ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ * * * Το Ρέθυμνο και οι Μάρτυρές του

 

1.    Οι Άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες με κρητικές ενδυμασίες (έργο Ι. Μ. Σωτήρος, Κουμπέ)

   ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

 

Το Ρέθυμνο και οι Μάρτυρές του

(Ιστορική αναδρομή στην αποκάλυψη των Τάφων τους, στη φυλακή τους στον πύργο Σου Κουλέ, στον Κήπο και στους δρόμους που τους αφιέρωσαν επί Κρητικής Πολιτείας)


           ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

            (http://ret-anadromes.blogspot.com)


          Οι τάφοι τους

  Η αποκάλυψη, τον Απρίλιο του έτους 2002, των τεσσάρων Τάφων των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων- Γεωργίου, Αγγελή, Μανουήλ και Νικολάου (εικ. 1)- κάτω απὸ τον ενιαίο, μέχρι τότε, τάφο τους (αὐτὸν τοῦ ἔτους 1904), στὴ νοτιοδυτικὴ γωνία τού ναού τού Αγίου Γεωργίου Περιβολίων (εικ. 2), αποτελεί για τον τόπο γεγονός υψίστης θρησκευτικής σημασίας. σημασίας που αγγίζει βαθιά τόσο την πνευματική ταυτότητα του ναού και των Περιβολίων- του τόπου που κράτησε στα σπλάχνα του, για δύο, περίπου, χρόνια (1824–1826), τα τίμια λείψανά τους- όσο και της πόλης και του νομού, γενικότερα, που σεμνύνονται και καυχώνται για την ρεθεμνιώτικη, από τις Μέλαμπες, Αγίου Βασιλείου, καταγωγή τους.

2.   Οι τέσσερις Τάφοι των Αγίων, στον Ι. Ναό του Αγίου Γεωργίου Περιβολίων.

Οι μάρτυρες, είναι οι κατεξοχήν Άγιοι της Εκκλησίας. Ανάμεσα στους διαφόρους χορούς των Αγίων- σύμφωνα με την αρχαία χριστιανική παράδοση- οι Μάρτυρες κατέχουν ξεχωριστή και εξέχουσα θέση, αμέσως μετά τους Αποστόλους και τους Ευαγγελιστές. Οι πρώτοι που τύχαιναν τιμής και αναγνώρισης της αγιότητάς τους ήταν, πάντοτε, οι μάρτυρες, τους οποίους οι πιστοὶ (κλήρος και λαὸς) τιμούσαν αμέσως μετὰ τὸ μαρτύριό τους με μιαν αδιάσπαστη ομοφωνία. Ἡ θυσία τής ζωής ήταν και παραμένει η υπέρτατη και πιο εύγλωττη πράξη πίστης και αφοσίωσης στον Θεό. Για τούτο και «ήρωας» της Εκκλησίας θεωρούνταν και είναι κατεξοχήν ὁ «μάρτυς» κι έπειτα ο «άγιος». Έτσι, οι Μάρτυρες υπήρξαν οι πρώτοι και κορυφαίοι άγιοι της Εκκλησίας, οι «πολύφωτοι αστέρες» αυτής και τα «μυρίπνοα άνθη» Της, που διαμόρφωσαν τα πνευματικά πρότυπα όλων των μεταγενέστερων Αγίων.

 Έχουμε, λοιπόν, και στο Ρέθυμνο τέτοιους λεβέντες μάρτυρες- προστάτες της πόλης, ενδεδυμένους- όπως τους βλέπεις στις αγιογραφίες τους- με τις κρητικές τους βράκες, με γνήσιο και υψηλό αντρίκειο φρόνημα και αδιάφθορη κρητική πρεπιά (βλ. εικ. 1), που έχυσαν το ιερό και πανάγιο αίμα τους και πότισαν με αυτό την ομώνυμη πλατεία τής πόλης μας. Μια πλατεία που, για τον λόγο αυτόν, δεν μπορεί ποτέ να πάψει πια να φέρει το τίμιο κι ευλογημένο όνομά τους. Η πλατεία αυτή, η μεγαλύτερη και κεντρικότερη του Ρεθύμνου έχει, είναι γεγονός, ταυτιστεί απόλυτα με τους μάρτυρές της, ώστε, έκτοτε, δεν την ακούς με άλλο όνομα. 

Και χαίρω ιδιαίτερα- και το μοιράζομαι με ευγνωμοσύνη - που πριν από είκοσι και πλέον χρόνια, από τη θέση της τριμελούς Επιτροπής Ονοματοδοσίας Σχολείων της Περιφέρειας Κρήτης, στην οποία είχα την τιμή ως μέλος να συμμετέχω, παρακολούθησα με συγκίνηση τον Σύλλογο Διδασκόντων του 3ου Γυμνασίου να προτείνει ως πρώτη επιλογή για την ονομασία του σχολείου τους το όνομα «Τέσσερις Μάρτυρες». Ένα όνομα που δικαιωματικά τους ανήκει και αποδόθηκε από την Επιτροπή στο σχολείο, το οποίο κυριολεκτικά ζει και αναπνέει  κάτω από τη σκιά των εν λόγω Ρεθεμνιωτών Μαρτύρων.

 

  Δρόμοι αφιερωμένοι στους 4 Μάρτυρες επί Κρητικής Πολιτείας- Φυλακή των Μαρτύρων

 Η οδός «Τεσσάρων Μαρτύρων» επί Κρητικής Πολιτείας- όταν από την ρωσική κατοχική δύναμη δόθηκαν, για πρώτη φορά, ονόματα στους δρόμους του Ρεθύμνου- ήταν ένας ασήμαντος δρομίσκος, η σημερινή οδός Μοσκοβίτου, παράλληλα και βόρεια της οδού Πρίγκηπος (σημερινής  Παλαιολόγου). Εκεί ένα γύρο ανευρίσκουμε και τις οδούς Αγγελή, Νικολή, Μανόλη, Γεωργίου, που φέρουν τα ονόματα ενός εκάστου και των λοιπών αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων. Το σύνολο των δρόμων αυτών οριοθετεί τον χώρο φυλάκισής τους, στον Προμαχώνα του Λιμανιού και στον Κήπο του Πρίγκιπα Γεωργίου, που στα τουρκικά ονομαζόταν Γκιουλ Μπαξές (= ωραίος κήπος) και με παραφθορά Γκιουλούμπασης, όπως μας είναι η περιοχή φυλάκισης των Αγίων σήμερα γνωστή.

    Για τη δημιουργία αυτού του κήπου λέγεται ότι, όταν το 1898 εγκαταστάθηκαν στο Ρέθυμνο οι Ρώσοι, αποφάσισαν να δημιουργήσουν έναν δημοτικό κήπο στην περιοχή γύρω από τον πύργο Σου Κουλέ, όπου σήμερα βρίσκεται το τελωνείο. Ο Διοικητής του Ρεθύμνου, Θεόδωρος ντε Χιοστάκ, έδωσε εντολή στις 23 Νοεμβρίου 1898 «…προς εξωράϊσιν της πόλεως να φυτευθεί κήπος επί των προχωμάτων της οχυρώσεως του λιμένος…». Την επίβλεψη του έργου ανέλαβε ο μηχανικός Μιχαήλ Σαββάκης, ενώ υπεύθυνος για τη διαχείριση των χρημάτων ορίστηκε ο Ρώσος υπολοχαγός Δολγκώφ. Ο κήπος αυτός ονομάστηκε «Δημοτικός», καθότι δεν υπήρχε ακόμη ο σημερινός Δημοτικός Κήπος. Βρισκόταν ως δέκα μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και έδινε την εντύπωση των «Κρεμαστών Κήπων» τής Βαβυλώνας. Οι ρίζες των δέντρων θα έφθαναν, ασφαλώς, χαμηλά ως κάτω στις καμάρες τού προχώματος που προστάτευε το μικρό λιμάνι, κάτω από το οποίο υπήρχαν δυο σιδηρόφρακτες αποθήκες, χρησιμοποιούμενες από τους Τούρκους ως φυλακές (εικ. 3).

3.   Στη φωτογραφία αυτήν από τον Gerola (1905;) έχουμε μια γενική εικόνα του Βενετσιάνικου Λιμανιού. Της φυλακής των Τεσσάρων Μαρτύρων (στο κέντρο), του Υγειονομικού Σταθμού (αριστερά) και των κήπων (μόλις διακρίνονται κάποια δέντρα), που, δέκα μέτρα ψηλά πάνω από την θάλασσα, έδιναν την εντύπωση... «Κρεμαστών Κήπων» της Βαβυλώνας.

 Εκεί, στις κάθυγρες αυτές και σκοτεινές αποθήκες, φυλακίστηκαν για τέσσερις περίπου μήνες, πριν από το μαρτύριό τους (28/ 10/1824), οι Άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες του Ρεθύμνου. Τα τελευταία χρόνια πριν από την Κατοχή (1935), στον κήπο αυτόν φύονταν κυρίως φοίνικες, αλμυρίκια και άλλα δέντρα. Το 1931, επί υπουργίας Ν. Ασκούτση, ο κήπος, ο προμαχώνας και οι φυλακές των Αγίων κατεδαφίστηκαν, και στη θέση τους ανεγέρθηκε το τελωνείο από τον μηχανικό Γ. Τσίχλη. Κατά την εκσκαφή των θεμελίων ανευρέθηκαν ψηφιδωτά, τα οποία, όμως, δεν διασώθηκαν ούτε και χρονολογήθηκαν.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΝΑΥΜΑΧΙΑΣ ΝΑΥΑΡΙΝΟΥ * * * Βίκτωρ Ουγκώ * ένας μεγάλος Φιλέλληνας ποιητής * * Αποσπάσματα από το ποίημά του «Ναυαρίνο»

Εικ. 1. Βίκτωρ Ουγκώ (1802-1885)

 ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΝΑΥΜΑΧΙΑΣ ΝΑΥΑΡΙΝΟΥ

Βίκτωρ Ουγκώ ένας μεγάλος Φιλέλληνας ποιητής

Αποσπάσματα από το ποίημά του «Ναυαρίνο»

 

         ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

      www.ret-anadromes.blogspot.com

 

  Ο Ουγκώ (1802-1885) (εικ. 1) υπήρξε, αναμφισβήτητα, ένας μεγάλος φιλέλλην, αλλά και φίλος και ολόθερμος υπερασπιστής και διαλαλητής της ελευθερίας και των δικαίων όλων των λαών. Ο Ουγκώ δεν έβλεπε την Ελλάδα μόνο ως ιστορική μνήμη, αλλά και ως ζωντανή αδελφή, ως μάνα του πνεύματος. Η Ελλάδα του Ομήρου και του Μπάιρον δεν ήταν απλώς σύμβολα· ήταν οι δύο καρδιές που χτυπούσαν μέσα στο στήθος του ποιητή. Η φωνή του Ουγκώ, σαν αρχαίος χρησμός, διαπερνά τους αιώνες και φτάνει ως εμάς, υπενθυμίζοντας πως η ποίηση δεν είναι απλώς τέχνη, αλλά πράξη ελευθερίας.

 Ο θάνατος του Λόρδου Βύρωνος (εικ. 2) στο Μεσολόγγι φαίνεται πως υπήρξε το πρώτο ισχυρό ερέθισμα για τον νεαρό τότε Ουγκώ, ώστε να υψώσει τη φωνή του για την Ελλάδα. Ο θάνατος του Βύρωνα ήταν η σπίθα που άναψε το φιλελληνικό πάθος του Ποιητή. Και ήταν, τότε, μόλις είκοσι δύο ετών, όταν, ανάμεσα στα άλλα έγραφε: «Εμείς του χρωστούμε βαθιά ευγνωμοσύνη. Έδειξε στην Ευρώπη πως οι ποιητές της Νέας Σχολής και αν δεν λατρεύουν πια τους θεούς της κλασικής Ελλάδας, πάντα, όμως, θαυμάζουν τους ήρωές της. Και λιποτάχτες αν είναι του Ολύμπου, τουλάχιστο ποτέ δεν αποχωρίστηκαν από τις Θερμοπύλες». Και συνεχίζει: 

Εικ. 2. Ο μεγάλος φιλέλληνας Λόρδος Βύρων

«(…) Ελλάδα του λόρδου Μπάιρον, Ελλάδα του Ομήρου,

Εσύ γλυκιά μας αδελφή, εσύ δική μας μάνα».

        Τρία χρόνια αργότερα, στις 20 Οκτωβρίου του 1827, ξεσπά η Ναυμαχία του Ναυαρίνου (εικ. 3), η περίφημη εκείνη σύγκρουση μεταξύ του ευρωπαϊκού και του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου, όταν ο τριεθνής στόλος, υπό τους ναυάρχους Δεριγνύ, Κόδριγκτον και Χέυδεν, κατατρόπωσε τον τουρκοαιγυπτιακό τού Ιμπραήμ έξω από το Ναυαρίνο, πράγμα που άλλαξε τη μοίρα του Αγώνα και άνοιξε τον δρόμο για την ελληνική ανεξαρτησία. Η θάλασσα του Ναυαρίνου δεν φιλοξένησε απλώς πλοία· έγινε καθρέφτης της ευρωπαϊκής συνείδησης, όπου η ελευθερία αντανακλάται μέσα από τα συντρίμμια. Οι Τούρκοι ηττήθηκαν κατά κράτος και αναγκάστηκαν να ελευθερώσουν την Πελοπόννησο από τα στρατεύματά τους. Γύρω στις 6 το απόγευμα, η λιμνοθάλασσα είχε γεμίσει από τα κατεστραμμένα πλοία του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Δώδεκα φρεγάτες, είκοσι δύο κορβέτες και είκοσι πέντε μικρότερα σκάφη βυθίστηκαν, ενώ 6.000 άνδρες σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν. Λέγεται ότι πολλοί από τους πυροβολητές του τουρκοαιγυπτιακού στόλου, κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, ήταν δεμένοι, για να μην μπορούν να απομακρυνθούν. Έτσι, όταν τα πλοία τους βυθίζονταν, όλοι συμπαρασύρονταν μαζί τους στον υγρό τους τάφο και πνίγονταν. Οι σύμμαχοι, αντίθετα, έχασαν 172, μόλις, άνδρες, ενώ οι τραυματίες ανήλθαν σε περίπου 500. Δύο πλοία καταστράφηκαν ολοσχερώς και αρκετά υπέστησαν εκτεταμένες ζημίες.

Εικ. 3. Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΟΥ ΝΑΥΑΡΙΝΟΥ (Απόδοση του έργου από αυτόπτη μάρτυρα, υδατογραφία, Μουσείο Μπενάκη)

Στο ομώνυμο ποίημα του Ουγκώ, η Ελλάδα του Ομήρου και του Μπάυρον δεν είναι απλώς λογοτεχνικές αναφορές· είναι οι δύο αρτηρίες που τροφοδοτούν την καρδιά του ποιητή. Το Ναυαρίνο είναι η πόλη με τα γραμμένα σπίτια, η χρυσοθόλωτη ή σαν εμψυχωμένη λευκή Ναυαρίνα. Οι δυο ουγκικές Ελλάδες και οι δυο ρομαντικά καταστόλιστες, η Ελλάδα του Ομήρου και η Ελλάδα του Μπάυρον, δισυπόστατη θεότητα, χορεύουν πάνω στα συντρίμμια των τουρκοαιγυπτιακών καραβιών. Ο Βίκτωρ Ουγκώ εκφράζει τη χαρά και ικανοποίησή του για την καταστροφή του στόλου των Τούρκων, λυπάται, όμως, που ο Κωνσταντίνος Κανάρης (1793-1877), ο πυρπολητής-θρύλος, που είναι και ο πρωταγωνιστής του ποιήματος, δεν ήταν εκεί για να το απολαύσει και να ολοκληρώσει με το δικό του χέρι την καταστροφή. Είναι η απουσία που πονάει τον Ουγκώ. Γιατί το «Ναυαρίνο» του Β. Ουγκώ με τον Κανάρη αρχίζει και με τον Κανάρη διαπνέεται. Είναι γεγονός ότι η φλόγα του δεν έκαψε τα πλοία, αλλ’ άναψε την ψυχή του ποιητή:

«Κλάψε, Κανάρη, εσύ ο λαίλαπας των πελάγων να βρεθείς μακριά από το Ναυαρίνο, εκατόν είκοσι εχθρικά καράβια να χαθούν χωρίς εσένα, να μην καούν από Σένα!». Και συνεχίζει: «Αλλά παρηγορήσου, Κανάρη, η Ελλάδα σου είν’ ελεύθερη! Ελλάδες του Ομήρου και του Μπάυρον, εσύ η αδελφούλα μας και η μάνα μας εσύ, ψάλλετε, ανίσως η πικραμένη σας φωνή δεν έχει σβήσει από τα γοερά σας ξεφωνητά! Καημένη Ελλάδα, ήσουν τόσο ωραία και δεν σου ταίριαζε να ’σαι μέσα στο μνήμα!».

Και αφού ο Ποιητής μάς ζωγράφισε στο «Ναυαρίνο» πανηγυρικά τον γενικό χαλασμό του εχθρού, ξαναγυρνά νοσταλγικά στο κατανυκτικό του μοιρολόγι, που, όχι, δεν είναι μοιρολόι· είναι ύμνος που μεταμορφώνεται σε ελπίδα, σαν τον Φοίνικα που αναγεννάται μέσα από τις στάχτες του. Το θέμα τού το δίνει η σπαραγμένη κι αιματοκύλιστη Ελλάδα:

«Ω! Νικήσαμε! Ναι η Αφρική ηττήθηκε. Τον ψευδοπροφήτη κάτω απ’ τα πόδια του ο αληθινός Θεός πατά... Για πολύ καιρό οι λαοί έλεγαν: «Ελλάδα»! Ελλάδα! Ελλάδα! Πεθαίνεις. Φτωχέ, απελπισμένε λαέ, στους πύρινους μέσα ορίζοντες μέρα με τη μέρα ξεψυχάς. Του κάκου, για να σε γλιτώσουμε, δοξασμένη κι αγαπημένη πατρίδα, ξυπνούμε τον κοιμισμένο στον άμβωνά του ιερέα, του κάκου ζητιανεύουμε έναν στρατό για σένα από τους βασιλιάδες μας. Οι βασιλιάδες μας όμως κουφοί, οι άμβωνές μας σιωπηλοί. Το όνομά σου δεν ζεσταίνει πια παρά μόνο τις καρδιές των ποιητών! Ένας λαός είναι καρφωμένος στο σταυρό, τι σημασία έχει, αλίμονο, σε ποιο σταυρό! Ως και οι θεοί σου φεύγουν! Παρθενώνες, Προπύλαια, τείχη ελληνικά, κόκκαλα από τις πολιτείες σου τις κολοβωμένες, όπλα γίνεστε στα χέρια των απίστων! Αλλ’ ας γίνει τώρα ο θρήνος μας περίχαρο ανάκρουσμα! Ο παλιωμένος κολοσσός, ο Τούρκος, πάει, ξαναστριμώχνεται στην Ανατολή, η Ελλάδα είναι ελεύθερη και μέσα από το μνήμα του ο Μπάιρον χειροκροτεί το Ναβαρίνο».  

  Το Ναυαρίνο του Ουγκώ δεν είναι απλώς μια ωδή στη νίκη· είναι και μια καταγγελία της σιωπής των ισχυρών. Καταδικάζεται η αδιαφορία των κυβερνήσεων και της Παπικής Εκκλησίας, ενώ τονίζεται το καθήκον συμπαράστασης των Γάλλων προς τους Έλληνες, η περηφάνια τους για τη συμμετοχή τους στη ναυμαχία του Ναυαρίνου, όπου, σύμφωνα με τον στίχο του Ουγκώ, «όταν η Γαλλία μπαίνει στη μάχη, η τύχη αλλάζει» για την Ελλάδα.

Ο Ουγκώ δεν γράφει για την Ελλάδα· γράφει ως Ελλάδα. Η φωνή του γίνεται η φωνή ενός λαού που αρνείται να πεθάνει. Η αδελφική έξαρση, ο ενθουσιασμός για την Ελλάδα και η ποιητική δεινότητα χαρακτηρίζουν τον Ουγκώ στο ποίημά του αυτό, όπως και τους περισσότερους ρομαντικούς ποιητές και διανοούμενους της εποχής, και καταγράφονται σε δυνατούς μαχητικούς τόνους. Πρωτοστατούν τα επαναστατικά ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης με κυρίαρχη την αρχή της ελευθερίας, ριζωμένης βαθιά στη συλλογική μνήμη του 19ου αιώνα.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΧΡ. ΑΛΙΠΡΑΝΤΗ * * * Ο ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ * 1897- 1859 * * Ο ΝΕΟΣ ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

ΝΙΚΟΛΑΟΥ  ΧΡ. ΑΛΙΠΡΑΝΤΗ

 

         Ο  ΟΣΙΟΣ  ΙΩΣΗΦ  Ο  ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ

                                    1897- 1859

          Ο ΝΕΟΣ ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

                                          [Εταιρεία Γραφικών Τεχνών «ΑΒΕΛ», Αθήνα 2020, σχ. 8ο (15Χ20), σσ. 176]

 

 

                     ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

               www.ret-anadromes.blogspot.com

         

 

Ο κ. Νίκος Χρ. Αλιπράντης, από το όμορφο νησί της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής, την Πάρο, είναι φιλόλογος, ιστορικός, λογοτέχνης, δημοσιογράφος, συγγραφέας δεκάδων βιβλίων και μελετών σχετικών με την Πάρο και την ιστορία της και από το έτος 1979 και εκδότης του έγκριτου περιοδικού «Παριανά» (Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών). Του κ. Ν. Αλιπράντη, πριν λίγες μέρες, μαζί με το περιοδικό «Παριανά», γίναμε αποδέκτες ενός νέου βιβλίου του, με τίτλο: «Ο  όσιος  Ιωσήφ  ο  Ησυχαστής (1897- 1859) ο νέος Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Πρόκειται για την 3η επανέκδοση, από τον «Προοδευτικό Σύλλογο Λευκιανών Πάρου», του παρουσιαζόμενου με το σημείωμά μας αυτό βαθιά ψυχωφέλιμου βιβλίου και 1η μετά την επίσημη τού εν λόγω Παριανού Γέροντος αγιοκατάταξη.

Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής, κατά κόσμον Φραγκίσκος Κόττης γεννήθηκε στις Λεύκες Πάρου στις 2 Νοεμβρίου 1897 από πολύτεκνη οικογένεια οκτώ τέκνων. Η αναχωρητική του ιδιότητα και το εύρος της ασκητικότητάς του και της κατά Χριστόν ενσυνείδητης και έμπονης ζωής του θα φανεί, ήδη, από την ασκητική πορεία που ακολούθησε σε εξαιρετικά δυσπρόσιτους τόπους της αθωνικής Πολιτείας.

Πρώτος σταθμός του υπήρξαν τα περίφημα Κατουνάκια, ύστερα η Βίγλα, στην περιοχή της Ι. Μονής Μεγίστης Λαύρας, επιθυμώντας ακόμα σκληρότερη άσκηση στην απόλυτη ησυχία και στη νοερά προσευχή. Όμως, το πνεύμα του ανήσυχο πάντα και επιζητώντας την απόλυτη σιωπή και κατάνυξη τον ώθησε και πάλι στα Κατουνάκια, αφιλόξενο, βραχώδες και επιβλητικό τοπίο, στο νοτιότατο άκρο της αθωνικής χερσονήσου. Ακολουθεί και άλλη μετακίνησή του προς τον Άγιο Βασίλειο, τη φορά αυτήν, όπου με άλλο συνασκητή του, τον Γέροντα Αρσένιο, από τον Πόντο, επιδίδονται σε νέες επίπονες ασκήσεις στην κακοτράχαλη, συνήθως, του Άθω κορυφή. Η καθημερινή τροφή του ήταν εβδομήντα πέντε γραμμάρια παξιμάδι τρεις ώρες πριν από τη δύση του ήλιου. Μετά από οκτώ χρόνια πλάνητος βίου ο Ιωσήφ και ο συναγωνιστής του Αρσένιος αποφάσισαν να παραμείνουν στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου, όπου έκτισαν ναΰδριο αφιερωμένο στο Γενέσιο του Τιμίου Προδρόμου. Από τον Άγιο Βασίλειο οι δυο συνασκητές αναχωρούν, τον Ιανουάριο του 1938, για τις σπηλιές της Μικράς Αγίας Άννας, προκειμένου να έχουν περισσότερη ησυχία. Τελευταίος σταθμός του έμπονου, του γεμάτου πόνο πλάνητος, βίου των θα είναι τα καλύβια της Νέας Σκήτης, όπου θα φθάσουν το καλοκαίρι του 1951. Στον όγδοο χρόνο της εκεί παραμονής του, ταλαιπωρημένος και καταπονημένος από τις κακουχίες και τις στερήσεις, τις αγρυπνίες και τις προσευχές, του παρουσιάσθηκε καρδιακή ανεπάρκεια, εξαιτίας της οποίας επήλθε ο θάνατός του, την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στις 15 Αυγούστου 1959.

Στη Νέα Σκήτη, να σημειωθεί ότι ο Γέρων Ιωσήφ είχε αποκτήσει και συνοδεία αποτελούμενη από πρόσωπα επιφανή και διαπρέψαντα στον χώρο της Εκκλησίας, όπως τον Εφραίμ (μετέπειτα ηγούμενο της μονής Φιλοθέου και σήμερα ηγούμενο της μονής του Αγίου Αντωνίου στην Αριζόνα τής Αμερικής), τον ιερομ. Χαράλαμπο (μετέπειτα ηγούμενο της Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους) κ.ά. Άλλοις λόγοις, οι μαθητές του υπήρξαν ηγούμενοι μονών και πνευματικοί πατέρες που βίωσαν τη νοερά προσευχή. Σε έξι ανέρχονται οι μονές του Αγίου Όρους, που ακολουθούν σήμερα τα διδάγματά του, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής σε δεκαοκτώ. Επίσης, οι δημοσιευθείσες επιστολές του αποκαλύπτουν την απλοϊκότητα, αφενός, της ψυχής του και το ύψος, αφετέρου, των νοημάτων του και το μεγαλείο της αγίας ασκητικής ζωής του.

Ο αοίδιμος Παριανός ασκητής, αναχωρητής και όσιος είχε διακριθεί, περαιτέρω, και για τις σοφές διδασκαλίες του όχι μόνο στους μοναχούς και σε όσους κληρικούς τον επισκέπτονταν για να λάβουν την ευλογία του, αλλά και γραπτώς, καθώς αλληλογραφούσε με πλήθος πνευματικών του τέκνων ανά τον κόσμο. Εντυπωσιάζει βαθιά ότι αν και ολιγογράμματος, απόφοιτος, μόλις, της Β΄ Δημοτικού (ο ίδιος, να σημειωθεί, αυτοαποκαλούνταν «αλφαβητάριος»), όμως οι επιστολές του αποτελούσαν κείμενα βαθυστόχαστα και περισπούδαστα άξια να τον κατατάξουν στους μεγάλους νηπτικούς Πατέρες (Γρηγόριο Παλαμά και Νικόδημο Αγιορείτη). Πρόκειται για ένα σπάνιο φαινόμενο θεοδίδακτου ανθρώπου, στο μέγα Πανεπιστήμιο της Ερήμου. Έτσι, από το 1979, είκοσι χρόνια από την κοίμησή του, άρχισαν να κυκλοφορούν έντυπες οι επιστολές του με το σοφό περιεχόμενό τους και το κατανυκτικό άρωμα της αγιότητας και της βαθιάς πίστης του.

Με το βιβλίο του αυτό, 1ο μετά την αγιοποίησή του, ο κ. Αλιπράντης επιθυμεί, περαιτέρω, να παρουσιάσει πληροφορίες σχετικές με το πνευματικό και κοινωνικό περιβάλλον της γενέτειρας του Ιωσήφ, των Λευκών και με ό,τι σχετικό με την οικογένειά του. Να σημειωθεί μάλιστα ότι η παρουσίαση αυτή γίνεται σύμφωνα και προς επιθυμία της οικογένειας του αειμνήστου θεολόγου, εκπαιδευτικού και συγγραφέα Διονυσίου Μπατιστάτου, στενού συγγενή του Ιωσήφ, γνωστού από την πολυσήμαντη πανελλήνια θρησκευτική και θεολογική δράση του. Της οικογένειας αυτής, Μπατιστάτου, παρουσιάζονται το πρώτον άγνωστα του Γέροντος Ιωσήφ κείμενα, που τα διεφύλαττε ως κόρην οφθαλμού, ως ατίμητα κειμήλια.

Το παρουσιαζόμενο βιβλίο δομείται σε μέρη τρία. στο 1ο  παρουσιάζεται ο τόπος γέννησης του αοίδιμου Γέροντος Ιωσήφ και τα σχετικά βιογραφικά τεκμήριά του.

Στο 2ο δημοσιεύεται ανέκδοτη του Γέροντα επιστολή και λοιπό της οικογένειας Μπατιστάτου αρχειακό υλικό και

Στο 3ο σκιαγραφείται και η μορφή του μακαριστού Παριανού θεολόγου Διονυσίου Μπατιστάτου (1921- 1997), μιας από τις ευγενέστερες μορφές της Παριανής ιστορίας, η οικογένεια του οποίου προσέφερε το ατίμητο αρχειακό υλικό.   

Μας εντυπωσίασε προσωπικά η δυνατή παρουσία στις Λεύκες της Πάρου τόσο πολλών μεγάλων μορφών και δη μυρίπνοων της χριστιανικής πίστης ανθέων, που λάμπρυναν με τη βιοτή  τους και την όλη παρουσία τους, δημιουργική δράση τους και τα συγγράμματά τους τα ελληνικά και μάλιστα τα νεότερα χριστιανικά Γράμματα (και έστωσαν για παράδειγμα: η πατριωτική οικογένεια Αιγινήτου, ο όσιος Φιλόθεος Ζερβάκος, ηγούμενος της Ι. Μ. Λογγοβάρδας Πάρου, ο Αβιμέλεχ Μπονάκης, από την Κρήτη, που έδρασε και στην Πάρο, ο Αυγουστίνος Καντιώτης, ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής και τόσοι άλλοι).

Υπό τύπον Παραρτήματος, στο κεφάλαιο Ε΄ του βιβλίου, δημοσιεύεται εμβριθέστατη μελέτη του Μηροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου, στην οποία ο συγγραφέας αναλύει σε βάθος το συγγραφικό και ποιμαντικό έργο του Γέροντος Ιωσήφ.

 Για άλλη μια φορά συγχαίρουμε και θερμά ευχαριστούμε τον εκλεκτό φίλο και δόκιμο συγγραφέα και ιστορικό κ. Νικόλαο Αλιπράντη και για το τελευταίο αυτό πόνημά του και του ευχόμαστε ο Θεός να του δίνει δύναμη και υγεία, για να συνεχίζει τη γόνιμη, εργώδη και δημιουργική δραστηριότητά του τόσο στον χώρο της ιστορίας της αγαπημένης του Πάρου, όσο και των Ελληνικών Γραμμάτων, γενικότερα, στα οποία τόσο μεγάλη και ουσιαστική είναι η μέχρι σήμερα συμβολή του. Στη συγγραφή του αυτήν προχώρησε, γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι ο άνθρωπος σε κάθε περίοδο τής ιστορικής του πορείας είναι φως και γι’ αυτό πρέπει να φωτίζει και να φωτίζεται και να διδάσκει ορθά τους μεταγενεστέρους.

Σημείωση: Σε έρευνά μας στο διαδίκτυο εντοπίσαμε θαυμάσιο βίντεο με τη ζωή του Γέροντος Ιωσήφ, με εξαιρετικές και μοναδικές εικόνες από το φρικτό αγιορείτικο τοπίο άσκησής του, την οποία εκθύμως συνιστούμε στους αναγνώστες μας (https://www.youtube.com/watch?v=gZbUlWZOFIE&feature=emb_rel_pause )