Επανευαγγελισμός και αναδιοργάνωση της Εκκλησίας της Κρήτης μετά την Αραβοκρατία * * * Ιωάννης ο Ξένος * Νίκων ο Μετανοείτε * Αθανάσιος ο Αθωνίτης

   ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

      www.ret-anadromes.blogspot.com

 

Επανευαγγελισμός και αναδιοργάνωση

της Εκκλησίας της Κρήτης μετά την Αραβοκρατία

Ιωάννης ο Ξένος- Νίκων ο Μετανοείτε- Αθανάσιος ο Αθωνίτης

*   *   *

Είναι γεγονός ότι κάτω από τη μακρά αραβική εξουσία (824-961μ.Χ.) πάμπολλοι από τους κατοίκους της Κρήτης αλλαξοπίστησαν και η πίστη στο νησί είχε παντελώς νεκρωθεί. Επανήλθαν, όμως, στη θρησκεία των πατέρων τους με την επανάκτηση της νήσου από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ύστερα από τα λαμπρά στρατιωτικά κατορθώματά του αραβοκτόνου στρατηγού Νικηφόρου Φωκά[1](εικ. 1), που συνέβαλαν εξαιρετικά στην αναζωπύρωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στο νησί και στη νέα διάδοση του Ευαγγελίου. Η περίοδος, άρα, από το 961 έως το 1204 μ.Χ. υπήρξε μια εποχή επανευαγγελισμού και αναδιοργάνωσης για την Εκκλησία της Κρήτης. Ιδρύθηκαν ναοί και μοναστήρια και παρατηρήθηκε μεγάλη ακμή των γραμμάτων. Στην επαναφορά αυτή στην πάτριο θρησκεία τεράστιο υπήρξε το ιεραποστολικό και εθναποστολικό έργο των εν τω τίτλω τριών ιεραποστόλων, Ιωάννου του Ξένου, Νίκωνος του Μετανοείτε και Αθανάσιου του Αθωνίτη.

Εικ. 1. Άγιος Νικηφόρος Φωκάς (Ι. Ναός Αγίου Τίτου, Ηράκλειο)

    Ο Άγιος  Ι ω ά ν ν η ς  ο  Ξ έ ν ο ς (εικ. 2), ο αποκαλούμενος με πλήθος προσωνυμιών τόσο λογίων (άγιος Ιωάννης ο Ξένος ή άγιος Ιωάννης ο Κρης), όσο και λαϊκών [Άι- Κύρ Γιάννης και  Άι- Γιάννης ο Τζοβαέρης (= ο θησαυρός)], γνωστός σε πολύ λίγους ως ο ιδρυτής της Ιεράς Μονής Μυριοκεφάλων Ρεθύμνου, είναι ακόμα λιγότερο γνωστός ως ο θεόσοφος γόνος της Κρήτης, το εγκαλλώπισμα των ασκητών και των «Κρητών ο φωστήρ», ο ιδρυτής ενός μεγάλου αριθμού ναών, μοναστηριών και προσκυνημάτων στους δυτικούς νομούς της Κρήτης (Ρεθύμνου και Χανίων), όπου, κυρίως, εργάσθηκε ιεραποστολικά, κατά τα τέλη του 10ου (970 μ.Χ.) και τις αρχές του 11ου αιώνα (1035;), αμέσως μετά την Αραβοκρατία.

Εικ. 2. Άγιος Ιωάννης ο Ξένος, φορητή εικόνα (17ου αι.), από τη Συλλογή Λοβέρδου, του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών 

Έχοντας ιδιαίτερη πατρίδα του τον Σίβα, στα Αστερούσια Όρη (Κόφινας), περί τα τέλη του επίγειου βίου του κατέληξε στο δυτικότατο άκρο της Κρήτης, στην επαρχία Κισάμου, στην ερημική περιοχή Ακτή (σημερινό Καβούσι), πρώην κοινότητας Πλατάνου, κοντά στα ερείπια της αρχαίας πόλης Φαλάσαρνας, όπου έζησε ασκητικά μέχρι το τέλος του οσιακού βίου του. Ο ναός του στην Ακτή αποτελεί, σήμερα, επέκταση του αρχικού σπηλαιώδους ναού του Οσίου και είναι δίκλιτος, με το δεύτερο κλίτος αφιερωμένο στον άγιο Ευστάθιο, με τον οποίο συνεορτάζεται στις 20 Σεπτεμβρίου, αφού ο Ιωάννης δεν έχει, ακόμα, και επίσημα, αναγνωριστεί ως άγιος, ενώ κατά την ημερομηνία αυτήν φέρεται να υπέγραψε και το κύκνειο άσμα του, την περίφημη «Διαθήκη» του. Εδώ βρίσκεται και ο τάφος του, που, όμως, είναι κενός από λείψανα, αφού μεταφέρθηκαν στην Κέρκυρα, παραμονές της τουρκικής κατάκτησης.

 Ο άγιος Ιωάννης ο Ξένος αποτελεί, έκτοτε, αγιασμό και ευλογία για την Ι. Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου, η οποία τον τιμά και τον γεραίρει ως τοπικό Άγιό της στις 20 Σεπτεμβρίου κάθε έτους, μαζί με τον άγιο Ευστάθιο. Ομοίως, ευλογία και αγιασμό αποτελεί και για την Ι. Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου- αλλά και για τις λοιπές Μητροπόλεις των νομών Ρεθύμνου και Χανίων, καθώς και τη Μητρόπολη Γορτύνης και Αρκαδίας Ηρακλείου - στις οποίες παρατηρείται, εντός των φυσικών τους ορίων, η παρουσία πολλών ι. ναών και προσκυνημάτων, λαμπρών, όλων, δημιουργημάτων του οσίου Ιωάννη του Ξένου. Κυρίως, όμως, εν μέσω αυτών, προβάλλεται η Ι. Μονή της  Κ υ ρ ί α ς   Θ ε ο τ ό κ ο υ,  τ η ς  Α ν τ ι φ ω ν ή τ ρ ι α ς,  τ ω ν  Μ υ ρ ι ο κ ε φ ά λ ω ν (εικ. 3), την οποία ο Ιωάννης σεβόταν ιδιαίτερα και την καθιέρωσε ως το κυριότερο των ιερών καθιδρυμάτων του, για τον βαθύ σεβασμό που ο ίδιος έτρεφε προς το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Γι’ αυτό και με τη Διαθήκη του ο Ιωάννης έθετε τα πάντα, κινητά και ακίνητα, όλα όσα δημιούργησε κατά τον επίγειο βίο του, υπό την εξουσία της Κυρίας Θεοτόκου, της ιστορικής, έκτοτε, Μονής των Μυριοκεφάλων, Ρεθύμνου, την οποία καθιστούσε πρωτεύουσα και κυρίαρχο των άλλων εκκλησιών και μονυδρίων και επίκεντρο της όλης επίγειας δημιουργίας του. Και είναι η θέλησή του αυτή που προσέδωσε στην Ι. Μονή της Παναγίας των Μυριοκεφάλων τη σημερινή της αίγλη, που την κατέστησε παγκρήτιο προσκύνημα, το μεγαλύτερο και γνωστότερο όλων όσων συνέστησε ο εν λόγω μέγας Κρης ιεραπόστολος.

ΕΙΚ. 3. Παναγία Μυριοκεφάλων (από ΝΑ) 

Τον ίδιο καιρό που ο Ιωάννης δραστηριοποιήθηκε ιεραποστολικά στα δυτικά διαμερίσματα της Μεγαλονήσου, στα ανατολικά άκμασε, για επτά συναπτά έτη, μια άλλη μεγάλη μορφή, περισσότερο, ίσως, γνωστή στον ορθόδοξο κόσμο, ο πολιούχος Άγιος της Σπάρτης, ο Ν ί κ ω ν   ο  Μ ε τ α ν ο ε ί τ ε  (26 Νοεμβρίου)[2] (εικ. 4), που τιμάται σήμερα στον νομό Λακωνίας και τη Σπάρτη, ο μητροπολιτικός ναός της οποίας είναι αφιερωμένος στη μνήμη του. Ο Νίκων, με έδρα τη Γόρτυνα Κρήτης, επέδειξε ιδιαίτερο ιεραπο­στολικό ζήλο. κήρυξε στο νησί τον λόγο του Θεού, έκτισε εκκλησίες και επανίδρυσε επισκοπές.

Εικ. 4. Άγιος Νίκων ο Μετανοείτε 

Ιεραποστολικά, επίσης, για μικρό, όμως, χρονικό διάστημα έδρασε, τον ίδιο καιρό, στην Κρήτη και ο όσιος  Α θ α ν ά σ ι ο ς  ο  Α θ ω ν ί τ η ς (5 Ιουλ.) (εικ. 5), φίλος του Αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, ο οποίος, στη συνέχεια, αποχώρησε για το Άγιον Όρος- του μοναχισμού του οποίου θεωρείται ο θεμελιωτής- και το έτος 963 έκτισε τη γνωστή μονή της Μεγίστης Λαύρας[3].

Εικ. 5. Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης 

 Και οι δύο, λοιπόν, Αθανάσιος ο Αθωνίτης και Νίκων ο Μετανοείτε, στάλθηκαν από τον Νικηφόρο Φωκά στην Κρήτη, μετά την απελευθέρωση του νησιού το 961, για να επαναφέρουν τους κατοίκους στην πάτριο θρησκεία, να «αναζωπυρώσουν την πίστιν και εξημερώσουν την νήσον άπασαν», όπως σημειώνει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος[4] και να την επανασυνδέσουν με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μετά την επί 135 χρόνια κατοχή της από τους Άραβες.



[1] Ο Νικηφόρος Φωκάς πέραν της σημαντικής θέσης που καταλαμβάνει στο πάνθεον των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, λόγω, κυρίως, της στρατιωτικής πολιτικής του, πρίν και μετά τη στέψη του έχει να παρουσιάσει και τεράστια προσφορά προς την Εκκλησία. Βοήθησε τον όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη (5 Ιουλ.) να χτίσει την πρώτη μονή του Αγίου Όρους, τη σημερινή μονή της Μεγίστης Λαύρας, ενώ λέγεται ότι κάτω από το αυτοκρατορικό ένδυμα φορούσε μονίμως ράσα και είχε εκδηλώσει την επιθυμία να εγκαταλείψει τον θρόνο και να γίνει μοναχός. Για τους λόγους αυτούς η Εκκλησία προχώρησε στην αγιοκατάταξή του (11 Δεκ.). Η μνήμη του αναφέρεται μόνο στον Λαυρεωτικό Κώδικα Β 4φ. 133, όπου υπάρχει και πλήρης Ακολουθία του με Κανόνες. Δημοσιεύθηκαν από τον L. Petit στο Byz. Zeitschrift τ. ΙΓ (1904 μ.Χ.), σελ. 398 - 420 και από τον Δημητριεύσκη, στο Κίεβο, το 1911 μ.Χ.

[1] Ονομάστηκε έτσι από τη λέξη «μετανοείτε», που επαναλάμβανε συνεχώς κατά τη διδασκαλία του στους Κρητικούς, προκειμένου να τους επαναφέρει στην πάτριο πίστη, την Ορθοδοξία.

[1] Λέγεται ότι μέρος των τεράστιων θησαυρών που είχαν σωρεύσει οι Σαρακηνοί στον Χάνδακα, δόθηκε στον Αθανάσιο τον Αθωνίτη για την ίδρυση της μονής της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος.

[1] Κων. Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από τον αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1930, τ. 4, μέρος Α΄, εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, χ.χ., 112. 

ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ε. ΚΡΑΣΑΝΑΚΗ * * * Η ΠΑΡΡΗΣΙΑ * Διεπιστημονική θεώρηση

 


  ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ε. ΚΡΑΣΑΝΑΚΗ

 

Η  ΠΑΡΡΗΣΙΑ

Διεπιστημονική θεώρηση

 [Ηράκλειο Κρήτης 2023, σχ. 16ο (17 Χ 12), σσ. 256]

 

             ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

                  www.ret-anadromes.blogspot.com

 

   Ομότιμος Καθηγητής της Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης ο κ. Γεώργιος Ε. Κρασανάκης και πρώην Κοσμήτορας της Σχολής Επιστημών Αγωγής, είναι, σαφώς, ο καθ’ ύλην αρμόδιος, μαζί με τον θεολόγο, να διαπραγματευτεί και διαχειριστεί ένα τέτοιο λεπτό και επιστημονικό, όπως το «εν τω τίτλω», θέμα, «Η Παρρησία», που αποτελεί καρπό- μαζί και με δεκάδες άλλα ψυχολογικά και παιδαγωγικά βιβλία- των πλούσιων και  πολύχρονων επιστημονικών σπουδών του σε Πανεπιστήμια της Ελλάδας και του Εξωτερικού [Θεσσαλονίκης, Γενεύης, Παρισίων (Σορβόνης- Paris V)] και της επιτυχούς μακράς πανεπιστημιακής του διδασκαλίας στα Πανεπιστήμια της Κρήτης και της Κύπρου.

    Στο παρουσιαζόμενο με το παρόν σημείωμά μας βιβλίο, εξετάζεται ένα γνωστικό αντικείμενο αρκετά, θεωρώ, πρωτότυπο και ενδιαφέρον, που- όπως εξαρχής επισημάναμε- αναφέρεται στα διαφέροντα τόσο της ψυχολογικής, όσο και της θεολογικής επιστήμης. Είναι, πάντως, ένα θέμα αρκετά άγνωστο και με όλως ανεπαρκή βιβλιογραφία, εξαιρετικά, όμως, χρήσιμο και πρακτικό, αφού η γνώση του μπορεί να βοηθήσει πολλούς ανθρώπους στην καθημερινότητα των σχέσεών τους. Και επειδή ο κ. Κρασανάκης εξετάζει το εν λόγω θέμα τόσο από ψυχολογικής και θεολογικής άποψης, όσο και από φιλοσοφικής, γι’ αυτό και ο υπότιτλος της μελέτης «διεπιστημονική θεώρηση».

 Η παρρησία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια μεγάλη αρετή, μια όμορφη στάση ζωής και ένα δυναμικό συναίσθημα, που σημαίνει ελεύθερη, θαρραλέα, τολμηρή και ειλικρινή έκφραση γνώμης, θεωρούμενη, περαιτέρω, ως μια ψυχική λειτουργία που εντάσσεται στη σφαίρα της Γνωστικής Ψυχολογίας, αφού η γλώσσα είναι ένα μέσο έκφρασης και επικοινωνίας, μια βασική ανθρώπινη γνωστική λειτουργία.

 Ο κ. Κρασανάκης με προηγούμενη μελέτη του είχε ασχοληθεί με παρεμφερές ψυχολογικό θέμα, αυτό της ειλικρίνειας, η γνησιότητα της οποίας επιβεβαιώνεται, ακριβώς, από την παρρησία, με την οποία πρέπει να συνοδεύεται, δεδομένου ότι η παρρησία συνιστά τον κεντρικό τρόπο έκφρασης της αλήθειας, με το θάρρος που την συνοδεύει στην έκφρασή της, ώστε να υπερνικά κάθε επώδυνο εμπόδιο.

 Παραδείγματα παρρησιακής διδασκαλίας έχουμε να παρουσιάσουμε πολλά από την ελληνική αρχαιότητα, κυρίως, όμως, εκείνους τους τρεις κορυφαίους, μέγιστους και αειφεγγείς αστέρες της ανθρωπότητας, τους φιλοσόφους Σωκράτη, Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Αργότερα, στην εποχή στερέωσης του Χριστιανισμού κορύφωση της παρρησίας έχουμε στη διδασκαλία του Ιησού Χριστού και των μαθητών και αποστόλων Του, που χρησιμοποιούσαν, επίσης, τον παρρησιακό λόγο, διδάσκοντας, δηλαδή, «μετά πάσης παρρησίας».

 Στα νεότερα χρόνια, τον όρο αυτόν, «παρρησία», με το εννοιολογικό περιεχόμενό του, όπως αυτό προκύπτει από τη μελέτη των αρχαίων ελληνικών συγγραμμάτων, υιοθέτησε και προέβαλε διεθνώς ένας μεγάλος Γάλλος φιλόσοφος, ο Michel Foucoult.

 Προς καλύτερη κατανόηση του φαινομένου της παρρησίας ανάγκη να σημειώσουμε ότι η σύγχρονη Ψυχολογία έχει διαφερόντως διαφοροποιηθεί από τη λεγόμενη Φιλοσοφική Ψυχολογία των αρχών του 20ου αι., και από επιστήμη της ψυχής, άρχισε να θεωρείται ως η επιστήμη της συμπεριφοράς και της συνείδησης (σκέψης), που τη συνοδεύει. Αυτό σημαίνει ότι κάτω από το διπολικό αυτό ψυχολογικό πρίσμα, συμπεριφοράς και συνείδησης, πρέπει και εμείς να δούμε και το υπό εξέτασιν θέμα, της παρρησίας.

 Μέσω της μελέτης του, ο κ. Κρασανάκης προβαίνει σε μια σειρά σημαντικών επιστημονικών διαπιστώσεων μέσα από ερωτήματά του, όπως: α) είναι η παρρησία μια μορφή συμπεριφοράς του ανθρώπου; β) έχει η παρρησία σχέση με τη συνείδηση του ανθρώπου; γ) μπορεί η παρρησία να ενταχθεί στα μεγάλα προβλήματα που μελετά η σύγχρονη Ψυχολογία και δ) συνιστά η παρρησία ένα ενδιαφέρον αντικείμενο μελέτης και έρευνας της σύγχρονης Ψυχολογίας;

 Η εξέταση του θέματος παρότι γίνεται με ακραιφνώς επιστημονικά κριτήρια, είναι όμως άκρως κατανοητή και ευκόλως προσλήψιμη και από αυτόν τον απλό, καθημερινό άνθρωπο, ενώ ισχυρότατα δεκανίκια στην πορεία της εξέτασης παρέχει- όπως φαίνεται και από τη βιβλιογραφία- η θεολογική επιστήμη, της οποίας ο κ. Κρασανάκης αποδεικνύεται ικανότατος χειριστής και γνώστης.

 Ο στενός συνδυασμός των δύο αυτών επιστημών (Ψυχολογίας- Θεολογίας) είναι, θεωρώ, που αποφέρει τόσα πλούσια στοιχεία ηθικής διδασκαλίας και φρονηματισμού, που απαντούν σε κάθε σημείο του βιβλίου και συντελούν στην ηθική τελειότητα και στον φρονηματισμό του ατόμου. Ενώ, μέσω της αναπτυσσόμενης ηθικής διδασκαλίας αποδεικνύεται και μια νέα διδασκαλία. ότι, δηλαδή, κάθε παρρησιακή πράξη πηγάζει από την προαίρεση του ατόμου, την ενδόμυχη εκείνη ψυχική και ηθική τάση και πρόθεσή του, την «προθετικότητά» του, άλλοις λόγοις, στην εκτέλεση μιας ηθικής πράξης, όπως εδώ της παρρησιακής πράξης.

Ως κατακλείδα του όμορφου αυτού βιβλίου ο συγγραφέας παραθέτει τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά του από «Μια μικρή έρευνά» του, που εκπόνησε με τη μέθοδο του ερωτηματολογίου, γύρω από τη συγκεκριμένη προβληματική του ευγενούς αυτού αθλήματος της «παρρησίας». Με την έρευνά του αυτήν και τα ευρήματά της φωτίζονται, θεωρούμε, έτι περαιτέρω όσα προηγήθηκαν στο ωραίο αυτό βιβλίο. Σε αυτό συνετέλεσε και το γεγονός ότι οι δοθείσες απαντήσεις μελετήθηκαν από τον κ. Καθηγητή, ταξινομήθηκαν και αξιολογήθηκαν δεόντως, τα σχετικά συμπεράσματα των οποίων παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου.   

Για άλλη μια φορά συγχαίρουμε και θερμά ευχαριστούμε τον εκλεκτό Καθηγητή και φίλο κ. Γεώργιο Ε. Κρασανάκη και του ευχόμαστε να έχει δύναμη και υγεία, για να συνεχίζει επί μακρόν τη γόνιμη, δημιουργική και εργώδη δραστηριότητά του στον χώρο της ψυχολογικής επιστήμης, όπου η μέχρι σήμερα συμβολή του είναι σπουδαία και πολυτρόπως αναγνωρισμένη.