ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ- ΥΠΟ ΤΗΝ ΣΚΙΑΝ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΠΛΑΤΑΝΟΥ


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ

ΥΠΟ ΤΗΝ ΣΚΙΑΝ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΠΛΑΤΑΝΟΥ

Μελέτες για τις σχέσεις της Θήβας με την Περσία και τις άλλες ελληνικές πόλεις από την μάχη των Λεύκτρων έως την μάχη της Μαντινείας 371- 362 π.Χ.[Εκδόση Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών- Σαριπολείου Βιβλιοθήκης, Αθήνα 2009, σχ. 8ο (24Χ17), σσ. 244]


  ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

http://ret-anadromes.blogspot.com

      Πρόσφατα και σε εξαιρετικά καλαίσθητη έκδοση 244 σελίδων, κυκλοφόρησε η διδακτορική διατριβή του γνωστού φιλολόγου και Κρητολόγου κ. Παναγιώτη Μ. Παρασκευά, Σχολικού Συμβούλου Φιλολόγων Χανίων, που εγκρίθηκε, από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας.
     Το βιβλίο μελετά τις σχέσεις των ελληνικών πόλεων με την Περσία κατά την περίοδο 371- 362 π.Χ., που αποτελούν μέρος των ευρύτερων ελληνοπερσικών σχέσεων και της εξέλιξής τους από την εποχή του Κύρου Β΄ του Αχαιμένους (6ος αι. π.Χ) μέχρι το 371 π.Χ. αλλά και αργότερα έως την κατάκτηση της Ασίας από τον Μ. Αλέξανδρο. Τις σχέσεις αυτές η μέχρι σήμερα έρευνα έχει αποπειραθεί να μελετήσει είτε μέσα από συνολικές μελέτες, είτε μέσα από επί μέρους. Γενικά, πάντως, όλα τα έργα- όπως, για παράδειγμα, αυτά του Ε. Meyer και του Beloch- διερευνούν τις σχέσεις αυτές μέσα από μια γενική θεώρηση της αρχαιότητας, που προσφέρει μεν μιαν αναλυτική θεώρηση του όλου των εξελίξεων, τους διαφεύγουν, όμως, οι λεπτομέρειες μιας πιο διεισδυτικής εικόνας της συγκεκριμένης περιόδου και μάλιστα του μεγέθους μιας δεκαετίας.
     Ο Συγγραφέας στο «Εισαγωγικό Σημείωμα» της διατριβής του παραθέτει μιαν όλως ενδιαφέρουσα σειρά εξειδικευμένων έργων ξένων ερευνητών, που όλα εξετάζουν τις εν λόγω ελληνοπερσικές σχέσεις, όμως, άλλως ο καθένας μελετά το πλέγμα και τα αποτελέσματα των σχέσεων αυτών. Όλες, περαιτέρω, είναι μελέτες που ως επίκεντρό τους θέτουν την Αθήνα και τη Σπάρτη, παραβλέποντας σε σημαντικό βαθμό τον ρόλο της Θήβας, αλλά και των άλλων ελληνικών πόλεων που, οπωσδήποτε, αθροιστικά επηρέασαν όχι μόνον τις Ελληνοπερσικές αλλά και τις ενδοελληνικές σχέσεις.
     Έτσι, η παρούσα μελέτη επιχειρεί πρωτίστως να εξετάσει τις ελληνοπερσικές σχέσεις κατά την περίοδο 371- 362 και κάτω από αυτήν την παραθεωρημένη και όλως υποβαθμισμένη από τις λοιπές μελέτες οπτική γωνία, της Θήβας, κατά πρώτο λόγο, αλλά και των λοιπών ελληνικών πόλεων (Κορίνθου, Άργους, Αρκάδων, Φλειούντος, Φερών αλλά και Συρακουσών), χωρίς, πάντως, ουδόλως να υποβαθμίζει και τον ρόλο της Σπάρτης ή της Αθήνας.
       Η Θήβα, που κατόρθωσε μετά τη νίκη στη μάχη των Λεύκτρων να καταστεί η τρίτη δύναμη στην Ελλάδα, μετά την Αθήνα και τη Σπάρτη, επιχείρησε την πλήρη ανατροπή των σχέσεων μεταξύ των ηγεμονίδων πόλεων στην Ελλάδα, διεκδικώντας, με τη σειρά της, και τη δική της ηγεμονία και διασαλεύοντας συνειδητά το πλέγμα που ρύθμιζε από το 387/6 π.Χ. τις ελληνοπερσικές σχέσεις. Το θάρρος αυτό η Θήβα το έλαβε από το γεγονός ότι πέτυχε, αφενός, την εξουδετέρωση της Σπάρτης με τις επανειλημμένες εισβολές της στη Λακωνική και την ίδρυση, αφετέρου, της Μεσσήνης και της Μεγαλόπολης. Ίδρυσε, επίσης, το «Κοινό των Βοιωτών» με χρήματα περσικά, που τροφοδότησαν τον εμφύλιο σπαραγμό στην Ελλάδα και το κυριότερο(!). η Θήβα υπήρξε, πραγματικά, η μόνη πόλη της Ελλάδας που περηφανευόταν για τη στυγερή αυτή συνεργασία της με τους Πέρσες. Έτσι, όταν όλοι οι Έλληνες το 480 π.Χ. περηφανεύονταν- και ειδικά η Αθήνα και η Σπάρτη- για τον τιτάνιο αγώνα τους ενάντια των Περσών, ο Πελοπίδας, το 367 π.Χ., περηφανευόταν για τη συνεργασία και τον συνασπισμό των Θηβαίων με τους Πέρσες και τη συμφωνία μιας περσοθηβαϊκής συνεργασίας στήριξης από τους Πέρσες της θηβαϊκής Αρχής στην Ελλάδα. Και κάτι τέτοιο είναι γεγονός ότι δεν είχε συμβεί ποτέ άλλοτε στην Ελλάδα.
   Συμπερασματικά, ο συγγραφέας καταδεικνύει ότι η Θήβα έγινε ο μηχανισμός διά του οποίου η Περσία προκάλεσε την περαιτέρω διάσπαση του ελληνικού κόσμου σε πολλά κομμάτια μετά το 362 π.Χ., αλλά και νωρίτερα στη δεκαετία 371- 362, αποδυνάμωσε τη Σπάρτη σχεδόν ολοκληρωτικά, την Αθήνα στο μεσοπρόθεσμο μέλλον και, τελικά, οδήγησε στο χάος εκείνο που ο Ξενοφών απελπισμένος αναφέρει στο τέλος των «Ελληνικών» του.
       Η κατανόηση της συγκεκριμένης μελέτης του κ. Παρασκευά διευκολύνεται ουσιαστικά από ένα ευρύτατα κατατοπιστικό «Εισαγωγικό Σημείωμα», όπως και από μια σειρά εξαντλητικών και άκρως διαφωτιστικών «Συμπερασμάτων», στο τέλος της διατριβής. Η περίληψη, περαιτέρω, στην Αγγλική, τα αναλυτικά Ευρετήρια Όρων και Ονομάτων, αλλά και η πλουσιότατη τετράγλωσση Βιβλιογραφία (ελληνική, γερμανική, αγγλική και γαλλική) ολοκληρώνουν την αποτελεσματικότητα της έρευνας στην ουσιώδη και εξαιρετική οικείωσή της από τον αναγνώστη.
     Η διατριβή εκπονήθηκε κάτω από την ηθική και πνευματική καθοδήγηση του συμπατριώτη και παλιού δασκάλου του συγγραφέα στο Πανεπιστήμιο Κρήτης κ. Εμμανουήλ Μικρογιαννάκη, την ουσιαστική επίβλεψη και διόρθωση του σώματος της διατριβής από την κ. Άννα Ραμού- Χαψιάδη και, επίσης, την καίρια συμβολή και τις λεπτές επισημάνσεις και παρατηρήσεις του κ. Κωνσταντίνου Μπουραζέλη, ενώ η έκδοσή της, σε μια εξαιρετικά καλαίσθητη έκδοση 244 σελίδων από τη Σαριπόλειο Βιβλιοθήκη, επιτεύχθηκε μετά από θετική αξιολόγηση και έγκρισή της από τον Πρόεδρο κ. Χρήστο Κίττα, Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών και τα μέλη της Επιτροπής του Σαριπολείου Ιδρύματος, γεγονός, οπωσδήποτε, που περιποιεί μεγάλη τιμή στο πρόσωπο του συγγραφέα.
     Το παραπάνω έργο τού κ. Παναγιώτη Μιχ. Παρασκευά είναι αξιολογότατο και έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό στη επιστήμη της Ιστορίας. Λαμπρός ιστορικός ο ίδιος ερευνά και εξετάζει με ευρυμάθεια, γλαφυρότητα και συνθετικό πνεύμα ένα σπουδαίο ιστορικό ζήτημα. Είναι, γι’ αυτό άξιος του «δικαίου επαίνου» όλων μας και, μάλιστα, της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας και γι’ αυτό το νέο πόνημά του, που αφορά ειδικά στην επιστήμη της Αρχαίας Ιστορίας και αποτελεί περισπούδαστη και κεφαλαιώδους σημασίας μελέτη και συμβολή στη διεθνή ιστορική θεματογραφία. Ευχή μας να έχει υγεία και δύναμη, για να συνεχίζει τη γόνιμη, εργώδη και δημιουργική δραστηριότητά του τόσο στον ειδικό χώρο της εξειδίκευσής του, την Ιστορία, όσο και στον χώρο των κρητολογικών και όχι μόνο μελετών, στις οποίες τόσο μεγάλη, επίσης, είναι η μέχρι σήμερα συμβολή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: