Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ -2-


Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ*


[Συλλογή Π. Βλαστού, Άσματα Λαϊκά Κρητών ή Συλλογή Κρητικής Ποιήσεως Ποικίλης, τ. Α΄, 1850, ενότητα: «Άσματα Κρητών περί του Χάρωνος» (1860), σελ. 1209- 1276]

                                       - 2ο


   ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

    www.ret-anadromes.blogspot.com

     http://historicalcrete.ims.forth.gr 


 
     Ο Χάρος των δημοτικών τραγουδιών, σαν κύριο όνομα, προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό όνομα Χάρων (-ωνος), από ρίζα χαρ- (χαίρω, χαρά) και τούτο, φυσικά, κατ’ ευφημισμόν από το ομώνυμο επίθετο ο, η χάρων, που χρησιμοποιείται με τη σημασία του «χαροπός», για χαρακτηρισμό κυρίως του λιονταριού, του αετού και των Κυκλώπων, δεδομένου ότι το επίθετο «χαροπός» στον Όμηρο, Ησίοδο και Σοφοκλή χαρακτηρίζει κατ’ εξοχήν την απαστράπτουσα λάμψη των ματιών των αρπακτικών πουλιών και ζώων. Και ο Χάρος, λοιπόν, ονομάζεται έτσι από τα αστραφτερά του μάτια.

       Ο Χάρος (Χάρων) είναι άγνωστος στον Όμηρο και τον Ησίοδο ως εκτελεστής του αδυσώπητου της φθοράς νόμου και ως ψυχοπομπός. Κατ’ αυτούς οι ψυχές έφθαναν μόνες τους στον Άδη ή με τη συνοδεία του ψυχοπομπού Ερμή. Ο Χάρος (Χάρων) των αρχαίων Ελλήνων έχει λαϊκή βάση. Μνημονεύεται για πρώτη φορά τον έκτο π.Χ. αιώνα στο χαμένο έπος «Μινυάς», του ποιητή Πρόδικου, μεγάλο μέρος του οποίου κατέχει η κάθοδος του Θησέα και του Πειρίθοου στον  Άδη και, με την ευκαιρία αυτήν, γίνεται στο εν λόγω έργο και μια ακριβής περιγραφή του Άδη. Από τη σκηνή αυτήν του Άδη εμπνεύστηκε ο ζωγράφος Πολύγνωτος και ζωγράφισε στους τοίχους της Λέσχης των Δελφών τον Χάρο, σαν γέροντα πορθμέα που μεταφέρει τις ψυχές του έφηβου Τέλιδα και της παρθένου Κλεοβοίας από τη μιαν όχθη του ποταμού Αχέροντα στην άλλη[1]. Από την τοιχογραφία εκείνη στους Δελφούς φαίνεται ότι ξεπήγασαν όλες οι μεταγενέστερες παραδόσεις και εμπνεύσεις των αρχαίων Ελλήνων για τον Χάρο (Χάροντα), τον γιο του Ερέβους και της Νύκτας – ως πορθμέα των ψυχών, αντί ενός οβολού, από τη μιαν όχθη του Αχέροντα ποταμού στην άλλη - ταυτιζόμενον άλλοτε με τον Θάνατο (τη θεότητα, με τα αγριωπά μάτια, που χτυπούσε τα θύματά της και με τα κορμιά τους πλούτιζε τον Άδη) και άλλοτε συγχεόμενο στη λαϊκή φαντασία με τον Άδη (που κατέτρωγε τις σάρκες των θυμάτων του[2]). Τελικά, και ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη αποστολή που είχε ο κάθε θεός από αυτούς, ο Άδης, ο Θάνατος και ο Χάρων εξέφραζαν την ίδια ιδέα[3]. Ειδικότερα, ο Χάρος παριστανόταν σαν εύρωστος και αυστηρός γέροντας, με μακριά άσπρη γενειάδα, σπινθηροβόλα μάτια, μαυροφορεμένος, με βρώμικο χιτώνα από τις λάσπες του ποταμού. Σε μεταγενέστερους χρόνους οι παραστάσεις του ταυτίστηκαν από τον λαό με τις παραστάσεις του Θανάτου.

     Αυτός ο Χάρος (Χάρων) των αρχαίων Ελλήνων, επειδή ακριβώς έχει λαϊκή την προέλευση, είναι τελείως άγνωστος στην Αγία Γραφή. Με την πάροδο του χρόνου ο Χάρος, σαν περισσότερο δημοφιλής στα λαϊκά στρώματα, αντικατέστησε πρώτα τον προσωποποιημένο Άδη και ύστερα τον, επίσης, προσωποποιημένο και περισσότερο δημοφιλή Θάνατο, θεότητα της ομηρικής εποχής και αδελφό του Ύπνου. Όλες οι ιδέες και παραστάσεις για τον Άδη, Θάνατο, και Χάρο (Χάροντα) των αρχαίων Ελλήνων, με την πάροδο του χρόνου, συγχωνεύτηκαν και διατηρήθηκαν από τον ίδιο τον λαό στον προσωποποιημένο νεοελληνικό Χάρο, που κατακλύζει πια τα νεοελληνικά μοιρολόγια και, μάλιστα, και μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, όπως δέχεται ο λαογράφος Γ. Σπυριδάκης[4].

    Γι’ αυτό στα νεοελληνικά μοιρολόγια δεν είναι καθόλου συνήθεις χριστιανικές αναφορές συνειδητής πίστης στον Θεό. Εκπλήσσει, μάλιστα, το γεγονός ότι- παρά την εξαιρετική σημασία που αποδίδουν στην Ανάσταση του Χριστού η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο ίδιος ο ελληνικός λαός- στα μοιρολόγια δεν υπάρχει η παραμικρή πίστη σε ανάσταση των νεκρών, όπως την πιστεύει η Ορθοδοξία. Και όχι απλά η λέξη κόλαση είναι ανύπαρκτη στα Κρητικά Μοιρολόγια, αλλά ούτε και οι λέξεις Παράδεισος, Ουρανός, Άδης δίνονται ως συνώνυμες. Ο Άδης, όπως τον συναντάμε στα Μοιρολόγια είναι κοινός για όλους, δίχως να ξεχωρίζει σε Κόλαση και Παράδεισο. Δεν υπάρχουν τιμωρίες για τους αμαρτωλούς και ο Άδης των δημοτικών τραγουδιών φαίνεται να συγγενεύει ξεκάθαρα προς τον Άδη της αρχαίας Ελλάδος. Είναι η βέβαιη και γενική κατάληξη μετά τον θάνατο, όπου οι ψυχές εξακολουθούν μεν να ζουν και να υπάρχουν (ως σκιές πλέον), αλλά το σώμα εξαφανίζεται και χάνεται[5].

    Μάλλον, λοιπόν, κάποιες φορές, εντελώς ασυναίσθητα, μαζί με τον Χάρο, «μπλέκει» η μοιρολογήτρα στα μοιρολόγια της και τον Θεό όχι, όμως, με την πίστη που απαιτεί από τον πιστό χριστιανό η ευαγγελική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Έτσι, στο μοιρολόγι της συλλογής του Γ. Τσουδερού «Μάνας για το γιο τζη που τον εσκότωσεν αστροπελέκι»[6] η μάνα πάνω στον πόνο της, για τον αδόκητο θάνατο του παιδιού της, μάλλον ασυναίσθητα και επηρεασμένη από την καθημερινή πραγματικότητα (πβ. καθημερινή επιφώνηση: αχ Θέ μου!), βάζει στο στόμα της και το όνομα του Θεού (ως ανώτερου του Χάρου, από τον οποίο ο Χάρος παίρνει τις διαταγές, όπως κατά την αρχαιότητα τις έπαιρνε από τον Πλούτωνα[7]), τον οποίο, μάλιστα, και ελέγχει και ψέγει δριμέως, κατά το ανθρώπινο, γιατί τακτοποίησε με αυτόν τον τρόπο τα πράγματά Του και επέτρεψε στον Χάροντα να χαθούν τα τόσα κάλλη και η ομορφιά του παλικαριού της: 


  «Παιδί μου, κανακάρη μου,
 φως μου κι απαντοχή μου,

 πώς σ’ έκαμεν ο Χάροντας

 σήμερ’ ανεβουλής[8] μου;    

 ……………………………
 Θε μου, πώς τα κουλάντρισες

 ούλα τα σόρντινά σου


 κι άφηκες και χυθήκανε
 τα κάλλη τσ’ αφεντιάς του;»
 


       Έτσι, στο νεοελληνικό μοιρολόγι ο Χάρος, βασικά, έγινε δεκτός, γιατί άρεσε και προσαρμοζόταν άριστα στη δεκτικότητα της λαϊκής ψυχής, χωρίς, πάντως, να λησμονηθεί τελείως ούτε ο Θάνατος, ούτε ο Άδης των αρχαίων Ελλήνων[9]. Το γεγονός τούτο επιβεβαιώνει την προέλευση του νεοελληνικού Χάρου από τον Χάρο (Χάροντα) της κλασικής αρχαιότητας, γνώμη που ασπάζονται και ο Ν. Πολίτης και ο Στ. Κυριακίδης.
  

_________________________________________



[1] Ιωάννης Σπ. Αναγνωστόπουλος, Ο θάνατος και ο Κάτω Κόσμος στη Δημοτική Ποίηση (εσχατολογία της Δημοτικής ποίησης) (διδακτορική διατριβή), Αθήνα 1984, 68. P. Decharme, Μυθολογία τής αρχαίας Ελλάδος (μετάφρ. Αλεξ. Μ. Καράλη), έκδ. Χρ. Γιοβάνη, Αθήναι χ.χ. 483.
[2] Το όνομα Άδης στο πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων εξέφραζε την οριστική αφάνεια του υπόγειου κόσμου, στον οποίον, πράγματι, παραμένει περιορισμένος ο Άδης, θεός τερατώδης, πελώριος, στυγνός, αμείλιχτος, άκαμπτος σε κάθε ικεσία (Decharme, ό.π, 472 και 474).
[3] Στέλιος Ε. Χιλιαδάκης, Παραδόσεις τού ελληνικού   λαού για την Κάτω γη και το Χάρο, τ. Α΄, Αθήνα 1929, 21.
[4] Αναγνωστόπουλος, ό.π,, 72.
[5]  Μανώλης Παπαδογιάννης, «Ο Χάρος και ο Κάτω  Κόσμος στα Δημοτικά τραγούδια της Κρήτης», Αμάλθεια, τόμ. 4,  τ. 15 (Απρ.- Ιούνιος 1973), Άγιος Νικόλαος- Κρήτης, 137.
[6]  Γιάννης Ευθ. Τσουδερός, Κρητικά Μοιρολόγια, Αθήνα 1976, 42.
[7] Πρόκειται για ευφημισμό του Άδη (= διανομέας του Πλούτου), γιατί παλιά ο Άδης νομιζόταν θεός της γεωργικής αφθονίας. Πρόκειται για προσπάθεια της ελευσίνιας λατρείας να διαλλάξει τις αρχαίες και φοβερές έννοιες των θεών του θανάτου προς ιδέες περισσότερο ευχάριστες, ώστε ο Άδης να μην προκαλεί πάντοτε φόβο (P. Decharme ό.π., 475).
[8] «Ανεβουλής μου» ([α]στερ.+ βουλή)= χωρίς τη θέλησή μου.
[9] Πβ., σχετικά, το μοιρολόγι «Παράκλησις εραστού προς τον Θάνατον» (Βλαστός 1850, 1269, αρ. 50), όπου ο εραστής «παρακαλεί» τον Θάνατο και «προσκυνά» τον Χάρο:


    «Ο Θάνατος εμήνυσε μαντάτο με τον Χάρο,
    ν’ αφήσω την αγάπη μου να τήνε πάρουν άλλοι,
    και τότε του μηνώ κι εγώ με τον αμπασαδόρο,

    -Παρακαλώ σε, Θάνατε, και προσκυνώ σε Χάρε,
    για να μ’ αφήσεις να χαρώ κι εγώ δυο τρεις ημέρες».
    


Δεν υπάρχουν σχόλια: