Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ *** Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ



Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ*

[Συλλογή Π. Βλαστού, Άσματα Λαϊκά Κρητών ή Συλλογή Κρητικής Ποιήσεως Ποικίλης, τ. Α΄, 1850, ενότητα: «Άσματα Κρητών περί του Χάρωνος» (1860), σελ. 1209- 1276]

- 5ο

   ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
     
    
                       Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ

      Στο τραγούδι της Συλλογής του Π. Βλαστού με τίτλο: «Εις την τάβλα (τράπεζαν) μνημοσύνων» (Βλαστός 1850, 1223, αρ. 1.), ο Χάρος εμφανίζεται ιδιαίτερα μισητός για τα δεινά που επιφέρει στους ανθρώπους . διαγουμίζει και αφανίζει από προσώπου της γης άντρες από γενιές (κι όχι, δηλαδή, άχρηστους), αλλά και αυτά τα μικρά και αδύναμα παιδιά:

 «Πριν έρθ’ ο Χάρος κι εύρει μας και μάσε διαγουμίσει[1]
   και διαγουμίσει τσι γενιές και αναλώσει τσ’ άντρε
   και κάμει μάνες δίχως γιους και γιους δίχως μανάδες
   και κάμει και μωρά παιδιά ν’ αφήσουν την αγκάλη».   

   Στο τέλος του ίδιου τραγουδιού ο Χάρος εμφανίζεται και ιδιαίτερα ζηλόφθονος, φθονερός, σκληρός και ανοικτίρμων στρεφόμενος, κατ’ επιλογήν, στους πλέον ικανούς και άξιους εργάτες του κοινωνικού έργου της ζωής και μη φειδόμενος ουδενός. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα από την εξαμερή εικόνα επιτηδευμάτων της εποχής και ευγενών έργων και ενασχολήσεων του ανθρώπου ο Χάρος αντιδρά σε όλα καταλυτικά:

 «και πάρει νιους για τ’ άρματα, δασκάλους για την πένα
  και γέροντες για τη Βουλή και πρωτοκαπετάνιους
  βοσκούς πιτίδιους κι άξιους, πιδέξιους ζευγολάτες»
                        (Βλαστός 1850, σ. 1223, αρ. 1.).

     Στο τραγούδι «Αι τρεις θυγατέρες της καλογριάς κι ο Χάρος» (Βλαστός 1850, 1234, αρ. 12.), ο Χάρος, ζηλόφθονος και χαιρέκακος, όπως και παραπάνω, επέρχεται ως πέλεκυς φοβερός να «αποκόψει», πριν την γευθούν, την ευτυχία των τριών θυγατέρων της καλογριάς, που, σύμφωνα με το μοιρολόγι:

   «όνειρον είδανε κι οι τρεις πως θα στεφανωθούνε,
   και νυφικ’ άσπρα βάνανε, παπάδες τσι βλογούνε».

    Τη στιγμή, λοιπόν, αυτήν της ονειρεμένης τους ευτυχίας ο Χάρος περνά από πάνω τους «σαν άγριο γεράκι», έτοιμος να εφορμήσει και να τους πάρει την ψυχή. Δείχνει, έτσι, περαιτέρω, να μισεί τη μεγάλη ευδαιμονία των ανθρώπων, που, σαν την βλέπει να κορυφώνεται, άτεγκτος και αδυσώπητος, επεμβαίνει και την αφανίζει, σύμφωνα προς την αρχαία ελληνική αντίληψη ότι «το θείον είναι φθονερόν» και ζηλόφθονον στις μεγάλες καλοτυχίες του ανθρώπου.
   Σε αυτό το ίδιο μοιρολόγι, ο Χάρος αυτοαποκαλείται «πρικοχάροντας», άφοβος, άκαμπτος και ασυγκίνητος στο δράμα του ανθρώπου:

   «Εγώ μαι ο πρικοχάροντας κιανένα δε φοβούμαι
 εγώ τσι παίρνω τσι ψυχές τσ’ ανθρώπους δε λυπούμαι».

    Με αυτά τα ιδιαίτερα σκληρά λόγια ο Χάρος αποκρίνεται στις τρεις θυγατέρες της καλογριάς, ενώ στην παράκλησή τους να αφήσει τη μια, τουλάχιστον, από δαύτες στη μάνα τους, για να την έχει θάρρος κι απαντοχή, κατά τη γνωστή, εξάλλου- και από άλλα μοιρολόγια- παραγγελιά της Χαρόντισσας μητέρας του:

  «όπου ‘ναι πέντε παίρνε τρεις, κι όπου’ναι τρεις τον ένα    
   κι όπου ’ναι δυο και μοναχοί μην τσι ξεζευγαρώσεις;»

      (Βλαστός 1850, 1230, αρ. 9 και 1850, 1254, αρ. 35)

  ο Χάρος δίνει ακόμα σκληρότερη και αδυσώπητη την απάντηση:

    «Παράκλησες γη μαυλισές[2], φοβερισμοί γη χάδια,
     εμένα δε με πιάνουσι, μηδέ γητειές και μάγια
     κι οι τρεις θα μ’ ακλουθήξετε, κι ευθύς ετοιμαστείτε».

   Στο μοιρολόγι «Η Χαιρέταινα Ανωγειανή» (Βλαστός 1850, 1264, αρ. 42) η γριά Χαιρέταινα βλέπουμε να «τα έχει» με τον Χάρο, που τον θεωρεί άδικο στην κρίση του, με το να παίρνει τους νέους και να αφήνει πίσω του τους γέρους:

   «Και με το Χάρο τα ’χενε και με το Χάρο τα ’χει,
    σε κάθε λόγον τού λέγεν- άδικο να του λάχει,
    Χάροντα, Λουποθάνατε[3], άδικη κρίση κάνεις,
    Δεν ήβρες από το χωριό γέροντα για να πάρεις;
    ……………………………………………
    Μ’ ας έπαιρνες εμέ τη γριά που ’καμα τον καιρό μου,
    Εμένα και το γέρο μου ν’ αφήσεις τον υγιό μου». 

   Σε άλλο, πάλι, μοιρολόγι, στο «Φιλονικία μεταξύ της Χαρόντισσας, Χάροντα και τινος νεογάμβρου» (Βλαστός 1850, 1230, αρ. 9), ο Χάρος προσαγορεύεται από την ίδια τη Χαρόντισσα μάνα του με τα εξής ειδεχθέστατα ονόματα, δηλωτικά, ασφαλώς,, της εξαιρετικά μισητής στον άνθρωπο προσωπικότητάς του:
     «Χάρε πρικιέ, Χάρε γλυκιέ, Χάρε Φαρμακομούρη[4]»,

    Εντυπωσιάζει και δημιουργεί πρόβλημα η προσαγόρευση, εδώ, του Χάρου με το επίθετο «γλυκιέ», ανάμεσα στα δύο άλλα με εξαιρετικά μυσαρή σημασία. Θεωρώ ότι, το πιθανότερο, πρόκειται για ευφημισμό, ενώ καθόλου δεν αποκλείουμε και την περίπτωση η λέξη να χρησιμοποιείται με κυριολεκτική σημασία, όπως συμβαίνει σε μερικούς ανθρώπους όταν ο θάνατος αποτελεί γι’ αυτούς απαλλαγή και λύτρωση από μια ζωή μαρτυρική και βασανισμένη. Πβ. εδώ το μοιρολόγι που λέει:

  «το Χάροντα παρακαλώ να πάρει την ψυχή μου,
   …………………………………………..
   να πλύνω τσι λαβωμαθιές απού ’χει το κορμί μου
να σου μιλώ να μου μιλείς, να σου λιγαίνει ο πόνος»[5]

καθώς και το τραγούδι στο οποίο ο λαός επικαλείται τον Μιχαήλ αρχάγγελο, όπως και τον Χάρο, να έρθει να χτυπήσει τον άνθρωπο με το κοντάρι του, για να τον απαλλάξει από τα βάσανα της ζωής:

  «Ω Μιχαήλ αρχάγγελε, έλα με το κοντάρι
και σπάραξέ μου το κορμί, να στο γνωρίζω χάρη»[6].    

    Επίσης, ο γέρος που βαρέθηκε τη ζωή του, λέγει συχνά: «Θέ μου και πάρε με να γλυτώσω» ή, πάλι, πολλές φορές ο άνθρωπος, πνιγμένος από τις αναποδιές της ζωής, παρακαλεί τον Χάρο να τον πάρει και λέει: «Ε, μωρέ, χάρε, κι ήντα γίνηκες!»[7].  

    Στο μεθεπόμενο μοιρολόγι, της ίδιας ομάδας τραγουδιών (της πάλης, δηλαδή, Νιου με τον Χάροντα) και τίτλο: «Ο σιδηρούς πύργος των ανδρείων και ο Χάρος» (Βλαστός 1850, 1232, αρ. 11), ο Χάρος αποκαλείται, επί πλέον, και σκληρός, αχόρταγος και ανθρωποφάγος (με το να καταβροχθίζει τόσους και τόσους ανθρώπους):

    «Χάρε σκληρέ κι αχόρταγε, Χάρε ανθρωποφάγε!»,

   ενώ η σκληρότητά του αυτή και τα απάνθρωπα και ανελέητα αισθήματά του τον κάνουν να μην αφήνει τους γέρους στο ταξίδι τους ελεύθερους να πλησιάσουν τις πηγές, να πιουν νερό και να ξεδιψάσουν, τους νέους να παίξουν βόλι και να χαρούν και τα μικρά παιδόπουλα λουλούδια να μαζέψουν, σύμφωνα με την χαρακτηριστική παράκληση του μοιρολογιού:

    «Κόνεψε Χάρο σε χωριό, κόνεψε σε μια βρύση,
    να πιουν οι γέροντες νερό κι οι νιοί να παίξουν βόλι
    και τα μικρά παιδόπουλα λουλούδια να μαζώψουν»
                                                                                                                  (Βλαστός 1850, 1269, αρ. 51.).

   Στο μοιρολόγι, τέλος, «Τα τρία κοράσια» (Βλαστός 1850, 1241, αρ. 18.), ο Χάρος αποκαλείται και «Ψυχοκλέφτης», διότι έρχεται ξαφνικά και αναπάντεχα «ως κλέπτης εν νυκτί» (Θεσσ. Α' ε΄, 2.) και αρπάζει τις ψυχές των ανθρώπων:

      «κι ελόχεψέ τση ο Χάροντας αυτός ο ψυχοκλέφτης».


* Συντομευμένα αποσπάσματα Ανακοίνωσης του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, που έγινε στο συνέδριο με θέμα: «Τα Κρητικά Μοιρολόγια», στα Ανώγεια, στις 13, 14 και 15 Νοεμβρίου 2015, από το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας και τον Δήμο Ανωγείων


       




[1] Πολύ πετυχημένο και το ρήμα «τρυγήσει» για τον Χάρο, που σε πολλά μοιρολόγια αναφέρεται «κατά παρομοίωσιν» ως τρυγητής
[2] Μαυλισά (από ρ. μαυλίζω)= εξαπάτηση, ξεγέλασμα, κολακεία.
[3] Λουποθάνατος:  α΄ συνθ. το επίθ. λουπός= μουλωχτός, κρυφός, ύπουλος όπως ο λούπης (= σαρκοφάγο όρνιο, είδος γυπαετού, που παραμονεύει το θύμα του). Μτφρ., εδώ για τον Χάρο, που κρύβεται, χωρίς να γίνεται αντιληπτός, για να θανατώσει το θύμα του.
[4] Φαρμακομούρης είναι αυτός που έχει το πρόσωπό του δηλητηριασμένο, χλωμό.
[5] Σταμάτη Α. Αποστολάκη, Ριζίτικα, τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης, Χανιά 20101, 386, αρ. 644.
[6](Αναγνωστόπουλος 1984, 124).

 [7] [Καραταράκης (Στεργιογιάννης) 1960, 23]

Δεν υπάρχουν σχόλια: