το καλύτερο αντίδοτο στην απαισιοδοξία, το άγχος και τον προβληματισμό στον οποίο έχει περιέλθει, λόγω τής μεγάλης κρίσης αξιών που βιώνει, τα τελευταία χρόνια, ο ελληνικός λαός.      

Ακολουθούν, στην ύλη τού ημερολογίου, η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη Αναγνώρισης των Αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων (επί Οικουμενικού Πατριάρχη Δημητρίου) και συναξαρικές περί αυτών πληροφορίες από κείμενο τού μακαριστού Μητροπολίτη Τίτου, που επί των ημερών του, όπως είναι γνωστό, προωθήθηκε και επιτεύχθηκε η ένταξή τους στο Εορτολόγιο τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, θεραπεύοντας, έτσι, μίαν ολιγωρία 153 ετών (!) των προκατόχων του επισκόπων, που δεν δικαιολογείται διαφορετικά πέραν από το ό,τι αυτός ο ίδιος ο πιστός  λαός, από την πρώτη, κιόλας, στιγμή τού μαρτυρίου τους, αναγνώρισε την αγιότητα των Τεσσάρων αυτών μελαμπιανών Αγίων. Τους ανακήρυξε και τους αποδέχθηκε μέσα στην καρδιά και τη συνείδησή του ως Αγίους, στήνοντάς τους ναούς, φιλοτεχνώντας τους εικόνες και συνθέτοντάς τους τροπάριο και ασματική Ακολουθία με τα ψαλλόμενα στον μικρό και στον μεγάλο εσπερινό, στη Λιτή, τον Όρθρο και τη Θεία Λειτουργία. και αυτή, αγιολογικά και θεολογικά, είναι η πρωταρχική και αναγκαία αναγνώριση ενός αγίου.

Μετά από όλα αυτά ακολουθεί η συνήθης ύλη τού ημερολογίου.
                      
                     *                    *                   *                    
   Στο δεύτερο ημερολόγιο, αυτό των Ρεθυμνίων Αττικής «Το Αρκάδι», που έχει- όπως έχουμε ήδη επισημάνει- την ίδια θεματολογία με το πρώτο, εντυπωσιάζεσαι, εξαρχής, από το πλήθος των δημοσιευόμενων άγνωστων, συχνά, για τους πολλούς, στοιχείων και, κυρίως, εικόνων των Αγίων. Ξεχωρίζουμε, από τις εικόνες, τις τέσσερις, εκείνες, από το καθολικό τής Ι. Μονής Γωνιάς Χανίων (του έτους 1852), που αποδεικνύουν, από το πρώιμο αυτό έτος δημιουργίας τους, ότι ο ρεθεμνιώτικος και σύμπας ο κρητικός λαός αναγνώρισε, όπως προαναφέραμε, από πολύ ενωρίς, και αποδέχθηκε την αγιότητα των ρεθυμνίων Νεομαρτύρων. Σε μία, μάλιστα, από τις εικόνες τής Μονής Γωνιάς εικονίζονται ταυτόχρονα η αποτομή τής κεφαλής των Αγίων και η πρώτη τέλεση τής εορτής τους, που, άρα, είχε γίνει πριν από το αναγραφόμενο επί τής εικόνας έτος 1852. Ενδιαφέρουσα, στο σημείο αυτό, και η πληροφορία που το εν λόγω ημερολόγιο μάς παρέχει σχετικά με την πρώτη λειτουργία στη μνήμη τους, που, σύμφωνα με υπάρχουσες γραπτές μαρτυρίες, είχε γίνει το αμέσως επόμενο από το μαρτύριό τους έτος (25/10/1825), ενώ και η πρώτη τους εικόνα (Ι. Φραγκοπούλου) ξέρουμε ότι χρονολογείται στα 1836 (δηλαδή, δώδεκα, μόλις, έτη από το μαρτύριό τους) και το αμέσως επόμενο έτος, πιθανότατα, ποιήθηκε και η πρώτη τους ακολουθία, που αναφέρεται στην εικόνα τής Ι. Μονής Γωνιάς Χανίων τού 1852.

Από την εικοσάδα των παρατιθέμενων εικόνων εντυπωσιακή είναι και η εικόνα από την Αλφά Ρεθύμνου, του έτους 1905, από τον ι. Ναό τού Αγίου Χαραλάμπους, που εικονίζει τον άγιο Χαράλαμπο καθιστό και πίσω του ορθίους τους Τέσσερις Νεομάρτυρες, με φυσικές, γήινες, θα έλεγα, φυσιογνωμίες και είναι μόνος ο φωτοστέφανος αυτός που φανερώνει τη θεία δόξα που οι μάρτυρες έλαβαν διά του μαρτυρίου. Παρατίθενται, ακόμα, και άλλες θαυμάσιες των Αγίων εικόνες, όπως αυτή τού Φώτη Κόντογλου (1955), του ι. Ναού των Τεσσάρων Μαρτύρων Ρεθύμνου, επίσης, του αγιογράφου και επισκόπου Ρεθύμνης Ιερόθεου Μπραουδάκη (του έτους 1885), που θησαυρίζεται στον ι. ναό τής αγίας Βαρβάρας Ρεθύμνου, η ενδιαφέρουσα απεικόνιση των Αγίων από τον Εμμ. Ι. Παπαδάκη (1885) και, βέβαια, η αρχαιότερη όλων, αυτή του Ιωάννου Φραγκοπούλου, του έτους 1836, καθώς και πολλές άλλες από άλλους αγιογράφους προερχόμενες.

Το θαυμάσιο αυτό συλλεκτικό ημερολόγιο των Ρεθυμνίων Αττικής «Το Αρκάδι»- που μην ξεχνάμε ότι ο Σύλλογός τους βρίσκεται κάτω από τη γεραρά προστασία των αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων- τελειώνεται και ολοκληρώνεται με μια θαυμάσια παράθεση, αναμεσίς των εικόνων, ενός εμπεριστατωμένου κειμένου, με πλούσιες συναξαρικές κ.λπ. πληροφορίες.

Την έκδοση, που γίνεται για τα 190 χρόνια από το θαυμάσιο μαρτύριό τους (1824- 2014), επιμελήθηκε με πολλήν, ομολογουμένως, επιτυχία ο φίλος Πρόεδρος τού Συλλόγου κ. Γεώργιος Ν. Βλατάκης.

Συγχαίρουμε, τέλος, για την έκδοση και επικροτούμε για την ορθή θέση που ακολουθούν, και τα δύο παραπάνω ημερολόγια, στο θέμα τού τρόπου τελείωσης των Αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων, δηλαδή «διά ξίφους»- και όχι δι’ απαγχονισμού, θέση που συμφωνεί με την επίσημη τής Εκκλησίας μας παράδοση, μέσω της εικονογραφικής, υμνογραφικής και συναξαρικής τους ιστόρησης. Όμως, για το θέμα αυτό- στο οποίο, κατά καιρούς, έχει παρατηρηθεί μεγάλη σύγχυση ανάμεσα σε ορισμένους αγιογράφους και μελετητές- διαλαμβάνουμε λεπτομερώς στη μελέτη μας «Ιστορικοί πλάτανοι τού Ρεθύμνου - Με ειδική αναφορά στο Μαρτύριο και στον τρόπο τελείωσης των Αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων» [Νέα Χριστιανική Κρήτη, περ. Β΄, τ. 24 (2005), σελ. 141- 149].            

Νίκος Ι. Δερεδάκης---Τα Νοσοκομεία τού Ρεθύμνου


  Νίκος Ι. Δερεδάκης

               Τα Νοσοκομεία τού Ρεθύμνου             
                   [Έκδοση «Γραφοτεχνικής Κρήτης», Ρέθυμνο 2013, σχ. 8ο (23Χ 16), σσ. 160]


       ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
                                  www.ret-anadromes.blogspot.com               


Ένα νέο βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στην πόλη μας με τον τίτλο: «Τα Νοσοκομεία τού Ρεθύμνου», με αφορμή τα 100 χρόνια από την  Ένωση τής Κρήτης με τη Ελλάδα (1913- 2013) και τα 60 από την ίδρυση τού σημερινού Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Ρεθύμνου (1953- 2013). Συγγραφέας του ο φίλος συμπολίτης δάσκαλος και τέως δημοτικός σύμβουλος κ. Νίκος Ι. Δερεδάκης. Το βιβλίο αυτό υπήρξε καρπός εκπαιδευτικού προγράμματος, που ο συγγραφέας του θέλησε να πραγματοποιήσει στο σχολείο του, με θέμα την «Αστυνομική Σχολή Ρεθύμνου», ως συμμετοχή στα 100 χρόνια από την Ένωση τής Κρήτης με την Ελλάδα. Όμως, όπως είναι γνωστό, η σημερινή «Αστυνομική Σχολή», επί Κρητικής Πολιτείας, υπήρξε το περίφημο «Τσάρειο Νοσοκομείο», που οι Ρώσοι, ως εγγυήτρια Δύναμη, είχαν δημιουργήσει και αφιερώσει στην πόλη μας. Έτσι, σχεδόν αβίαστα, και παράλληλα προς το Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα, προέκυψε, όπως σημειώνει στον Πρόλογό του, ο συγγραφέας και το παρόν βιβλίο.     
Στο βιβλίο αυτό του κ. Δερεδάκη παρακολουθούμε βήμα προς βήμα την πορεία ίδρυσης τού εν λόγω ευαγούς τής πόλης μας καθιδρύματος, που, όπως επισημαίνεται από την ενδελεχή έρευνα τού συγγραφέα του, έγινε με πολύ ιδρώτα και αγώνες σύνολου τού ρεθεμνιώτικου λαού, που συστρατεύθηκε σε έναν, τωόντι, τιτάνιο αγώνα με τον τότε δήμαρχό του Στυλιανό Ψυχουντάκη και το δημοτικό συμβούλιο τής πόλης, τους γιατρούς, τους πολιτικούς, την Παγκρητική Ένωση Αμερικής και μάλιστα τον τότε Αντιπρόεδρο τής Κυβέρνησης Σοφοκλή Βενιζέλο, που επέδειξε προσωπικό ενδιαφέρον για δύο εξαιρετικά σπουδαία έργα τού Ρεθύμνου, που τα είδε, στη συνέχεια, και τα δύο, να ευοδώνονται και να υλοποιούνται. τη Σχολή Χωροφυλακής και το Νοσοκομείο Ρεθύμνου. Η ομόνοια και η σύμπνοια για έναν κοινό σκοπό πάντα αποφέρει θετικά αποτελέσματα.
Το βιβλίο τού κ. Δερεδάκη μελετά, περαιτέρω, διεξοδικά τα σχετικά με το  Νοσοκομείο τής πόλης μας από την πρώτη, κιόλας, στιγμή τής δημιουργίας του στα χρόνια τής Βενετοκρατίας και προχωρεί, στη συνέχεια, στην εποχή τής Τουρκοκρατίας, των Ρώσων και της Κρητικής Πολιτείας, στα κατοχικά και μετακατοχικά χρόνια και φθάνει μέχρι και τη δημιουργία τού σημερινού νοσηλευτικού καταστήματος. Γι’ αυτό και ο πληθυντικός αριθμός (Τα Νοσοκομεία τού Ρεθύμνου) στον γενικό τίτλο τού βιβλίου, που αποτελεί, ακριβώς, μία διαχρονική αναφορά σε όλη αυτήν την αλυσίδα των νοσοκομείων που λειτούργησαν στην πόλη μας σε κάθε εποχή [βενετσιάνικα (4 νοσοκομεία), τούρκικα (δύο), ρώσικο (σημερινή Αστυνομική Σχολή), κατοχικό (κλινική Μαρούλη, σημερινό κτίριο Δημοτικής Φιλαρμονικής), μετακατοχικό (στο σημερινό Μουσικό Σχολείο). Μελετά, περαιτέρω, ένα προς ένα όλα τα παραπάνω εξελικτικά στάδια ύπαρξης και λειτουργίας των παραπάνω Νοσοκομείων, παρακολουθώντας προσεκτικά όλες τις μετεγκαταστάσεις των σε κάθε εποχή σε διάφορα κτίρια τής πόλης μας και παραθέτοντας άφθονες και λεπτομερείς καταγραφές και πληροφορίες τής προόδου και τού συντελούμενου σε αυτά έργου.
Το βιβλίο- που είναι έκδοση τού Ιατρικού Συλλόγου Ρεθύμνου- κοσμείται από μεγάλο αριθμό φωτογραφιών, που προέρχονται από προσωπικά αρχεία συμπολιτών, αδημοσίευτων ορισμένων, που, μαζί με τα ενδιαφέροντα στοιχεία που επέφερε η επιμελής έρευνα τού κ. Δερεδάκη, έρχονται να ολοκληρώσουν και να καλύψουν την έρευνα γύρω από τα Δημόσια Νοσοκομεία τής πόλης μας.
Σημαντικά για την ιστορία τού Νοσοκομείου είναι και τα τρία «Παραρτήματα» στο τέλος τού βιβλίου, όπου παραθέτονται, στο πρώτο, η Νομοθεσία (Νόμος περί Δημοσίων Νοσοκομείων τού 1901) και οι επιστολές που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των φορέων και παραγόντων που συνετέλεσαν στη δημιουργία αυτού (ιατρού Νικήστρατου Βογιατζή, Νομάρχη Ρεθύμνου, Προέδρου Παγκρητικής Ενώσεως Αμερικής κ.λπ.), στο δεύτερο το προσωπικό τού νέου (σημερινού) Νοσοκομείου, από το έτος 1953 μέχρι σήμερα (κεφάλαιο εξαιρετικής συναισθηματικής αξίας για τους παλαιούς, κυρίως, Ρεθεμνιώτες, που βλέπουν μέσα από αυτό να παρελαύνουν μπροστά τους πρόσωπα και πράγματα τού παρελθόντος αυτής τής πόλης) και στο τρίτο παραθέτεται ένα πλούσιο φωτογραφικό λεύκωμα με δεκάδες φωτογραφίες, που καταδεικνύουν λεπτομερώς την ιστορία τού ιδρύματος.
Πιστεύουμε ότι ο εκλεκτός και δημιουργικά ανήσυχος τού παρόντος έργου φίλος συγγραφέας, καθώς και ο Ιατρικός Σύλλογος τού Ρεθύμνου επιτέλεσαν το καθήκον τους στο ακέραιο. Η αίσθηση τού χρέους απέναντι στην αγαπημένη τους πόλη είναι εκείνη που καθοδήγησε τις προσπάθειές τους και συνέβαλλε στο ξεπέρασμα των οποιωνδήποτε δυσχερειών. Επιδίωξή τους μοναδική στάθηκε να παραδώσουν στον Ρεθυμνιώτη ένα προσεγμένο και αξιοπρεπές πόνημα αντάξιο τής αξιοπρέπειας και της προσοχής με την οποία πρέπει να αντιμετωπίζεται ο κάθε πολίτης αυτού τού τόπου όταν περνά τις πύλες τού νοσοκομείου μας. Είναι, γι’ αυτό, όλοι- συγγραφέας και εκδότες- άξιοι τού «δικαίου επαίνου» αλλά και της αγάπης όλων μας.