ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΑΡΟΥ – ΚΡΗΤΗΣ * * * Η Ναυμαχία του Δριού


 

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ  ΣΧΕΣΕΙΣ  ΠΑΡΟΥ – ΚΡΗΤΗΣ

 

Η Ναυμαχία του Δριού


ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

                                                                                                     www.ret-anadromes.blogspot.com

Η Πάρος, στον θαλάσσιο δρόμο πολλών περιοχών του ελλαδικού νησιωτικού χώρου ευρισκομένη, ανέπτυξε, διαχρονικά, σχέσεις με πολλούς τόπους. Πολύ σημαντικές, στο σημείο αυτό, είναι, φυσικά, οι σχέσεις που η Πάρος ανέπτυξε με τα λοιπά Κυκλαδικά νησιά, αλλά ιδιαίτερα σημαντικές και ενδιαφέρουσες είναι, θεωρούμε, και οι σχέσεις που- σε όλες τις εποχές- η Πάρος ανέπτυξε και με την Κρήτη.

Έτσι, κατά την περίοδο της ακμής του Μινωικού Πολιτισμού (1900 - 1600 π.Χ.), η Πάρος έπαιζε σημαντικό ρόλο στις θαλάσσιες μεταφορές των Κρητών. Τη Μινωική κυριαρχία στο Αιγαίο διαδέχθηκε, η Μυκηναϊκή (1600- 1100 π.Χ.), με κέντρο τις "Κουκουναριές" της  Πάρου.

Η περίοδος της Ενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας και ιδιαίτερα η περίοδος τού Κρητικού Πολέμου (1645- 1669), έχουν να επιδείξουν, επίσης, συχνές σχέσεις Πάρου- Κρήτης. Από αυτήν την τελευταία περίοδο προέρχονται και τα πολεμικά γεγονότα της ναυμαχίας του Δριού, μιας από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις τού Κρητικού Πολέμου, την οποία έχει απαθανατίσει στους στίχους του και ο περίφημος Ποιητής τού ποιήματος ο «Κρητικός Πόλεμος», Μαρίνος Τζάνε, ο λεγόμενος Μπουνιαλής, από το Ρέθυμνο (εικ. 1)[1].


Η πρώτη έκδοση του Κρητικού Πολέμου, του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή 

                        Η Ναυμαχία του Δριού

 Στις 10 Ιουλίου 1651 έγινε μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές επιχειρήσεις του Κρητικού πολέμου. Σημειώθηκε στα νερά του Δριού (Ντριού), μεταξύ Πάρου, Νάξου και Φολεγάνδρου. Η ναυμαχία αυτή, παρότι οι στόλοι των εμπολέμων αναμετρήθηκαν στο στενό Πάρου – Νάξου, νοτιοανατολικά του Αγίου Αντωνίου, Πάρου, έχει επικρατήσει να αποκαλείται  «Ναυμαχία του Δριού». Ο περίφημος ποιητής του Κρητικού πολέμου, Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής, απαθανατίζει τη στιγμή στους παρακάτω στίχους:

 


«Εγίνη μέγας τσακισμός εις των Τουρκών τη μέση,
και κύτταζες στο πέλαος άνθρωποι για να πλέσι,
κεφάλια επέφτα στο γυαλό και χέργια να βουλούσι,
κι’ οι Παριανοί ετρέμανε τόσα για να θωρούσι,
οπούτονε εις τα βουνά απάνω και κυττάζαν,
και λέγαν Κύρι’ ελέησον και τον Θεόν εκράζαν,
στον φόνον τον αμέτρητον κι’ εις την ματοχυσίαν,

που θέλαν να πα να καύσουνε κατόπι τα νησία».

 

Την ίδια περίοδο, με το τέλος τού Κρητικού Πολέμου (1669), πολλοί πρόσφυγες, Κρητικοί και Βενετσιάνοι της ερημωμένης Κρήτης, έρχονται στην Πάρο και στις Κυκλάδες, όπως σήμερα δηλώνεται αυτό από πολλά επώνυμα και παρωνύμια Παριανών, ενώ κατά την Ελληνική Επανάσταση τού Εικοσιένα, και ειδικότερα κατά το έτος 1827, εξακόσιοι και πλέον Κρητικοί πρόσφυγες πειρατές πολιόρκησαν την Παροικιά και τη Μονή τής Λογγοβάρδας, δημιουργώντας πολλά προβλήματα στο νησί. Το 1831 οι Κρητικοί τής Πάρου, 107 συνολικά, στέλνουν αναφορά στον Κυβερνήτη Καποδίστρια «με πολλά παράπονα και αιτιάσεις εναντίον του», ζητώντας εθνική συνέλευση και σύνταγμα[2].

Πολλοί, επίσης, είναι και οι Κρητικοί που, στα επόμενα χρόνια - μετά τον Κρητικό Πόλεμο και την ελληνική επανάσταση του 1821- εργάστηκαν, κατά διαστήματα, στην Πάρο [Γεώργιος Βλαστός και Παρθένιος (ιερομόναχος) Βλαστός (αγιογράφοι, από τη γνωστή κρητική οικογένεια των Βλαστών), Τζάνες Καλλέργης (νοτάριος), ο πολύς Ιωάννης Μόσκος [αγιογράφος (17oς αι.) από το Ρέθυμνο], ο γνωστός ιερομόναχος και διδάσκαλος Ζαχαρίας Τσιριγώτης Πρακτικίδης (1784–1845), από το Ηράκλειο (ως βοηθός επάρχου Νάξου, Πάρου και Αντιπάρου και δάσκαλος στην πρωτεύουσα τού νησιού, την Παροικιά)] κ.ά[3].



[1] Ο Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής γεννήθηκε επί Ενετοκρατίας, το έτος 1613, στο Ρέθυμνο. Μετά την κατάληψη του Ρεθύμνου από τους Τούρκους, το 1646, κατέφυγε στην Κέρκυρα και από εκεί στη Βενετία, όπου και πέθανε το 1686 σε ηλικία 73 ετών.

     Το ποίημα περιγράφει, με αφηγηματικό τρόπο και κατά χρονολογική σειρά, τα γεγονότα του πολέμου από την απόβαση των Τούρκων στην Κρήτη ως τη συνθηκολόγηση της πόλης του Ηρακλείου (1645-1669). O ποιητής αναφέρεται στον αγώνα των Κρητών και επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στην άλωση της Κρήτης.

[2] Νίκος Χρ. Αλιπράντης, Χρονολογικό Πανόραμα της Ιστορίας της Πάρου (5000- 1850 μ.χ., Αθήνα 2011, 150, 260 και 277.

[3] Βλ. περισσότερα ό.π., 142, 175, 283 και Γεώργιο Μαστορόπουλο, «Υπογραφές ζωγράφων σε εικόνες της κεντρικής Νάξου», Δελτίον XAE 12 (1984), Περίοδος Δ', στην εκατονταετηρίδα της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (1884-1984), σ. 473-500.


200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ 4ΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ * * * ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ * ΜΙΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΝΑΓΚΗΣ ΑΠΟΔΕΚΤΗ ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΟΔΟΥΛΟ ΓΕΝΟΣ

Εικόνα των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων του καθολικού της Ι. Μονής Χρυσοπηγής Χανίων.

 

200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ

ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ 4ΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ

 

ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ

ΜΙΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΝΑΓΚΗΣ

ΑΠΟΔΕΚΤΗ ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΟΔΟΥΛΟ ΓΕΝΟΣ

 

     ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

       www.ret-anadromes.blogspot.com

 

    Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να σημειώσουμε ότι, γενικά, έχει γίνει αποδεκτό ότι ο κρυπτοχριστιανισμός ήταν προτιμητέος και αποτελούσε μιαν, οπωσδήποτε, πιο συμπαθή και ανεκτή πλευρά συμπεριφοράς τού υποδουλωμένου χριστιανού από τον αμετάκλητο και πραγματικό εξισλαμισμό του. Γιατί ο κρυπτοχριστιανισμός, σε τελική ανάλυση, διέσωζε το ελληνικό Γένος και την Εκκλησία από την αφαίμαξη μεγάλων τμημάτων τού ελληνισμού, που διά του εξισλαμισμού προσχωρούσαν ολοκληρωτικά στον μωαμεθανισμό, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να χάνει συνεχώς Έλληνες και να συρρικνώνεται δημογραφικά επικίνδυνα, ενώ εξ απωθημένων συναισθημάτων ή και ειδικής αγωγής το μίσος και η αγριότητα των εξωμοτών κατά των Ελλήνων χριστιανών απέβαινε τρομερό και απύθμενο. Είναι εντυπωσιακή, στο σημείο αυτό, η μαρτυρία του ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου όταν γράφει στην ιστορία του ότι «ο στρατός του Μωάμεθ Β΄ συνέκειτο καθ’ ολοκληρίαν σχεδόν εκ χριστιανών εξισλαμισθέντων»![1]

  Οι βίαιοι εξισλαμισμοί[2] είναι γεγονός ότι αποτελούσαν τον κανόνα μετά την κατάληψη από τους Τούρκους οποιασδήποτε νέας περιοχής. Είχαν ξεκινήσει να εφαρμόζονται πολύ πρωτύτερα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, από τον 14ο, κιόλας, αιώνα, αμέσως, δηλαδή, μετά την κατάληψη από τον σουλτάνο Ορχάν της Νίκαιας της Βιθυνίας (1331) και συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Το αποτέλεσμα ήταν, δυστυχώς, οι χριστιανοί ορισμένων, ειδικά, περιοχών να λιγοστεύουν με τον καιρό δραματικά, γιατί γίνονταν αθρόα Μωαμεθανοί, προκειμένου να μπορέσουν να κρατηθούν στη ζωή και να διατηρήσουν τις περιουσίες τους[3]. Μάλιστα, με δεδομένο ότι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία «άπιστος δεν κληρονομεί ποτέ πιστό» και ότι η γη του μουσουλμάνου δεν είναι δυνατό να κληρονομηθεί από τα παιδιά του, τον πατέρα του ή τη μητέρα του, που δεν είναι μουσουλμάνοι, αντιλαμβανόμαστε ότι, στη συνέχεια, για να εξασφαλίσουν την πατρική κληρονομιά, γινόντουσαν  αρνησίθρησκοι, από συμφέρον, και όλοι οι κληρονόμοι των εξισλαμισθέντων[4]. Έτσι, η Ελλάδα με τους συνεχείς εξισλαμισμούς και κάτω από αυτήν την παντοειδή πίεση του βάρβαρου κατακτητή, έχανε, δυστυχώς, πολλούς Έλληνες, ενώ, αντίθετα, η άυξηση του μουσουλμανικού πληθυσμού ήταν αλματώδης και συχνά ομαδική! Σύμφωνα με πληροφορία του ιστορικού Μουρέλλου «ο πασάς έστελνε έναν χότζα και αυτός αφού τύλισε με μια κερωμένη οργιά το χωριό ολόκληρο, γονάτιζε στην είσοδό του, έκανε τη δέησή του, έναν ντοά στον Αλλάχ και απλώνοντας τα χέρια του με μια κίνηση που κάλυπτε ολόκληρο το χωριό, τους έκανε Μουσουλμάνους όλους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά…»[5]. Λίγοι Έλληνες, στην αρχή, περισσότεροι αργότερα και, τελικά, οι περισσότεροι Έλληνες και χριστιανοί- ειδικά αυτοί της Μικράς Ασίας- εγκατέλειπαν ο ένας μετά τον άλλο την εθνική και χριστιανική τους ταυτότητα, αρνούμενοι την πίστη τους στον Χριστό, για να γίνουν Μωαμεθανοί και Τούρκοι[6].

   Στο ΙΓ΄ κεφάλαιο των «Απομνημονευμάτων» του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Από την τυραννίαν των Τούρκων και από την δοξομανίαν αρχίνησαν οι Έλληνες και εγένονταν Τούρκοι και ως ετούρκιζαν εκείνοι, ελέγετο και ο τόπος τους τούρκικος. Και οι Έλληνες από τα βαρύτατα δοσίματα των Τούρκων τους υποχρέωναν και έπαιρναν τον τόπον τους και τους άφηκαν σκλάβους. Τους πήραν όλον τον τόπον με δυναστείαν… Και αν ήταν κανένα έθνος άλλο, ήθελε τουρκίσουν όλοι, μόνον ήτον σκληρογνώμονες, διατί ούτε ωρκώθηκαν ποτέ να τον γνωρίσουν βασιλέα (ενν. τον Τούρκο), ο ύ τ ε   ε π ρ ο σ κ ύ ν η σ α ν  ό λ ο ι»[7].

  Μετά από όλα αυτά, ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά και η συγκαταβατική προς τους κρυπτοχριστιανούς άποψη του Μανουήλ Γεδεών- που για χρόνια ήταν Μέγας Χαρτοφύλακας του Οικουμενικού Πατριαρχείου- για τη σχέση της Εκκλησίας με την αποκρυφία, τη «λαθρόβια ορθοδοξία», όπως την αποκαλεί, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «επέτυχε, λοιπόν, το σύστημα των λαθροβίων ορθοδόξων, όπερ εδίδαξεν ή καθιέρωσεν η της Κωνσταντινουπόλεως αγιοτάτη Εκκλησία, ιδρύσασα την υπό γην, κάτωθεν της επί γης, στρατευομένην Εκκλησίαν, ης η ύπαρξις διήρκεσεν ευλογία και προτροπή αυτής ταύτης της Μεγάλης Εκκλησίας, επί σχεδόν εξ εκατονταετηρίδας»[8].

  Με την ενέργειά της αυτήν η Εκκλησία θέλησε από τη μια να ενισχύσει ηθικά όσους κρυφά είχαν αλλαξοπιστήσει, για να γυρίσουν και πάλι, κάποτε, στην παλιά τους θρησκεία και από την άλλη να τους αναγνωρίσει, κατά κάποιο τρόπο, ως δικά της μέλη. Και θεωρούμε ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία το πέτυχε αυτό και κράτησε στην αγκάλη Της τους «λαθρόβιους- κατά τον Μανουήλ Γεδεών- ορθοδόξους», από τους οποίους ξεπήδησε πανστρατιά όλη και νέφος νέων μαρτύρων- καθώς και οι άγιοι του Ρεθύμνου Τέσσερις Νεομάρτυρες- όταν η μουσουλμανική αντίδραση στους εξισλαμισμούς ή στην αποκάλυψη των κρυπτοχριστιανών, είχε ως οικτρό αποτέλεσμα να φθάνει μέχρις και αυτό το μαρτύριο και τον υπέρ πίστεως θάνατο.

   Έναν σπουδαίο ρόλο- αντίβαρο σε όσα δεινά υφίσταντο οι ανυπεράσπιστοι χριστιανοί στη δύσκολη αυτήν περίοδο- διαδραμάτιζαν οι μεγάλες κρυπτοχριστιανικές οικογένειες, που- όπως και οι χαΐνηδες (hainlar)[9]- αποτελούσαν μια μορφή εκκλησιαστικής αντίστασης κατά των Οθωμανών και προστάτευαν όπως και όσο μπορούσαν τους χριστιανούς. Ενώ, δηλαδή, προσποιούνταν τους αληθινούς και φρόνιμους και νομοταγείς στο κράτος «αγάδες», με μεγάλο κίνδυνο της ζωής τους σήκωναν τα μαχαίρια εναντίον απάνθρωπων συμπεριφορών και θηριωδών γενιτσάρων, πληγώνοντάς τους ή και φονεύοντάς τους, όταν οργίαζαν ασύστολα εναντίον αθώων χριστιανών.

   Κρυπτοχριστιανούς στα χρόνια της αιματόβρεκτης τουρκικής σκλαβιάς εκτός από την Κρήτη συναντούμε και στη Μ. Ασία, τον Πόντο, τη Μακεδονία κ.α. Στην Κρήτη τέτοιες περίφημες κρυπτοχριστιανικές οικογένειες, που αναλάμβαναν την προστασία των χειμαζομένων χριστιανών, έχουμε να απαριθμήσουμε τους Κερίμηδες του Μυλοποτάμου, τους Αλικάκηδες του Αγίου Βασιλείου και τους Μπελούληδες. Όμως, σπουδαιότεροι, ηρωικότεροι και ισχυρότεροι όλων ήταν, ομολογουμένως, οι Κουρμούληδες της Μεσαράς, απ’ όπου προέρχονταν οι οικογένειες των Ρετζέπηδων, Σαμπανάκηδων, Μπιρασάνηδων, Καραοσουμάνηδων και άλλων κρυπτοχριστιανών της ίδιας περιοχής[10], που το 1821, μαζί και με τους λοιπούς συμπατριώτες τους Έλληνες Ορθοδόξους, αποκήρυξαν τον ισλαμισμό και ύψωσαν τη σημαία της Ελληνικής Επανάστασης, γενόμενοι στο εξής οι σταυραετοί της λευτεριάς της Κρήτης. Και είναι πολύ χαρακτηριστικό και σπουδαίο το γεγονός που φανέρωσε το μέγα πλήθος των κρυπτοχριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν αργότερα, το έτος 1856, μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, με τις μεταρρυθμίσεις και τις ελευθερίες που έδωσε το Χάτι Χουμαγιούν, ο Σουλτάνος κάλεσε τους υπηκόους του να δηλώσουν ελεύθερα τη θρησκεία που σεβόντουσαν. Και τότε βρέθηκε μπροστά σε μια τεράστια και όλως αναπάντεχη έκπληξη!... Χιλιάδες κατοίκων του οθωμανικού κράτους, χωριά ολόκληρα με τον Χότζα τους, βρέθηκαν να φανερώνουν τη χριστιανική τους πίστη! Μπροστά σε αυτό το εκπληκτικό γεγονός, ο Σουλτάνος έθεσε χρονικό περιορισμό, πέρα από τον οποίο οι υπήκοοι δεν μπορούσαν πια, σε καμιά περίπτωση, να δηλώνουν αλλαγή της πίστης τους.

 Πρέπει, πάντως, να το επαναλάβουμε ότι όσο παράξενο και αν ακούγεται, αυτός ο κατ’ επιφάνειαν εξισλαμισμός των χριστιανών υπήρξε, τελικά, ευεργετικός για τους υπόδουλους Έλληνες χριστιανούς και βοήθησε σημαντικά πολλούς από αυτούς στο να διατηρήσουν την πίστη τους και την εθνική τους ταυτότητα[11]. Γιατί, χωρίς αμφιβολία, όπως λέγει και ο ιστορικός Β. Ψιλάκης, εάν δεν συνέβαινε το είδος αυτό του θρησκευτικού και εθνικού συνεταιρισμού, ο Ελληνισμός σήμερα και αυτός ο ευρωπαϊκός πολιτισμός θα θρηνούσε την απώλεια ενός εξαιρετικά μεγάλου και ευγενικού τμήματός του. Αυτός ο θρησκευτικοπολιτικός προσηλυτισμός, που ρυθμίστηκε με θρησκευτικές και κοινωνικές διατάξεις και με την αναγκαία φρονιμότητα και προφύλαξη των υπόδουλων χριστιανών, κατέστη, τελικά, ο φρουρός της εθνικής ιδέας στην Κρήτη και, μάλιστα, σε μιαν εποχή που οι άλλοι Έλληνες και ομόδοξοί τους στη Μεγαλόνησο κάμπτονταν κάτω από τον πλέον φρικτό ζυγό του τουρκικού γενιτσαρικού συρφετού, των ξεκουκούλωτων, των σπαχήδων και των μπουρμάδων, όπως τους περιέγραψε ο περιηγητής Τουρνεφόρτ. Αυτοί, ακριβώς, οι κρυπτοχριστιανοί, είναι που μπόρεσαν να διατηρήσουν άσβεστη μέσα τους την ελληνική φλόγα, την οποία μεταλαμπαδεύοντας σταθερά και γενναιόψυχα την κατάλληλη ώρα και στους λοιπούς συμπατριώτες τους Έλληνες χριστιανούς συντέλεσαν ουσιαστικά στην εθνική υπόθεση, δημιουργώντας την πανστρατιά εκείνη των Μαρτύρων και Εθνομαρτύρων αντιστασιακών, που συνέβαλαν αποφασιστικά στην απελευθέρωση του έθνους.

     Αυτήν, ακριβώς, την ευλογημένη ώρα περίμεναν να δούν και οι Κουρμούληδες της Μεσαράς και ο μέγας ηγέτης τους, ο Μιχαήλ Κουρμούλης, ο άλλοτε φοβερός Χουσεΐν αγάς και μαζί με αυτούς και οι Άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες. τη νεκρανάσταση, δηλαδή, του ελληνικού Γένους, που έπαιρνε φωτιά από τη φρόνιμη εκείνη κρυφή σπίθα που σιγόκαιγε τόσους αιώνες, για να αναφωνήσουν με πάθος και αγαλλίαση και υπέρτατο πατριωτικό ενθουσιασμό τους λόγους της Θεοτόκου προς τον νεκρό Ιησού Χριστό: «σπεῦσον οὖν ἀνάστηθι, ὅπως ἴδω κἀγὼ σοῦ τὴν ἐκ νεκρῶν τριήμερον ἐξανάστασιν»![12]. Και αυτήν, ακριβώς, την ίδια ώρα, και οι Κουρμούληδες άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες του Ρεθύμνου, αποτίναζαν ευθαρσώς το περικάλυμμα της αποκρυφίας, για να αδράξουν γερά τα όπλα και να προτάξουν τα στήθη στον βάρβαρο κατακτητή, ομολογώντας, στο τέλος, μαρτυρικά, και την αμετάθετη πίστη τους στον Ιησού Χριστό και την Πατρίδα.


    [1] Οπότε, βάσει αυτού και όπως συμπεραίνει ο αείμνηστος Καθηγητής Στυλιανός Παπαδόπουλος, η Κωνσταντινούπολη έπεσε μόνο χάρη στη βοήθεια των εξισλαμισθέντων ορθοδόξων χριστιανών, ενώ, αντίθετα, ο Χριστιανισμός και η ελληνικότητα της Χώρας διασώθηκαν με την αποφασιστική συμβολή των Νεομαρτύρων, που αντέδρασαν δυναμικά στο κύμα αυτό του εξισλαμισμού (Παπαδόπουλος, Στυλιανός Γ. 1973: 94) και που, στο μεγαλύτερο μέρος τους (συμπληρώνω), προέρχονταν από την τάξη των κρυπτοχριστιανών.

              [2] Εδώ, να θυμηθούμε και να συμπεριλάβουμε και το φρικτό παιδομάζωμα.

             [3] Άμαντος, Κωνσταντίνος 1953-54: 162.

             [4] Βλ. Νικόλαος Σταυρινίδης Σ. 1986: πρ. 317, σ. 318.

            [5]   Μουρέλλος, Ι. Δ. 1931: 99.

            [6]  Άμαντος, Κωνσταντίνος 1953-54: 191. Παπαδόπουλος, Στυλιανός Γ. 1973: 36.

            [7] Άπαντα Κολοκοτρώνη, τ. 2ος, σ. 67.

             [8] Γεδεών Ι. Μανουήλ, 1930: 83.

        [9] Ονομασία που έδιναν οι Τούρκοι της Κρήτης στους Κλέφτες του νησιού. Οι χαΐνηδες (= οι παράνομοι), από τον πρώτο, κιόλας, χρόνο της τουρκικής κυριαρχίας (1669), ζούσαν στα απάτητα κρητικά βουνά, κάνοντας συνεχείς αιφνιδιαστικές επιθέσεις εναντίον των Τουρκοκρητών, παίρνοντας εκδίκηση για τις βιαιοπραγίες τους και υπερασπιζόμενοι τους χριστιανούς. Οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν οι Χάληδες και οι Γιαννάρηδες στις ορεινές περιοχές των Χανίων, οι Τσουδεροί στο Ρέθυμνο, ο Ξωπατέρας και ο Μιχαήλ Κόρακας στην ανατολική Κρήτη. Οι επαναστάτες αυτοί υπήρξαν για την Κρήτη ό,τι οι κλέφτες για την Κεντρική Ελλάδα και υμνήθηκαν από το δημοτικό τραγούδι.

           [10]  Ψιλάκης, Βασίλειος χ. χ.: 49.

           [11]  Σταυρινίδης, Νικόλαος 1971: 147 και Πατεράκης, Γ. Μ. 1989: 72.

          [12]  Από την Ακολουθία των Αγίων Παθών (Απόστιχο). Ψιλάκης, Βασίλειος χ. χ.: 49.