ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΟ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ Σ Π Η Λ Ι Ο Υ ΡΕΘΥΜΝΟΥ

 

Πανοραμική θέα του Σπηλίου από τον Βορίζη


ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

 

 

ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΟ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

Σ Π Η Λ Ι Ο Υ  ΡΕΘΥΜΝΟΥ [1]

 

Στον Σπηλιανό λυράρη

                                                              Θανάση Σκορδαλό

φωτισμένο δάσκαλο και εκφραστή

της Κρητικής Μουσικής μας Παράδοσης

 

Το Σπήλι, πρωτεύουσα της επαρχίας και σήμερα Δήμου Αγίου Βασιλείου, βρίσκεται στις ρίζες πετρώδους και απότομου υψώματος των Δυτικών υπωρειών του όρους Κέδρος, του Βορίζη, σε περιοχή μοναδικού φυσικού κάλλους, κατάφυτη και ολόδροση, με άφθονα πηγαία και πεντακάθαρα νερά της μεγάλης βρυσομάνας, της Κεφαλόβρυσης που τρέχουν μόνιμα από τα στόματα είκοσι πέντε λιοντοκεφαλών στο κεντρικότερο σημείο του χωριού και κινούν άφθονους μύλους και ρασοτριβές. Στον χώρο αυτόν υφαίνεται από τις φυσικές καλλονές και ευχαριστήσεις, και όχι μόνο κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι αλλά σε κάθε εποχή, ένας πέπλος τερπνός και παράδοξος. Όλα αυτά καθιστούν το Σπήλι ένα ανερχόμενο οικιστικό κέντρο, θέρετρο μοναδικού κάλλους, το μεγάλο καλοκαιρινό σαλόνι του Ρεθύμνου.  Κάτοικοι:  642 (2001), υψόμ. 430 μ., απέχει από το Ρέθυμνο 30 χλμ., διαδρομή: Ρέθυμνο- Αρμένοι- Μιξόρρουμα- Δαριβιανά- Σπήλι.

Και μια άλλη πανοραμική θέα του Σπηλίου
                      

Για το όνομα του χωριού ο Ρεθεμνιώτης δάσκαλος Εμμ. Λαμπρινάκης αναφέρει στη Γεωγραφία του ότι το Σπήλι είναι «κώμη κατάρρυτος επί λεκανοπεδίου καταφύτου εξ ελαιώνων, υπό τους πρόποδες του βουνού Βορίζει (sic), διακλαδώσεως του Κεδρίου όρους, ου ένεκα η κωμόπολις παρουσιάζει θέαν σπηλαιώδη, όθεν και το όνομα». Και η άποψη αυτή παραμένει και σήμερα κυριαρχούσα, ότι, δηλαδή, η ονομασία του χωριού οφείλεται, μάλλον, στην εικόνα του από μακριά που μοιάζει σαν να κλείνεται προστατευτικά μέσα στην αγκαλιά του κάθετα υπερκείμενου όρους Βορίζη, που δίνεται έτσι μια μεγαλοπρεπής σπηλαιώδης εικόνα, αλλά οφείλεται, πιθανόν, και στα σπήλαια στη γύρω του Σπηλίου περιοχή που αφθονούν χαρακτηριστικά (Σχίσμα, Κοντολιού το Σπηλιάρι, Ανεμόσπηλιος, Πλαγιάδας Σπήλιος, Κόκκινο Σπηλιάρι κ.ά.). Ο Λαμπρινάκης, επίσης, σημειώνει, το έτος 1890, το μεν Σπήλι (Σπήλιον– Σπήλαιον) ως πρωτεύουσα της επαρχίας Λάμπης, ενώ του δήμου Λάμπης πρωτεύουσα ήταν η Κοξαρέ[2]. Για το όνομα της κωμόπολης βλ. και όσα σχετικά διαλαμβάνουμε παρακάτω στο τοπωνύμιο «Σχίσμα» (σημ. 159).

ΣΠΗΛΙ- Το συγκρότημα της Ιεράς Μητρόπολης Λάμπης Συβρίου και Σφακίων

Η  ονοματολογία της κώμης απαντάται με εξαιρετικά σημαντικές αποκλίσεις σε όλες τις γνωστές απογραφές από το 1577 (Fr. Barozzi) μέχρι σήμερα [Spili Epodhes (=Πόδε Σπήλι) και Spili Pera (=Πέρα Σπήλι) (Barozzi 1577), Spilli (Κ172) και Peraspilli (Κ176) και Spilli di Muazzo (Κ174) (Καστροφύλακας 1583), Spili Sanguinosi και Spili di Mudazzo (Βασιλικάτα 1630), Ispili (τούρκικη 1659), Speli (Αιγυπτιακή 1834), Σπήλι (1881), Σπήλιον (1940).

Η αρχική αναγνώριση της κοινότητας Σπηλίου έγινε με το Διάτ. 26-1-1925, ΦΕΚ Α 27/1925. Συνοικισμοί που αρχικά απάρτισαν την κοινότητα: Σπήλι, Καρήνες[3], Δαριβιανά[4].

ΣΠΗΛΙ- Η Ι. Μητρόπολη Λάμπης Συβρίτου και Σφακίων

Συνοικισμοί που αποτελούν σήμερα το Δ. Δ. Σπηλίου (κάτ. 706): Σπήλι (κάτ. 642), Δαριβιανά (κάτ. 64), Παξιμάδια δύο (νησί) (0), Παξιμάδια ένα (νησί) (κάτ. 0).

Ερειπωμένοι οικισμοί: Τριγιόδι, Κουμεδιανά, Λάππα (τα δύο τελευταία μετόχια[5]).

 

                        Ο Σπηλιανός καλλιτέχνης της κρητικής μουσικής Θανάσης Σκορδαλός

ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ                             

Αγιά Φωθιά, στην (ΝΑ)[6]

Άγιο Πνεύμα, στ’ (ΒΑ)[7]

Άγι’ Αdώνη, στον (ΝΑ)[8]

Άγι’ Αστράτηγο, στον (Δ)[9]

Αγκαραθόλακκο, στον

Αγκουτσακιά, στον (ΒΑ)[10]

Αγριμολάκκι, στ’  (ΒΑ)[11]

Αγριμοπηγάδι, στ’ ( ; )[12]

Αέρα το Σπιτάκι, στ’ (Β)[13]

Αζιλακιά, στον (ΒΑ)[14]

Αζιλάκκους, στσ’ (ΒΑ)

Αϊ- Κύρλο, στον  (Δ)[15]

Ακασταρές, στσ’[16]  

Αλαμάνα, στην (Β)[17]

Αλατσόπετρα, στην (ΒΑ)[18]

Αλώνι του Βασιλομιχελή ή Κονσολαντώνη, στ’ (Α)

Αλώνι του Δερβίση στ’ (Α)[19]

Αμμουδάκι, στ’ (Α)[20]

Αμμουδολέ, στην (ΒΔ)[21]

Άbελο, στην (Β)

Ανεμόσπηλιο, στον (Α)[22]

Ανωμεριανού τ’ Αbέλι, στ’ (ΝΑ)[23]

Απαλάδα, στην (Α)[24]

Απάνω Πόρο, στον (ΒΑ)[25]

Αρκαλόνερο, στ’ (Α)[26]

Αρμιά, στ’ (Β)[27]

Αρσάνη το Λάκκο, στ’ (Α)

Ασπαλαθέ, στον (Β)[28]

Ασπαλαθότοπο, στον(ΒΑ)

Ασφεdαμέ, στην (Β)[29]

Αφορισμένο Νερό, στ’ (ΝΑ)

Αφρατέ, στον (ΝΑ)[30]

Αχλάδα, στην (Α) ή ΝΑ;;

Αχλάδες, στσ’ (ΒΑ)[31]

Αχτουδιανή Καμάρα, στην (ΝΑ)[32]

Βαθύλακκο, στο (ΝΑ)[33]

Βασιλική Στράτα, στη (στο Πάνω-Χώρι)[34]

Βασιλικό Πέραμα, στο (ΒΑ)[35]

Βίγλα, στη (ΝΑ)[36]

Βιτσιλέ, στη (ΒΑ)[37]

Βλατά το Βρυσίδι, στου (Α)[38]

Βλατά τη Σωχώρα, στου (Α)

Βοθόνους, στσι (ΒΔ)[39]

Βορέ το Πέραμα, στου (ΒΑ)[40]

Βορίζη, στου (;)[41]

Βουλίσματα, στα (ΝΑ)

Βρουλές το bόρο, στση (Β)[42]

Βρυσίδες, στσι (Β)[43]

Γαϊδαρολέ, στη (ΝΔ)[44]

Γιοματικά, στα (ΒΑ)[45]

Γιους το Gάbο, στση (ΒΑ)[46]

Γιωργιλιανά, στα (Α)[47]

Γλίτσωνα, στο (Ν)[48]

Γούλα, στη (Β)[49]

Γράμπελη, στη[50]

Γρε- Πρινέ, στη (ΒΑ)[51]

Γυπές στσι (Α)[52]

Δεντρικά, στα (ΝΑ)[53]

Δεύτερο ή στο Μεσιακό Μύλο, στο (Ν)[54]

Διγενή τη Gαθέ, στου[55]

Διχαλόρρυακα, στα (Β)[56]

Δοξαρά στο Μελιδόνι, στου[57]

Δραγατοκάλυβο, στο (σε πολλά σημεία όπως: ΒΔ, Ν, Α)[58]

Δρυγιαδέ, στο[59]

Ερεικιά, στον (Β)[60]

Ερεικότοπο, στον (ΒΑ)

Έρημο Πηγάδι, στο (Α)[61]

Ευγορείτη, στον (Β)[62]

Ζουρίδας το bόρο, στση (Α)

Θραψανάδικα, στα (ΝΑ) [63]

Θυμωπή, στη (ΒΑ)[64]

Καγιάννη το Λάκκο, στου (Β)[65]

Gαλλεργιανή, στη[66]

Καλομάτη, στου (Β)[67]

Καλόπαπα, στον (ΝΑ)[68] 

Καμάρα, στη (ΝΑ)

Καμαρολύκους, στσι (Ν)

Καματερά του Σταμάτη, στα (Α)

Καναβά τσι Πλατάνους, στου (Β)

Καρδακιανώ στω (ΝΑ)[69]

Καρούτσες, στσι (ΝΑ)*

Κατσάρη το Λάκκο, στου[70]

Gαψαλέ, στο (Α)[71]

Κεφάλια, στα (ΝΔ)[72]

Gεφαλόβρυση, στη (στην πλατεία, στο κέντρο του χωριού)[73]

Gεχρέ, στο (ΝΑ)[74]

Gληματσέ, στο (ΝΑ)[75]

Κόκκινα Κεφάλια, στα (ΝΔ)[76]

Κοκκινάλωνα, στα  (ΝΑ)[77]

Gόκκινο Δέτη ,στο (ΒΑ)[78]

Κόκκινο Κεφάλι, στο (ΝΔ)[79]

Gόκκινο Σπήλιο, στο (Α)[80]

Κοκκινόχωμα, στο (Β)

Κοκόλη το bόρο, στου (ΒΑ)[81]

Κοντολάκκουδα, στα (ΒΑ)

Κοντολιού, στου (ΒΔ)[82]

Κοπράνι, στο (Α)[83]

Gοπροκεφάλα, στη (ΒΔ)

Κορέ τα Σόπατα, στου (ΝΑ)[84]  

Κοσμά, στου (Β)

Κουλούρες, στσι (ΒΔ)[85]

Κουμεδιανά, στα (ΒΔ)[86]

Κουμενdά το Μύλο, στου (Δ)[87]

Κουνελά την Αχλάδα, στου (ΒΑ)

Κούνουπα, στου (ΝΑ)[88]

Gούπο, στο (ΒΑ)[89]           

Κουρούνες, στσι (ΒΑ)[90]

Κουρφόνερα, στα (ΒΑ)[91]

Gουτσαράπη, στου (ΝΑ)

Κουτσουνάρια, στα (Β)[92]  

Κουτσουρολέ, στη  (Β)[93]            

Gουφό Χάρακα, στο (ΝΑ)[94]

Gριθαρέ, στο (ΒΔ)[95]

Κωσταdίνου, στου (Β)

Λαγκό, στο (Β)[96]

Λαγκού το Σπηλιάρι, στου (Β)

Λαγού τη bεζούλα, στου (ΝΑ)

Λακκούδια του Σωρού, στα (ΒΑ)

Λάππα, στη (ΒΑ)[97]

Λιβάδια, στα (ΝΑ)

Λιβάδες, στσι (ΒΔ)

Λιβάδι, στο (Ν)

Λιbίτη το Ρυάκι, στου (ΒΑ)[98]

Λιοπρίνια, στα (ΒΑ)

Λοτσό, στο (ΒΑ)[99] 

Λουbινέ, στο (ΒΑ)[100]

Λουbινές το Λάκκο, στσι (ΒΑ)[101]

Λούτρα, στη (Ν)[102]                 

Μαθιού το Κεφάλι, στου (Β)[103]

Μαλαθρέ, στο (ΝΔ)[104]

Μαμαλιανά, στα (ΒΑ)[105]

Μάdρες, στσι (Α)[106]

Μαραγκαλή, στου (Β)[107]   

Μαρίκας το Σκαλί, στση (ΒΑ)[108]

Ματζαδούρες, στσι (ΒΑ)

Μαυρίκη, στου (ΝΑ)

Μαυρόι, στο (Δ)[109]

Μαυροχάλικα, στα (ΒΔ)

Μεγάλη Ρίζα, στη (ΒΑ)[110]

Μεζάρια, στα (Α)

Μελά τα Πλάγια, στου (Β)

Μελέταινας το μνήμα, στση (ΒΑ)[111]

Μέλισσα, στη (ΒΑ)[112]

Μέλισσας το Πλάι (ΒΑ)

Μελισσώτη, στου (Ν)

Μεμέταινας το Χάρακα, στση (ΝΑ)[113]

Μερτζάνη, στου (ΝΑ)[114]

Μέσα Κάbo, στο (ΒΑ) 

Μεταξάρη, στου (Β)[115]

Μηνά, στου (ΝΑ)

Μικρή Ρίζα, στη (ΒΑ)

Μιμίκο τη gορφή, στου (ΒΔ)

Μιτάτο, στο (ΒΑ)

Μοναστηριακό Καμίνι, στο (Β)[116]

Μοναχή-ν- Ελέ, στη (Β)

Μοσκέτη, στου (Β)             

Μουδατσανά, στα (ΝΑ)[117]

Μουλά, στου (Ν)[118]  

Μουράκια, στα (ΒΔ)

Μουρνιανή Καμάρα (Ν)

Μουρνίδια, στα (Ν)[119]

bαλούρδο, στου (Β)[120]

bobόρη, στου (ΒΔ)[121]  

bριλλαdώνη το Πηγάδι, στου

Μυλορασσοτριβή του Αϊ- Κύρλου, στη (ΝΔ)[122]

Μυλόργιακο, στο (ΒΑ)

Μύλο τον Πρώτο, στο ( Ν)[123]

Μύλο τσ’ Αγιά Φωτιάς, στο (ΝΑ)[124]

Μύλους, στσι (Ν)[125]

Μύραινας, στση (Δ)[126]

Νιούρη το δάσος ή Νουρήδασος, στο (Β)[127]

Dερέ το Πέραμα, στου (Ν)[128]

Ξεκοφτά, στα (Α)[129]                   

Ξεριζάbελα, στα (ΒΔ)[130]

Ξεριζάbελο, στο (ΒΔ)[131]

Ξυλόπορτα, στη (ΝΑ)[132]

Παπά τα Χαράκια, στου  (ΒΑ)[133]

bαπούρα στη (Ν)

Περαμάτη το Μύλο, στου ή στον Τρίτο Μύλο (Ν)[134]

bεραμερέ, στη (N)[135]

bεριστερέ, στο (Β)[136]

bεργιάκω, στω (ΒΔ)[137]

bετράνθρωπο, στο (ΒΑ)[138]

bετρέ, στο (Ν)

bετροκισσό, στο (ΒΑ)

bηγαδόμυλο, στο ή στο Μύλο στη Ρασοφάbρικα, στο (ΝΔ) [139]

bλαγιάδα, στη (Α)[140]

Πλάκες, στσι (Β)[141]

Πλακούρες, στσι (Β)[142]

Ποντικού τη Ρίζα, στου (Β)[143]

Πορόγουλο, στο (ΒΑ)[144]             

Ποροφάραγγο, στο (Β)[145]

Ποταμίδες, στσι (Ν)[146]

Πρασόσπηλιο, στον (ΒΑ)[147]

bριναρέ, στο (ΒΔ)[148]

bρινοκεφάλα, στη (Β)  

Πρινομούρι, στο (ΒΑ)   

bυροβολική, στη (Β)[149]

Ρεχτάρα, στη (Α)[150]

Ρέχτρα, στο (Α)[151]

Ροπού, στου (ΒΔ)[152]

Ρουσές, στσι (Ν)[153]

Σαdαλόκορφα, στα (ΝΑ)[154]

Σάρκο τη Μάdρα, στου (Β)[155]

Σαρή, στου (Ν)[156]

Σινάνη τ’ Αλώνι, στου (Β)[157]

Σκαλιά, στα (Β)[158]

Σκαπεταρέ, στη (ΝΑ)[159] 

Σκάφες, στσι (ΒΑ)[160]

Σκλαβιανά, στα (ΒΑ)[161]

Σόπατα του Λάππα, στα (ΒΑ)

Σόπατα του Σωρού, στα (ΒΑ)[162]

Σόπατο του Κορέ, στο (ΝΑ)

Σουμανακιού, στου (Ν)

Σουμάνη, στου (ΒΑ)[163]

Σουμάνη το Λάκκο, στου (ΒΑ)

Σπηλιάρες, στσι (Α)[164]

Σπηλιαρίδια, στα (Β)

Σταλίστρα, στη (Δ)[165]

Στενά, στα (Β)[166]

Στρογγυλό Λακκούδι, στο (Α)

Συκίδι, στο (ΝΑ)

Σφεdάμια, στα (ΒΑ)

Σχίσμα, στο (ΒΑ)[167]

Σωρό, στο (ΒΑ)[168]

Σώχωρα τα Κάτω, στα (ΒΑ)[169]

Σώχωρα τα Πάνω, στα (ΒΑ)

Τάβλες, στσι (ΒΑ)[170]

Dζίγκουνα, στο (Β)[171]

Dίμιο Σταυρό, στο (ΒΔ)

Dροχάλα, στη (ΝΑ)[172]

Τρεις Ελές, στσι (ΒΔ)[173]

Τριγιόδι, στο (ΝΑ)[174]  

Τρύπες, στσι (ΒΔ)[175]     

Τσικουρδά, στου (Β)

Τσουνολάδες, στσι (Α)[176]

Dζουρίστρα, στη (Α)[177]

Τυροζούλι, στο ( ;)[178]

Φάbρικα, στη (Δ)[179]

Φαράγγι τσ’ Αγιά- Φωτιάς, στο (Α)[180]

Φαραγγούλια, στα (Β)[181]

Φασκές, στσι (Ν)[182]                  

Φασοκοιτές, στσι (ΝΑ)[183]

Φασουλές, στσι (ΝΑ)[184]

Φουρνάκια, στα (ΒΑ)[185]

Φρογού τη Βρύση, στου[186]

Φτερέ, στο (Δ)[187]

Φυλακτού, στου (Β)  

Χαλασέ, στο (Β)[188]

Χαλέπα, στη (Β)[189]

Χαλικιά, στο (Α)[190]

Χαρακούλια, στα (ΝΑ)[191]

Χάσικα, στα (Β)[192]

Ψαρές, στσι (Β)[193]

Ψαρές Ελές, στσι (Α)[194]



[1] Ευχαριστώ τον κ. Εμμανουήλ Γεωργίου Κουμεντάκη, πρώην Πρόεδρο της κοινότητας Σπηλίου, για τη γενναιόδωρη βοήθειά του στη συγκέντρωση των παρόντων τοπωνυμίων και τις εν γένει πολύτιμες πληροφορίες του, που με τόση προθυμία επανειλημμένα μου έδωσε. Τα συγκέντρωση του κ. Κουμεντάκη συμπλήρωσα με έξι νέα τοπων. από την καταγραφή των τοπων. του Σπηλίου το 1953 (ΕΚΙΜ) από την τότε δάσκάλα του χωριού Παγώνη Δριδάκη.   

[2] Ε. Σ. Λαμπρινάκη, Γεωγραφία της Κρήτης, Ρέθυμνα 1890, 64.

[3] Ο συνοικισμός Καρήνες αναγνωρίστηκε σε ίδια κοινότητα με το Δ. 6-9-1925, ΦΕΚ Α 260/1925.

[4] Ο συνοικισμός Δαριβιανά προσαρτήθηκε στην κοινότητα Λαμπηνής με το Δ. 12-1-1931, ΦΕΚ Α 12/1931.

[5] Βλ. στα σχετ. τοπωνύμια.

[6] Ομαλό, κατάφυτο μέρος με πολλά ποτιστικά περιβολάκια και ναΰδριο της Αγίας Φωτεινής (Αγιά –Φωθιάς), δεξιά στον αμαξωτό δρόμο προς την Αγία Γαλήνη. Την εκκλησούλα που είχαν χαλάσει οι Τούρκοι ξανάχτισαν το έτος 1936. Υπάρχει στην περιοχή η ομώνυμη πηγή, με σταθερή παροχή, χειμώνα- καλοκαίρι, 0, 042m/sec νερού [Πηγές Νερού του νομού Ρεθύμνης, Πρόγραμμα Περιβαλλοντικής εκπαίδευσης του 1ου Γυμνασίου Ρεθύμνης (επιμέλεια: Γ. Ι. Γεωργαλής), Ρέθυμνο 2000]. Παρατηρούμε ότι χάριν ευφωνίας το [τ] της λέξεως «φωτιά» τρέπεται σε [θ] εφόσον ακολουθεί συνιζανόμενο [ι] (πβ. μάθια αντί μάτια, Αγουθιανά αντί Αυγουστιανά στις Μέλαμπες κ.λπ. Μιχ. Ι. Καυκαλά, Η ευφωνία της Κρητικής διαλέκτου, Αθήνα 1992, 16).    

[7] Από την ομώνυμη παλιά εκκλησία, σε υψόμετρο γύρω στα 800μ. Το εκκλησάκι έχει συνδεθεί με το  ειδεχθές μαρτύριο στο χώρο του ενός  Σπηλιανού αντρόγυνου, του Μελέτη και της νιόπανδρης και μαζί ετοιμόγεννης συζύγου του, στην επανάσταση του 1866 από τους Τούρκους. Οι Τούρκοι σφάζουν πρώτα τον άνδρα, από τη φρίκη της η ετοιμόγεννη γυναίκα  φέρνει στον κόσμο των καρπό των σπλάχνων της, ένα αθώο μωράκι , που το σφάζουν και αυτό στην ποδιά της οι αιμοσταγείς Τούρκοι, για να δεχτεί τελευταία η τραγική γυναίκα και το δικό της μαρτύριο. Το μνήμα τους σωζόταν στον ίδιο τόπο μέχρι το έτος 1948 περίπου. Όταν δε, σε προσπάθεια διαμόρφωσης του γύρω από τον ναό χώρου, χρειάσθηκε το μνήμα να χαλαστεί, μια ουράνια ευωδία ξεχύθηκε από τον τάφο σε όλο τον γύρω χώρο, τεκμήριο της αγιότητας της Σπηλιανής οικογένειας. Αυτά μας πληροφορεί από προσωπική περί το γεγονός έρευνά της και μαρτυρία η λαογράφος κ. Ειρήνη Μπριλλάκη- Καβακοπούλου («Τοπωνύμια περιοχής Σπηλίου Ρεθύμνου Κρήτης», Τα Κρητικά Τοπωνύμια, τ. Α΄, Ρέθυμνο 2000, 468).    

[8] Σπηλαιώδης ναός (με Α.Σ.Μ.Κ. 2573) στις όχθες ποταμού και άφθονα ποτιστικά περιβόλια στην περιοχή. Θεωρείται μακρινό κτίσμα της οικογένειας των Βλαττάδων, στους οποίους ανήκαν και οι γύρω περιουσίες.

[9]Παλιό βυζαντινό ξωκλήσι, που- παρότι παντελώς ερειπωμένο- οι Σπηλιανοί συνεχίζουν και σήμερα να το ευλαβούνται ιδιαίτερα.

         Στη μέση του Αγίου Βήματος του Σπηλιανού ξωκλησιού, όπου ακριβώς εικάζεται ότι θα ορθωνόταν η Αγία Τράπεζα, έχει εδώ και χρόνια φυτρώσει πυκνόφυλλη αγριελιά, της οποίας τα φουντωτά κλαδιά σαν ομπρέλα απλώνονται και σκεπάζουν όλο το χώρο της μικρής εκκλησίτσας. Οπωσδήποτε, η συγκεκριμένη ελιά με τις ρίζες της συγκρατεί το όλο οικοδόμημα του ναού από τις ραγδαίες βροχές του χειμώνα, που, άλλως, θα είχαν κατασκάψει το δάπεδό του. Ενδιαφέρουσες, περαιτέρω, από λαογραφική άποψη οι ειδήσεις της λαογράφου Ειρ. Μπριλλάκη [ό.π. (σημ. 6), 465], που τις καταγράφουμε. Όπως σημειώνει, λοιπόν, η κ. Μπριλλάκη, όποιος «λιμπιστεί» τα φουντωτά κλαδιά της ελιάς που στηρίζει προστατευτικά τον ναό και θελήσει να κόψει από αυτά, για να τα δώσει τροφή στα ζώα του, ιδιαίτερα τον χειμώνα, αυτά αμέσως αρρωσταίνουν από ρίγη και σπασμούς και ψοφούν. Ο παλιός ιδιοκτήτης της περιουσίας γύρω από τον ναό, αείμνηστος Γ. Δαμβακάκης, όταν κάποτε θέλησε απερίσκεπτα να κόψει τα κλαδιά της αγριελιάς και να την εμβολιάσει σε ήμερη, δεν πρόλαβε, γιατί αρρώστησε αμέσως, επί τόπου, από φοβερά ρίγη. Κατάλαβε την αιτία και ζήτησε ευλαβικά συγχώρηση από τον Αγι’ Αστράτηγο. Ωστόσο, και πάλι, πέρασαν μέρες για να συνέλθει. Πάντως,  η κ. Μπριλλάκη δεν σημειώνει για ποιον Άγιο πρόκειται και πότε εορτάζεται η μνήμη του. Μάλλον, πάντως, ότι θα πρόκειται για τον Αρχιστράτηγο Γαβριήλ (6/9, Ανάμνησις του εν Χώναις θαύματος). Βλ. και πίνακα τοπωνυμίων Σακτουρίων, σημ. 19 (Αϊ- Αστράτιο, στον).

[10] Αγκούτσακας, ο = η αγριαχλαδιά, δέντρο με σκληρά αγκάθια. Περισσότερα στοιχεία βλστον πίνακα τοπωνυμίων Βάτου, σημ. 6 (Αγκουτσακιά, στον).

[11] Λακκί (= υποκορ. του λάκκου) του αγριμιού. Μια μεγάλη ποικιλία του προσηγορικού «αγρίμι», ως α΄ συνθετ., βλ. στους πίνακες τοπωνυμίων Γιαννιού, σημ. 7 (Αγριμερό, στ’) και Δρυμίσκου 4 (Αγριμόνερο, στ’). Ως προς το δεύτερο συνθετικό «λακκί» πβ. και τα τοπωνύμια Αμυγδαλολάκκι (Κεντροχώρι), Αμυγδαλολάκκια (Ακούμια), Αστοιβιδολάκκια (Ροδάκινο).

[12] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Αρδάκτου, σημ. 9 (Αγριμοπηγάδι στ’).

[13] Τοποθεσία στο παλιό δρόμο από Σπήλι προς Καρήνες.

[14] Πεδινές περιοχές σποράς σιτηρών, με αυτοφυή δένδρα αζιλάκων. Περισσότερα βλ. στον πίνακα τοπωνυμίων Κισσού, σημ. 10 (Αζιλακιά, στον).

[15] Υπάρχει ομώνυμο ξωκλήσι, στη δυτική είσοδο του χωριού. Εδώ έθαβαν τα τελώνια (βρέφη που πέθαιναν αβάπτιστα). Εορτάζει 9/6.

[16] Περιοχή με σπαρτά (βίκο, στάρι κ.λπ.). Πβ. Καστεριανές (Άγιος Ιωάννης). Οπότε, στο Σπήλι το [α] (Α-κασταρές) είναι, πιθανόν, προθετικό.

[17] Κοινή περιοχή με τις Καρήνες. Πβ. και πίνακα τοπωνυμίων Καρηνών, σημ. 15 (στην Αλαμάνα).   

[18] Άσπρη πέτρα που θρυμματίζεται εύκολα και γίνεται σαν το χοντρό αλάτι. Περισσότερα στοιχεία βλ. στον πίνακα τοπωνυμίων Καρηνών, σημ. 16 (Αλατσόπετρα, στην).

[19] Από Τούρκο Δερβίση (= Μωαμεθανός μοναχός, που ζει με πενία), ο οποίος φέρεται κτήτορας του αλωνιού.

[20] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Αγίου Βασιλείου, σημ. 7 (Αμμουδάρα, στην). 

[21]  Πρόκειται για κάμπο με αμμούδες, όπου δένδρο ελιάς.

[22] Πλατύ και ρηχό σπήλαιο, στα ΝΑ του Βορίζη, κατοικητήριο περιστεριών και νυχτερίδων. Πβ. και στο Κεντροχώρι σπήλαιο Ανεμοσπηλιάρα, αλλά και στον πίνακα τοπωνυμίων Ακουμίων, σημ. 30 (Ανεμόρδακτο, στον), όπου παραθέτουμε μια τεράστια ποικιλία Αι- Βασιλιώτικων, κυρίως, τοπωνυμίων με α΄ συνθετικό το προσηγορικό «άνεμος», που εκφράζουν μέρη όπου πιάνει πολύ ο αέρας, συνήθως υψώματα.

[23] Από ιδιοκτήτη «Ανωμεριανό» [δηλαδή κάτοικο του Άνω Μέρους (εθνικό)] ή συγκεκομμένος τύπος  του οικογενειακού «Ανωμεριανάκης».

[24] Από το επίθ. «απαλός»,  γιατί στο μέρος αυτό το έδαφος «απαλύνει» μετά την τραχύτητα του βουνού, στις Πανωχωριανές υπώρειες του Βορίζη. Στην περιοχή παρατηρείται πλούσια βλάστηση με αιωνόβιες ελιές, συκιές, καρυδιές, αλλά και μικρά ολοπράσινα  περιβολάκια.

[25] Πρόκειται για την είσοδο (πόρο) στο οροπέδιο Γιους Κάμπος.

[26] Η τοποθεσία βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή της Γιους τον Κάμπο, όπου σε πηγή νερού που υπάρχει πήγαιναν παλιότερα οι άρκαλοι (ασβοί) να ξεδιψάσουν. Γενικά στοιχεία περί «αρκάλου» και τοπωνύμια με α΄ συνθετ. το προσηγορικό «άρκαλος» βλ. στον πίνακα τοπωνυμίων Αγίου Βασιλείου, σημ. 9 (Αρκαλές, στσ’).

[27] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Αγκουσελιανών, σημ. 15 (Αρμί, στ’).

[28] Βοσκότοπος με ασπαλάθους, πίσω από το κτιριακό συγκρότημα του Γυμνασίου και Λυκείου Σπηλίου. Βλ. σχετ. στα τοπων. Σακτουρίων (Ασπαλαθέ, στον) και περί ασπαλάθου, γενικά, στον πίνακα τοπωνυμίων Κρύας Βρύσης, σημ. 29 (Ασπαλαθόπορο, στον).

[29] Γενικά περί «ασφεντάμου, βλ. πίνακα τοπωνυμίων Αγίου Ιωάννη, σημ. 29 (Ασφεdάμια, στ’).

[30] Το όνομά του οφείλει στο χόρτο αφράτο (φυτό με το οποίο πλέκουν τις ψάθες των καρεκλών), που ευδοκιμεί στην περιοχή (περιεκτικό). Πβ. και πίνακα τοπωνυμίων Αγίας Γαλήνης, σημ. 25 (Αφρατούλι, στ’) και Μουρνέ, σημ. 29 (Αφράτης το Λαγκό, στσ’).

[31] Παρότι το τοπων. αναφέρεται σε αχλαδιές, όμως σήμερα η περιοχή διαθέτει μόνο αμπελώνες. Και να (!) που η πληροφορία αυτή του φίλου κ. Μανόλη Κουμεντάκη βρίσκει τη δικαίωσή της στα χρόνια της Ενετοκρατίας, όταν το ίδιο τοπωνύμιο επαναλαμβάνεται ως «Αχλάδι, στο» [Γιάννη Μιχ. Γρυντάκη, Το Πρωτόκολλο του Ρεθεμνιώτη νοτάριου Αντρέα Καλέργη (1634-1646), Αθήνα 1994, 388]. Και τότε, ασφαλώς, το Αχλάδι θα λειτουργούσε κυριολεκτικά.

[32] Από την υπάρχουσα γέφυρα (καμάρα), εκεί στα σύνορα Σπηλίου- Ακτούντων, που περνά ένα μικρό ρυάκι από κάτω. Βλ. περισσότερα στοιχεία στον πίνακα τοπωνυμίων του χωριού Ακτούντα, σημ. 13 (Ακτουδιανή Καμάρα, στην).

[33] Βαθούλωμα της ευρύτερης περιοχής, με πλούσιους αμπελώνες παλιότερα. Εκεί, στα υψώματα του Βαθύλακκου, βρισκόταν και η καλύβα του δραγάτη (δραγατοκάλυβο), που επέβλεπε τα αμπέλια από τους καταπατητές. Τοπωνύμιο Βαθύλακκο (στον) συναντούμε και στα χωριά Άγιο Ιωάννη και Καλή Συκιά, Βαθύστενα (στα) στην Λαμπηνή, ενώ πβ. και τα τοπων. Βαθύ Ρυάκι και Βαθύ Σελί στα Σακτούρια.

[34] Ο κεντρικός δρόμος που διέσχιζε το Πάνω Χώρι παλιά, πριν κατασκευαστεί ο αμαξωτός δρόμος στα χαμηλά, όπου βρίσκεται σήμερα και ένωνε την Αγία Γαλήνη- στα νότια του νομού- με τη διασταύρωση προς τα Αμαριώτικα και από εκεί μέσα από άφθονες στροφές συνέχιζε την πορεία του προς το Ρέθυμνο. Βασιλική στράτα ή βασιλικός δρόμος- όρος που χρησιμοποιείται από τη βυζαντινή εποχή- με τη σημασία του κεντρικού, του δημόσιου δρόμου. Πβ., και τα τοπων. Βασιλικά, στα (Ακούμια), Βασιλικό (στο) και Βασιλικού το Λαγκό, στου (Λευκόγεια), Βασιλικό Πέραμα, στο (Μέλαμπες). Βλ. και στα τοπωνύμια Μύρθιου [Βασιλεών (-ιών) τη Ρίζα, στων] .

[35] Η τοποθεσία βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή Γιους Κάμπος, πάνω στον κεντρικό δρόμο (Βασιλικό Πέραμα)  που συνδέει το Σπήλι με το Γερακάρι και γενικότερα τα Αμαριώτικα μέρη. Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Μελάμπων, σημ 53.

[36] Λόφος με πλούσιους αμπελώνες- παρατηρητήριο. Ο βιγλάτορας από εδώ μπορεί να παρατηρήσει όλη την περιοχή από του Κισσού την Παράγκα μέχρι την αντίθετη μεριά προς τα Αγκουσελιανά και τον Αϊ- Γιάννη τον Καμένο. Περί «Βίγλας» βλ. πίνακα τοπωνυμίων Αγίας Πελαγίας, σημ. 15 (Βίγλα, στη).

[37] Στην ευρύτερη περιοχή του βουνού Βορίζης, όπου αφθονούν οι γνωστοί μας γυπαετοί (βιτσίλες). Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Αγίου Ιωάννη, σημ. 36 (Βιτσιλέ, στο) και Ακτούντων, σημ. 29 (Βιτσιλοκεφάλι, στο).

[38] Το παρόν και το επόμενο τοπων. ανήκε σε ιδιοκτήτη Βλα(τ)τά, συγκεκομμένος τύπος του οικογενειακού Βλα(τ)τάκης. Σχετικά με το συγκεκριμένο τοπων. βλ. πίνακα τοπωνυμίων Αγίας Γαλήνης, σημ. 27 (Βλαττιανά, στα), Βάτου, σημ. 15 (Βλαττά τη Σωχώρα, στου) και, γενικότερα, Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, «Η Ιερά Μονή Βλατάδων και οι Ιδρυτές της Δωρόθεος και Μάρκος Βλαττής», Νέα Χριστιανική Κρήτη, τ. 10 (Ιούλ.- Δεκ. 1993), σσ. 187-208. 

[39] Σχετικά περί «Βοθόνων» βλ. πίνακα τοπωνυμίων Ακουμίων, σημ. 41 (Βόθονες, στσι).

[40] Η τοποθεσία βρίσκεται ψηλά, βορειοδυτικά, στην ευρύτερη περιοχή Χάσικα. Πρόκειται για φυσικό πέρα(σ)μα από το οποίο φυσά ορμητικός ο βόρειος άνεμος. Πβ. στα Ακτούντα τοπων.

[41] Πρόκειται για το ομώνυμο βουνό, που σαν βιγλάτορας στέκεται και δεσπόζει και κυριολεκτικά αγκαλιάζει με το βλέμμα του τη μικρή κωμόπολη του Σπηλίου. Από εκεί λοιπόν «β(γ)ορίζει», φαίνεται καλά όλη η γύρω περιοχή. Κι αυτό, πιστεύω, σημαίνει και το όνομα «Βορίζης». Μάλιστα, ο εντυπωσιακός τρόπος που γράφει ο παλιός Ρεθεμνιώτης, δάσκαλος και γεωγράφος, Εμμ. Λαμπρινάκης, στη Γεωγραφία του τη συγκεκριμένη λέξη μάς επιβεβαιώνει στην άποψη αυτήν. Ενώ, δηλαδή, εκφέρει το τοπων. σαν ουσιαστ. με άρθρο μπροστά από αυτό, εν τούτοις το γράφει σαν ρήμα τριτοπρόσωπο- «κώμη κατάρρυτος επί λεκανοπεδίου καταφύτου εξ ελαιώνων, υπό τους πρόποδας του βουνού Βορίζει (sic, σημειώνει κατά λέξη ο Λαμπρινάκης στα 1890, σαν ο σοφός δάσκαλος γράφοντάς το έτσι να ένιωθε ενεργούσαν μέσα του την ενέργεια που εκφράζει το συγκεκριμένο ρήμα (ρ. εβγορίζει με σίγηση του αρκτικού ε). Γενικά περί «Ευγορειτών» βλ. στους πίνακες τοπωνυμίων Αγίου Βασιλείου, σημ. 18 (Ευγορείτες, στσ’), Ακτούντων, σημ. 45 (Ευγορείτη, στον) και Κισσού, σημ. 43 (Ευγορείτες, στσ’) και Βάτου, σημ. 25 (Ευγορείτη, στον).

        Στη συγκεκριμένη τοποθεσία υπάρχει του «Βορίζη ο Σπήλιος», με Α.Σ.Μ.Κ. 1494 [Μητρώο Σπηλαίων Νομού Ρεθύμνης, Περιβαλλοντικό Κέντρο Πρωτοβ. Εκπαίδευσης «Φάλκονας», Ρέθυμνο, Μάιος 1998 (σε δισκέτα ηλεκτρονικού υπολογιστή)].

[42] Πέρασμα σε τοποθεσία του δρόμου Σπήλι- Καρήνες, με άφθονα βούρλα. Σημείο γενικής θέας από το οποίο βλέπεις Κρητικό και Λυβικό πέλαγος.

[43] Τον χειμώνα ανοίγουν πολλές πηγές. Ωραία καταγραφή ειδών βρυσών και πηγών βλ. στον πίνακα τοπωνυμίων Αγίας Πελαγίας, σημ. 16 (Βρύση, στη).

[44] Πρόκειται για ποικιλία ελιάς. Το όνομα λόγω του μεγέθους της. Το τοπων. είναι κοινό με τη Μουρνέ. Βλ περισσότερα στον πίνακα τοπωνυμίων Γιαννιού, σημ. 18 (Γαϊδαρόβρυση, στη).

[45]Περιοχή με ποτιστικά χωράφια από πηγή που θεωρείται ιαματική> γιοματική. Τέτοιες πηγές ακούγονται και ως Αγιασμάτσι (Γιασμάτσι). Βλ. και πίνακα τοπωνυμίων Ακουμίων, σημ. 50 (Γιασμάτσι, στο).

[46] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Κισσού, σημ. 37 (Γιους το Gάbο, στση).

[47] Όπου περιουσίες Γεωργιλάδων (πβ. Παπαδιανά, Καλλεργιανά κ.λπ.).

[48] Υπάρχουν ποτιστικά περιβόλια. Βλ. σχετ. στον πίνακα τοπωνυμίων Ακουμίων, σημ. 53 (Γλιτσώνους, στσι) και 52 (Γλινέ, στο).

[49] Βλ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Κεραμές και Αγαλλιανός, Κοινή πορεία μέσα στο χρόνο, Ρέθυμνο 2002, 125.

[50] Το τοπων. μας είναι γνωστό από νοταριακή πράξη της Ενετοκρατίας [Γιάννη Γρυντάκη, ό.π. (σημ. 30), 389]. Είναι αντίστοιχο στο γνωστό και αρκετά σύνηθες σημερινό τοπων. στη Γραμπέλα (βλ. πίνακα τοπωνυμίων Δρυμίσκου, σημ. 25).

[51] Το α΄ συνθ. της λέξης είναι το «γρε» ( γραία- γριά) με την έννοια του «παλιού», δηλαδή παλιό, γέρικο πρινάρι [βλ. και πίνακα τοπωνυμίων Αγίας Γαλήνης, σημ. 36 (Γέρο- Λάκκο, στο)].

[52] Από τους άφθονους γύπες που φωλιάζουν και πετούν στην περιοχή αυτήν του όρους Βορίζη.

[53] Το τοπων. ακούγεται και στα Δεντρά (Μαριού) και στο Δεντρουλάκι (Κεντροχώρι).

[54]«Δεύτερος» σε σχέση με τον Μύλο τον Πρώτο. Βρίσκεται περί τα πενήντα μέτρα πιο κάτω από αυτόν, σε περιοχή με ονειρώδη βλάστηση και λειτουργούσε με το ίδιο με αυτόν νερό.

[55] Βρίσκεται στση Γιους τον Κάμπο, μεγάλος χάρακας που λέγεται ότι ήταν το κάθισμα του Διγενή. Πβ. και στον Κεραμέ τοπων. Αμαδόνικα, στ’ [Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, ό.π. (σημ. 48), 109], Βλ. σχετικά και πίνακα τοπωνυμίων Κρύας Βρύσης, σημ. 67 (Διγενή το Μούτη, στου).

[56] Ρεματιά με πολλά δένδρα. Στη θέση αυτήν αλλάζουν ρουν (διχαλώνουν) δυο ρυάκια (βλ. περισσότερα στους πίνακες τοπωνυμίων Ακτούντων, σημ. 40 (Διχαλόρρυακα, στα) και Δρυμίσκου, σημ. 26 (Διχαλοπόταμο, στο).

[57] Άγνωστο σήμερα τοπων. απαντώμενο στα χρόνια της Ενετοκρατίας [Γιάννη Γρυντάκη, ό.π. (σημ. 30), 389]. Από οικογενειακό Δοξαράς, ανύπαρκτο σήμερα στο χωριό (Μπαλτά Ευαγγελία- Oguz Mustafa, Το Οθωμανικό Κτηματολόγιο του Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2007, 600).

[58] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Αγίας Γαλήνης, σημ. 38 (Δραγατοκάλυβο, στο).

[59] Περιοχή όπου υπάρχουν βελανιδιές.Το ίδιο τοπων. απαντάται και στα χωριά Αγ. Πελαγία, Αγκουσελιανά, Πλατανέ.

[60]Για το παρόν και το επόμενο τοπωνύμιο, βλ. πίνακα τοπωνυμίων Βάτου, σημ. 24 (Ερεικιά, στον).

[61] Βοσκότοπος με σπηλιά που υπάρχει κάθετη τρύπα.

[62] Πάνω σε ύψωμα. Περί «Ευγορειτών» βλ. στο τοπων. «στου Βορίζη», του παρόντος καταλόγου.

[63] Στην καταγραφή των τοπωνυμίων του Σπηλίου του έτους 1953, από την τότε δασκάλα του χωριού Παγώνη Δριδάκη (ΕΚΙΜ), στο Ηράκλειο, στο τοπωνύμιο του χωριού Θραψανάδικα σημειώνεται κατά λέξη: «Πεδινός αγρός σποράς. Εκεί οι θραψανοί κατασκευάζουν σταμνιά».

 Ο Στέφ. Ξανθουδίδης (Μελετήματα, Ηράκλειο 20022, 299) παρατηρεί ότι «Θραψανό (sic) [όλες τις άλλες φορές ο Ξ. το ορθογραφεί σωστά ως Θραψανώ (των)] καλείται μεγάλη κώμη της επαρχίας Πεδιάδος, της οποίας οι κάτοικοι είναι κατά το πλείστον αγγειοπλάστες, που μεταβαίνουν κατά το θέρος σε διάφορα σημεία της Κρήτης, σε οργανωμένες ομάδες και εγκαθιδρύουν τα κεραμευτικά τους εργαστήρια, όπου κατασκευάζουν πιθάρια, στάμνες, κυψέλες και λοιπά πήλινα σκεύη, πωλούν αυτά στα περίχωρα και επανέρχονται κατά τον Αύγουστο στο χωριό τους και ασχολούνται με τις γεωργικές τους εργασίες. Το επίθετο θραψανιώτικος ακούγεται για πήλινα σκεύη, που έχουν κατασκευαστεί επιτοπίως από Θραψανιώτες, σε αντίθεση με άλλα που προέρχονται από άλλα μέρη». Με το εθνικό Θραψανοί, άρα, [από θάρφος= θάλπος (ρ. θάλπω), θερμότητα] δηλώνονται άνθρωποι που έχουν επάγγελμά τους την καμίνευση και όπτηση των πήλινων αγγείων, οι καμινάρηδες, οι αγγειοπλάστες και ασβεστοποιοί».

Θραψανώ, άρα, είναι το χωριό τους και πρέπει να εκφέρεται με γενική πληθυντικού, γιατί έτσι μόνο διατηρεί την ετυμολογία του. των  ανθρώπων, δηλαδή, που έχουν ως επάγγελμά τους την καμίνευση και όπτηση των πήλινων αγγείων, των καμινάρηδων, των αγγειοπλαστών [πβ. τοπωνύμιο Κατσοματάδω (των), στην Ελευθ. Ν. Γιακουμάκη, «Το Μικρο-τοπωνυμικό της επαρχίας Κισάμου Κρήτης», ανάτ. από το Λεξικογραφικόν Δελτίον, ιστ΄, Αθήνα 1986, 183]. Η γραφή Θραψανό (το) που βρίσκουμε στη Στατιστική του Νικολ. Σταυράκη (πίν. 4, σ. 46), αλλά και σε πολλές εγκυκλοπαίδειες που το αναζητήσαμε, είναι εσφαλμένη και δεν διασώζει την παραπάνω σημασία της λέξης.

Επομένως, το τοπωνύμιό μας Θραψανάδικα (στα) σημαίνει τον τόπο όπου σύχναζαν και διέμεναν προσωρινά οι Θραψανοί (από επαγγελματικό θραψανός= κατασκευαστής πήλινων αγγείων), σύμφωνα με τα παραπάνω (πβ. τζαγκαράδικα, λαδάδικα κ.λπ.).  

[64]Από το φυτών. θύμος, το γνωστό θυμάρι (πβ. και στα Δαριβιανά τοπων. Θυμέ, στο και στον Ασώματο Θυμοκέφαλα, στα.

[65] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Αγίας Πελαγίας, σημ. 25 (Καγιάννη, στου).

[66]Πρόκειται για πηγή κοντά σε εκκλησία και περβολάκια. Καλλεργιανά, στα (Σκουλούφια), από Βυζαντινό επώνυμο Καλλέργης [Ελεύθ. Πλατάκης, «Τοπωνύμια στο Βραχάσι Μεραμπέλου», Αμάλθεια, τ. Η΄, τεύχ, 31 (1977),106], είναι τα χωράφια που ανήκουν στην οικογένεια Καλλέργη. Καλλουριές, επίσης, λέμε τα χωράφια που τα όργωναν χωρίς σπορά, με διπλό όργωμα, κι έτσι γινόντουσαν πιο γόνιμα. Κάνω καλλουργιά το χωράφι= το αροτριώ. Το καλλούργισμα γινόταν με άροτρο και μετά με σβάρνα, για να γίνει το χώμα πιο ψιλό, χωρίς βώλους. Εδώ η ονομασία, ίσως, και γιατί η περιοχή έχει όμορφα χωράφια και περβολάκια (καλές καλλιέργειες. Καλλουργώ= καλλιεργώ= εργάζομαι ωραία).

Ο Εμμ. Σ. Καλλέργης («Οικόσημα και τοπωνύμια των Καλλεργών στην Κρήτη», Πεπραγμένα του Ζ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Β1, Ρέθυμνο 1995, 310) το παρόν τοπωνύμιο, «Καλλεργιανή», το παραθέτει περιφραστικά ως «Καλλεργιανή Βρύση», οπότε σωστά το θεωρεί ως κτητικό και το αποδίδει στην οικογένεια των Καλλεργών της Κρήτης των Ενετικών χρόνων. 

[67] Πρόκειται για βοσκότοπο. Καλομάτης, εδώ, θα ήταν πιθανόν κάποιος βοσκός. Βλ. το ίδιο τοπων. και σχετική παράδοση για μοναχό Καλομάτη και στην Αγία Γαλήνη (Καλομάτη, στου).

[68] Καλός+ παπάς, που είχε τις περιουσίες του στη συγκεκριμένη περιοχή. Πβ. και στον Ασώματο τοπων. Καλομητσού (καλός+ Μήτσος), αλλά και καλόναιγα (στην)= ή έγγαλη αίγα, η αίγα, δηλαδή,  που παράγει άφθονο γάλα.

[69] Το τοπωνύμιο αφορά σε ελαιώνα και μου δόθηκε από τον τέως Πρόεδρο της Κοινότητας Σπηλίου κ. Εμμ. Κουμεντάκη, ενώ η Ειρήνη Μπριλάκη δεν το αναφέρει [Τα Κρητικά Τοπωνύμια, ό.π. (σημ. 6), 455 εξ.]. Η όλη εκφορά του παρόντος τοπωνυμίου με κάνει να πιστεύω ότι η ορθή γραφή του θα πρέπει να είναι στω(ν) Καρδακιανώ- και όχι στο Καρδακιανό, όπως ακούγεται σήμερα- και γι’ αυτό το ορθογράφησα έτσι, στη γενική πληθυντικού. Αφορά, άρα, σε οικογενειακό όνομα και σήμαινε- επί Ενετοκρατίας- την περιοχή όπου βρίσκονταν οι περιουσίες της οικογένειας Καρδαμή [> Καρδαμιανώ> (και κατόπιν παραφθοράς) Καρδακιανώ]. Στη γενική του πληθ. των επωνύμων στην Κρήτη η αποβολή του τελικού [ν] δημιουργεί, συχνά, την εντύπωση ότι πρόκειται για ουδέτερα, γι’ αυτό, συχνά, η ορθογραφία τους είναι με [ο] αντί με [ω], όπως συμβαίνει στο παρόν τοπωνύμιο, αλλά και στον Κίσαμο Χανίων με το τοπων. «των Κατσοματάδω(ν)» που έγινε «το Κατσοματάδο» και έτσι αναγράφεται και στις σχετικές ενδεικτικές πινακίδες [Ελευθ. Γιακουμάκη, ό.π. (σημ. 62), 182-83]. Με το οικογενειακό Καρδάμης βρήκαμε νοτάριο επί Ενετοκρατίας [βλ. Μιχαήλ Μαρά, νοταρίου Χάνδακα, Κατάστιχο 149, τ. Α΄ [16/1- 30/3 1549], έκδοση (Μαν. Γ. Δρακάκη), Ηράκλειο 2004, πρ. 360]. Επίσης, οικογενειακό Καρδαμής Ιάκωβος συναντήσαμε σε δυο πράξεις του Ρεθεμνιώτη νοτάριου Μαρίνου Αρκολέου (Γιάννη Γρυντάκη, Μαρίνος Αρκολέος, Ο τελευταίος νοτάριος της Δυτικής Κρήτης, Πρωτόκολλο 1643-1646, Ρέθυμνο 2003, πράξεις 30 και 224, σ. 67 και 317), ενώ, τέλος, οικογενειακό όνομα Καρδαμής (και Καρδάμης) Μιχαήλ  βρίσκουμε και στο σχετικά γειτονικό προς το Σπήλι χωριό Γένα, κατά την Τουρκοκρατία (1671) δυο φορές (Νικολάου Σ. Σταυρινίδου, Μεταφράσεις Τουρκικών Ιστορικών Εγγράφων, τ. Α΄ ετών 1657-1672, Ηράκλειο 1986, πρ. 236 και 239). Της οικογένειας, λοιπόν, αυτής περιουσίες αφορά το συγκεκριμένο τοπωνύμιο του Σπηλίου. Πβ. και χωριό Καρδάκι, Αμαρίου.

[70] Στου Κατσάρη το Λάκκο [από οικογενειακό Κατσαράς (Νικόλαος Σταυρινίδης, Μεταφράσεις Τουρκικών Ιστορικών Εγγράφων, τ. Γ΄ των ετών 1694-1715, Ηράκλειο 1987, 465)] και στον Αγκαραθόλακκο έχουν εντοπιστεί μινωικά όστρακα [Χάρη Κ. Στρατιδάκη, «Αρχαιολογικές θέσεις στο Ν. Ρεθύμνης από τα νεολιθικά ως και τα ρωμαϊκά χρόνια», Κρητολογικά Γράμματα 9/10 και 11(1994-1995), 329].

[71] Τοποθεσία αγρών και ελαιώνων, στ’ αριστερά του δρόμου προς Αγία Γαλήνη, όπου σήμερα και ομώνυμο κέντρο ψυχαγωγίας. Σύμφωνα με πληροφορίες της κ. Ειρήνης Μπριλλάκη, που κατέγραψε από τον αείμνηστο Πρόεδρο της Κοινότητας Σπηλίου Στ. Καλογρίδη, στην τοποθεσία αυτήν έλαβε χώρα σπουδαίο ιστορικό γεγονός, που η νικηφόρα κατάληξή του ενθάρρυνε τον Κρητικό Αγώνα, που άρχισε με την επίσημη κήρυξη της Κρητικής Επανάστασης εναντίον των Τούρκων, στην Παναγία τη Θυμιανή, στις 21 του Μάη του 1821. Και πιο συγκεκριμένα, Αμπαδιώτες Τούρκοι έφτασαν προς τα νότια Αγιοβασιλιώτικα χωριά (Μέλαμπες, Κρύα Βρύση και Ακούμια), τα οποία, αφού πέρασαν «δια πυρός και σιδήρου», στράφηκαν, στη συνέχεια, προς το δροσόλουστο Σπήλι. Οι Σπηλιανοί νιώθοντας την αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν μόνοι τους τον εχθρό, ζήτησαν κατεπειγόντως βοήθεια από τον ηγούμενο Τσουδερό του Πρέβελη, ο οποίος και απέστειλε για τον σκοπό αυτόν τον αδελφό του, τον Τσουδερογιάννη, με τα παλικάρια του. Όλοι μαζί έπεσαν με δύναμη εναντίον των τριακοσίων Αμπαδιωτών Τουρκογενιτσάρων, που κυριολεκτικά τους εξολόθρευσαν και συνέλαβαν, μάλιστα, αιχμάλωτους τον ίδιο τον αιμοβόρο Ντελή Μουσταφά όσο και τους δύο γυναικάδελφους του, που αμέσως, το ίδιο βράδυ, τους τουφέκισαν. Για το αίσιο τέλος της μάχης αυτής έχουν να λένε, εκτός από τη γενναιότητα των μαχητών, και για την αόρατη βοήθεια και του Αγίου Αντωνίου, του οποίου το εκεί μικρό ναΰδριο βρέθηκε από παντού περικυκλωμένο στο πεδίο της μάχης. Από τις φωτιές, τώρα, που οι επιδρομείς βάζανε προκειμένου να κάψουν τη γύρω δασώδη περιοχή, ώστε να μην τους κρύβονται οι χριστιανοί, και η περιοχή πήρε και διατηρεί, έκτοτε, το όνομα Καψαλές.  

    Η δασκάλα Παγ. Δριδάκη (ΕΚΙΜ- 1953) το όνομα εξηγεί από το ρ. «καψαλίζω» και δίνει σε αυτό αντίστροφη εξήγηση. ότι, δηλαδή, όχι οι Τούρκοι επιδρομείς, αλλά οι χριστιανοί «καψάλισαν» τα ελαιόδεντρα των Τούρκων [βλ. και πίνακα τοπωνυμίων Κισσού, σημ. 55 (Gάψαλο, στο)].    

[72] Μικρά υψώματα, λοφίσκοι (κεφάλι= ύψωμα). Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Αγίας Πελαγίας, σημ. 31 (Gεφάλα, στη). Στα Κεφάλια: εκτεταμένη ΠΜ-ΥΜ εγκατάσταση που καταστράφηκε σημαντικά κατά την κατασκευή του γηπέδου. Στις υπώρειες του λόφου οικοδομικό υλικό και μεγάλη ποσότητα οστράκων [Χ. Στρατιδάκη, ό.π. (σημ. 69)].

[73] Η μεγάλη βρυσομάνα στο κέντρο της κωμόπολης, για την οποία βλ. όσα σχετικά σημειώνουμε γι’ αυτήν στα Εισαγωγικά Στοιχεία για το χωριό. Βλ. περαιτέρω στοιχεία στον πίνακα τοπωνυμίων Ακουμίων, σημ. 78 (Κεφαλοβρύσι, στο).

[74] Φυτώνυμο κεχριά+ περιεκτ. κατάλ. [–ες]. Τόπος στον οποίο καλλιεργούνταν κεχρί.

[75] Κληματσέ= το αγριόκλημα. Υπάρχει, πράγματι, μεγάλη κληματαριά. Πβ. και πίνακα τοπωνυμίων Αγκουσελιανών, σημ. 44 (Κληματερό, στο).

[76] Εντυπωσιάζει η παρακάτω σειρά τοπων. με α΄ συνθετ. το επίθετο «κόκκινος», λόγω της απόχρωσης του εδάφους, όλα στην ίδια περιοχή, στην είσοδο του Σπηλίου.

[77] Πεδινή έκταση με κοκκινοχώματα, κατάλληλη για σπορά σιτηρών. Ακόμα και τ’ αλώνια είναι κόκκινα.

[78]Απόκρημνη περιοχή (δέτης), με χαράκια κόκκινης απόχρωσης. Πβ. και στα Ακούμια τοπων. (Gόκκινο Χάρακα, στον).

[79] Από την κόκκινη απόχρωση των εδαφών του υψώματος (Κεφαλιού).

[80] Πάνω στο όρος Βορίζη. Το όνομα από την απόχρωση του εδάφους και των γύρω πετρωμάτων. Πβ. και στις Καρήνες σπηλαιωνύμιο Κόκκινο Σπηλιάρι.

[81] Κοκόλης (ο), υποκορ. αντί Νικολής.

[82] Θέση κοντά στο επισκοπείο. Προφανώς, παρωνύμιο από κοντός+ Ηλίας. Στην περιοχή αυτήν βρίσκεται του Κοντολιού το Σπηλιάρι με Α.Σ.Μ.Κ. 1487.

[83] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων  Αρδάκτου, σημ. 38 (Gοπράνα, στη).

[84] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Κοξαρέ [λ.: στω Gορέδω (σημ. 68) και στου Κορέ το Πέραμα (67)].

[85] Από τις στροφές, τα γυρίσματα που κάνει ο δρόμος στο μέρος αυτό [βλ. πίνακα τοπωνυμίων Δουμαεργειού (Κεντροχωρίου), σημ. 46 (Κουλούρες, στσι].

[86] Η θέση βρίσκεται ΒΔ του χωριού, κάτω από το γήπεδο. Πρώτοι κάτοικοι ήταν οι Κουμεντάκηδες (Κουμεντάκης> Κουμεντιανά>(και κατόπιν τροπής του [ντ] σε [δ]) Κουμεδιανά). Στην περιοχή υπάρχει και ερειπωμένος νερόμυλος και παρακάτω το νέο νεκροταφείο. Ήταν παλιό μετόχι της περιοχής,  όπως φαίνεται από δύο νοταριακές πράξεις της Ενετοκρατίας: α) στο συμβόλαιο 357/8-3-1644 του Αντρέα Καλλέργη [Γιάννη Γρυντάκη, ό.π. (σημ. 30), 262, πρ. 357], όπου η Αντριάνα Κουμεντοπούλα από τα Κουμεδιανά πουλά στον Νικολό Μουδάτσο το σπίτι που έχει εκεί και β) βλ. την υποσ. 97.

[87] Βλ. και πίνακα τοπωνυμίων Αγίου Ιωάννη, σημ. 74 (Gουμεdάδω dη Βρύση, στω).

[88] Κούνουπας (ο) και κουνούπα (η)= μεγεθ. του κουνούπι με καταλ. –α. Εδώ αφορά σε οικογενειακό κτητικό. Πβ. και πίνακα τοπωνυμίων Ακουμίων, σημ. 85 (Gουνούπα, στη).

[89] Μικρό βουνό που το όνομά του οφείλει στην ομοιότητά του με αντεστραμμένη κούπα (λατιν. cupa= ξύλινο σκεύος για κρασί). Εδώ σώζονται τα ερείπια του ι. ναού της Μεταμόρφωσης, που εκκλησίες καθιερωμένες στο θείο αυτό γεγονός κτίζονται, συνήθως, στις κορυφές βουνών ή λόφων. Βλ. και πίνακα τοπωνυμίων Κισσού, σημ. 66 (Gούπο, στο). Διαφορετικό: στσι Κούπους = στσι Κήπους. Πβ. και στο Μαριού τοπων. στο Κουποσελί.

[90] Κουρούνα (μσν)= το πουλί κορώνη (αρχ.). Τέτοια πουλιά παρατηρούνται στην περιοχή.

[91] Θέση στην ευρύτερη περιοχή της Λάππας, δεξιά, μετά το ξωκλήσι του Αγίου Πνεύματος. Όπως σημειώνει η κ. Ειρ. Μπριλλάκη [ό.π., (σημ. 6), 503], πρόκειται για σπηλαιώδη μεγάλη τρύπα, σαν πηγάδι, που στο βάθος της τρέχει πολύ νερό. Όποιος σκύψει και αφουγκραστεί θα ακούσει που κατρακυλά στο βάθος ορμητικό και φεύγει. Σύμφωνα με τοπική παράδοση, συνεχίζει η κ. Μπριλλάκη, που την γνωρίζουν οι παλιοί βοσκοί, από εδώ περνούν και, στη συνέχεια, εμφανίζονται στο κέντρο του Σπηλίου τα νερά της Κεφαλόβρυσης. Και, ακόμα, ότι επί Τουρκοκρατίας είχε γίνει πείραμα με ασβέστη, που φάνηκε να βγαίνει από τις βρύσες του χωριού.

[92] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Ακουμίων, σημ. 87 (Κουτσουνάρα, στη).

[93] Έκταση άγρια, με αγριόδενδρα και μια γέρικη ελιά κουτσουρεμένη. Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Κρύας Βρύσης, σημ. 115 (Gουτσουρή, στη).

[94] Επειδή στην περιοχή υπάρχει κούφιος χάρακας. Πβ. και πίνακα τοπωνυμίων Βάτου, σημ. 52 (Gουφοκαρέ, στη).

[95] Θέση πάνω και πίσω από το σχολικό συγκρότημα του Γυμνασίου και Λυκείου Σπηλίου, όπου παλιά φυτευόταν πλούσιο κριθάρι (φυτωνυμική κατάλ. [-ές], πβ. Λυγιδές, Κερατιδές, Ταγηδές κ.λπ.)

[96] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Ακτούντων, σημ. 77 (Λαγκά, στο).

[97] Πεδιάδα ελαιοδένδρων, μια από τις ομορφότερες περιοχές του Σπηλίου, με δρυγιάδες πανύψηλους, κυπαρίσσια, πρίνους και σχοίνα και το παλιό εκκλησάκι του Αγίου Πνεύματος να δεσπόζει στην περιοχή. Απλώνεται ανάμεσα στα δύο χαμηλοβούνια Σωρό (βόρεια) και Βορίζη (νότια), που την κλείνουν και της αφήνουν δυο περάσματα, εισόδους και εξόδους. Γι’ αυτό, ίσως, ο Εμμ. Γενεράλις αποκαλεί φάραγγα τη Λάππα (Επίτομος Γεωγραφία της νήσου Κρήτης, εν Αθήναις 1891, 57). Ο Paul Faure τοποθετεί τη Λάππα δύο χλμ. ΒΑ του Σπηλίου.

Σε συμβόλαιο της Ενετοκρατίας [Γιάννη Γρυντάκη, ό.π. (σημ. 30), 261, πρ. 356 και 281, πρ. 387] ο Μανόλης Κουμεντάς από το μετόχι Κουμεδιανά (του Σπηλίου, βλ. σημ. 85) πουλά για δικό του, και ως πληρεξούσιος της αδελφής του, στον Νικολό Μουδάτσο ένα μουζούρι στάρι ως διαρκή λιβέλλο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι ως εκτιμητή βάζουν τον Μανόλη Τρουλινό από τη Λάππα. Ο Γ. Γρυντάκης θεωρεί ότι πρόκειται για τη μακρινή στο Σπήλι Αργυρούπολη, αλλά όσοι γνωρίζουν τις τοπωνυμίες της περιοχής του Σπηλίου θα θεωρήσουν ότι η εν λόγω Λάππα αφορά, ασφαλώς, στην πλησίστια Λάππα του Σπηλίου. Δεν ήταν δυνατόν να έρθει ως εκτιμητής πρόσωπο από τη μακρινή για τον καιρό εκείνο Λάππα (βλ. και Ν. Φασατάκη, Η τ. επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης, Αθήνα 2003, 49).   

Όλες οι εκδοχές κάνουν λόγο πως «Λαππαίοι» καλόγεροι ήλθαν εδώ και κτίσανε στο Άγιο Πνεύμα μοναστήρι. Από πού, όμως, ήλθαν αυτοί οι Λαππαίοι καλόγεροι; Από τη Λάππα (σημερινή Αργυρούπολη); Αλλά το ρωμαϊκό όνομα «Λάππα» η σημερινή Αργυρούπολη το είχε ήδη απολέσει από τη Βυζαντινή και βενετσιάνικη περίοδο και ήταν γνωστή ως «Πόλη». Αλλά ούτε και υπήρξε ποτέ στην περιοχή της κανένα ονομαστό μοναστήρι από το οποίο να έφυγαν και να όδευσαν προς τον «Σπηλιανό Λάππα» οι καλόγεροι.

Λέγεται, περαιτέρω, ότι κάποια στιγμή οι εν λόγω μοναχοί μάλωσαν και σκορπίστηκαν εδώ κι εκεί, άλλοι  προς την Πατσό και άλλοι προς το Άγιο Πνεύμα του Κισσού [Μπριλάκη- Καβακοπούλου Ειρήνη, «Τοπωνύμια περιοχής Σπηλίου Ρεθύμνου Κρήτης», Τα Κρητικά Τοπωνύμια, Διήμερο Επιστημονικό Συνέδριο (Πρακτικά), τ. Α΄, Ρέθυμνο 2000, 503- 505]. 

Πάντως, το συγκεκριμένο τοπων. δεν φαίνεται να σημαίνει τίποτε άλλο από αυτό που σημαίνει λάππη (= πλευρά, ράχη βουνού), γιατί, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, ανάμεσα στις ράχες, πλευρές δυο βουνών απλώνεται η εν λόγω περιοχή [Κων. Άμαντου, «Γλωσσικά εκ Χίου», Λαογραφία 7 (1923), 342. Βλ. και στον πίνακα τοπωνυμίων Λαμπηνής, στα «Εισαγωγικά Στοιχεία», το κεφάλαιο: «Λάππα και Λάμπη»].  

[98] Μικρό ρυάκι που τρέχει νερό μόνο σε περίπτωση βροχής. Οικογενειακό Λιμπιτάκης (συγκεκομμένος τύπος Λιμπίτης).

[99] Επειδή πρόκειται για περιοχή με νερό, το τοπων. θα πρέπει να έχει σχέση με το προσηγορικό Λούτσα, η [(και στον πληθ. Λούτσες, οι, από σλαβ. Luza <μια γωνίτσα με το άνοιγμα προς τα πάνω, πάνω από το z> = χωράφι που αναβρύει νερό, τέλμα] (βλ. και Αθηνά 40, 141).

[100] Βλ. το αμέσως παρακάτω τοπωνύμιο.

[101] Στο φυσικό αυτό λάκκο φυτεύονταν κάποτε λούπινα (lupinus graecus). Σήμερα στην περιοχή φύονται αιωνόβιες ελιές, μια από τις οποίες έχει περιφέρεια γύρω στα 15 μ. [Βλ. και πίνακα τοπωνυμίων Βάτου, σημ. 63 (Λουbινέ, στον)]. 

[102] Πβ. και πίνακα τοπωνυμίων Ακτούντων σημ. 83 (Λουτρό, στο).

[103] Τοποθεσία στο δρόμο Σπήλι- Καρήνες. Βαπτιστικό όνομα Ματθαίος> Μαθιός. Πβ. και στα Αγκουσελιανά τοπων. στου Μαθιού το Ρούμα.

[104] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Μουρνέ σημ. 120 (Μαλαθρέ, στο).

[105] Όπου περιουσίες Μαμαλάκηδων. Στα χρόνια της Ενετοκρατίας, παράλληλα προς το παρόν τοπων., ανευρίσκουμε και τοπων. στση Μαμάλαινας [Γιάννη Γρυντάκη, ό.π. (σημ. 30), 391].  

[106] Η τοποθεσία με τις μάντρες βρίσκεται στην περιοχή της Αγιά- Φωτιάς, κοντά στο φαράγγι.

[107] Μαραγκ- αλή. Το τοπωνύμιο, μάλλον, φανερώνει Τούρκο ιδιοκτήτη (πβ. Μουλ-αλή και στις Μέλαμπες στου Μαυρ-αλή). Πβ. και στο χωριό Ασώματος τοπων. στη Μαραγκαβούσα (από Μαραγκαλούσα, θηλ. του παρόντος τοπων. Μαραγκαλή;).

[108]  Η θέση βρίσκεται προς Γιους Κάμπο.

[109] Περιοχή με μαύρες πέτρες και βράχους (Μαυρόι= μαύρο+ γη>μαυρόγειο> μαυρόι). Πρόκειται για τη θέση όπου σήμερα έχει κτιστεί το επισκοπείο και τα διάφορα ιδρύματα της Μητρόπολης. Πβ. τοπωνύμια Μαυρόγεια στον Άρδακτο, τον Κεραμέ και τις Μέλαμπες και με παραφθορά Μαυρόλεια στην Κοξαρέ.

[110] Και η Μεγάλη και η Μικρή (βλ. παρακάτω) Ρίζα αφορούν στα ριζά του βουνού Σωρός.

[111] Πρόκειται για την γυναίκα του Μελέτη, του νιόπανδρου αντρόγυνου που οι Τούρκοι κατακρεούργησαν, αυτήν και τον άνδρα της και το νεογέννητο παιδί τους, στην Επανάσταση του 1866. Το μνήμα της σωζόταν μέχρι το έτος 1950, έξω, δεξιά, στον περίβολο του Αγίου Πνεύματος, στη Λάππα [βλ. σχετικά παραπάνω, στον παρόντα τοπωνυμικό κατάλογο, σημ. 6 (Άγιο Πνεύμα, στ’)].  

[112] Περιοχή με ελιές και μελισσόκηπους [βλ. και πίνακα τοπωνυμίων Αγίας Γαλήνης, σημ. 74 (Μελισσουργάκι, στο) και 75 (Μελιχιά, στη)].

[113] Ανδρωνυμικό από τούρκικο βαπτιστικό Μεχμέτ (Μεχμέτ> Μεμέτ>Μεμέτης). Πβ. και στις Μέλαμπες τοπωνύμιο στου Μεμέτ- Αλή τη Μάντρα, στου Γιαννιού στο Μεμετιανό Λάκκο και στον Κισσό στου Μεμέτη τ’ Αλώνι.

[114] Όνομα εξελληνισμένο, μάλλον από τούρκ. Mercan (μερτζάν)= κοράλλι (αραβ. προέλευσης).

[115] Εσφαλμένη ετυμολόγηση δίνει η δασκάλα Παγώνα Δριδάκη (ΕΚΙΜ- 1953), που εξηγεί το τοπωνύμιο εκ του γεγονότος, λέγει, ότι οι αμπελώνες, στο εκεί οροπέδιο, είναι φυτεμένοι «με τάξη». «Μεταξάρης» είναι αυτός που φτιάχνει μετάξι, όπως και κουδουνάρης είναι ο κωδωνοποιός, αρμεγάρης αυτός που αρμέγει, στειράρης αυτός που βόσκει τα στείρα πρόβατα κ.τ.ό.

[116] Καμίνι που θα στήθηκε, για να κτιστεί με τον ασβέστη του άγνωστο, σήμερα, μοναστήρι. Πβ. και στον Άγιο Ιωάννη τοπων. στους Μοναστηρικούς Δρυγιάδες.

[117] Τοποθεσία στην ευρύτερη περιοχή Γιους Κάμπος, προς το φαράγγι της Αγιά- Φωτιάς και τις παρυφές του Βορίζη, στην πιο εύφορη περιοχή του Σπηλίου. Ο πληθυντ. εκφοράς του τοπωνυμίου φανερώνει ότι εδώ θα ήταν η συνοικία των Μουδάτσων του Σπηλίου, που αφθονούσαν στο χωριό. Οικογενειακό «Μουδάτσος» στο Σπήλι είναι γνωστό από το έτος 1630, που ο Ενετός μηχανικός των δημοσίων έργων Bassilicata- στην αναφορά του προς τον αρχηγό της Κρήτης P. Gioustiniani- αναφέρει το χωριό με δύο οικισμούς, το Spili di Mudazzo και το Spili Sanguinosi. Επίσης, επί Τουρκοκρατίας (1670), στο Σπήλι απαντούμε τους Κόρτσι Μουδάτσο, Τζανή Μουδάτσο, Mαθιό και Μάρκο Μουδάτσο και την Εργίνα Μουδατσοπούλα και στον Άγιο Ιωάννη το ίδιο οικογενειακό με τη μορφή Mudakis Yakumis (Μπαλτά Ευαγγελία- Oguz Mustafa, Το Οθωμανικό Κτηματολόγιο του Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2007, 476- 477).

[118] Ποτιστικά χωράφια. Από το όνομα του Τούρκου ιδιοκτήτη της περιοχής. Πβ. και στον Κισσό τοπων. στου Μουλάκο, συντομογραφία του οικογενειακού Μουλακάκης (Ακούμια), που προέρχεται από το τουρκ. molla (μολλά)= ο σοφός, ο δάσκαλος, ο θεολόγος, ο «μουλάς». Βλ. και πίνακα τοπωνυμίων Ακουμίων, σημ. 98 (Μουλαdώνηδω, στω)

[119] Όπως μας πληροφορεί η κ. Ειρ. Μπριλλάκη [ό.π. (σημ. 96), 509] στη περιοχή αυτήν, παλιά, υπήρχαν πολλές μουριές, που τις χρησιμοποιούσαν οι Σπηλιανοί για την παραγωγή της περίφημης μουρνόρακης, αλλά και για την εκτροφή μεταξοσκωλήκων και την κατασκευή μεταξιού. Τις μουριές αυτές έκοψε, κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, ο κατακτητής- τουλάχιστον στο Σπήλι- γιατί με το μετάξι τους- λέγανε και κορόιδευαν τον κόσμο- μπορούσαν οι Κρητικοί να έφτιαχναν αλεξίπτωτα και να τους πολεμούσαν(!), ενώ απλά τους βόλευαν τα χοντρά τους ξύλα που τα χρησιμοποιούσαν για θέρμανση στις σόμπες και στα μαγειρεία.  

[120] Βοσκότοπος. Στην Ελευθ. Γιακουμάκη ό.π. (σημ. 62) βρίσκουμε τοπωνύμιο στο bαλούβαρδο (ενετ. baluardo= οχυρό). Στον Άγιο Ιωάννη (βλ. σημ. 81) βρήκαμε τοπωνύμιο στου Λαμπαρδιανού και στο Λαbαρδιανό, που- όπως και το παρόν- φανερώνει τον ιδιοκτήτη της περιοχής, άνθρωπο, πιθανόν, που θα ήταν στη ζωή του λουμπαρδιάρης, πυροβολητής.

[121] Όπου και η εκκλησία του Τ. Σταυρού. Άγνωστο ως οικογενειακό, μάλλον αφορά σε παρωνύμιο.

[122] Λειτούργησε λίγα χρόνια, και κυρίως αυτά της κατοχής, δίπλα στο παλιό ξωκλήσι του Αϊ- Κύρλου με το νερό της Κεφαλόβρυσης, αφού, όπως ήδη σημειώσαμε, το νερό αυτό πρώτα έδινε κίνηση στον Πρώτο, τον Δεύτερο και τον Τρίτο Μύλο και στον Μύλο στη Ρασοφάμπρικα ή στον Πηγαδόμυλο.

[123] Βρίσκεται στην ευρύτερη τοποθεσία Καλόπαπας, νότια του παρακείμενου Δημοτικού Σχολείου, και λειτουργούσε με το νερό της Κεφαλόβρυσης, δίχως στέρνιασμα, μπαίνοντας κατ’ ευθείαν στον οχετό του λιγάτου και πέφτοντας από ύψος δέκα, περίπου, μέτρων. Με το ίδιο νερό λειτουργούσαν, στη συνέχεια, ο Δεύτερος ή Μεσιακός Μύλος, πενήντα μέτρα πιο κάτω και ακόμα παρακάτω ο Τρίτος Μύλος ή του Περαμάτη ο Μύλος.

[124] Κατά πληροφορίες τις κ. Μπριλλάκη [ό.π. (σημ. 96), 509] ο μύλος βρίσκεται βουβός, ερειπωμένος και κισσοπλεγμένος τώρα και τριάντα, περίπου, χρόνια, στην ομώνυμη τοποθεσία, όπου και το ξωκκλήσι της Αγίας Φωτεινής (Αγιά- Φωθιάς). Ο μύλος διαθέτει σπάνια αρχιτεκτονική ομορφιά, με τις οκτώ καμάρες του, που συγκρατούν το μακρύ λιγάτο. Στο ρομαντικό αυτό τοπίο, σε παλιότερα χρόνια, κατέφευγε, για περπάτημα ή κουβεντούλα, η Σπηλιανή νεολαία. Δούλευε με τα κρυστάλλινα και πλούσια νερά που ξεχύνονταν από εκεί κοντά, από τις ρίζες του ολόρθου Βορίζη, ως πριν δέκα χρόνια, που τα μάζεψαν και τα έκλεισαν σε δεξαμενή για την άρδευση των απέναντι ελαιώνων- μουρέλων της περιοχής Καμάρα. Το νερό τον χειμώνα ήταν αρκετό, για να θέτει σε κίνηση τον μύλο, δίχως στέρνιασμα, ενώ μετά την άνοιξη και ως τον επόμενο Δεκέμβριο, ανάλογα με τις βροχές που έπεφταν, το στέρνιαζαν σε μεγάλη στέρνα, απ’ όπου εξερχόμενο έθετε σε κίνηση τον πανέμορφο μύλο. Κι ενώ το Σπήλι διέθετε κι άλλους νερόμυλους, που δούλευαν με το πλούσιο νερό της Κεφαλόβρυσης, όμως καθώς τα λιγάτα τους είχαν πτώση νερού μόλις δέκα μέτρων άλεθαν περί τις εκατό οκάδες καρπού την ώρα, ενώ ο μύλος της Αγιά- Φωθιάς που είχε πτώση δεκαπέντε μέτρων άλεθε πάνω από εκατό πενήντα οκάδες καρπό την ώρα. Ο περίφημος μύλος ανήκε, με τις μέρες, ανάλογα, σε πολλές Σπηλιανές οικογένειες από κληρονομιά. Οι Γερμανοί, που είχαν δημιουργήσει εδώ στρατόπεδο, κατάφεραν να το ηλεκτροδοτήσουν με σαράντα λάμπες των εκατό κηρίων με τη δύναμη του νερού του συγκεκριμένου μύλου.  

[125] Πρόκειται για τους τρεις νερόμυλους.

[126] Ανδρωνυμικό από βαπτιστικό Μύρος. Πβ. και στην Αγία Γαλήνη τοπων. στση Τσυρμυρίνας το Νερό= της γυναίκας του Μύρο- σύμφωνα με την αρχική εξήγηση που δίνουμε στο τοπωνύμιο- με την ανδρωνυμική κατάληξη -ίνα.

[127] Νιούρης- συγκεκομμένος τύπος οικογενειακού Νιουράκης, που παρατηρείται και σήμερα στο χωριό- ήταν ο ιδιοκτήτης του δάσους (πρόκειται για πριναρόδασος). Νιούρης (τούρκ.)= ο φωτεινός, ο Φώτιος (βαπτιστικό)

[128] Συγκεκομμένος τύπος του οικογενειακού Δερεδάκης, που επιχωριάζει και σήμερα στο χωριό (τούρκ. dere=  το πέρασμα, η κοιλάδα).

[129] Εκεί που «ξεκόβει» η περιοχή του Σπηλίου από τον Κισσό.

[130] Χωράφια στα οποία υπήρχαν αμπέλια που έχουν ξεριζωθεί (ξεριζώνω+ αμπέλι). 

[131] Παλιά υπήρχαν άφθονα αμπέλια.

[132] Το ίδιο τοπωνύμιο και στα χωριά Δρύμισκο, Κρύα Βρύση, Ορνέ.

[133] Η τοποθεσία βρίσκεται στο δρόμο Σπηλίου πρός Πατσό.

[134] Τρίτος ονομάζεται ο μύλος αυτός, γιατί λειτουργούσε αμέσως παρακάτω από τον δεύτερο και με τα ίδια νερά με αυτόν. Σήμερα, ο μύλος αυτός έχει κατερειπωθεί. 

[135] Πεδινά ποτιστικά κτήματα. Το όνομα εκ του ότι εκτείνονται στην πέραν του ποταμού  πεδινή έκταση.

[136] Στην περιοχή αυτή, αμέσως μετά από το χωριό, και σε υψόμ. 400μ., υπάρχει σπήλαιο  με τα ονόματα Σχίσμα ή Περιστερές (και με Α.Σ.Μ.Κ. 603), όπου υπάρχουν άφθονες περιστεροφωλιές.

[137] Η γενική κτητική αναφέρεται σε περιουσίες της οικογένειας Πέρου [βλ. πίνακα τοπωνυμίων Μουρνές, σημ. 162 (bεργιάκω, στω)]. Όμως, υπάρχει και η εκδοχή να πρόκειται για περιουσίες «πέρα από το ρυάκι», και, όπως με βεβαίωσαν οι κάτοικοι, η συγκεκριμένη περιοχή του Σπηλίου βρίσκεται, πράγματι, πέρα από ρυάκι. Όμως, η σαφής διττή αναφορά του εν λόγω οικογενειακού και στη γειτονική Μουρνέ (στου Πέρο το Πατητήρι, στω bεριάκω) μας κάνει να πιστεύουμε ότι σε όλα τα τοπων. έχουμε το οικογενειακό «Πέρος».

[138] Υπάρχει πέτρα που μοιάζει με άνθρωπο. Βλ. και πίνακα τοπωνυμίων Αγίου Βασιλείου, σημ. 43 (bετράνθρωπο, στο) και Μαριού, σημ. 96 (bετράνθρωπο, στο).

[139] Μέσα σε πράσινο που οργιάζει και σ’ ένα τοπίο ονειρικό βρίσκεται, ερείπιο πια, και ο Μύλος αυτός του Σπηλίου, χαμηλά, κάτω από τον λόφο του επισκοπείου, και έπαιρνε το νερό από τον προηγούμενο Τρίτο Μύλο ή Μύλο του Περαμάτη μέσω αυλάκων, αλλά και εντυπωσιακού εναέριου περάσματος.

[140] Πρόκειται για την πλαγιά που φαίνεται στο βουνό Βορίζης, πάνω από το Σπήλι. Εδώ βρίσκεται της «Πλαγιάδας ο Σπήλιος» με Α.Σ.Μ.Κ. 1486.

[141] Βλ. σχόλιο στον πίνακα τοπωνυμίων Αρδάκτου, σημ. 59 (bλάκα, στη).

[142] Μεγάλα ριζιμιά χαράκι.

[143] Η ονομασία από τη διαμόρφωση του εδάφους. Πρόκειται για απόκρημνο δέτη που μοιάζει με ποντικό. Το τοπων. ανευρίσκεται και σε πράξεις της Ενετοκρατίας μονολεκτικά ως «στου Μποντικού» [Γιάννη Γρυντάκη, ό.π. (σημ. 30), 392].  Πιθανόν να πρόκειται και για δυο διαφορετικά τοπωνύμια.

[144] Πβ. και στον Άρδακτο τοπων. Πορομέλισσο, στο. Το «Πορόγουλο» αφορά σε «πόρο» διέλευσης του νερού, όπου από το πεδινό μέρος διέρχεται στα χαμηλότερα προς Γερακάρη.

[145] Πρόκειται για την νοτική είσοδο (πόρος) του φαραγγιού της Αγιά- Φωτιάς.

[146] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Αγίας Γαλήνης, σημ. 92 (bοταμίδα, στη). Το τοπων. απαντιέται και ως Ποταμίδια, επίσης, στην Αγία Γαλήνη (σημ. 93) και στα Ακτούντα (σημ. 120).

[147] Βοσκότοπος με σπηλιά που στην εύφωτη ζώνη εισόδου της βγάζει αγριόπρασα. Πβ. και στις Καρήνες τοπων. στη Πρασοκεφάλα.

[148] Δάσος από πουρνάρια.

[149] Βλ. το ίδιο τοπων. πίνακα τοπωνυμίων Καρηνών, σημ. 103 (bυροβολική, στη).

[150] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Αγίου Ιωάννου, σημ. 124 (Ρέκτα, στο).

[151] Από την πηγή του Ρέχτρα διοχετεύονται τα νερά του Κισσού Κάμπου (θέση Γεωργουλιανά) στο Σπήλι, διά μέσου «Πλαγιάδας» (Βορίζη). Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Αγίου Ιωάννη, σημ. 124 (Ρέκτα, στο).

[152] Ελαιώνες στην περιοχή του γηπέδου. Το σπανιότατο αυτό οικογενειακό «Ρούπης» εντοπίσαμε μια και μοναδική φορά στον ρεθεμνιώτη νοτάριο Καλέργη με την ανδρωνυμική του μορφή «Ρούπαινα» Αντριάνα (sic) [Γιάννη Γρυντάκη, ό.π. (σημ. 30), πρ. 164, σελ. 115].

[153] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Ακουμίων, σημ. 126 (Ρουσά, στη).

[154] Τοποθεσία σε ύψωμα (β΄συνθετ. κορφή), με πολλά αμπέλια σε παλιότερες εποχές. Οικογενειακό Σαντόλιος (από Ιταλ. Sadalus= νονός)- το α΄ συνθετικό του τοπων.- συναντούμε στα χρόνια τόσο της Ενετοκρατίας [Γ. Γρυντάκη, ό.π. (σημ. 30), 378], όσο και της Τουρκοκρατίας [Ευαγγελία Μπαλτά- Oguz Mustafa, ό.π. (σημ. 56), 606]. Το τοπων., πάντως, πιθανόν να έχει σχέση και προς το τουρκ. σανδάλι= κάθισμα (τουρκ. Sandlye), που μπορεί να αποδοθεί σε έναν τόπο υψηλό, όπως στην περίπτωσή μας [Μ. Καταπότης, «Σητεία- ονόματα συνοικισμών, χωρίων, κωμών και νήσων της επαρχίας Σητείας», Μύσων Α΄ (1932), 199] [πβ. μια διαφορετική εκδοχή στον πίνακα τοπωνυμίων Μελάμπων (Σαdάλες, στσι και Σαdάλι, στο)].

[155]  Πρόκειται για Τούρκο ιδιοκτήτη της μάνδρας. Πβ. και χωριό Σάρχος της επαρχίας Μαλεβυζίου του Ηρακλείου (Νικολάου Σταυρινίδου, Μεταφράσεις Τουρκικών Ιστορικών Εγγράφων, τ. Ε΄ ετών 1752- 1765, Ηράκλειο 1985, σ. 65).

[156] Όνομα οικογενειακό (από τούρκ. sari= κίτρινος, ξανθός). Πβ. και στα Δαριβιανά τοποθεσία Σαρατσιανά (στα), στα Ακτούντα Σαραδιανούς (στσι), στη Δρύμισκο Σαραδιανώ (στω), στη Λαμπηνή, Σαράτση (στου) [από αραβ. μάλλον saraç (σαράτς) = ο εφιππιουργός, ο κεντητής επί δερμάτων και μαροκινού, ο κατασκευαστής εφιππίων], αλλά και στον Κισσό παρωνύμιο Σαρούλιο, στου. Εσφαλμένη, πάντως, θεωρώ την καθιέρωση του οικογενειακού Σαρρής με δύο [ρ], από τούρκ., το πιθανότερο, sari, αφού το οικογενειακό ουδόλως ανευρίσκεται επί Ενετοκρατίας. Εξάλλου, στις Μεταφράσεις Τουρκικών Ιστορικών Εγγράφων [(υπό Νικολ. Σταυρινίδη), τ. Γ΄, των ετών 1694-1715, Ηράκλειο 1987, σ. 472], το οικογενειακό σημειώνεται κανονικά με ένα [ρ].

[157] Πβ. οικογενειακό Σιναδάκης Γιώργης (από τούρκ. sinan= λόγχη), στο χωριό Πόμπια του Ηρακλείου [Ο Κώδικας των Θυσιών, ό.π. (σημ. 153), 111].

[158]Από τη διαμόρφωση του εδάφους. Ελαιώνας με πολλές πεζούλες, που δίνουν την εντύπωση σκαλιών.

[159] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Ασωμάτου, σημ. 109 (Σκαπεταρέ, στη). Το τοπων., επίσης, απαντιέται και ως Σκαπετούρια, στα (Βρύσες), Σκαπετέματα, στα (Γιαννιού).

[160] Ρεματιά με πλούσια βλάστηση και νερό. Υπάρχουν δεξαμενές για ζώα που μοιάζουν με σκάφες. Στην περιοχή υπάρχει και χώμα αργιλώδες (λεπίδα), που κρατεί το νερό και παλιά εξορυσσόταν και χρησιμοποιούνταν στα δώματα των σπιτιών.

[161] Το τοπων. υποδηλώνει περιοχή με περιουσίες Σκλαβάκηδων. Βλ. οικογενειακό Σκλαβάκης (Νικολής) και στο χωριό Κανλί Καστέλι Σκλαβοπούλα, σύζυγο Σκλαβάκη [βλ. Ο Κώδικας των Θυσιών, ό.π. (σημ. 153), 167 και 279].

[162] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Αγίας Γαλήνης, σημ. 98 (Σόπατα, στα). Απαντιέται, επίσης, ως Σοπάτα, στη ( Άγιος Ιωάννης) και Σόπατο, στο (Δρύμισκος).

[163] Μικρή πεδιάδα με περιβόλια. Βλ. πίνακα τοπωνύμιων Κοξαρέ, σημ. 128 (Σουμάνη τσι Συκιές, στου).

[164] Η θέση βρίσκεται μέσα στο φαράγγι της Αγιά Φωτιάς, προς τη βορινή έξοδό του.

[165] Η περιοχή, σήμερα, διαθέτει ποτιστικά περιβόλια. Παλιά «στάλιζαν» τα πρόβατα και τα πότιζαν. Βρίσκεται κάτω από το σημερινό Επισκοπείο. 

[166] Πέρασμα ανάμεσα δύο βουνοκορφών. Πρόκειται για τον παλιό δρόμο προς Πατσό.

[167] Θέση στη βορινή έξοδο του Κάτω Χωριού, στη μεσαία οδική αρτηρία, που, συνεχίζοντας, οδηγεί δεξιά προς τα Αμαριώτικα και αριστερά προς τις Καρήνες. Στην περιοχή υπάρχει, πραγματικά, σπηλαιώδες σχίσμα από πάνω μέχρι κάτω, σε κοκκινόμαυρα χρώματα (με Α.Σ.Μ.Κ. 603 και διαστ. 2Χ5Χ25), που, όπως παρατηρεί η Σπηλιανή λαογράφος κ. Ειρήνη Μπριλλάκη [ό.π. (σημ. 96), 521], μπαίνοντας κανείς μέσα βρίσκεται σε μεγάλη σπηλαιώδη αίθουσα, που στη Γερμανική κατοχή προστάτευσε πολλές φορές τους Κατωχωριανούς Σπηλιανούς. Το σχίσμα ακούγεται και ως Περιστερές και μέχρι σήμερα δεν έχει, ακόμα, εξερευνηθεί, που μπορεί πάντως να κρύβει εκπλήξεις. Πολλοί ερευνητές έχουν υποστηρίξει την άποψη ότι από αυτό το σπήλαιο (σχίσμα) και το χωριό έλαβε το όνομά του, Σπήλι, άποψη την οποία αποκρούει η κ. Μπριλλάκη αλλά και οι λοιποί Σπηλιανοί.    

[168] Όπως υποδηλώνει και το όνομα, πρόκειται για βουνό ψηλότερο από τον διπλανό Βορίζη. Μοιράζεται ανάμεσα στις επαρχίες Αγίου Βασιλείου και Αμαρίου. Όπως σημειώνει η κ. Ειρ. Μπριλλάκη [ό.π. (σημ. 96)], υπάρχουν πληροφορίες ότι τα κατάβαθά του είναι ένας ανεξάντλητος ταμιευτήρας τεραστίων ποσοτήτων νερού, απ’ όπου πηγάζει το Πατσιανό φαράγγι και άλλες πλούσιες πηγές της Πατσού και του Σπηλίου. Στην κορυφή του υπήρχαν σκοπιές επανδρούμενες από τα χωριά Πατσός, Καρήνες, Βολιώνες  [Μαρία Αρακαδάκη, «Το “Territorio di Rettimo” προς τα μέσα του 17ου αιώνα- Πληροφορίες από την έκθεση του Nicola Gualdo (1633)», ανάτυπο από τα Πρακτικά του Συμποσίου «Της Βενετιάς το Ρέθυμνο», Ρέθυμνο, 1-2 Νοεμβρίου 2002. Βενετία 2003, 229-315 (+ πίνακες), 308].

[169] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Ακτούντων, σημ. 140 (στα Σώχωρα και στη Σωχώρα).

[170] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Ακτούντων, σημ. 141 (Dάβλα, στη).

[171] Στην περιοχή βγαίνει νερό τον χειμώνα. Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Βάτου, σημ. 122 (Τσιγκούνια, στα).

[172] Από προσηγορικό «τρόχαλος» (ο). Πβ. και στον Ασώματο στα Τροχάλια.

[173] Όπως με πληροφόρησε ο πρώην Πρόεδρος της κοινότητας Σπηλίου κ. Κουμεντάκης, πρόκειται για ύψωμα κατάφυτο από πρινάρια και στο μέσο αυτών υπάρχουν τρεις ελιές, που χαρακτηρίζουν την περιοχή. Εντυπωσιάζει, πάντως, η ύπαρξη του ιδιόμορφου αυτού τοπων.- που τον λόγο του έχει στην ύπαρξη τριών χαρακτηριστικών δέντρων ελιάς- και κατά τα χρόνια της Ενετοκρατίας, 376 χρόνια πριν! Μάλλον απόγονοι των παλαιών εκείνων τριών ελαιών θα πρέπει να είναι οι σημερινές!

[174] Τρεις οδοί, τρίστρατο. Περβόλια ποτιστικά που ποτίζονται από φράγμα ποταμού. Το ίδιο τοπων. απαντάται και στα Ανώγεια ως Τριγιόδος, και στα Ακτούντα ως Τριγιόδι (στο)- παλιός οικισμός- όπου βλ. και σχετικό σχόλιο. Εδώ, όπως σημειώνει η λαογράφος Ειρήνη Μρπιλάκη, συναντιούνται η «βασιλικιά στράτα», Αγία Γαλήνη- Σπήλι, που έσμιγε σταυροειδώς με την άλλη δημοσιά που ξεκινούσε από τη Γιαλιά- Αγαλλιανού- Κεραμέ  και έφτανε στα Αμαριώτικα, αφού πρώτα έτεμνε την άλλη πίσω ακριβώς από το ιερό των Αγίων Αποστόλων. Από εδώ, λοιπόν, η ονομασία Τριγιόδι (Ειρήνη Μπριλάκη- Καβακοπούλου, «Επίκαιρες ηθογραφικές μνήμες από το πανηγύρι των Αγίων Αποστόλων στο δροσόλουστο Σπήλι», Ρέθεμνος 15/16 Ιουλίου 2006). Βλ.και απάντηση Νικολάου Β. Τωμαδάκη στον Ευάγγελο Φωτάκη, εφημερ. «Παρατηρητής», αρ. φ. 1541 της 22-12- 1931, όπου ο πρώτος σημειώνει: «είναι εύκολον να εννοηθή ότι η τρίοδος υποκοριστικώς έγινε τριόδιον και δια την εντόπιον δασείαν προφοράν Τριγιόδι- (ον), αφού, μάλιστα, η οδός δασύνεται».

[175] Πρόκειται για αρκαλότρυπες σε μαλακό χώμα, που σκάπτεται εύκολα από το ζώο.

[176] Ελαιώνας, με κυριαρχούσα ποικιλία την τσουνολιά.

[177] Αγριάδα. Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Αγίας Γαλήνης, σημ. 101 (Dζούρα, στη).

[178] Μικρός λόφος που μοιάζει με τυροζούλι (=μικρό τυράκι). Πβ. και πίνακα τοπωνυμίων Δουμαεργειού (Κεντροχωρίου), σημ. 87 (Τυροκέλλια, στα).

[179] Ομαλά εδάφη με ποτιστικά περιβόλια. Όπως σημειώνει η δασκάλα Π. Δριδάκη το όνομα «εκ της υπαρχούσης εγχωρίου φάμπρικας (ελαιοτριβείου- ρασοτριβής)».

[180] Το φαράγγι αυτό ξεκινά από ψηλά, από το οροπέδιο Γιους Κάμπος και φθάνει μέχρι κάτω στον αμαξιτό δρόμο.

[181] Βοσκότοπος με μικρά και απόκρημνα ρυάκια. Βλ. σχετ. σχόλιο στην Αγία γαλήνη (Φαραγγούλια, στα)

[182] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Κισσού, σημ. 129 (Φασκές, στσι).

[183] Από τις άφθονες φωλιές (κοίτες) του πτηνού «φάσα». Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Μελάμπων, σημ. 356 (Φασαθιανά, στα), 357 (Φάσας το Μουρί, στση) και 358 (Φασέ, στου).

[184] Ποτιστικά περιβόλια, που παράγουν φασόλια αρίστης ποιότητας. Στα τοπων. του 1953 (ΕΚΙΜ) η δασκάλα καταγραφέας Π. Δριδάκη σημειώνει χαρακτηριστικά: «ξακουστή τοποθεσία εκ της αρίστης ποιότητας των φασιόλων». Πβ., επίσης, στον πίνακα τοπωνυμίων Καρηνών- έναν τόπο μεγάλης παραγωγής φασολιών- σημ. 123, το όμορφο τοπωνύμιο στου Φασολόγου (=αυτός που συλλέγει, μαζεύει φασόλια) και σημ. 122 [Φασολάκια (στα) ή Βοσολάκια, στα].

[185] Πβ. πίνακα τοπωνυμίων Καρηνών, σημ. 125 (Φουρνί, στο).

[186] Φρογός (Χανιώτικα) και φλογός (Ρεθεμνιώτικα) σημαίνει κοκκινωπός και φρογό- φραγό, το (λέξη ποιμενική)= το ζώο που έχει το χρώμα της φλόγας (πυρρόν), Πβ. «η φρογή μου αίγα»= η πυρά, η ερυθρόξανθη. Εδώ, το φρογός λειτουργεί ως παρωνύμιο του ιδιοκτήτη, που ήταν, φαίνεται, το πρόσωπό του κοκκινωπό, στο χρώμα της φλόγας.

[187] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Αγκουσελιανών, σημ. 102 (Φτερέ, στο).

[188] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Αγίου Ιωάννη, σημ. 124 (Χαλασέ, στο).

[189] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Δουμαεργειού (Κεντροχωρίου), σημ. 91 (Χαλέπες, στσι).

[190] Βοσκότοπος, όπου πλαγιές με πολλά χαλίκια. Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Ασωμάτου, σημ. 129 (Χαλικιά, στον) και 130 (Χαλκιά, στο).

[191] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων  Αγίου Ιωάννη, σημ. 145 (Χαρακούλια, στα).

[192]Από την ποιότητα του εδάφους. Πρόκειται για πολύ αφράτο χώμα, με λευκές πέτρες σαν χάσικος άρτος [από τούρκ. has= καθαρός, λευκός (αραβ. προέλευσης)]. Στην περιοχή φύονται ελιές και αμπέλια. Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Καρηνών, σημ. 128 (Χάσικα, στα).

[193] Βλ. πίνακα τοπωνυμίων Αγίου Ιωάννη, σημ. 147 (bζαρέ, στη).

[194] Ψαρές ελές, οι λεγόμενες ψαρολές Πβ. πίνακα τοπωνυμίων Αγίας Πελαγίας, σημ. 67 (Ψαρό Χαράκι, στο).


ΚΩΣΤΗΣ ΛΑΓΟΥΔΙΑΝΑΚΗΣ * * * «Αποσπερίδες και βαΐζα»

 


ΚΩΣΤΗΣ ΛΑΓΟΥΔΙΑΝΑΚΗΣ

 

«Αποσπερίδες και βαΐζα»

[Εκδόσεις ΜΥΣΤΙΣ, Ηράκλειο 2023, σχ. 8ο  (24 Χ 17), σσ. 258]

 

 

   ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

          www.ret-anadromes.blogspot.com


Ο συνταξιούχος δάσκαλος και, για χρόνια, διευθυντής σε σχολεία του νομού Ηρακλείου, Κωστής Λαγουδιανάκης, είναι ένας αληθινά παθιασμένος λάτρης της κρητικής γλωσσολαλιάς και ιδιαίτερα της κρητικής μαντινάδας. Στο παρελθόν είχαμε παρουσιάσει την μαντιναδολογική δουλειά του, υπό τον τίτλο: «Χιλιάκριβε σεβντά μου» (Ηράκλειο 2015), ενώ ανάμεσα στα βιβλία του ξέχωρα εντυπωσιακό είναι και τα «Τα ναμουντάνικα χωργιά» (Ηράκλειο 2009), μια τολμηρότατη δουλειά, στην οποία εμπεριέχονται 1430 μαντινάδες, μια για κάθε χωριό της Κρήτης(!) (τόσα μας τα μέτρησε ο φίλος Κωστής τα χωριά της Μεγαλονήσου).

Μια δουλειά, όπως τις παραπάνω, που δύσκολα τη χωράει το μυαλό του ανθρώπου, είναι και το προηγηθέν του παρόντος βιβλίο του, με το οποίο ο Κωστής Λαγουδιανάκης έφτασε στην αποκορύφωση! να τραγουδήσει το απίστευτο. ολάκερη την ιστορία της Κρήτης, από τη Νεολιθική Εποχή και τη Μινωική Κρήτη, μέχρι την Κλασική εποχή, το Βυζάντιο και τη Βενετοκρατία, τον Κρητικό Πόλεμο και το Εικοσιένα, τη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση, τη Μάχη της Κρήτης και την Αντίσταση. Σαν κι ο Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής τον «Κρητικό Πόλεμό» του, έτσι κι ο φίλος Κωστής Λαγουδιανάκης βάλθηκε να τραγουδήσει στην κρητική λαλιά και σε ιαμβικό 15σύλλαβο ολάκερη  την Ιστορία της Κρήτης. Και το αποτέλεσμα, ένας τόμος 830 σελίδων, με σκληρό πολυτελές εξώφυλλο, και πλούσιο έγχρωμο φωτογραφικό υλικό.

Έτσι τολμηρός, πάντα, ο φίλος Κωστής Λαγουδιανάκης πιάστηκε επανειλημμένα και από το βιβλίο μας: «Ρ έ θ υ μ ν ο   1 9 0 0- 1 9 5 0», κι έλαβε αφορμή και αφιέρωσε τιμητικά και στην πόλη μας αρκετά στιχουργήματά του που δημοσιεύτηκαν σε τοπικές εφημερίδες, όπως τα παρακάτω:

                α) Υπαίθριοι Μικροπωλητές του παλιού Ρεθέμνους

                β) Τον Κήπο τον Δημοτικό το Ρέθεμνος λογιάζει

                γ) Σαπουναριά στο Ρέθεμνος πριχού πενήντα χρόνους.

                δ) Οι  βροντεροί τελάληδες  στσι  ρούγες  του Ρεθέμνους

Θέλοντας, πάντως, ο Κωστής Λαγουδιανάκης να μην αφήσει γωνιά της Κρητικής γης που να μείνει ατραγούδιστη από τη μπένα του, στράφηκε τη φορά αυτή στα λαογραφικά της Κρήτης. Μετά την Ιστορία φυσικό επακολούθημα έρχεται η Λαογραφία. Έτσι, δημιουργήθηκε το παρουσιαζόμενο βιβλίο του «Αποσπερίδες και βαΐζα», μέσα από το οποίο διηγείται και ιστορεί, διδάσκει κι επεξηγεί πράγματα γύρω από τη ζωή των παλαιινών Κρητικών, των Κρητικών της υπαίθρου, τόσο του γεωργικού, όσο και του κτηνοτροφικού μόχθου και των λοιπών εργασιών του χωριού.

Συχνά ο λόγος του κατεβαίνει κελαρυστός και μας θυμίζει γλυκό ομηρικό τραγούδι, σαν τραγουδά τις χαρές της ζωής, τις μέρες τις γιορτινές, π’ ακολουθούν τη σκληρή του βουνού βιοπάλη. «Χορός, Ανθρώποι, Εσμιγά, Γέλιο Ψυχής Γιορτάσι». Όμως, οι αποσπερίδες του Κ. Λαγουδιανάκη δεν γνωρίζουν περιορισμό κι εξακτινώνονται και πιο πέρα κι αγκαλιάζουν όλα τα λαογραφικά θέματα της Κρήτης: από την ενδυμασία του Κρητικού («Βράκες, μεϊτανογέλεκο, εντυμασά τση Κρήτης») στις βαριές κοπιαστικές δουλειές του χωριού, όπως τ’ Αλώνισμα («Οι γι- αλλοτεσινοί καιροί θυμούνται τ’ Αλωνάρη»), τ’ Άλεσμα στο Μύλο («Καλωσορίζει τ’ Άλεσμα πασίχαρος ο Μύλος»), το ζύμωμα του ψωμιού («Ψωμί του Ίδρου, τω Χεριώ τση Σκάφης, τση Ζυμώτρας»), τον τρύγο («Τρυγοπατήματα Χαράς και Κρασοπανεγύρι») και τ’ άλεσμα στο μύλο («Λαδομποξάδες Φάμπρικας, Μάκενα, Μποτζαργάτης»), για να φτάσει και να περιδιαβεί το «Κρητικό το σπίτι», τον αργαλειό («Ανυφαντοαθιβολές στση Κρήτης τ’ Αργαστήρι») και τις ονοστιμιές της κρητικής κουζίνας σαν η γυναίκα του σπιτιού «μαγεροτσικαλιάζει».

Απ’ όλα τα παραπάνω ο συγγραφέας φαίνεται γερός γνώστης του παλιού τρόπου ζωής των Κρητικών , όμως πρέπει και να διάβασε πολλά για να βολέψει κάποια κείμενά του και κυρίως αυτά τα τελευταία για τα δυο πρωτοπαλίκαρα, τους δυο τιτάνες του νησιού, τον μεγάλο τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο («Με τ’ όνομα Δομήνικος γεννήθηκε στη γ-Κρήτη») και τον Καζαντζάκη («Τση μπένας ο Πρωτόσκολος ο Νίκος Καζαντζάκης»). Η αναφορά του σ’ αυτούς τους δυο καθίσταται εντυπωσιακή σαν τον ακούς να τραγουδεί καταλεπτώς και να αναλύει τα έργα και τη ζωή τους, σε καθάρια ιαμβική κρητική λαλιά

Ο στίχος του αριστοτεχνικός με απόλυτη και, πάντα, ταιριαστή ομοιοκαταληξία. Ιδιαίτερη και η προσοχή που δίνει ο Ποιητής στα πνεύματα (αφαίρεσης- έκθλιψης), που είναι τόσο συχνά, αφού, ως γνωστόν, ο κρητικός λόγος δεν σηκώνει χασμωδίες. Όλα τα βρίσκεις προσεγμένα. τη στίξη, την ορθογραφία και τη σύνταξη. Στρογγυλεύει και σμιλεύει περίτεχνα τις λέξεις, στον αόριστο των οποίων επικρατεί η χαρακτηριστική αύξηση [η] του ανατολικού κρητικού ιδιώματος (ηγόραζε), ενώ πλάθει και σωρεία καινούριων εντυπωσιακών λέξεων.

Στο τέλος, πολύτιμο εργαλείο βρίσκουμε ένα πλουσιότατο «Κρητικό Γλωσσάρι» εκατοντάδων λέξεων της κρητικής λαλιάς που μία προς μία μεταφέρονται από τον Ποιητή επιτυχώς στο νεοελληνικό λεξιλόγιο.

Ο Κωστής Λαγουδιανάκης κατάφερε να γαλουχηθεί και να μεγαλώσει με τις καθάριες κρητικές αξίες, πίνοντας από τα παιδικάτα του μονάχα από το αγνό νερό της βρυσομάνας, από την ίδια την βρυσομάνα που είχε πιει κι ο Όμηρος, ο Θαλής, ο Ησίοδος, ο Λεονταρίτης, ο Χαλκιόπουλος. Δεν θόλωσαν τον Κωστή τα βαλτόνερα της σύγχρονης ευρωπαϊκής διανόησης και περιορίστηκε να ξεδιψάσει μονάχα απ’ τις δροσερές πηγούλες του χωριού του, του Χαρασού Ηρακλείου, που του υπέδειξαν από τα μικράτα του ο αφέντης του κι αυτή η γλυκιά του μάνα. Με βαθιά αγάπη και ειλικρινή σκύβει «στην πλάκα του» και πιάνει «το κοντύλι» του, σε μια προσπάθεια επιλογής των πολύτιμων εκείνων στοιχείων σύνθεσης των μοσχομύριστων λέξεων της μπαινάμικης κρητικής διαλέκτου.

Για άλλη μια φορά συγχαίρουμε και θερμά ευχαριστούμε τον εκλεκτό φίλο Κωστή Λαγουδιανάκη και του ευχόμαστε να έχει υγεία και δύναμη, για να συνεχίζει τη γόνιμη, εργώδη και δημιουργική δραστηριότητά του στον χώρο του Κρητικού Λόγου και της Μαντινάδας, στα οποία τόσο μεγάλη και ουσιαστική είναι η μέχρι σήμερα συμβολή του. Η γενέθλια γη θα επιβραβεύσει, να είναι βέβαιος, με ευγνωμοσύνη και αγάπη αυτήν την όμορφη κι ευγενική παρουσία του στα Γράμματα της Κρήτης και την ιερή προσήλωσή του στις πατρογονικές αξίες και παρακαταθήκες, σε ό,τι όμορφο και ιερό έχει την αναφορά του στις ρίζες και τις αξίες του τόπου αυτού.  

ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑ * * * ΜΑΡΤΥΡΙΚΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ

 


ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑ


ΜΑΡΤΥΡΙΚΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ

[Εκδόση ΓΡΑΦΟΤΕΧΝΙΚΗΣ, Ρέθυμνο 2023, σχ. 8ο (24Χ16), σσ. 302]

 

 ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

www.ret-anadromes.blogspot.com 

Τοπικός τύπος, αρχεία, λογοτεχνία, φωτογραφίες, αντικείμενα, προφορικές μαρτυρίες και αφηγήσεις αποτελούν πηγές για την Ιστορία ενός τόπου. Και με τέτοια εφόδια και, κυρίως, με μια φιλόκαλη και σπουδαία έκδοση υπό τον τίτλο: «Μαρτυρικά χωριά του νομού Ρεθύμνου», η συμπολίτισσα δημοσιογράφος και λογοτέχνιδα κ. Εύα Λαδιά βάλθηκε να σκαλίσει βαθιά και να επαναφέρει μνήμες μιας δύσκολης και αποτροπιαστικής εποχής.

Στον Πρόλογό της η Επιμελήτρια και συγγραφέας σημειώνει το πώς ξεκίνησε αρχικά το εν λόγω βιβλίο, ως συνέχεια και συμπλήρωμα εκείνου του αείμνηστου Σπύρου Απ. Μαρνιέρου, με τίτλο: «Τα ρεθεμνιώτικα ολοκαυτώματα, 1941-1944», στην οποία περιέχονταν οι εισηγήσεις που προήλθαν από κεντρική εκδήλωση που είχε πραγματοποιηθεί τον Αύγουστο του 1991 στο θέατρο «Ερωφίλη» της Φορτέτσας.

Καρπό και συνέχεια της παραπάνω προσπάθειας αποτελεί και η παρούσα έκδοση της κ. Εύας Λαδιά, καθώς και τα αναρίθμητα επετειακά δημοσιεύματά της για τα ρεθεμνιώτικα ολοκαυτώματα που ακολούθησαν στην εφημερίδα «Ρεθεμνιώτικα Νέα». Επίσης, την υπογραφή της φέρουν και η παραγωγή των θαυμάσιων εκείνων εκδόσεων του Δήμου Συβρίτου [Άνω Μέρος (2003), Γερακάρη (2004) και Βρύσες (2005)], όπως και των ντοκιμαντέρ (Ελεγεία Ηρώων – Σακτούρια”, “Ελεγεία Ηρώων – Κρύα Βρύση”, “Ελεγεία Ηρώων – Άνω Μέρος” και “το Κέντρος έχει Καταχνιά”), καθώς και το ολοκληρωμένο συμφωνικό έργο «Κέντρους Εγκώμιον» με τη συνεργασία, στα δυο τελευταία, του μουσικοσυνθέτη Μπάμπη Πραματευτάκη.

Στη σημερινή λαμπρή έκδοση που παρουσιάζομε με το σημείωμά μας αυτό, η κ. Εύα Λαδιά μάς μεταφέρει ένα πλουσιότατο και πολύτιμο πρωτογενές υλικό αυθεντικών μαρτυριών που η ίδια συγκέντρωσε σε μια πορεία 40 χρόνων από ανθρώπους αυτόπτες μάρτυρες, που μοιράστηκαν μαζί της τα ειδεχθή γεγονότα, τις μαρτυρίες και την οδύνη του καταραμένου εκείνου Αυγούστου του 1944, στα μαρτυρικά χωριά του νομού μας, από τη μια και την άλλη πλευρά του όρους Κέντρους, στα Ανώγεια, στη Λοχριά, στον Γερακάρη, στσι Γουργούθους, στσι Βρύσες, στο Καρδάκι, στο Σμιλέ, στο Άνω Μέρος, στο Χωρδάκι, στσι Δρυγιές, στην Κρύα Βρύση, στα Σακτούρια, στο Ροδάκινο, στην Καλή Συκιά και στην Κοξαρέ. Και το πιο εντυπωσιακό! Ότι όλα τα τρομαχτικά αυτά κακά γίνανε τότε, όταν ξεψυχούσε το θεριό, που όλοι πίστευαν και έλεγαν μέσα τους ότι πάει πια, να! σε λίγο θα ’μαστε ελεύτεροι! 

    Οι αφηγήσεις στο βιβλίο παραθέτονται με λογοτεχνικές παρεμβάσεις της ίδιας της Επιμελήτριας, που παρακολουθεί στενά τον κάθε αφηγητή, δημιουργεί θαυμάσιες γέφυρες λογοτεχνικών εισαγωγών με πλούσια γεωγραφικά και πολιτισμικά στοιχεία για το κάθε μαρτυρικό χωριό και το ολοκαύτωμά του. Σκιαγραφεί πρόσωπα, στήνει σκηνικά δράσης και γενικά φωτίζει την αφήγησή της με ποικίλες άμεσες ή έμμεσες πληροφορίες και υποσημειώσεις, ζωγραφίζοντας, ταυτόχρονα, με τα πιο ζωηρά χρώματα, τη ζωή και τις εξοχές και τους τόπους που έγιναν το θέατρο των δραματικών εκείνων γεγονότων.

Η καταγραφή  των αφηγήσεων χαρακτηρίζεται, προς τούτοις, από αυτό που λέμε αμεσότητα του λόγου. Οι διάλογοι και οι αφηγήσεις κυλάνε άψογα, με αρμονία και φυσικότητα που σου δίνουν την εντύπωση ότι παρακολουθείς την ίδια, την αρχική συζήτηση μπροστά από την κάμερα του συνεργείου της τηλεόρασης CRETA ή το μαγνητόφωνο. Σε καμιά περίπτωση δεν παρακολουθείς ένα κείμενο τεχνητό, «φτιαγμένο», αλλά ένα κείμενο με τις ατέλειες και τις ασάφειές του σε πολλά σημεία, που αποδεικνύει και επιβεβαιώνει ότι ο αφηγητής του μιλάει από μνήμης, μέσα από την καρδιά του, στη τοπική γλωσσική του ιδιομορφία, παρουσιάζοντας τα γεγονότα ολοζώντανα σαν να ξετυλίγονται τη στιγμή αυτή μπροστά στα μάτια μας.

Ασήμαντα γεγονότα η Επιμελήτρια τα παρουσιάζει συνοπτικά, με την συμπύκνωση του χρόνου, ενώ σε αυτά που τα θεωρεί περισσότερο σημαντικά και σπουδαία εστιάζει επιτυχώς με την παράταση της χρονικής διάρκειας. Συμμετέχει σ’ αυτά ενεργά, βιώνοντας το πρωτότυπο κείμενο τού αφηγητή της και συμμετέχοντας σ’ αυτό ως πρωταγωνίστρια ή ως αυτόπτης μάρτυρας. Αφηγητής και Επιμελήτρια μιλούν στην ίδια γλώσσα και στο κείμενο επιτυχώς επικρατεί το α΄ ρηματικό πρόσωπο του πρωτότυπου αφηγηματικού κειμένου.

Πετυχαίνει, περαιτέρω, ομαλή μετάβαση από το ένα αφηγηματικό μέρος στο άλλο, με τεχνητές επιβραδύνσεις προκαλεί αγωνία και αναμονή στον αναγνώστη, ενώ με την καλλιέπεια και κομψότητα του λόγου της προσφέρει γενναιόδωρα και την αισθητική απόλαυση. Η επιμέλεια των αφηγήσεων καθίσταται ουσιαστική με την παράθεση από την ίδια τίτλων, που προδιαθέτουν και δίνουν περιληπτικά το περιεχόμενο της κάθε αφηγηματικής ενότητας και διευκολύνουν την ανάγνωσή της.

Σε όλο το μήκος των αφηγήσεων παρακολουθούμε μεγαλειώδεις πράξεις αγωνίας των μελλοθανάτων, που είτε πριν από τον θάνατο ψάλλουν περήφανα τον Εθνικό μας Ύμνο, είτε αναδεικνύουν στον ανώτατο βαθμό το μεγαλείο και τη φιλοπατρία της ψυχής τους, που δεν ανοίγουν το στόμα τους, με ό,τι κι αν  αυτό συνεπάγεται, για να μην καταδώσουν στον εχθρό δικό τους άνθρωπο και συναγωνιστή. Παρακολουθούμε, ακόμα, αφηγήσεις με επεισόδια και σκηνές βίας, λεηλασίας, ορφάνιας, στέρησης, πείνας, αλτρουισμού και προδοσίας.

Έτσι, το βιβλίο καθίσταται μια σπάνια αποκάλυψη όλου του πατριωτικού μένους της ψυχής των ηρώων και της φρίκης και των δεινών του πολέμου. Στις αφηγήσεις τους οι αφηγητές συχνά κάνουν κρίσεις, επαινούν και κατηγορούν στάσεις και συμπεριφορές και μας φέρνουν σε ενδιαφέρουσα και ουσιαστική επαφή με σπουδαίες μορφές της ρεθεμνιώτικης Αντίστασης κατά την κατοχή. Έτσι, οι ήρωες άλλοτε εμφανίζονται να εκθέτουν πλήρη σχέδια δράσης, στρατηγικής και αντιμετώπισης του εχθρού, άλλοτε να σου μεταφέρουν από τον ενθουσιασμό και τη χαρά της επιτυχούς έκβασης των επιχειρήσεων και άλλοτε να σου μεταδίδουν την πικρή γεύση και την παγωμάρα του επικείμενου θανάτου. Βλέπουμε και διδασκόμαστε από το παράδειγμά τους, πώς, δηλαδή, οι εξαιρετικές καταστάσεις και δυσκολίες της ζωής καθίστανται στον άνθρωπο δύναμη, δημιουργώντας του αντιστάσεις και ικανότητα στο μυαλό να σκέφτεται γόνιμα και δημιουργικά και να επιζητεί τη βοήθεια του Θεού, εκδαπανώντας στο έπακρον όλα τα ανεξάντλητα αποθέματα των δυνάμεων της ψυχής του.

Φρικιαστικές σκηνές αιχμαλωσίας, πείνας και απαισιοδοξίας εναλλάσσονται ξαφνικά με σκηνές δύναμης και αισιοδοξίας, ενώ κάποτε η εσωτερικευµένη πραγματικότητα επιτρέπει και κάποιες λυρικές εξάρσεις και την εξωτερίκευση και μετάδοση της έντονης συναισθηµατικής φόρτισης των ηρώων.

Η Επιμελήτρια φαίνεται να καταβάλλει ξεχωριστή και εντυπωσιακή προσπάθεια στη διάταξη και τη σειρά των κειμένων, ώστε να προχωρούν συμπληρωματικά το ένα προς το άλλο και να δίνουν βάσιμες απαντήσεις σε πολλά εναγώνια ερωτήματα του αναγνώστη.

Με το βιβλίο αυτό, είναι γεγονός ότι παρελαύνει μπροστά από τα μάτια μας η ίδια η ιστορία του τόπου μας αυθεντική, γνήσια και καθάρια, γραμμένη σε πρώτο χέρι από ανθρώπους που έζησαν και βίωσαν «στο πετσί» τους την ανατριχίλα και την αποστροφή των γεγονότων, με αυθεντικές και υπεύθυνες αφηγήσεις τους και χωρίς μισές αλήθειες. Η αυθεντικότητα της πρώτης ύλης, το βάρος της προσωπικής εµπειρίας και η ιδεολογική φόρτιση προσδίδουν στη γραφή την αµεσότητα του ρεαλισµού, ενώ η Συγγραφέας και Επιμελήτρια με την καλλιέπεια και κομψότητα τού λόγου της μας προσφέρει (πέραν από την ορθή πληροφόρηση για τα γεγονότα της περιόδου 1941-44) και την αισθητική απόλαυση.

      Στην αγαπητή μας κ. Εύα Λαδιά ευχόμαστε δύναμη και υγεία, για να συνεχίζει  τη γόνιμη αυτήν, εργώδη και δημιουργική δραστηριότητά της στον χώρο των "ρεθεμνιώτικων γραμμάτων", στα οποία τόσο μεγάλη και ουσιαστική είναι η μέχρι σήμερα συμβολή της.

ΧΑΡΗΣ Κ. ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ * * * Γνωριμία με το Ρέθυμνο της Αναγέννησης

 


 ΧΑΡΗΣ Κ. ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ

 

Γνωριμία με το Ρέθυμνο της Αναγέννησης

[Εκδόση Αναγεννησιακού Φεστιβάλ Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2022, σχ. 8ο (21Χ26), σσ. 142]

 

        ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

            http://ret-anadromes.blogspot.com

 

Είναι γεγονός ότι το πρώτο διάστημα μετά την κατάκτηση από τους Βενετούς, οι Κρήτες προσπάθησαν με επανειλημμένες επαναστάσεις να τους διώξουν, λόγω της σκληρής διοίκησης και της εξοντωτικής φορολογίας που αρχικά εφάρμοσε η Βενετία. Αργότερα, όμως, η εμφανισθείσα τουρκική απειλή ανάγκασε τη Βενετία να χαλαρώσει την καταπίεση και να προσπαθήσει να προσεταιριστεί τους Κρητικούς.

Τότε, η συνεργασία αυτή των δύο λαών ήταν που δημιούργησε το μέγα θαύμα, την άνθιση αυτή των επιστημών, των τεχνών και των γραμμάτων, που ονομάζουμε σήμερα Κρητική Αναγέννηση. Τα χρόνια από το 1500 μέχρι το 1669 έμειναν στην κρητική ιστορία τα πιο φωτεινά, που προβάλλουν σπουδαία κατορθώματα σε πολλούς τομείς της Τέχνης και της Επιστήμης, όπως λαμπρά οικοδομήματα, κρήνες και μνημεία στην αρχιτεκτονική, έργα μνημειακής τέχνης στη ζωγραφική και την κρητική αγιογραφία (Μ. Δαμασκηνός, Κλόντζας, Εμμανουήλ Τζάνε Μπουνιαλής) και στη λογοτεχνία και το θέατρο (Γεώργιος Χορτάτσης, Βιτσέντζος Κορνάρος, με κορυφαίες τους δημιουργίες στο θέατρο την Ερωφίλη και τον Ερωτόκριτο).

Αυτό το τελευταίο δημιουργικό διάστημα των χρόνων της Ενετοκρατίας μελετά με το τελευταίο βιβλίο του «Γνωριμία με το Ρέθυμνο της Αναγέννησης» ο καλός φίλος και ακούραστος ερευνητής της τοπικής μας Ιστορίας κ. Χάρης Κ. Στρατιδάκης.

Πρόκειται για μιαν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και από πάσης πλευράς άρτια και εμπεριστατωμένη ενημέρωση επί του γνωστικού φαινομένου που εκ των υστέρων αποκλήθηκε «Κρητική Αναγέννηση». Το νέο αυτό καλλιτεχνικό ρεύμα είχε αρχίσει να φθάνει στην Κρήτη ήδη από τα τέλη του 15ου αιώνα και, έκτοτε, σταδιακά, κυριάρχησε στο νησί για ενάμιση αιώνα στον χώρο της λογοτεχνίας, του θεάτρου, της ζωγραφικής, της μουσικής, της αρχιτεκτονικής και της γλυπτικής, φθάνοντας στα χρόνια της κατάληψης της Κρήτης από τα οθωμανικά στρατεύματα (1645- 1669) και σε αυτόν τον μανιερισμό και το μπαρόκ, όπως το συναντούμε πολύ συχνά στις μέρες μας. Και με τους τελευταίους αυτούς όρους εννοούμε την αναζήτηση από την τέχνη της απόλυτης επιτήδευσης στο ύφος και στην τεχνοτροπία ενός καλλιτεχνικού δημιουργήματος, που φθάνει να χάνει τη φυσικότητα και την πρωτοτυπία του, σε αντίθεση με τα γνήσια αναγεννησιακά ιδεώδη, τα οποία αναζητούσαν τη ρεαλιστική και πραγματιστική απεικόνιση των φυσικών αναλογιών.

Ο συγγραφέας παρακολουθεί την Κρητική Αναγέννηση εντοπίζοντάς την στα σημαντικότερα ρεύματα εκπροσώπησής της, όπως στην «Κρητική Σχολή» στο χώρο της ζωγραφικής (με κυριότερους εκπροσώπους της τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο, τον Μιχαήλ Δαμασκηνό, τον Γεώργιο Κλώντζα, τον Εμμανουήλ Λαμπάρδο κ.α.), στην αρχιτεκτονική και στη γλυπτική (με σπουδαία δείγματά της σε μεγάλα μοναστήρια της Κρήτης, σε βίλες και κρήνες τόσο στον νομό Ρεθύμνου, όσο και σε όλη την Κρήτη) και στη μουσική (με γνωστότερο εδώ τον Φραγκίσκο Λεονταρίτη 1518- 1572).

Σημαντικό στο Μέρος αυτό του βιβλίου το κεφάλαιο της μεταφύτευσης της Κρητικής Αναγέννησης στα νησιά του Ιονίου (Ζάκυνθο, Κέρκυρα, Κεφαλονιά) και του Αρχιπελάγους (κυρίως Νάξο και Πάρο), μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τα οθωμανικά στρατεύματα.

 Την αναγέννηση στο Ρέθυμνο εκφράζει για τον συγγραφέα πολύπλευρα και με μοναδική δυναμικότητα ο θαυμάσιος ζωγραφικός πίνακας Civitas Rethymnae, του Ανώνυμου Ρεθεμνιώτη Ζωγράφου, ο οποίος, για τον λόγο αυτόν, κατέχει στο παρουσιαζόμενο βιβλίο περίοπτη θέση συνολικά όσο και αποσπασματικά, προκειμένου να τονιστούν η καθημερινή ζωή των Ρεθεμνιωτών (περίπατοι στην παραλία και στις πλατείες), ο πολεοδομικός της πόλης ιστός κατά τη Βενετοκρατία (piazza, δρόμοι, γρότες και καντούνια) και τα λοιπά περίφημα μνημεία της (Φορτέτσα, κρήνη Rimondi, Lozzia), πράγματα που απασχόλησαν σε σοβαρές μελέτες και διδακτορικές διατριβές ερευνητές, όπως τον Giuseppe Gerola, τον Ιορδάνη Δημακόπουλο, την Ιωάννα Στεριώτου, τον Νίκο Παναγιωτάκη, τον Ανδρέα Νενεδάκη, τον Κώστα Καλοκύρη και τον Στυλιανό Αλεξίου.

Πόλη με έντονο τον Αναγεννησιακό της χαρακτήρα, το Ρέθυμνο ζει, τώρα και 25 χρόνια, σε ρυθμούς αναγεννησιακούς στη διάρκεια του Αναγεννησιακού φεστιβάλ, ενός θεσμού εμπνευσμένου, από τον οποίο εκπορεύεται καθαρή και αυθεντική Τέχνη.

Στα πλαίσια τού εν λόγω Φεστιβάλ και με την ίδια αντίληψη κινούμενος ο κ. Στρατιδάκης πραγματοποίησε αργότερα τις περίφημες εκείνες ξεναγήσεις του, μέσα από τις οποίες διδάσκει κατά τρόπο εποπτικό στους συμπολίτες μας, μεταδίδοντάς τους γνώσεις πολύτιμες γύρω από τον αναγεννησιακό χαρακτήρα της πόλης του Ρεθύμνου και το εντυπωσιακό φαινόμενο της ρεθεμνιώτικης Αναγέννησης, όπως αυτό καθίσταται φανερό μέσω των δεκάδων Ρεθεμνιωτών συντελεστών της σε όλα τα πεδία των επιστημών.   

Έτσι στις σελίδες 78- 88 του βιβλίου εμπεριέχονται και παρακολουθούμε τα βήματα τριών εντυπωσιακών διαδρομών σε καλά διατηρούμενους αναγεννησιακούς οικισμούς της πόλης του Ρεθύμνου (παλιά πόλη) αλλά και σε οικισμούς, ενώ το βιβλίο συνοδεύει έγχρωμος χάρτης του Δήμου και της Παλιάς Πόλης του Ρεθύμνου, όπου σημειώνονται οι θέσεις στις οποίες βρίσκονται πενήντα ένα αναγεννησιακά αξιοθέατα, των οποίων, στον ίδιο χάρτη, παρατίθενται και οι έγχρωμες εικόνες των. 

Πρόκειται για μια, πράγματι, ενδιαφέρουσα εργασία, απόρροια των συστηματικών ερευνών τού συγγραφέα της, κ. Χάρη Στρατιδάκη, ακούραστου εργάτη και οτρηρού ερευνητή στον χώρο των Κρητολογικών και όχι μόνο Γραμμάτων. Δεν έχω παρά να του ευχηθώ να έχει απεριόριστες ψυχικές δυνάμεις, προκειμένου να επιτυγχάνει όλο και γενναιότερες και βαθύτερες στον πάτριο τόπο εξερευνήσεις, που θα αποσκοπούν στην πληρέστερη τού τόπου μας προσέγγιση, που- ας μην το ξεχνούμε- αποτελεί έργο εθνικής σημασίας και πολιτιστικής ομορφιάς. 

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ * * * «ΒΗΜΑΤΩΝ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ»

 


ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ

 

«ΒΗΜΑΤΩΝ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ»

      [Εκδόσεις Λεξίτυπον, Αθήνα 2023, σχ. 4ο (28 Χ 20), σσ. 248]

 

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Ο Αιμίλιος Γάσπαρης, πολυτάλαντος συνταξιούχος φιλόλογος καθηγητής, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Νεοελληνική Φιλολογία και εξαιρετικές επιδόσεις στην ποίηση και τη ζωγραφική, παρουσίασε πρόσφατα ένα νέο βιβλίο του, για τον τόπο καταγωγής του, το Ατσιπόπουλο, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Βημάτων Αποτυπώματα». Και να σημειώσουμε ότι αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο του που αναφέρεται στον τόπο καταγωγής, μετά το προηγούμενο με τον τίτλο «Ατσιπόπουλο – Τόπος και Άνθρωποι», που είχαμε την ευκαιρία να παρουσιάσουμε δια ζώσης πριν από οκτώ χρόνια στο Ατσιπόπουλο. Όπως τα δένδρα δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς τις ρίζες τους, έτσι και ο συγγραφέας έχει ανάγκη να αντλεί δυνάμεις συνεχώς από τις δικές του ρίζες και τις καταβολές του. Και αυτό, ακριβώς, συμβαίνει και με την παρούσα νέα έκδοσή του, την οποία, ακριβώς, για τους λόγους αυτούς, αφιερώνει στη μητέρα του Ελένη .

Στο νέο του βιβλίο ο πολυπράγμων συγγραφέας συναθροίζει όλα του τα πολύπλευρα ταλέντα τόσο στη τέχνη, διανθίζοντάς το με θαυμάσιες προσωπικές του ζωγραφικές δημιουργίες, κυρίως Κτισμάτων, Χρωμάτων και Γραμμών από το πολυαγαπημένο του χωριό, όσο και φωτογραφιών "εποχής" (δεκαετίας 1990- 2000), στον τόνο του ασπρόμαυρου, από το προσωπικό του φωτογραφικό αρχείο, με έμφαση στην αρχιτεκτονική του χωριού πριν την αλλοίωσή της και την εξαφάνιση πολλών σημαντικών στοιχείων που αποτελούσαν την πλούσια πολιτιστική του κληρονομιά, ενώ ως επίμετρο δεν λείπουν και κάποιες ποιητικές πινελιές με αναφορά σ’ εκείνο το παλιό αρχοντικό Ατσιπόπουλο.

Οπότε, με όλα αυτά τα εξαιρετικά στοιχεία το βιβλίο καθίσταται ένα ιδιαίτερα ευχάριστο και συνάμα ενδιαφέρον στην ανάγνωσή του πόνημα, στο οποίο ο συγγραφέας βασικά συγκεντρώνει παλιά του δημοσιεύματα κατά καιρούς δημοσιευμένα σε τοπικές εφημερίδες και περιοδικά του Ρεθύμνου, αρχής γενομένης από το έτος 1989, στα οποία θίγονται- συχνά, μάλιστα, με τρόπο ιδιαίτερα καυστικό- θέματα του χωριού που αφορούν στην αρχιτεκτονική και στο κτίσιμο των σπιτιών και σε προβλήματά του, όπως στην καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, στην τσιμεντοποίηση, στην αποψίλωση, στον σχεδιασμό και στην ανοικοδόμηση χωρίς σχέδιο, στους δρόμους του χωριού που «στένεψαν» και δεν μπορούν πια να ανταποκριθούν στις ανάγκες του πληθυσμού, αλλά και στον φρικιαστικό δρόμο Ατσιπόπουλο- Ρέθυμνο, που, βέβαια, δεν αποτελεί παράδειγμα προς μίμησιν. Κι ακόμα στα αιγιάλια σπήλαια, στις ακτές του χωριού και στους υγρότοπους που καταστρέφονται συνεχώς και στις βαλανιδιές, τις χαρουπιές και τους ασπάλαθους, τα σπάρτα και τις λυγαριές που οικοπεδοποιούνται.

Και όλη αυτή η διαφοροποίηση στα πράγματα του χωριού είναι το αποτέλεσμα της μικρής απόστασής του από την πόλη τού Ρεθύμνου, που αποτέλεσε «πληγή» για το πρώην πανέμορφο χωριό και συνετέλεσε, στην περίπτωση του, να χαλαρώσουν τόσο γρήγορα, να αλλοιωθούν και σβήσουν πολλά και από τα έθιμα και τις παραδόσεις που καταγράφονται στο βιβλίο και να δημιουργηθεί, όπως σημειώνει και ο συγγραφέας, ένας νέος τρόπος ζωής, που δεν έχει σήμερα τίποτε, μα τίποτε, να μας θυμίζει από εκείνες τις όμορφες παλιότερες εποχές. Και δεν θα γινόταν, βέβαια, αυτό τόσο γρήγορα σε ένα άλλο χωριό απόλυτα ορεινό και όλως απομακρυσμένο από το κέντρο.

Κεντρικό, πάντως, θέμα του παρουσιαζόμενου βιβλίου θεωρώ την αναδημοσίευση της εισήγησης του κ. Γάσπαρη, που διαβάστηκε στο διήμερο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Ατσιπόπουλο, στις 28 και 29 Ιουλίου 2013, υπό τον τίτλο: «Εν Ατσιποπούλω».

Στην εισήγησή του αυτήν ο κ. Γάσπαρης απαθανατίζει την περίφημη Ατσιπουλιανή Καμάρα, το σπουδαίο αυτό βενετσιάνικο μνημείο του Ρεθύμνου, που ανατινάχτηκε από τους Γερμανούς κατά την αποχώρησή τους από το νησί, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα νώτα τους, προχωρώντας προς τα Χανιά. Για το εντυπωσιακό αυτό μνημείο έχουμε σήμερα λιγοστές μαρτυρίες περιγραφικές ή απεικονιστικές, όπως αυτές των Spratt, Robert Pashley, Taylor, Ιωσήφ Χατζηδάκη, Gerola, Simonelli και κάποιων άλλων. Εξαιρετική, λοιπόν, η προνοητικότητα του συγγραφέα να καταγράψει και προσθέσει με την εισήγησή του, στις παραπάνω μαρτυρίες, και όσο ήταν καιρός, και τις μαρτυρίες τεσσάρων, ακόμα, υπερήλικων κατοίκων του Ατσιπόπουλου, που πρόλαβαν την περίφημη γέφυρα σε πολύ μικρή ηλικία και διατηρούσαν στη μνήμη τους ανάμνηση της αρχιτεκτονικής της.

 Ενδιαφέρουσα, επίσης, θεωρούμε και επιδοκιμάζουμε και επικροτούμε την πρόταση του συγγραφέα τη θέση όπου βρισκόταν η «Ατσιπουλιανή Καμάρα», που σήμερα την καλύπτει ο γνωστός συγκοινωνιακός κόμβος, που από τους Ρεθυμνιώτες αποκαλείται με την κοινότυπη αυτήν ονομασία «Κόμβος» (σαν να πρόκειται για τον μοναδικό κόμβο της Ελλάδος), να την ονομάσει επίσημα η πολιτεία με τη μία και μοναδική ονομασία «Ατσιπουλιανή Καμάρα». Αυτό, θεωρώ ότι θα ήταν το καλύτερο μνημόσυνο του περίφημου αυτού βενετσιάνικου Μνημείου, που αξίζει, γιατί όχι, να τύχει παρόμοιου ενδιαφέροντος όπως και το άλλο εξαφανισμένο βενετσιάνικο μνημείο, το «Ρολόι» της πόλης μας.

   Τέλος, εξαιρετική θεωρώ και την αποτίμηση που έκανε ο κ. Γάσπαρης στο εν λόγω συνέδριο, αναφερόμενος λεπτομερώς στο περιεχόμενο κάθε εισήγησης που διαβάστηκε, σχολιάζοντας ορισμένες από αυτές και τονίζοντας κάποιες από τις προτάσεις ορισμένων εισηγητών. 

Ο Αιμίλιος Γάσπαρης παρακολουθεί από κοντά και με σεβασμό τα προβλήματα του χωριού του, δίνει λύσεις και αποδίδει τις ευθύνες των κακών εκεί όπου πρέπει. Τα κείμενά του γραμμένα με ποιητική χάρη και ζεστασιά, καίτοι πεζά, αποπνέουν πλούσια λυρικότητα και έμπονη για τον τόπο του αγάπη, που για πολλά χρόνια υπήρξε το αγαπημένο του θέμα τόσο στη φωτογραφία όσο και στη ζωγραφική.

Ιδιαίτερες ευχές και ευχαριστίες στον εκλεκτό φίλο και συνάδελφο Αιμίλιο Γάσπαρη, ακάματο τού Λόγου και της Τέχνης εργάτη, και γι’ αυτήν την τελευταία γόνιμη και δημιουργική παρουσία του στα Ελληνικά Γράμματα, μια έκδοση- χρέος και τιμή προς το φυσικό και αστικό και δομημένο περιβάλλον και τον απρόσωπο λαό μας, τον άξιο και θαυμαστό δημιουργό ενός πλούσιου σε αισθήματα πολιτισμού, τον οποίο ο συγγραφέας στο παρόν βιβλίο του με τόση χάρη και φιλοκαλία επιχειρεί να διαφυλάξει.